Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Ἀναστάσης Κοστελίδης: Ψίχουλα

 

Ἀναστάσης Κοστελίδης: Ψίχουλα

Posted on  by planodion

Ἀνα­στά­σης Κο­στε­λί­δης

Ψί­χου­λα

ΤΑΝ ΠΡΩΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ κι ἀκό­μα δὲν εἶ­χε φέ­ξει. Ἡ πό­λη ἦταν ἄδεια καὶ τὰ μα­γα­ζιὰ τρι­γύ­ρω ἀρ­γοῦ­σαν ἀκό­μη ν’ ἀνοί­ξουν. Πε­ρι­στέ­ρια ἐκμε­ταλ­λευό­με­να τὴν ἐρη­μιὰ ἁπλώ­νον­ταν στὴν πλα­κό­στρω­τη πλα­τεῖα, τσιμ­πο­λο­γῶν­τας μὲ τὰ σπα­σμέ­να τους ράμ­φη ψί­χου­λα κι σου­σά­μια ποὺ εἶ­χαν σφη­νώ­σει στοὺς ἁρ­μούς. Τέ­τοια ὥρα κα­νέ­νας ἀκό­μη δὲν εἶ­χε ξυ­πνή­σει, ἐκτὸς ἂν δού­λευε στὸ ἐρ­γο­στά­σιο ἀλ­λαν­το­ποι­ί­ας καὶ ἔπρε­πε νὰ ἦταν στὴν στά­ση πρὶν τὸ λε­ω­φο­ρεῖο τῆς ἐπι­χεί­ρη­σης κα­τέ­φθα­νε.

        Ἐκεῖ­νος ξυ­πνοῦ­σε πάν­τα πρὶν τὸ ξυ­πνη­τή­ρι. Ἑτοι­μα­ζό­ταν στὰ γρή­γο­ρα, ἔβα­ζε τὴν φόρ­μα ἐρ­γα­σί­ας στὸ σα­κί­διο καὶ σὲ πέν­τε λε­πτὰ βρι­σκό­ταν στὸ ση­μεῖο συ­νάν­τη­σης στὴν πλα­τεῖα λί­γο πρὶν προ­σγειω­θοῦν τὰ πρῶ­τα πε­ρι­στέ­ρια. Ἦταν γύ­ρω στὰ εἴ­κο­σι κι ἔπα­σχε ἀπὸ ἀλ­μπι­νι­σμό. Ὅλες του οἱ τρί­χες, ἀπὸ τὸ μαλ­λὶ μέ­χρι τὶς ἀπο­λή­ξεις τῶν βλε­φά­ρων, εἶ­χαν μιὰ λευ­κὴ ἀπό­χρω­ση σὰν νὰ εἶ­χε βγεῖ ἀπὸ χιο­νο­στι­βά­δα. Τὰ μά­τια του ἦταν εὐ­αί­σθη­τα στὸ φῶς γιὰ αὐ­τὸ ἐπέ­λε­γε εἴ­τε νὰ φο­ρά­ει γυα­λιὰ ἡλί­ου εἴ­τε νὰ βλέ­πει τὸν κό­σμο μέ­σα ἀπὸ τὸν φα­κὸ τῆς φω­το­γρα­φι­κῆς του κά­με­ρας.

