Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2024

Εὐ­θύ­μιος Λέν­τζας: Γου­ρου­νο­χα­ρά

 Εὐ­θύ­μιος Λέν­τζας: Γου­ρου­νο­χα­ρά

Ἀπὸ τὸν/τὴν planodion στὶς 15 Σεπτέμβριος 2024

Εὐ­θύ­μιος Λέν­τζας

Γου­ρου­νο­χα­ρά

ΦΤΑ ΧΡΟΝΙΑ πρὶν θά­ψα­με τὸν παπ­ποῦ, κι ἀπὸ τὰ χέ­ρια τῆς για­γιᾶς μου —θυ­μᾶ­μαι— γλί­στρη­σε ἡ πρώ­τη χού­φτα γῆς, κι ἀπὸ ἐκεί­νη τὴ μέ­ρα μὲ τὸν ἀλ­λαγ­μέ­νο ἀέ­ρα —ἐκτὸς ἀπ’ τὸν παπ­ποῦ— ἔβα­λε ἀπό­φα­ση γιὰ τὸ τα­ξί­δι κι ἡ για­γιά. Οὔ­τε κου­βέν­τα πιὰ γιὰ τὰ παι­διά της, τὰ ἐγ­γό­νια της – ὅλο λι­γό­στευε ἡ για­γιά. Ἀνά­σα της ἡ θύ­μη­ση, ἀλ­λὰ μα­ζὶ καὶ πό­νος καὶ να­νού­ρι­σμα. Κα­νέ­ναν μας δὲν εἶ­χε ἀνάγ­κη ἡ για­γιά. Μο­νά­χα ποὺ κα­μιὰ φο­ρὰ γυρ­νοῦ­σε στὰ πα­λιὰ∙ δαγ­κώ­νον­τας τὰ χεί­λια, δάγ­κω­νε τὴν καρ­διά της.

       Κα­θη­με­ρι­νὰ πα­ρα­πο­νιό­τα­νε πὼς τὴν εἴ­χα­με ξε­χά­σει. Τί­πο­τα δὲν ζή­τα­γε ἡ για­γιά, τί­πο­τε δὲν εἶ­χε μεί­νει νὰ ζη­λέ­ψει. Καὶ γιὰ τρο­φὴ οὔ­τε λό­γος. Λι­γά­κι μό­νο νά ‘χε μιὰ γλύ­κα στὸ στό­μα∙ μὲ κο­φτὲς κου­τα­λιὲς βου­τοῦ­σε στὸ πιά­το μὲ τὴν κρέ­μα καὶ ἂς ἔτρε­μαν τὰ χέ­ρια σὰν ξε­ρό­κλα­δα, ἀν­τὶ γιὰ νε­ρὸ κα­ρα­μέ­λες – ἄλ­λη τρο­φὴ δὲν ἦταν γιὰ τὸν οὐ­ρα­νί­σκο της. Τὸ ρα­διό­φω­νο πλάϊ στὸ αὐ­τί, νὰ ξε­κου­φαί­νει τὸν τό­πο μὲ τὰ Ἠπει­ρώ­τι­κα, τὰ Βλά­χι­κα, τὰ μπου­ζού­κια καὶ τὰ πα­λιὰ ρε­μπέ­τι­κα νὰ τὴ βα­ραί­νουν, ὅμοια μὲ σταυ­ρο­κουμ­πω­τὰ σα­κά­κια ξε­χα­σμέ­να ἀπὸ χρό­νια στὴ ντου­λά­πα. Ἡ Συν­νε­φια­σμέ­νη Κυ­ρια­κὴ τοῦ Τσι­τσά­νη νὰ πέ­φτει βρο­χὴ κα­τα­κό­ρυ­φη στὰ ἀπο­δε­κα­τι­σμέ­να μά­τια τῆς για­γιᾶς καὶ τὰ μαλ­λιά της νὰ ἡμε­ρεύ­ουν σὰν γκρι­ζό­μαυ­ρη θά­λασ­σα.

