ΑΤΙΜΩΣΗ
Ο Τζων Μάξγουελ Κουτσί (J.M. Coetzee, Κέιπ Τάουν 1940 -), ένας από τους πιο επιτυχημένους σύγχρονους συγγραφείς της Νότιας Αφρικής, στο βραβευμένο το 1999 με Booker βιβλίο του με τίτλο ‘ΑΤΙΜΩΣΗ’ , που επανεκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ σε μετάφραση Χριστίνας Σωτηροπούλου, εξετάζει τί σημαίνει να ζεις σε μια χώρα με περίπλοκα κοινωνικά, πολιτιστικά και πολιτικά θέματα, μια χώρα όπου κυριαρχούν οι φυλετικές εντάσεις, η βία και το έγκλημα. Μέσω της αλληγορίας, ενός αναξιόπιστου αφηγητή και αρκετών αινιγματικών, συμβολικών σκηνών, ο συγγραφέας προκαλεί τους αναγνώστες του να αναλογιστούν την ιστορική ενοχή, τα περίπλοκα ηθικά διλήμματα και τη σκληρή πραγματικότητα που χαρακτηρίζει τη Νότια Αφρική μετά το απαρτχάιντ. Το βιβλίο που ξεσήκωσε με την έκδοσή του στη χώρα του θύελλα αντιδράσεων και κατηγοριών για ρατσισμό, εξασφαλίζοντας στον συγγραφέα του διεθνή προβολή – η οποία αποτυπώθηκε στην απονομή του Νομπελ το 2003 -είναι γραμμένο από μια απολιτική σκοπιά που εκτείνεται πέρα από γεωγραφικά και κοινωνικά όρια. https://www.nobelprize.org/prizes/literature/2003/press-release/ Σκηνικό του μυθιστορήματος είναι η Νότια Αφρική μετά το υποτιθέμενο τέλος του απαρτχάιντ. Ο Ντέιβιντ Λούρι, είναι ο βασικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος. Ένας χαρακτήρας αντιφατικός που αντιτίθενται στον κλασικό ρόλο του ήρωα. Ο Ντέιβιντ Λούρι, 52 ετών, επίκουρος καθηγητής Επικοινωνίας στην Πολυτεχνική Σχολή του Κέιπ Τάουν και δύο φορές διαζευγμένος, ζει μια φαινομενικά ήρεμη, στρωμένη ζωή. Διδάσκει σε μια τάξη αδιάφορων μαθητών τους ρομαντικούς ποιητές, μια δουλειά που εκτελεί με συνέπεια και σχετική επιμέλεια πιστεύοντας ότι του μαθαίνει να είναι ταπεινός, τον κάνει να συνειδητοποιεί τη θέση του στον κόσμο. Στον υπόλοιπο χρόνο του συνθέτει ένα έργο για τον Μπάιρον, ένα στοχασμό για τον έρωτα ανάμεσα στα φύλα με τη μορφή όπερας δωματίου. Ο Ντέιβιντ είναι γυναικάς. Μεγαλωμένος σε ένα σπίτι γεμάτο γυναίκες και προικισμένος με ένα ωραίο παρουσιαστικό έμαθε να αποκτά εύκολα το εκάστοτε αντικείμενο του πόθου του που περιλάμβανε συζύγους συναδέλφων, τουρίστριες ή πόρνες. Μεγαλώνοντας αναγκάστηκε να περιοριστεί στον πληρωμένο έρωτα αφού η μπογιά του ξεθώριασε με τα χρόνια και έτσι τώρα κάθε Πέμπτη απολαμβάνει τις υπηρεσίες μιας νεαρής ιερόδουλης την οποία δεν διστάζει να προσεγγίσει ακόμη και μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Η καλά οργανωμένη ζωή του αναστατώνεται όταν παρασύρει μια νεαρή φοιτήτριά του, την Μέλανι Άιζακς, σε μια σχέση στην οποία η ίδια δεν συναινεί αλλά υποτάσσεται. Ενώ η Μέλανι δεν αντιστέκεται στο επίμονο φλέρτ του είναι εμφανές ότι ο Ντέιβιντ εκμεταλλεύεται την ανδρική, φυλετική και θεσμική ισχύ του για να της επιβληθεί με στόχο την προσωπική του ικανοποίηση αδιαφορώντας για την ηλικία της και τα αισθήματά της. Όταν η σχέση δημοσιοποιείται όλη η αποδοκιμασία του κόσμου του εξαπολύεται πάνω του. Στην επιτροπή που τον καλεί σε απολογία ο Ντέιβιντ αποδέχεται τις κατηγορίες χωρίς να δείξει όμως ίχνος μεταμέλειας με αποτέλεσμα να χάσει τη δουλειά του. Ανεπηρέαστος από την ντροπιαστική έκπτωσή του από τα ακαδημαϊκά του καθήκοντα ο Ντέιβιντ αποφασίζει να φύγει από την πόλη του και να επισκεφτεί την κόρη του Λούσι, η οποία ζει στην Ανατολική ακτή. Η Λούσι είναι μια δυναμική εικοσιπεντάχρονη που, έχοντας περάσει την περίοδο των χίπι εμπειριών, επέλεξε να παραμείνει και να ζήσει μακριά από την πόλη. Μένει μόνη της σ’ ένα απομακρυσμένο αγρόκτημα, κάτι που προκαλεί ανησυχία στον Ντέιβιντ για την ασφάλειά της, και κερδίζει τα προς το ζην πουλώντας λουλούδια και φροντίζοντας σκύλους με τη βοήθεια του βοηθού της, Πέτρους. Ο Ντέιβιντ εγκαθίσταται σε μια καινούργια συνθήκη που δεν έχει τίποτα γνώριμο. Χωρίς αισθήματα ντροπής για το σκάνδαλο που του άλλαξε τη ζωή βλέπει σ’ αυτή τη νέα κατάσταση μια ευκαιρία να ξαναβρεί τον εαυτό του και να έρθει πιο κοντά στην κόρη του. Αλλά η Νότια Αφρική είναι ένα επικίνδυνο μέρος, και μια μέρα πατέρας και κόρη έρχονται αντιμέτωποι με τους κινδύνους της, επιβεβαιώνοντας τους φόβους του Ντέιβιντ για την ασφάλεια της Λούσι. Τρεις μαύροι άντρες, εισβάλουν στο αγρόκτημα, βιάζουν τη Λούσι, προσπαθούν να κάψουν ζωντανό τον Ντέιβιντ και σκοτώνουν τα σκυλιά. Ο Κουτσί δεν διστάζει να απεικονίσει μια σκηνή απίστευτης βίας που ακολουθείται από συναισθήματα φόβου, θυμού, πόνου και ατίμωσης φέρνοντας τους αναγνώστες του αντιμέτωπους με τα ακατέργαστα συναισθήματα και την καταστροφή που μαστίζει μια κοινωνία που εξακολουθεί να παλεύει με το ταραχώδες παρελθόν της˙ τον μεγάλο ίσκιο του απαρτχάιντ. Η εξουσία δεν είναι πια στα χέρια των λευκών και οι μαύροι διεκδικούν με τον τρόπο που έμαθαν. Οι διαχωρισμοί, οι ταπεινώσεις, οι διακρίσεις αναδύονται σε κάθε ευκαιρία διεκδικώντας το δίκιο ολόκληρων γενιών. Οι γυναίκες και η γη είναι οι άμεσοι στόχοι – όπως ήταν πάντα˙ απειλούν με την ασφάλεια των γυναικών για να πάρουν πίσω τη γη τους. Η Λούσι αποδέχεται αυτή την ταπείνωση αρνούμενη να καταγγείλει τους βιαστές και αποσιωπώντας τον βιασμό της, μια απόφαση που ο Ντέιβιντ δεν μπορεί να την καταλάβει και δεν αποδέχεται. Η βίαιη επίθεση στη Λούσι, γίνεται το κομβικό γεγονός του μυθιστορήματος. Η δε απόφασή της να φέρει στον κόσμο το παιδί που προέκυψε από τον βιασμό, καθώς και η συναίνεσή της στις διεκδικήσεις του Πέτρους, αντανακλά την προσπάθεια εξιλέωσης και παραδοχής της ιστορικής ενοχής των λευκών αλλά και την διαπραγμάτευση με αντάλλαγμα την ασφάλεια. Η στάση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τη θέση του Ντέιβιντ, ο οποίος παλεύοντας με την ανικανότητά του ως πατέρας και προστάτης, παραμένει προσκολλημένος σε ξεπερασμένες έννοιες της δικαιοσύνης και της τιμωρίας. Το ταξίδι του Ντέιβιντ προς την αυτογνωσία χαρακτηρίζεται από σταδιακά, συχνά απρόθυμα, βήματα. Η δουλειά του σ’ ένα καταφύγιο ζώων, όπου βοηθά στην ευθανασία ανεπιθύμητων σκύλων, γίνεται μια ισχυρή μεταφορά για τον δικό του ηθικό απολογισμό. Σε αυτές τις στιγμές, αρχίζει να αντιμετωπίζει τα όρια των αντιδράσεών του και την αναγκαιότητα της ταπεινότητας. Η φροντίδα του για τα ζώα αντανακλά μια μετατόπιση από το προσωπικό συμφέρον σε μια μορφή ανιδιοτελούς υπηρεσίας, υποδηλώνοντας ότι η λύτρωση, αν είναι δυνατόν, έγκειται σε πράξεις ήρεμης συμπόνιας και όχι σε μεγαλειώδεις χειρονομίες. Ωστόσο, ο Κούτσι δεν καταφεύγει σε εύκολες λύσεις. Η μεταμόρφωση του ήρωά του είναι μερική και οι συμπεριφορές του παρελθόντος εξακολουθούν να επανέρχονται με το ίδιο τρόπο που η συμφιλίωση, τόσο η προσωπική όσο και η εθνική, είναι μια χρονοβόρα και επίπονη, για όλες τις πλευρές, διαδικασία. Η άρνηση του συγγραφέα να δώσει οριστικές απαντήσεις υπογραμμίζει την πολυπλοκότητα του θέματός του, καλώντας τους αναγνώστες να αντιμετωπίσουν τη δυσάρεστη πραγματικότητα μιας κοινωνίας σε μετάβαση. Το βιβλίο του J.M.Coetzee ‘ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ’ συζητήθηκε στη Λέσχη Ανάγνωσης Passe Partout Reading και αρκετές από τις θέσεις του πιο πάνω κειμένου εκφράστηκαν από τα μέλη της Λέσχης. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου