Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

Εὺθύμιος Λέντζας: Κοίτα τ’ ἀστέρια

Εὺθύμιος Λέντζας: Κοίτα τ’ ἀστέρια

Posted on  by planodion

Εὺθύμιος Λέντζας

Κοί­τα τ’ ἀστέ­ρια

ΥΤΗ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ τὴ γρά­φω στὴ Βί­τσα. Κεν­τρι­κὸ Ζα­γό­ρι, κον­τὰ στὰ 1000 μέ­τρα ὑψό­με­τρο. Πέ­τρα καὶ φύλ­λα· ἄλι­κα φύλ­λα στὰ λι­θό­στρω­τα – νὰ μὴν ση­κώ­νον­ται τὰ πό­δια. Νὰ τρί­βε­ται κά­τω ἀπ’ τὰ πέλ­μα­τα ἴδιο μὲ κό­κα­λο, ἴδιο τσου­κνί­δα ἕνα ἀβέ­βαιο πα­ρόν. Ἡ πλα­τεία μέ­σα στὸν πλά­τα­νο, ὁ να­ὸς τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου μέ­σα στὸν πλά­τα­νο, μιὰ ὁρι­ζόν­τια ἀγ­κα­λιὰ ἀπὸ κλα­διὰ καὶ τὰ βου­νὰ μιὰ θά­λασ­σα, κι ὁ οὐ­ρα­νὸς πο­λὺ κον­τά, πό­τε ζε­στὸς καὶ πό­τε κρύ­ος. Ὅπου κοι­τά­ζω γί­νο­μαι παι­δὶ· μὲ μπό­λι­κο ἀέ­ρα στὰ πνευ­μό­νια ἀνα­τρι­χιά­ζω.

       Φθι­νό­πω­ρο κι ἑλ­λη­νι­κὸς κα­φές. Βά­ζω τὰ χέ­ρια στὴν κού­πα ν’ ἀχνί­σει κι ἡ ψυ­χού­λα μου. Ἡ γυ­ναίκα ποὺ μοῦ σέρ­βι­ρε τὸν κα­φέ, ἐπι­στρέ­φει μὲ μιὰ κα­νά­τα πα­γω­μέ­νο νε­ρό. Ὁ ἥλιος ὅλο πά­ει καὶ ψη­λώ­νει. Ἡ γυ­ναίκα ἀπο­μα­κρύ­νε­ται σιω­πη­λή. Καὶ τί νὰ μοῦ πεῖ, σκέ­φτο­μαι. Φτά­νει ποὺ χα­μο­γέ­λα­σε. Κι ὅπως συμ­βαί­νει στὴν ἀρ­χή, κά­πως δει­λά, πιά­νω στὰ δά­χτυ­λα στυ­λό, τε­τρά­διο, τσι­γά­ρο· βά­ζω τὴ σάρ­κα μου ἐπά­νω στὸ χαρ­τί:

       Συ­νε­χῶς φο­ρᾶς τὸ ἴδιο που­λό­βερ, μὲ τὶς κόκ­κι­νες καὶ μαῦ­ρες λω­ρί­δες. Ὅταν τύ­χει κα­μιὰ φο­ρὰ καὶ βά­λεις κα­νέ­να που­κά­μι­σο, αὐ­τὸ θὰ εἶ­ναι μὲ λε­κια­σμέ­νους για­κά­δες – στάμ­πες ἀπὸ τὰ σά­λια σου· τὰ ἀπο­τυ­πώ­μα­τά σου Μίλ­το. Βρω­μο­κο­πᾶς φτώ­χεια ἀπὸ χι­λιό­με­τρα. Ἡ μι­ζέ­ρια σὲ ἀκο­λου­θεῖ σὰν σκιὰ· εἶ­ναι μιὰ ἀνά­σα ποὺ κά­θε τό­σο σοῦ χτυ­πά­ει τὴν πόρ­τα. Ἔχεις ἀκα­νό­νι­στη μύ­τη, ἀσύμ­με­τρη μὲ τὸ κε­φά­λι. Στὸ πρό­σω­πο, οἱ φα­κί­δες κά­νουν τὰ μά­γου­λά σου νὰ μοιά­ζουν μὲ κομ­μά­τια ἀπὸ μου­χλια­σμέ­νο τυ­ρί.

       Κα­θη­με­ρι­νά, ἡ μά­να σου ἡ Βαγ­γε­λιώ, πε­ρι­μέ­νει στὸ διάλ­λει­μα, νὰ βγεῖς ἀπ’ τὴν πόρ­τα, νὰ σὲ δεῖ στὰ σκα­λιά. Κρα­τᾶ στὴν ἀγ­κα­λιὰ σὰν φυ­λα­χτὸ τὸ κο­λα­τσιό σου: γά­λα σο­κο­λα­τοῦ­χο κι ἕνα κου­λού­ρι μὲ σου­σά­μι. Κά­θε­στε στὸ παγ­κά­κι. Χαϊ­δεύ­ει τὰ μαλ­λιά σου μὲ στορ­γή. Ἐσὺ μα­σου­λᾶς καὶ κα­τα­πί­νεις καὶ χα­μο­γε­λᾶς. Ποῦ τὴ βρί­σκεις τὴ χα­ρὰ δὲν ξέ­ρω. Τὰ ὑπό­λοι­πα παι­διὰ σὲ παίρ­νουν στὸ «ψι­λό». Ἐγὼ ἀπέ­χω. Εἶ­μαι μα­κριά, μὲ κά­ποια συμ­μα­θή­τρια χα­ζεύω. Μοῦ λέ­ει ἡ Φα­νού­λα, κοί­τα τὸ μπά­σταρ­δο πὼς τρώ­ει μὲ τὴ μα­νού­λα του.

       Θυ­μᾶ­μαι κι ἄλ­λα. Θυ­μᾶ­μαι τὴ σφα­λιά­ρα ποὺ μοῦ ἄστρα­ψε ὁ κύ­ριος Παν­τε­λής. Σὲ ἔχω ση­κώ­σει στὸν ἀέ­ρα μὲ τὰ χέ­ρια (παι­δι­κὰ χε­ρά­κια, μὰ πα­ρ’ ὅλα αὐ­τά, πιὸ δυ­να­τὰ ἀπ’ τὰ δι­κά σου τὰ φτω­χά, τὰ ἄδεια χέ­ρια σου). Καὶ σκί­ζω τὸ που­λό­βερ σου στὴν ἄκρη στὸ λαι­μὸ καὶ πιά­νω τὸ μά­γου­λό μου ὕστε­ρα ἀπ’ τὴ σφα­λιά­ρα καὶ ντρέ­πο­μαι θεέ μου, πό­σο ντρέ­πο­μαι. Καὶ περ­νᾶ­νε ὅλα αὐ­τὰ σὰν νὰ μὴν ἔγι­ναν πο­τέ. Δὲν μοῦ κρα­τᾶς κα­κία κα­μιὰ καὶ φεύ­γει ἡ κοκ­κι­νί­λα ἀπὸ τὸ μά­γου­λο καὶ ξε­χνῶ τὴ ντρο­πή μου.

     Ὅλο σὲ ρω­τά­ει ὁ κύ­ριος Παν­τε­λής: Εἶ­σαι ἐν­τά­ξει Μίλ­το; Ἔχεις φά­ει Μίλ­το; Ἡ μα­μὰ εἶ­ναι κα­λὰ Μίλ­το; Ἐσὺ χα­μη­λώ­νεις τὸ βλέμ­μα καὶ κά­νεις ὅτι γρά­φεις στὸ τε­τρά­διο. Ἐσὺ πο­τὲ δὲν γρά­φεις. Ἔχεις ὅλους αὐ­τοὺς τοὺς μαρ­κα­δό­ρους καὶ ζω­γρα­φί­ζεις. Ζω­γρα­φί­ζεις δέν­τρα φορ­τω­μέ­να μὲ φροῦ­τα, που­λιὰ μὲ πε­λώ­ρια φτε­ρὰ (ἦταν ὁ δά­σκα­λος ποὺ μᾶς εἶ­χε μι­λή­σει γιὰ τὰ ἄλ­μπα­τρος κι ὅλοι μεί­να­με μὲ τὸ στό­μα ἀνοι­χτό), φτιά­χνεις ἥλιους, πολ­λοὺς ἥλιους στρι­μωγ­μέ­νους τὸν ἕναν δί­πλα στὸν ἄλ­λον. Τὰ σπί­τια ποὺ σχε­διά­ζεις ἔχουν πάν­τα με­γά­λα πα­ρά­θυ­ρα.

       Κα­μιὰ φο­ρὰ ζη­τᾶς τὴν πα­ρέα μου, πλη­σιά­ζεις σὰν κου­τά­βι γύ­ρω ἀπ’ τὰ πό­δια μου. Θέ­λεις νὰ πνί­γου­με μυρ­μήγ­κια στὶς φω­λιές τους. Τὰ πα­ρα­τη­ροῦ­με κα­θὼς πα­σχί­ζουν νὰ με­τα­φέ­ρουν τὴν τρο­φή τους, μέ­σα σὲ ἐκεί­νους τοὺς ἀτέ­λειω­τους λα­βύ­ριν­θους ποὺ ἀνοί­γου­νε στὸ χῶ­μα, καὶ τὴν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή, – τώ­ρα!, μοῦ λές, κι ἀδειά­ζου­με μπου­κά­λια μὲ νε­ρὸ καὶ τὰ σκο­τώ­νου­με. Ἔπει­τα ἀνά­βου­με σπίρ­τα καὶ τὰ πε­τᾶ­με μα­κριά. Ἄλ­λο κι αὐ­τό… Κοί­τα, μοῦ λές, τ’ ἀστέ­ρια. Ποιά ἀστέ­ρια, σοῦ λέω, ρὲ Μίλ­το. Τ’ ἀστέ­ρια, μοῦ λές, καὶ μοῦ δεί­χνεις τὰ σπίρ­τα.

       Δὲν πι­στεύω πὼς εἶ­μαι κα­λὸς μα­ζί σου, ἁπλῶς δὲν εἶ­μαι κα­κός. Ξέ­ρεις τί εἶ­ναι Μίλ­το; Πολ­λὲς φο­ρὲς σὲ βα­ριέ­μαι. Μὲ θε­ω­ρῶ κα­λύ­τε­ρο, πιὸ ἔξυ­πνο, πιὸ ὄμορ­φο. Οὔ­τε μὲ νοιά­ζει ποὺ εἶ­σαι μπά­σταρ­δος, μπά­σταρ­δος καὶ φτω­χός. Ἔτσι ἔτυ­χε, σκέ­φτο­μαι. Μὰ τὸ θέ­μα εἶ­ναι αὐ­τό: ἁπλὰ σὲ βα­ριέ­μαι.

       Κι ἔρ­χον­ται οἱ μέ­ρες τῶν Χρι­στου­γέν­νων καὶ στο­λί­ζου­με τὴν τά­ξη. Πρά­σι­νες γιρ­λάν­τες στὰ πα­ρά­θυ­ρα, λαμ­πά­κια νὰ ἀνα­βο­σβή­νουν παί­ζον­τας χα­ρού­με­νες με­λω­δί­ες, κι ὅλα τὰ παι­διὰ νὰ χα­μο­γε­λᾶ­με. Τὰ κο­ρί­τσια εἶ­ναι ὄμορ­φα· ὅλα τὰ κο­ρί­τσια εἶ­ναι ὄμορ­φα. Ἀκό­μα καὶ ἡ Μα­ρία ἀπὸ τὴν Ἀλ­βα­νία ποὺ ἦρ­θε πρό­σφα­τα στὴν τά­ξη μας, εἶ­ναι πράγ­μα­τι πο­λὺ ὄμορ­φη κι ἂς μὴ μι­λά­ει κα­λὰ ἑλ­λη­νι­κά, κι ἂς κά­θε­ται μό­νη στὸ τε­λευ­ταῖο θρα­νίο.

       Σὲ βλέ­πω στὴν αὐ­λή. Ψά­χνεις μὲ τὰ μά­τια σου τὸν οὐ­ρα­νό. Κά­που ἐκεῖ θὰ πα­ρα­φυ­λά­γει καὶ ἡ μα­νού­λα σου· εἶ­μαι σί­γου­ρος γι’ αὐ­τὸ κι ἂς μὴν τὴν βλέ­πω. Δὲν μοῦ φαί­νε­σαι λυ­πη­μέ­νος. Ἀπε­ναν­τί­ας θὰ ἔλε­γα. Δὲν κα­τα­λα­βαί­νω. Για­τί δὲν εἶ­σαι λυ­πη­μέ­νος;

       Ὁ δά­σκα­λος μὲ πλη­σιά­ζει στὸ πα­ρά­θυ­ρο, βά­ζει τὸ χέ­ρι του στὸν ὦμο μου. Χιο­νί­ζει Θύ­μιο, μοῦ λέ­ει. Κα­λὰ Χρι­στού­γεν­να. Κα­λὰ Χρι­στού­γεν­να δά­σκα­λε, λέω.

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Εὐθύμιος Λέντζας (Λάρισα 1986). Ἔχει ἐκδώσει δύο ποιητικὲς συλλογές: Οἱ γυναῖκες ποὺ ἀγαπᾶμε εἶναι θαμμένες στὸν κῆπο (αὐτοέκδοση, 2020) Τὸ Μερίδιο (Θράκα, 2022) καὶ μιὰ συλλογὴ διηγημάτων Στὰ βράχια καὶ στὴ θάλασσα (Γράφημα, 2023).


https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κλειστό κομμάτι στο Κορδόνι του Βόλου

Κλειστό κομμάτι στο Κορδόνι του Βόλου 8 Ιανουαρίου 2025 - 12:30 Κλειστό θα παραμείνει κομμάτι του κυματοθραύστη στην παραλία του Βόλου μετά ...