       «Ποῦ εἶ­μαι τώ­ρα;», ρώ­τα­γε τὴ μά­να μου. «Στὴν πό­λη ἢ στὸ χω­ριό;». «Στὴν πό­λη», ἔλε­γε ἡ μά­να μου∙ ἴσια­ζε τὰ μα­ξι­λά­ρια πί­σω ἀπὸ τὸ κε­φά­λι τῆς για­γιᾶς καὶ τὴ φι­λοῦ­σε στὸ μέ­τω­πο. Καὶ κά­ποιες φο­ρές, μα­ζὶ μὲ τὰ χεί­λια ἀπὸ τὸ δέρ­μα τῆς για­γιᾶς, ἔμοια­ζαν πὼς ξε­κολ­λοῦ­σαν κομ­μα­τά­κια ζω­ῆς ἀπὸ τὰ ἀρ­γὰ σω­θι­κά της. Ὕστε­ρα ἡ μά­να μου τὴν σκέ­πα­ζε ὣς πά­νω, ψη­λὰ στὸ λαι­μό, καὶ ἡ για­γιὰ γυρ­νοῦ­σε στὸ πλάϊ, μὲ τὸ μέ­ρος τῆς καρ­διᾶς πλα­κω­μέ­νο ἀπὸ τὸ ὑπό­λοι­πο σῶ­μα – ἕνα χω­μά­τι­νο ὕψω­μα μὲ μι­σό­φω­τες φω­τιὲς καὶ σκόρ­πια κό­κα­λα.

       Στὸ δω­μά­τιο μιὰ πα­λιὰ πο­λυ­θρό­να, ἔβλε­πε στὸ πα­ρά­θυ­ρο∙ τὸ τα­βά­νι κου­ρα­σμέ­νο στέ­κον­ταν πά­νω ἀπὸ τὸ ξε­χα­σμέ­νο ἀπὸ τὸ χρό­νο κορ­μὶ τῆς για­γιᾶς. Στὴ βε­ράν­τα εἶ­χαν ἀπο­μεί­νει κά­τι μι­κρὰ γλα­στρά­κια – κά­πο­τε ἀν­θι­σμέ­να κι αὐ­τά. Ὁ με­γά­λος βα­σι­λι­κὸς ποὺ βου­τοῦ­σε τὸ κε­φά­λι της λὲς καὶ προ­σεύ­χον­ταν, μὲ τό­ση εὐ­λά­βεια, μὲ τό­ση ὀμορ­φιά, ἐκεῖ­νο τὸ συ­ναί­σθη­μα ζω­ῆς ποὺ ἄλ­λο­τε τὴν ἀνέ­βα­ζε στὸν οὐ­ρα­νό, τώ­ρα ἔβγαι­νε μὲς ἀπὸ τὰ μά­τια της ὅπως σά­πιο σά­λιο μὲς ἀπὸ γέ­ρι­κο στό­μα.

       Κι ὅπως ἔκα­να μὲ τὸν παπ­ποῦ τὰ τε­λευ­ταῖα χρό­νια προ­τοῦ πε­θά­νει, ὅταν ἔβλε­πα τὴν για­γιά, πρῶ­τα τῆς φι­λοῦ­σα τὰ χέ­ρια κι ὕστε­ρα τὴν ἔπαιρ­να στὴν ἀγ­κα­λιά μου. Καὶ τί μυ­ρω­διὰ τὰ χέ­ρια της... Ζε­στὸ ψω­μὶ ζυ­μω­μέ­νο σὲ ξυ­λό­φουρ­νο, σπι­τι­κὴ μαρ­με­λά­δα ρο­δά­κι­νο, κα­τσι­κί­σιο τυ­ρὶ μὲ αὐ­γὰ καὶ ντο­μά­τα. «Πα­σά­κα μου, πα­σά­κα μου... Νί­νιο μου...», ἔτσι μύ­ρι­ζαν τὰ χέ­ρια τῆς για­γιᾶς μου. Ὁ πλά­στης γιὰ τὶς πί­τες στὰ πι­σι­νὰ μου —ἦταν πάν­τα τὰ χέ­ρια της— ἡ μυ­ρω­διὰ ἀπὸ ἀλεύ­ρι κα­θὼς μοῦ ζου­λοῦ­σε τὰ μά­γου­λα. Ἡ μυ­ρω­διά της ἦταν τὸ κλά­μα μου ὅταν μὲ μά­λω­νε ἡ μά­να κι ἔτρε­χα μὲ τὴν πά­να ἀκό­μα νὰ κρυ­φτῶ στὴ πο­διά της. Σὰν ἀπὸ πάν­τα, νά ‘ναι μό­νο ἡ για­γιά μου.

       Κά­πο­τε σκέ­φτη­κα πῶς θά ‘ταν κο­ρί­τσι κι αὐ­τή, σω­στὴ κο­πέ­λα μὲ λου­λου­δά­κια στὰ μαλ­λιά, μὲ τὸ χρῶ­μα τοῦ κά­στα­νου στὰ μά­τια. Τώ­ρα δά, νὰ ἀνε­βῶ στὴν Κα­ρί­τσα, στὸ νε­κρο­τα­φεῖο πί­σω ἀπὸ τὸν Ἱε­ρὸ Ναὸ Παμ­με­γί­στων Τα­ξιαρ­χῶν, μὲ τὰ γό­να­τα στὸ χῶ­μα νὰ φι­λή­σω τὸ μάρ­μα­ρο καὶ νὰ τῆς πῶ: «Στὸ χω­ριὸ εἶ­σαι για­γιά... – κο­ρι­τσά­κι στὸ χω­ριό.» Τώ­ρα δά, για­γιά, ποὺ πλη­σιά­ζουν Χρι­στού­γεν­να καὶ δὲν εἶ­σαι πα­ρὰ μό­νο στὰ ρου­θού­νια μου. Μὰ καὶ ποὺ εἶ­σαι νε­κρὴ δὲν πει­ρά­ζει για­γιά. Ἔτσι λί­γο ἂν τὸ πι­στέ­ψω ἀκό­μα, μπο­ρῶ κιό­λας νὰ σοῦ πιά­σω τὸ χέ­ρι. Κοί­τα πῶς τρέ­χου­με στὸν πά­νω μα­χα­λᾶ.

       Ἡ κυ­ρὰ Λέ­να ἀνε­βαί­νει τὴ ρά­χη φορ­τω­μέ­νη μὲ πρά­σα στὴν ἀγ­κα­λιά της. Νὰ κι ὁ μπάρ­μπα-Γιώρ­γης, ὁ μπα­μπᾶς τῆς Κα­τί­νας κα­βά­λα στὸ μπλά­ρι. Εἶ­ναι κι ἡ Μα­ρί­κα μὲ τὸν Γιαν­νού­λη, σή­με­ρα σφά­ζου­νε στοῦ Τά­κη Τριαν­τα­φύλ­λου. Θυ­μή­σου για­γιά: «Παπ­ποῦ πό­σες μέ­ρες εἶ­ναι γιὰ τὰ Χρι­στού­γεν­να;» Ἄκου πῶς βε­λά­ζει τὸ ζων­τα­νὸ για­γιά. Δε­μέ­νο ἀπὸ τὰ πό­δια, καὶ τό­σος κό­σμος τρι­γύ­ρω. Ὁ παπ­ποῦς Τά­κης τοῦ κο­πα­νά­ει μιὰ μὲ τὸ τσε­κού­ρι στὸ δό­ξα πα­τρὶ καὶ τὸ γου­ρού­νι πέ­φτει λι­πό­θυ­μο∙ καὶ τώ­ρα τὸ αἷ­μα για­γιὰ∙ ὁ μπάρ­μπα-Γιώρ­γης εἶ­ναι ποὺ τοῦ κό­βει τὸ λαι­μό.

       «Ποιός θὰ πά­ρει την οὐ­ρή­θρα; Ποιός θὰ πά­ρει την οὐ­ρή­θρα;» Τυ­χε­ρὸς ὁ Γιαν­νού­λης καὶ τί ὡραῖο μπα­λό­νι ποὺ ἔφτια­ξε ἀπ’ τὸ γου­ρού­νι – ἄκου γέ­λια για­γιά! Κι ὅλο αὐ­τὸ τὸ κρέ­ας, ἡ θυ­σία τοῦ γου­ρου­νιοῦ, πό­ση χα­ρὰ σὲ κά­θε σπί­τι. Αὔ­ριο λέ­νε θὰ σφά­ξει ὁ Θα­νά­σης τῆς Εὐ­θυ­μί­ας στὸν κά­τω μα­χα­λᾶ. Καὶ κά­θε μέ­ρα εἶ­ναι γιορ­τὴ για­γιά. Ξέ­ρω πὼς τρε­λαί­νε­σαι νὰ τρῶς τσι­γα­ρί­δες τὸ πρωί, μὲ τὸ τη­γα­νι­σμέ­νο λί­πος νὰ κα­τα­βρο­χθί­ζου­με τὰ σταυ­ρό­ψω­μα καὶ τὰ βλο­γού­δια. Στὰ μπαλ­κό­νια οἱ γυ­ναῖ­κες ἁπλώ­νουν τὶς βέρ­γες πέ­ρα ὣς πέ­ρα, κρε­μᾶ­νε τὰ λου­κά­νι­κα γιὰ νὰ στε­γνώ­σουν, ἄλ­λες ἀπο­θη­κεύ­ουν τὸ κομ­μα­τια­σμέ­νο κρέ­ας τοῦ γου­ρου­νιοῦ σὲ φτί­να* μα­ζὶ μὲ τὸ λί­πος του.

       Εἶ­ναι μα­κρὺς ὁ χει­μῶ­νας, για­γιά, μά κοί­τα ἐμέ­να πῶς μπο­ρῶ καὶ γε­λάω, καὶ σ’ ἀγα­πάω, καὶ σοῦ κρα­τάω τὸ χέ­ρι κι ἂς εἶ­σαι νε­κρή – δὲν πει­ρά­ζει για­γιά. Εἶ­ναι Χρι­στού­γεν­να στὰ μά­τια μου για­τί πο­λὺ μὲ κρά­τη­σες στὰ χέ­ρια σου. Δὲν πει­ρά­ζει για­γιά... Κο­ρι­τσά­κι εἶ­σαι πά­λι.

φτί­να* (τυρναβίτικη διάλεκτος)· λε­πτὸ πή­λι­νο δο­χεῖο στὸ ὁ­ποῖο φύ­λα­γαν γλυ­κὸ ἢ τουρ­σὶ ἢ ἔ­πη­ζαν για­ούρ­τι.

Πη­γή: Ἀπὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γή­μα­των Στὰ βρά­χια καὶ στὴ θά­λασ­σα (ἐκδ. Γρά­φη­μα, 2023).

Εὐ­θύ­μιος Λέν­τζας (Λά­ρι­σα, 1986). Ἔχει ἐκ­δώ­σει δύο ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές: Οἱ γυ­ναῖ­κες ποὺ ἀγα­πᾶ­με εἶ­ναι θαμ­μέ­νες στὸν κῆ­πο (αὐ­το­έκ­δο­ση, 2020). Τὸ Με­ρί­διο (Θρά­κα, 2022) καὶ μιὰ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των: Στὰ βρά­χια καὶ στὴ θά­λασ­σα (Γρά­φη­μα, 2023).

https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Χωρίς εσένα ο χρόνος κυλάει αλλιώς…

Χωρίς εσένα ο χρόνος κυλάει αλλιώς… – Sasa Ken – 16 Σεπτεμβρίου 2024 The Women Χωρίς εσένα ο χρόνος κυλάει αλλιώς… Κλείδωσε τα αισθήματά μου...