        Ὅταν ἔφτα­σε στὴν στά­ση τῆς πλα­τεί­ας ἦταν ἀκό­μη λυ­καυ­γὲς καὶ δὲν χρεια­ζό­ταν νὰ βά­λει τὰ γυα­λιά του. Κά­θι­σε στὸ παγ­κά­κι καὶ ἔβγα­λε ἀπὸ τὸ σα­κί­διο τὴν φω­το­γρα­φι­κὴ ποὺ πάν­τα κου­βα­λοῦ­σε μα­ζί του, ζου­μά­ρον­τας πά­νω στὰ πε­ρι­στέ­ρια. Μέ­σα ἀπὸ τὸ μά­τι τοῦ φα­κοῦ τὰ εἶ­δε μὲ τὸ κε­φά­λι σκυμ­μέ­νο ἀκό­μη κι ἂν δὲν ἔβρι­σκαν τί­πο­τα νὰ φᾶ­νε. Ἡ δύ­να­μη τῆς συ­νή­θειας εἶ­χε γί­νει τό­σο ἔν­το­νη γιὰ αὐ­τὰ ποὺ συ­νέ­χι­ζαν νὰ χτυ­ποῦν μη­χα­νι­κὰ τὰ ράμ­φη τους στὸ πλα­κό­στρω­το τσα­λα­βου­τῶν­τας ἀνά­με­σα σὲ πτύ­ε­λα καὶ βρεγ­μέ­να ἀπο­τσί­γα­ρα.

­       — Κα­λη­μέ­ρα ὀμορ­φό­παι­δο, ἀκού­στη­κε μιὰ βρα­χνὴ φω­νή.

        Ὁ νε­α­ρὸς ἔβγα­λε τὸ μά­τι του ἀπὸ τὴν ὑπο­δο­χὴ τῆς κά­με­ρας καὶ εἶ­δε τὸν κον­τό­χον­τρο συ­νά­δελ­φό του νὰ πλη­σιά­ζει πρὸς τὴν στά­ση. Ἦταν γύ­ρω στὰ πε­νῆν­τα καὶ φο­ροῦ­σε ἤδη τὴν φόρ­μα ἐρ­γα­σί­ας. Τὸ πρό­σω­πό του ἦταν ἀξύ­ρι­στο καὶ ἀφυ­δα­τω­μέ­νο ἐνῷ τὸ προ­γού­λι του κρε­μό­ταν σὰν μάρ­σιπ­πος ποὺ κου­νιό­ταν πέ­ρα δῶ­θε κά­θε φο­ρὰ ποὺ μι­λοῦ­σε. Ἔκα­τσε δί­πλα του καὶ χρειά­στη­κε λί­γη ὥρα μέ­χρι νὰ ρυθ­μί­σει τὶς ἀνα­πνο­ές του ἀπὸ τὸ περ­πά­τη­μα.

        — Τί ἔγι­νε ὀμορ­φό­παι­δο. Πά­λι μὲ τὴν κά­με­ρα ἀσχο­λεῖ­σαι;

       — Ναί, ἔβλε­πα τὰ πε­ρι­στέ­ρια. Ψά­χνουν νὰ φᾶ­νε ψί­χου­λα μὰ δυ­σκο­λεύ­ον­ται.

        Ἐκεῖ­νος ἔκα­νε ἕνα θό­ρυ­βο μὲ τὸ λα­ρύγ­γι του σὰν νὰ ἤθε­λα νὰ ξε­φορ­τω­θεῖ ἕνα πτύ­ε­λο μὰ στὸ τέ­λος τὸ κα­τά­πιε καὶ συ­νέ­χι­σε.

        — Τί νὰ κά­νουν καὶ αὐ­τά τὰ φου­κα­ριά­ρι­κα, τρῶ­νε ὅτι πε­ρισ­σεύ­ει. Σάμ­πως κι ἐγὼ τὸ ἴδιο πρᾶγ­μα δὲν κά­νω στὸ ἐρ­γο­στά­σιο τό­σα χρό­νια; Ἀλέ­θω καὶ κα­ρυ­κεύω κι­μὰ ἐδῶ κι εἴ­κο­σι χρό­νια τρώ­γον­τας τὰ ψί­χου­λα ποὺ μὲ πλη­ρώ­νουν.

        Ὁ με­σή­λι­κας κοί­τα­ξε τὰ κι­τρι­νι­σμέ­να ἀπὸ τὰ μπα­χά­ρια ἀκρο­δά­χτυ­λά του ἀνα­στε­νά­ζον­τας.

        — Δὲν βα­ριέ­σαι, ὅλα μιὰ συ­νή­θεια εἶ­ναι. Ποῦ θὰ πά­ει, θὰ γυ­ρί­σει ὁ τρο­χὸς καὶ θὰ δοῦ­με κι ἐμεῖς μιὰ ἄσπρη μέ­ρα.

        Ὁ με­σή­λι­κας σκέ­φτη­κε αὐ­τὸ ποὺ εἶ­πε γιὰ τὴν ἄσπρη μέ­ρα καὶ ἔγλει­ψε τὰ χεί­λη του ἀπὸ ἀμη­χα­νία μή­πως ἔθι­ξε τὸν νε­α­ρὸ ἀλ­μπί­νο.

        Ὁ νε­α­ρὸς δὲν ἔδει­ξε νὰ ἐνο­χλεῖ­ται καὶ χα­μο­γέ­λα­σε. Τὴν ὥρα ἐκεί­νη ἕνας γε­ρον­τά­κος σπρώ­χνον­τας ἕνα τρο­χή­λα­το κα­ρό­τσι μὲ κου­λού­ρια ἔκα­νε τὴν ἐμ­φά­νι­σή του δί­πλα στὸ παγ­κά­κι ποὺ κά­θον­ταν οἱ δυὸ ἄν­δρες. Τὰ πε­ρι­στέ­ρια τῆς πλα­τεί­ας πα­ρα­μέ­νον­τας μὲ τὸ κε­φά­λι σκυ­φτὸ δὲν ἀν­τι­λή­φθη­καν τὴν πα­ρου­σία του συ­νε­χί­ζον­τας νὰ ψά­χνουν σου­σά­μια καὶ ψί­χου­λα. Ἕνα πε­ρι­στέ­ρι ὅμως ποὺ δὲν ἔμοια­ζε μὲ ἐκεῖ­να τῆς πό­λης, προ­σγειώ­θη­κε ἀπὸ τὸ που­θε­νὰ μπρο­στὰ στὸ κα­ρό­τσι καὶ ἔμει­νε νὰ κοι­τά­ζει μὲ τὸ κε­φά­λι πλα­για­σμέ­νο τὰ φρέ­σκα κου­λού­ρια. Τὸ φτέ­ρω­μά του ἦταν κα­τά­λευ­κο καὶ τὸ ράμ­φος του γυά­λι­ζε σὰν ἐλε­φαν­τό­δον­το στὸν ἥλιο.

        — Αὐ­τὸ ὀμορ­φό­παι­δο εἶ­ναι τα­ξι­διω­τι­κὸ πε­ρι­στέ­ρι. Δὲν μέ­νει πο­τὲ στὸ ἴδιο μέ­ρος.

        Ὁ με­σή­λι­κας σή­κω­σε τὸ προ­γού­λι του καὶ ἔγνε­ψε πρὸς τὸ πε­ρι­στέ­ρι.

        — Πᾶ­νε φάε μα­ζὶ μὲ τὰ ἄλ­λα, δὲν θὰ σὲ ἀφή­σουν τί­πο­τα, μὴν εἶ­σαι χα­ζό. Ὅποιος θέ­λει τὰ πολ­λὰ χά­νει καὶ τὰ ψί­χου­λα.

        Ὁ γε­ρον­τά­κος ἔσπρω­ξε τὸ τρο­χή­λα­το καὶ ἄλ­λα­ξε θέ­ση μὲ τὸ πε­ρι­στέ­ρι νὰ πε­τᾶ καὶ νὰ τὸν ἀκο­λου­θεῖ ἀρ­νού­με­νο νὰ συμ­βι­βα­στεῖ μὲ ψί­χου­λα.

        Ὁ νε­α­ρὸς πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τὴν σκη­νὴ σκε­πτι­κός, χω­ρὶς νὰ πεῖ κου­βέν­τα. Οἱ ἀκτῖ­νες τοῦ ἀνα­τέλ­λον­τος ἡλί­ου ἀν­τα­να­κλοῦ­σαν πά­νω στὴν βρεγ­μέ­νη πλα­τεῖα κά­νον­τάς την νὰ γυα­λί­ζει μὰ ὁ νε­α­ρὸς ἀλ­μπί­νος ἐπέ­λε­ξε νὰ μὴν ἐπι­σκιά­σει τὴν φω­το­ευαί­σθη­τη μα­τιά του μὲ σκοῦ­ρα γυα­λιά.

        Τὸ λε­ω­φο­ρεῖο τῆς ἀλ­λαν­το­ποι­ί­ας στα­μά­τη­σε στὴν στά­ση μὲ τὰ φρέ­να του νὰ τρί­ζουν. Ὁ κον­τό­χον­τρος με­σή­λι­κας ση­κώ­θη­κε μὲ τοὺς σπον­δύ­λους του νὰ τρί­βον­ται σὰν τσα­κμα­κό­πε­τρες καὶ μόρ­φα­σε ἀπὸ τὸν πό­νο.

        — Ἄν­τε πᾶ­με νὰ βγά­λου­με τὸ με­ρο­κά­μα­το. Ὀμορ­φό­παι­δο; Ὀμορ­φό­παι­δο ποῦ πᾶς;

        Ὁ νε­α­ρὸς ἀλ­μπί­νος εἶ­χε προ­λά­βει νὰ πε­ρά­σει ἀπὸ τὴν ἀπέ­ναν­τι με­ριὰ τῆς πλα­τεί­ας. Μὲ τὴν κά­με­ρα ἀνὰ χεῖ­ρας, ἑστί­α­ζε πά­νω στὸ τα­ξι­διω­τι­κὸ πε­ρι­στέ­ρι ποὺ πε­τοῦ­σε πά­νω ἀπὸ τὸ κα­ρό­τσι μὲ τὰ κου­λού­ρια καὶ γιὰ ‘κεῖ­νον εἶ­χε ἤδη ξη­με­ρώ­σει μιὰ πιὸ ἄσπρη μέ­ρα.

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀνα­στά­σης Κο­στε­λί­δης (1990, Ἑλ­βε­τία) Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζο­ται στὴν Θεσ­σα­λο­νί­κη σὲ ἕνα συ­νοι­κια­κὸ μη­χα­νουρ­γεῖο ὡς χει­ρι­στὴς ἐρ­γα­λειο­μη­χα­νών. Τὸ 2023 κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸ πρῶ­το του βι­βλίο ἀπὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Ἔσοπτρον μὲ τί­τλο Τὸ Μεγάλο Τοτέμ. Δι­η­γή­μα­τά του ἔχουν δη­μο­σιευ­θεῖ σὲ ἱστο­σε­λί­δες καὶ ἐκ­δο­τι­κὲς συλ­λο­γὲς ἐνῷ ἔχει γρά­ψει καὶ ἕνα θε­α­τρι­κὸ ἔρ­γο τὸ ὁποῖο παί­χτη­κε σὲ κεν­τρι­κὸ μα­γα­ζὶ τῆς συμ­πρω­τεύ­ου­σας. Ἄρ­θρα του ἐπί­σης δη­μο­σιεύ­ον­ται κά­θε μῆ­να στὰ πε­ριο­δι­κὰ NEXUS καὶ Τρίτο Μάτι.


https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Και μια μεγάλη αλήθεια… οι σχέσεις είναι δούναι και λαβείν

  Και μια μεγάλη αλήθεια…  οι σχέσεις είναι δούναι και λαβείν – Joanna Sou – GynaikaEimai 15 Ιανουαρίου 2025 «Αν δεν φτιάξεις αυτά τα δύο πρ...