Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

Αργύρης Χιόνης – Η πολιτεία των κωφαλάλων

 Αργύρης Χιόνης – 

Η πολιτεία των κωφαλάλων

Σε μια απ᾽ τις άπει­ρες πε­ρι­πλα­νή­σεις μου, για να γνω­ρί­σω τα θαυ­μα­στά και τα πε­ρί­ερ­γα αυ­τού του κό­σμου, ο δρό­μος μου μ᾽ έφε­ρε και μ᾽ άφη­σε για λί­γο σε μια πο­λι­τεία που κα­νείς απ᾽ τους κα­τοί­κους της δεν άκου­γε, ού­τε μί­λα­γε.

Έφτα­σα εκεί ένα πρω­ι­νό και νό­μι­σα πως έμπαι­να σε κά­ποιο όνει­ρο, για­τί, ενώ οι δρό­μοι, οι αγο­ρές και τα μα­γα­ζιά ήταν γε­μά­τα κό­σμο που ασχο­λιό­ταν με το κα­θη­με­ρι­νό πά­ρε-δώ­σε, ήχος κα­νείς δεν ακου­γό­τα­νε. Με­τά το πρώ­το ξάφ­νια­σμα, ανα­κά­λυ­ψα άλ­λο ένα θαυ­μα­στό πρά­μα. Οι κω­φά­λα­λοι αυ­τοί άν­θρω­ποι δεν έκα­ναν ού­τε καν χει­ρο­νο­μί­ες για να συ­νεν­νο­ού­νται με­τα­ξύ τους, όπως γί­νε­ται μ᾽ όλους τους όμοιούς τους, σ᾽ όλο τον κό­σμο. Όλη η συ­νεν­νό­η­σή τους γι­νό­ταν με τα μά­τια. Εκεί­νη, την πρώ­τη μέ­ρα, αλ­λά κι όσο έμει­να σ᾽ αυ­τή την πο­λι­τεία, εί­δα εμπό­ρους και πε­λά­τες να συ­ναλ­λάσ­σο­νται και να πα­ζα­ρεύ­ουν με τα μά­τια, ερω­τευ­μέ­νους να εξο­μο­λο­γού­νται ο ένας στον άλ­λο τον έρω­τά τους και τα πά­θη τους με τα μά­τια, αν­θρώ­πους να βρί­ζο­νται ή ν᾽ ανταλ­λάσ­σουν φι­λι­κά αι­σθή­μα­τα με τα μά­τια… Κι όλ᾽ αυ­τά χω­ρίς ού­τε στο πα­ρα­μι­κρό να χα­μο­γε­λούν, να συ­νο­φρυώ­νο­νται ή να μορ­φά­ζουν. Κοι­τά­ζο­νταν απλώς βα­θιά στα μά­τια και διά­βα­ζαν ο ένας τη σκέ­ψη του άλ­λου. Μέ­χρι να το κα­τα­λά­βω αυ­τό, εί­δα κι έπα­θα για να συ­νεν­νοη­θώ μα­ζί τους, για­τί έτσι που εί­μα­στε συ­νη­θι­σμέ­νοι, εμείς του άλ­λου κό­σμου, να μι­λά­με για διά­φο­ρα πρά­μα­τα δί­χως να σκε­φτό­μα­στε, δί­χως να συ­γκε­ντρω­νό­μα­στε σ᾽ αυ­τά, οι κά­τοι­κοι της πο­λι­τεί­ας εκεί­νης δυ­σκο­λεύ­ο­νταν αφά­ντα­στα να εντο­πί­σου­νε τη σκέ­ψη μου για να τη δια­βά­σουν. Δεν ήταν όμως μό­νον εκεί η δυ­σκο­λία. Κά­θε φο­ρά που με κοί­τα­γαν κα­τά­μα­τα, εγώ που, όπως όλοι οι όμοιοί μου, δεν ήμου­να συ­νη­θι­σμέ­νος σε τέ­τοια κοι­τάγ­μα­τα εί­τε έστρε­φα αλ­λού το βλέμ­μα εί­τε χα­μή­λω­να αμή­χα­να τα μά­τια. Έτσι, κοι­μή­θη­κα δυο μέ­ρες στους δρό­μους δί­χως να βά­λω τί­πο­τα στο στό­μα μου και δί­χως να πλυ­θώ. Την τρί­τη όμως μέ­ρα, όταν πια, από ανά­γκη, όλη η σκέ­ψη μου ήταν συ­γκε­ντρω­μέ­νη στην τα­λαι­πω­ρία και στην πεί­να μου, ο πρώ­τος απ᾽ τους πο­λί­τες που με κοί­τα­ξε κα­τά­μα­τα με πή­ρε απ᾽ το χέ­ρι και μ᾽ οδή­γη­σε στο σπί­τι του όπου με τάι­σε και με κοί­μι­σε βα­σι­λι­κά. Οι ευ­χα­ρι­στί­ες μου, εκ­φρα­σμέ­νες φω­να­χτά, με πολ­λή έμ­φα­ση και με­γά­λο εν­θου­σια­σμό, αντή­χη­σαν μες στην από­λυ­τη σιω­πή σα μπα­κι­ρέ­νια νο­μί­σμα­τα που πέ­φτου­νε στο πέ­τρι­νο δά­πε­δο τε­ρά­στιας κι άδειας αί­θου­σας. Όταν εί­δα ότι πή­γα­νε έτσι χα­μέ­νες, κοί­τα­ξα μ᾽ απέ­ρα­ντη ευ­γνω­μο­σύ­νη τον ευ­ερ­γέ­τη μου στα μά­τια κι εί­δα να λά­μπει εκεί μέ­σα μια φλο­γί­τσα σε­μνής απο­δο­χής.

Ο λα­ός αυ­τός ήταν απέ­ρα­ντα ευ­γε­νι­κός και γεν­ναιό­δω­ρος κι όσο έμει­να μα­ζί τους, κα­μιά επι­θυ­μία μου δεν έμει­νε ανεκ­πλή­ρω­τη. Κά­πο­τε, με­τά από ένα υπέ­ρο­χο γεύ­μα με τον οι­κο­δε­σπό­τη μου και με­ρι­κούς φί­λους του, που φαί­νο­νταν άν­θρω­ποι σο­φοί κι εκλε­πτυ­σμέ­νοι απ᾽ την άσκη­ση και τη με­λέ­τη, η ψυ­χή μου πε­θύ­μη­σε βα­θιά λί­γη μου­σι­κή, σαν συ­μπλή­ρω­μα κι απο­κο­ρύ­φω­μα αυ­τής της υπέ­ρο­χης γα­λή­νης κι ευ­τυ­χί­ας που ένιω­θα. Ο ευ­γε­νι­κός οι­κο­δε­σπό­της μου φαί­νε­ται πως διά­βα­σε αυ­τή την επι­θυ­μία μου, για­τί ση­κώ­θη­κε αμέ­σως απ᾽ το τρα­πέ­ζι και, αφού έλει­ψε για λί­γο, επέ­στρε­ψε στην αί­θου­σα των συ­μπο­σί­ων συ­νο­δευό­με­νος από τρία πα­νέ­μορ­φα κο­ρί­τσια, ντυ­μέ­να με κο­ντούς μι­σο­διά­φα­νους χι­τώ­νες που κά­να­νε τα φιλ­ντι­σέ­νια τους κορ­μιά να δεί­χνου­νε ακό­μα πιο σπαρ­τα­ρι­στά. Οι καλ­λο­νές αυ­τές, αφού ακού­μπη­σαν γύ­ρω τους, σε κύ­κλο, μι­κρά χρυ­σά λι­βα­νι­στή­ρια όπου έκαι­γαν διά­φο­ρα μυ­ρω­δι­κά ρε­τσί­νια, φύλ­λα και ξυ­λά­κια, βγά­λα­νε κά­τι χρω­μα­τι­στές, φαρ­διές ται­νί­ες, εφτά η κά­θε μια, που η χρω­μα­τι­κή τους κλί­μα­κα ήτα­νε πράγ­μα ασύλ­λη­πτο για νου αν­θρώ­που, κι αρ­χί­σαν να τις κυ­μα­τί­ζουν, μι­μού­με­νες με τα κορ­μιά τους τον κυ­μα­τι­σμό αυ­τόν, τό­σο αρ­μο­νι­κά που δά­κρυα ανε­βή­κα­νε στα μά­τια μου και κύ­λη­σαν στα μά­γου­λά μου. Τέ­τοια μου­σι­κή δεν εί­χα ξα­να­δεί πο­τέ. Την ίδια νύ­χτα, και τα τρία αυ­τά θεία πλά­σμα­τα, που διά­βα­σαν στα μά­τια μου τον πό­θο, κοι­μή­θη­καν μα­ζί μου και, το πρωί, όταν ξύ­πνη­σα, ένιω­θα κα­τοι­κη­μέ­νος από μια πα­ρα­δεί­σια με­λω­δία, λες και τα κό­κα­λά μου εί­χαν γί­νει φλά­ου­τα.

Στην πο­λι­τεία των κω­φά­λα­λων έμει­να μό­νο ένα μή­να, αν και θα ᾽θε­λα πο­λύ να τε­λειώ­σω εκεί τις μέρες της ζω­ής μου. Δε μπο­ρού­σα όμως συ­νέ­χεια να δέ­χο­μαι χω­ρίς πο­τέ να προ­σφέ­ρω, για­τί έτσι που εί­μαι, απ᾽ το γέ­νος των φλύ­α­ρων αν­θρώ­πων, πο­τέ δε θα κα­τά­φερ­να να δια­βά­σω και τις δι­κές τους βου­βές επι­θυ­μί­ες και να κά­νω κά­τι κι εγώ για την εκ­πλή­ρω­σή τους. Έτσι, μιαν αυ­γή, τους απο­χαι­ρέ­τη­σα ευ­γε­νι­κά και πα­ρα­δό­θη­κα ξα­νά στο δρό­μο για να με τα­ξι­δέ­ψει όπου υπάρ­χου­νε τα θαυμα­στά και τα πε­ρί­ερ­γα αυ­τού του κό­σμου.

https://perithorio.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Χρυσές Συνταγές Χρυσές Συνταγές Πάω για τρίτη δόση! Κουραμπιέδες λαδιού που λιώνουν στο στόμα!

Χρυσές Συνταγές Πάω για τρίτη δόση! Κουραμπιέδες λαδιού που λιώνουν στο στόμα! Published   13 ώρες ago   on   23 Νοεμβρίου, 2024 By   Χρυσές...