Πέτρος Ἰσαακίδης: Ὡς ὄφειλαν
Posted on 13 Δεκεμβρίου 2024 by planodion
Πέτρος Ἰσαακίδης
Ὡς ὄφειλαν
Ο ΤΡΙΤΟ ΠΡΩΪ, βεβαιώθηκα πιὰ ὅτι δὲν ἦταν ἁπλῶς μιὰ φωνὴ στὸ κεφάλι μου, ἀλλὰ μιὰ ἁπτὴ παρουσία. Ἦταν ἐκεῖνος. Ὁ φίκος ἀπὸ τὴ γλάστρα του στὸ τέλος τοῦ διαδρόμου ποὺ ἔβλεπε στὸν πίσω κῆπο. Ἡ φωνὴ ἦταν ἑνὸς νεαροῦ ἄντρα, μᾶλλον ἁπαλὴ ἀλλὰ ἐπίμονη. Ἐπαναλάμβανε διαρκῶς τὴ λέξη «σιγά», «σιγά», «σιγά». Περιστασιακά, νομίζω, τὸ διπλασίαζε σὲ «σιγὰ-σιγά». Ἀκούγονταν ὅμως πιὸ πολὺ σὰν «σιγκά», «σιγκὰ-σιγκά». Μιὰ ἐλαφρὰ προφορὰ ἑνὸς Ἀλβανοῦ μετανάστη ἢ ἑνὸς πρόσφυγα ἀπὸ τὴν Οὐκρανία.
Σκέφτηκα νὰ ζητήσω μιὰ ἐπείγουσα συνεδρία μὲ τὴ Λίνα, ἀλλὰ ἀντ’ αὐτοῦ τῆς τηλεφώνησα καὶ ἀκύρωσα ὅλες τις προγραμματισμένες συνεδρίες μας γιὰ τὸ ὑπόλοιπο τοῦ ἔτους. Προσπάθησε νὰ πεῖ κάτι, ἀλλὰ δὲν εἶχα καμιὰ πρόθεση ν’ ἀκούσω. Μόλις ἔκλεισα τὸ τηλέφωνο, ἔσβησα τὸ ἱστορικὸ τῶν ἀναζητήσεών μου στὸ Google καὶ ὅλες τὶς συνομιλίες μου μὲ τὸ ChatGPT. Συνέχισα ὅμως τὴν καθημερινή μου ρουτίνα —δουλειά, γυμναστήριο, σπίτι, δουλειά— κάθε μέρα ἴδια κι ἀπαράλλαχτη μὲ τὴν προηγούμενη. Αὐτὸς συνέχισε νὰ μοῦ μιλάει μὲ ἐπιμονή.η
ς
Τὴν ἕκτη μέρα, ἡ φωνὴ ἄλλαξε σὲ «povil’no» «povil’no» «povil’no». Πληκτρολόγησα τὴ λέξη στὸν μεταφραστὴ τοῦ τηλεφώνου μου. Ἀκριβῶς ὅπως τὸ ὑποπτεύτηκα, ἦταν ἡ οὐκρανικὴ λέξη γιὰ τὸ «σιγά».
Τὴν ἔνατη ἡμέρα, παραιτήθηκα ἀπὸ τὴ δουλειά, ἀκύρωσα τὴ συνδρομή μου στὸ γυμναστήριο, τὸ ἴντερνετ, τὰ συνδρομητικὰ κανάλια, καὶ ἀπέσυρα τὶς καταθέσεις μου ἀπὸ τὴν τράπεζα. Ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα τὸν ξερίζωσα ἀπὸ τὴ γλάστρα του καὶ τὸν φύτεψα στὸν πίσω κῆπο. Τὴν πρώτη μέρα σιώπησε, προφανῶς σοκαρισμένος ἀπὸ τὴν ἀλλαγή. Τὴν ἑπόμενη ὅμως ἄρχισε πάλι, πρῶτα ψιθυριστὰ κι ἔπειτα δυνατότερα. Αὐτὴ τὴ φορὰ ἦταν «ngadale», «ngadale», «ngadale». Φυσικὰ ἦταν τὸ «σιγὰ» στὰ ἀλβανικά.
Τὴ δωδέκατη ἡμέρα, πῆρα τὸ τσεκούρι ἀπὸ τὸ ντουλάπι τοῦ κήπου καὶ τὸν πετσόκοψα. Καθὼς πέθαινε, ἄρχισε πάλι νὰ μιλάει ἑλληνικά, «σιγὰ-σιγὰ σιγά», ἡ φωνή του ὅλο καὶ πιὸ ἀργή, ὅλο καὶ πιὸ σιγανή, ὥσπου σταμάτησε ἐντελῶς. Περιπλανήθηκα μέσα στὰ δωμάτια τοῦ σπιτιοῦ καὶ στὸν μπροστινὸ καὶ πίσω κῆπο, περιμένοντας νὰ δῶ ποιό φυτὸ ἀπὸ τὴ γλάστρα του ἢ τὸ χῶμα θὰ ἔπαιρνε τὴ θέση του φίκου. Κανένα. Κοίταξα τὰ χέρια μου καὶ πέταξα τὸ τσεκούρι. Σιωπή. Ὅλα τὰ φυτὰ παρέμειναν βουβά. Ὡς ὄφειλαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου