Ο ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟ 1963
Από το ιστολόγιο του Ν, Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"
Κυκλοφόρησε στις αρχές του μήνα, από τις εκδόσεις Πατάκη, η αυτοβιογραφία του Διονύση Σαββόπουλου «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα». Κάποιος φίλος την παίνεψε, ίσως ο Αθεόφοβος, οπότε πήρα το βιβλίο και το διάβασα σε δυο καθισιές, που λένε, τη δεύτερη στο αεροπλάνο τις προάλλες.
Ο Σαββόπουλος αφηγείται τη ζωή του, σε 20 κεφάλαια. Η αφήγηση έχει στοιχεία προφορικότητας και η εξήγηση δίνεται από τον ίδιο σε κάποιο σημείο: δεν έγραψε το κείμενο, αλλά το αφηγήθηκε και μετά έγινε απομαγνητοφώνηση και επιμέλεια. Ούτως ή άλλως όμως, βρήκα τρομερά ενδιαφέρον το βιβλίο.
Προς στιγμή σκέφτηκα να επιλέξω, για παρουσίαση στο ιστολόγιο, πολλά μικρά στιγμιότυπα από διάφορα κεφάλαια και διάφορες χρονικές στιγμές αλλά τελικά προτίμησα την πιο παραδοσιακή προσέγγιση, να βάλω δηλαδή ένα ενιαίο απόσπασμα. Ο τίτλος που δίνω εδώ είναι δικός μου. Έχω διαλέξει τις σελίδες 75 έως 87 του βιβλίου, που είναι το μεγαλύτερο μέρος του 6ου κεφαλαίου, το οποίο έχει τίτλο «Στην Αθήνα» (εδώ βλέπετε τα περιεχόμενα του βιβλίου).
Ο Σαββόπουλος εξιστορεί λοιπόν τα πρώτα του βήματα στην Αθήνα, όπου ήρθε οτοστόπ με φορτηγό το 1963 (όπως διηγείται στο τέλος του πέμπτου κεφαλαίου), τη μποέμικη ζωή που αναγκαστικά έζησε, τις γνωριμίες του με ομοτέχνους. Ας τον ακούσουμε:
6
Στην Αθήνα
Στην Αθήνα είχα τη διεύθυνση όπου είχε ήδη εγκατασταθεί ο αδελφικός μου φίλος, ο ζωγράφος Άγγελος Ραζής. Μπήκε στο Πολυτεχνείο, στη Σχολή Καλών Τεχνών. Με φιλοξένησε στην κάμαρά του καιρό, αλλά πήγε φαντάρος και ξέμεινα. Στο παγκάκι κοιμήθηκα. Όλη μέρα έψαχνα για δουλειά αλλά τίποτε. Γενικά, όταν ξέμενα, κοιμόμουν στο ύπαιθρο ως άστεγος κι εγώ, στο παρκάκι του Συντάγματος ή στο Κολωνάκι, στην πλατεία. Με μάζευαν πότε ο στιχουργός Φώντας Λάδης, πότε ο Γιάννης Μαρκόπουλος, πότε ο Μάνος Λοΐζος. Στα ξεκινήματά τους τότε κι αυτοί. Τους είχα γνωρίσει στα γραφεία του «Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής», στη Σόλωνος. σε αύτά τά γραφεία κοιμήθηκα πολλές φορές πάνω στις καρέκλες.
Είχαμε φτιάξει μια χορωδία με τα μέλη του Συλλόγου, και μάλιστα τη διηύθυνα εγώ εκείνο τον καιρό. Μας καλούσαν σε διάφορες συνεστιάσεις συλλόγων, σωματείων κτλ., πίναμε, τρώγαμε τζάμπα κι ύστερα τούς τραγουδούσαμε. Ωραία ήτανε.
Ένα βράδυ μας κάλεσαν στην «Τριάνα του Χειλά». Τραγουδήσαμε Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Λοΐζο, Λεοντή, Μαρκόπουλο -όπου έκανα και τον μαέστρο-, κι ύστερα κάθισα μόνος μου στο πάλκο με την κιθάρα μου κι έπαιξα δυο-τρία τραγούδια μου. Ξαφνικά, εκεί που έπαιζα το «Ήλιε, ήλιε αρχηγέ», ακούω πίσω μου το πιάνο να ενισχύει τον ρυθμό και τα ακόρντα μου. Στρίβω το κεφάλι και τι να δω; Ήταν ο Σταύρος Ξαρχάκος! Ούτε τον ήξερα ούτε με ήξερε. Εθελοντικά ανέβηκε να βοηθήσει τον νεαρό συνάδελφο.
Τόσα χρόνια τώρα δεν έχουμε πολλά πολλά με τον Σταύρο, δεν κάνουμε παρέα, δεν βλεπόμαστε, πάντα όμως τον ένιωθα σαν έναν μακρινό φίλο. Είναι απ’ τούς μεγάλους μας ο Σταύρος. Γενναίος και ακέραιος άνθρωπος, μικρόσωμος και πολύ όμορφος. Οι θαυμάστριές του τον αποκαλούσαν «Ο Ερμής σε μπρελόκ». Πράγματι, σαν να τον έφτιαξε ο Πραξιτέλης. Τον είδα στην τελευταία του συναυλία στο Hρώδειο και ήταν έξοχος – ωραία τραγούδια, ωραίες ενορχηστρώσεις, αλλά ο Ξαρχάκος ήταν όλα τα λεφτά. Κατέβαινε απ’ το πόντιουμ και βάδιζε σαν μικρό θηρίο πάνω-κάτω στην ορχήστρα, εμπνέοντας, καθοδηγώντας, ξεσηκώνοντας την. Καθόταν δίπλα σ’ έναν μουσικό και τον είχε αγκαλιά όσο επαιζε, χάιδευε τον ακορντεονίστα, ασπαζόταν τον Μανώλη Πάππο στο μπουζούκι… Δεν ήταν ο μαέστρος άπλώς, ήταν ο μύστης πού διηύθυνε μια μυητική τελετή και κοινωνού- σε στους μουσικούς το μυστικό του ήχου του. Μοναδικός.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως σ’ εκείνα τα χρόνια πού δεν είχα που την κεφαλήν κλίναι.
Εκεί κοντά στη Σόλωνος ήταν και τα γραφεία τού συλλόγου «Μπέρτραντ Ράσσελ» για την Ειρήνη και τον Αφοπλισμό. στην Ασκληπιού. Διερρήγνυα το ένα από τα δυο τζαμάκια της εξώπορτας, και —πώς χωρούσα, απορώ ακόμη- έμπαινα μέσα, έστρωνα κάτω αφίσες πού γράφανε «42 χλμ. Μαραθών-Αθήναι», έσβηνα το φως και κοιμόμουν.
Ένα μέλος της επιτροπής ήρθε μια μέρα πρωινιάτικα να πάρει κάτι χαρτιά, είδε έναν άγνωστο με μακριά μαλλιά να κοιμάται κατάχαμα και αποσβολώθηκε. Τον καθησύχασα, του πήγα ένα ποτήρι νερό να συνέλθει και δεν ξαναγύρισα εκεί.
Κάνα-δυο βδομάδες με φιλοξένησε ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο όποιος με βοήθησε πολύ εκείνη την εποχή. ο Γιάννης ήταν σαν μικρό παιδί, τον πείραζα αλλά και τον θαύμαζα τον Γιάννη, γιατί είχε εντελώς δικό του μουσικό κόσμο μες στο κεφάλι του. Ακούς τρεις νότες και καταλαβαίνεις αμέσως ότι είναι Μαρκόπουλος. Είχε βαθιά σχέση με την παράδοση του τόπου του, της Κρήτης, γι’ αυτό και η μουσική του ήταν τόσο ιδιαίτερη. Μας αποκάλυψε έναν κόσμο και μας φανέρωσε έναν πραγματικά μυθικό τραγουδιστή και λυράρη, τον Νίκο Ξυλούρη. Είχε και ένα αστείο ελάττωμα· ήταν μυθομανής, αλλά αυτό δεν έβλαπτε κανέναν. Απλώς γελούσες μαζί του, γιατί τα πίστευε αυτά που έλεγε. Δεν του άλλαζες μυαλό.
Ένα καλοκαίρι εμφανίστηκε στους διαδρόμους της Columbia ο Χριστόδουλος Χάλαρης. Ερχόταν απ’ το Παρίσι και τον συνόδευε ή φήμη ότι ήταν μαθητής του Ιάννη Ξενάκη. Ο Μαρκόπουλος τον πλεύρισε αμέσως:
—Ώστε είσαι μαθητής του Ιάννη;
—Τον ξέρετε τον δάσκαλο;
—Αλίμονο. Είμαστε πολύ φίλοι. Όταν γυρίσεις, να μου πεις να του πέμψω μια γραφή.
Σιγά μην τον ήξερε. Έτσι το ’πε και το ξέχασε. Ο άλλος όμως, σχολαστικός, το θυμόταν, και όταν ετοιμαζόταν να επιστρέφει, πήγε και βρήκε τον Μαρκόπουλο…
—Φεύγω, θα μου δώσετε το γράμμα;
—Ποιο γράμμα;
—Τό γράμμα που μου ’πατε για τον δάσκαλο…
Ο Μαρκόπουλος βέβαια το είχε ξεχάσει εντελώς, παίρνει ένα χαρτί και αρχίζει να γράφει: «Αγαπητέ κύριε Ξενάκη».
Ο Χάλαρης απόρησε:
—Μα «κύριε» τον λέτε τον φίλο σας;
Ό Γιάννης έμεινε κόκαλο για μια στιγμή, αλλά αμέσως το βρήκε:
—Κοίτα ιδιοτροπία αυτός ο άνθρωπος! Μου ’χει πει: Γιάννη μου, φίλοι φίλοι, αλλά όταν μου γράφεις, θέλω να με αποκαλείς «κύριε»!
Μου ζήτησε κάποτε να τραγουδήσω τα Τραγούδια του νέου πατέρα, αλλά ηχογραφούσα τα δικά μου τότε. Κι έτσι έχασα την ευκαιρία να πω εκείνο το υπέροχο «Την εικόνα σου σεβάστηκα». Αλλά το είπε πολύ ωραία ο ίδιος ο Γιάννης. Το παίζει καμιά φορά το ραδιόφωνο, και μου ’ρχεται όλη εκείνη η εποχή. Στα παγκάκια κοιμόμουν τότε, αλήτης ήμουν, το μέλλον μπροστά μου ήταν εντελώς άγνωστο, θα μπορούσα να είχα χαθεί, ένιωθα όμως το χέρι του Θεού επάνω μου να με προστατεύει. Ήμουν πιο γεμάτος τότε απ’ ό,τι είμαι τώρα. Τώρα υπάρχουν στιγμές πού νιώθω άδειος. Σαν χαμένος στο διάστημα. Χαμένος και νοικοκυρεμένος.
Μια φορά το άκουγα αυτό το τραγούδι μέσα σε ένα ταξί, τα θυμήθηκα όλα αυτά και κάπως… ευαισθητοποιήθηκα.
—Σάς συμβαίνει τίποτε; ρώτησε ο ταξιτζής.
Κλαψούριζα στο πίσω κάθισμα.
Πιο πολύ πάντως έμεινα στον Μάνο Λοΐζο. Με τούς περισσότερους ομοτέχνους είχα φιλικές σχέσεις, αλλά με τον Λοΐζο ταίριαζα ιδιαίτερα. Λοΐζο λέγανε και εκείνο το παιδί στην Εroica του Κοσμά Πολίτη. Μ’ αρέσει το όνομα. Ο Μάνος ήταν λιγομίλητος, στοχαστικός, είχε έρθει από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και είχε ένα πρόσωπο σαν φαγιούμ και υπέροχα μάτια. Ήταν μεγαλύτερος και κάπως προστατευτικός απέναντί μου, μου έμαθε μάλιστα και τα πρώτα μου ακόρντα στην κιθάρα. Είχε πάρει τότε την πρώτη του παραγγελία και έγραφε μουσική για την Μπερνάρντα Άλμπα που ανέβαζε ο Κατσέλης. Έγραφε τούς «Θεριστάδες»…
Οι θεριστάδες τώρα φτάσανε
ζητώντας στάρι καρπερό.
Μια φορά έτυχε να κοιμηθώ στο σπίτι ενός παιδιού στο Παγκράτι. Δούλευε νύχτα και μου ’δωσε το κλειδί να κοιμηθώ στο δωματιάκι του. Το πρωί όμως γύρισε, ντύθηκα και βγήκα πάλι έξω στους δρόμους. Είχα να φάω δυο-τρεις μέρες, ήταν βασανιστικό. Αποφάσισα να πάω με τα πόδια στον Μάνο, κοντά στην πλατεία Αττικής. Συνήθως ούτε ο Μάνος είχε, αλλά η κοπέλα του, η συγγραφέας Μάρω Λήμνου, όλο και κάτι του πήγαινε απ’ το σπίτι της. Κατεβαίνω με τα πόδια στο Σύνταγμα, πάω Ομόνοια, παίρνω την Πατησίων, κατεβαίνω στην Αχαρνών και κάποια στιγμή στρίβω για Αττική, ώσπου φτάνω ξέπνοος στο σπίτι του Μάνου. «Δυστυχώς», μου λέει ο Μάνος. «Η Μάρω έχει πάει τη μητέρα της στο νοσοκομείο και έχει να έρθει από χθες. Αλλά έχω έναν φίλο στην Κυψέλη που με εξυπηρετεί καμιά φορά».
Ξεκινάμε με τα πόδια, τάκα τάκα βγαίνουμε στην Πατησίων πάλι, μπαίνουμε στην Κυψέλη και να, έξω απ’ το σπίτι του φίλου, νεκρόκασα και αγγελτήριο θανάτου! Είχε πεθάνει ο πατέρας του, το σπίτι ήταν γεμάτο θλιμμένους συγγενείς. Ενσωματωθήκαμε στους πενθούντες και αργοκουνούσαμε το κεφάλι στις γνωστές κουβέντες, «τι σου είναι ο άνθρωπος» και «μόλις χθες μιλούσαμε μαζί του» κτλ. Ακολουθήσαμε την κηδεία και μετά πέσαμε ορεξάτοι στα κόλλυβα και στα παξιμάδια. Εν συνεχεία συνοδεύσαμε τον ορφανεμένο πίσω στο σπίτι του, τον αποχαιρετήσαμε, και τότε ο Μάνος, σαν να το σκέφθηκε μόλις τώρα, στράφηκε απότομα και είπε στον φίλο του:
—Μήπως σου βρίσκεται ένα ’κοσάρικο;
Το πήρε. Αγόρασε απ’ το περίπτερο δυο τσιγάρα χύμα, και ύστερα χωθήκαμε σε μια υπόγεια ταβέρνα της γειτονιάς του, όπου ο Μάνος παρήγγειλε μια φέτα λαδορίγανη, μια πατάτες τηγανητές, μισό κιλό ρετσίνα και μια σουρωτή. Έβαζε σουρωτή στη ρετσίνα του. Έλεγε πώς γίνεται σαν σαμπάνια. Φάγαμε το λιτό μας γεύμα, ήπιαμε το κρασάκι και ύστερα γαλήνιοι καπνίσαμε ο καθένας το τσιγαράκι του.
Έκανε ζέστη, ήταν καλοκαίρι, ανεβήκαμε στην κάμαρά του, επάνω σε μια ταράτσα, για να ξεκουραστούμε. Και με το που μπαίνουμε, τί να δούμε; Ένα μικρό ταψί γιουβέτσι. Προφανώς εν τη απουσία μας θα ήρθε η Μάρω και θα ’φερε λίγο φαΐ στο αγόρι της. Εγώ, λαίμαργος, ήμουν έτοιμος να αρχίσω να χλαπακιάζω, αλλά ο Μάνος με σταμάτησε:
—Όχι. Φάγαμε πριν. Το γιουβέτσι είναι για το βράδυ.
Και το ακούμπησε στο κουζινάκι.
Ξαπλώσαμε να ξεκουραστούμε. Εγώ σε ένα ντιβάνι. Περίμενα να αποκοιμηθεί ο Μάνος, σηκώθηκα σιγά σιγά και πήγα στις άκρες των ποδιών κατευθείαν στο γιουβέτσι. Μπαίνω στο κουζινάκι και δεν το πιστεύω: όλα τα μυρμήγκια από την ταράτσα έχουν ανέβει στον πάγκο της κουζίνας και έχουνε πέσει μες στο γιουβέτσι μας. Σηκώθηκε και ο Μάνος, και κοιτάζαμε αμίλητοι το φαρμακωμένο γιουβέτσι, μαύρο απ’ τα μυρμήγκια, γεμάτο μυρμηγκικό οξύ. Πήγα να κλάψω. Αλλά ο Μάνος δεν είπε τίποτα. Άλλαξε μόνο τούς στίχους απ’ τους «Θεριστάδες» και ψιλοτραγούδησε…
Οι μερμηγκάδες τώρα φτάσανε
στο μοσχαράκι το κριθαρωτό.
Στο μεταξύ έκανα διάφορες δουλειές για την επιβίωση. Η πιο δύσκολη: αχθοφόρος σε μια αποθήκη στην οδό Πειραιώς. Κατέβαζα ντενεκέδες με λάδι απ’ την καρότσα του φορτηγού και τούς τακτοποιούσα σε μια υπόγεια αποθήκη. Ούτε δύο μέρες δεν άντεξα και έφυγα. Το αφεντικό έδειξε κατανόηση και μου είπε με ένα ύφος σαν να με λυπόταν:
—Ρε, δεν κάνεις για αυτή τη δουλειά εσύ. Είσαι γραμματιζούμενος δυστυχώς.
Διάφορες δουλειές· η πιο αστεία, γυμνό μοντέλο στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο φίλος ο Διονύσης Φωτόπουλος με πήγε. Έβγαζα τα ρούχα μου σε μια γωνιά, φορούσα μια ρομπίτσα που μου δίνανε, και περίμενα να τακτοποιηθούν οι σπουδάστριες και οι σπουδαστές πίσω από τα καβαλέτα τους, και μόλις μου λέγανε «έτοιμοι», έβγαζα τη ρομπίτσα και κατακόκκινος από ντροπή ανέβαινα τα δυο-τρία σκαλιά και στεκόμουν ακίνητος σε ένα βάθρο για πενήντα λεπτά περίπου. Μετά είχαμε σύντομο διάλειμμα. Κατέβαινα από το βάθρο, φορούσα τη ρομπίτσα, άναβα ένα τσιγάρο, μετά ανέβαινα πάλι και ξαναρχίζανε. Αυτό πέντε ώρες την ημέρα. Δούλεψα στο εργαστήριο του καθηγητή Γιώργου Μαυροΐδη και στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη. Οι συνομήλικοί μου ζωγράφοι θα πρέπει να με έχουν από τότε κάπου στα εργαστήριά τους γυμνό, κάτισχνο και δονκιχωτικό.
Η πιο σοβαρή δουλειά πού έκανα: δημοσιογράφος! Σοβαρή, από την άποψη ότι είχα έναν τακτικό, μικρό έστω, μισθό, που μου επέτρεπε να νοικιάσω κι εγώ μια στέγη και να εξασφαλίσω δύο γεύματα την ημέρα. Και επίσης σου ’δινε κάποιο κύρος:
—Με τι ασχολείστε;
—Δημοσιογράφος!
Η εφημερίδα ήταν η Δημοκρατική Αλλαγή. Το ’64 μιλάμε. Δεν μακροημέρευσε. Εν τω μεταξύ, με κάνανε ελεύθερο ρεπόρτερ. Προϊστάμενός μου ήταν ο Στέλιος Ανεμοδουράς, αυτή η ευγενική μορφή που έγραφε και εξέδιδε τον Μικρό Ήρωα, το αγαπημένο ανάγνωσμα. Στο απέναντι γραφείο ήταν ένα παιδί ψηλό, με ωραίο μέτωπο και κατσαρό μαλλί· ο Αλέκος Κυριτσόπουλος. Έφτιαχνε τα σκίτσα για τίς ανάγκες της εφημερίδας. Ένα βράδυ με προσπέρασε καμαρωτός καμαρωτός πετώντας μου ένα… «θα ρωτήσω τον Άλκη αν πρέπει να σου κάνω παρέα».
Δηλαδή, μου συστήθηκε κυριτσοπουλικά: Αφού ο Άλκης Σαχίνης ήταν κοινός μας φίλος -εγώ δεν το ’ξερα-, άρα και εμείς τώρα είμαστε φίλοι και πάει τέλειωσε! Ο αιώνιος Κυριτσόπουλος.
Αρχίσαμε να κάνουμε παρέα. Κατά σύμπτωση μέναμε στην ίδια γειτονιά, στην Ιπποκράτους. Εκείνος στο σπίτι των γονιών του κι εγώ λίγο παραπάνω, σε ένα δωματιάκι στην ταράτσα ενός κτηρίου. Δεν είχε μπάνιο, αλλά δεν με ένοιαζε. Ήμουν δεκαεννιά χρονών, ήμουν ένας ξέγνοιαστος και άπλυτος επαναστάτης, και περιφερόμουν φλύαρος και ημίμουρλος με το κεφάλι ακούρευτο, όλο ιδέες και τραγούδια.
Μια φορά στο σπίτι του μου λέει:
—Πρέπει να κάνεις ένα μπάνιο, να εκεί είναι· εκεί έχει σαπούνι, εκεί έχει και νερό.
Ακούστηκε σαν διαταγή. Υπάκουσα. Χώθηκα στην μπανιέρα, λούστηκα, σαπουνίστηκα, το ευχαριστήθηκα και βγήκα πάλι στο σαλόνι καθαρός και ευπρεπισμένος. Ο Αλέκος μετά έλεγε ότι η μπανιέρα βούλωσέ εξαιτίας μου· μου το λέει ακόμα: «Βούλωσες την μπανιέρα».
Εγώ γελώ, εκείνος όχι. Έτσι είναι αυτός· ευχαριστιέται τα κωμικά πράγματα, αγέλαστος σαν τον Μπάστερ Κίτον.
Αστεία αστεία, κοντεύουν εξήντα χρόνια από τότε. Έχουμε κάνει τόσες δουλειές με τον Αλέκο, πού είναι πιά σαν να λέμε τα τραγούδια μαζί· σαν τούς αδελφούς Κατσάμπα. Η δουλειά του Αλέκου ασκεί μια παράδοξη γοητεία επάνω μου πού δεν μπορώ να την εξηγήσω. Μια φορά έπαιζα στο «Κύτταρο»: δεξιά μου ήταν ο καραγκιόζ μπερντές αναμμένος, με τη φιγούρα μου κομμένη και σκαλισμένη από τον γλυκύτατο Ευγένιο Σπαθάρη, διάτρητη για να περνάει το φως. Αριστερά μου, μια οθόνη όπου ο αξέχαστος Λάκης Παπαστάθης με είχε κινηματογραφήσει στο «Ζεϊμπέκικο» ανάμεσα σε φωτογραφίες λαϊκών συνθετών που μας είχε δώσει ο Ηλίας Πετρόπουλος. Στο φιλμ έλεγα την κόντρα φωνή γκρό πλαν, ενώ επί σκηνής τραγουδούσα ζωντανά την κύρια φωνή.
Και ένα βράδυ ξαφνικά ένιωσα να βγαίνω από το σώμα μου και έβλεπα δυο μέτρα πιο εκεί τον εαυτό μου στο μικρόφωνο να τραγουδάει! Φάνταζε μικρός και φοβισμένος, ένα πλάσμα με μακριά μαλλιά. Δηλαδή, τι ήταν αυτό; Εξωσωματική εμπειρία; Φοβήθηκα, ήταν τόσο ανησυχητικό. Αλλά έπεφτε κι ένα φως που τόνιζε κάτι πολύ κωμικό επάνω σ’ αυτόν τον ζωντανό εαυτό μου, που τον έβλεπα τώρα από δύο μέτρα απόσταση. Φόβος και καρναβάλι είχαν γίνει ένα.
Αυτό το παράδοξο συναίσθημα αποκομίζω κοιτάζοντας τα έργα του Αλέκου. Δεν μπορώ να γίνω σαφής, το ξέρω, δείτε καλύτερα κατευθείαν τίς ζωγραφιές του.
Η εφημερίδα έκλεισε και βρέθηκα πάλι επί ξύλου κρεμάμενος για μήνες, ώσπου γνώρισα ένα τόσο καλό παιδί -δεν θυμάμαι δυστυχώς το όνομά του- που με φιλοξένησε σπίτι του κάπου στους Αμπελοκήπους. Έμεινα εκεί περίπου δεκαπέντε μέρες, ώσπου το παιδί έπρεπε να γυρίσει στο χωριό του, οπότε μου άφησε όλο εμπιστοσύνη τα κλειδιά να μείνω κι άλλο, και επειδή χρωστούσε στην ταβέρνα εκατό δραχμές, μου τίς άφησε για να τίς δώσω στον ταβερνιάρη. Αλλά δεν τις έδωσα στον ταβερνιάρη. Τις τσέπωσα ο χάλιας.
Πέρασαν εξήντα χρόνια, και το ’χω βάρος ακόμα. Αλλά πώς το λέγαν το παιδί; Πού να βρίσκεται τώρα; Μπορεί να διαβάζει αυτές τις γραμμές και να έρθει να με βρει.
Η αναφορά στη Δημοκρατική Αλλαγή με προβλημάτισε. Ο Σαββόπουλος λέει ότι έπιασε δουλειά ως συντάκτης στην εφημερίδα αυτή, που όμως ήταν βραχύβια και ότι έκλεισε με αποτέλεσμα να μείνει άνεργος, αλλά αυτό δεν νομίζω να ισχύει. Η Δημοκρατική Αλλαγή εκδόθηκε ως απογευματινή εφημερίδα της ΕΔΑ τον Φεβρουάριο του 1964 και κυκλοφορούσε κανονικά έως την 21η Απριλίου 1967, οπότε βεβαίως την έκλεισε η χούντα, όπως και την Αυγή. Προφανώς ο Σαββόπουλος δεν θυμάται καλά τον λόγο για τον οποίο σταμάτησε να δουλεύει στην εφημερίδα (εδώ περιγραφή του αρχείου της εφημερίδας, αν και δεν είναι σωστό ότι η εφημερίδα άρχισε να εκδίδεται τον Σεπτέμβριο 1964). Επίσης, ξεχνάει να αναφέρει πως η Δημοκρατική Αλλαγή ήταν δεδηλωμένα αριστερό έντυπο, το απογευματινό ταίρι της Αυγής.
Εχει και πεντέξι αλλες τέτοιες μικρές ανακολουθίες η αφήγηση στο βιβλίο. Ίσως αξίζει να αφιερωθεί χωριστό άρθρο σε αυτά τα μικροϊστορικά, θα το σκεφτώ. Αλλά πρόκειται για παρωνυχίδες -αν αγαπάτε τα τραγούδια του Σαββόπουλου, σας συνιστώ να διαβάσετε το βιβλίο. Μπορεί ο Νιόνιος με τα χρόνια να έγινε συντηρητικότερος, ακόμα και δεξιός, αλλά πολύ λίγοι δεξιοί έγιναν σαββοπουλικοί, και λίγοι σαββοπουλικοί έγιναν δεξιοι.
Από το ιστολόγιο του Ν, Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"
ί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου