Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

Νατάσα Κεσμέτη: Ποῦ εἶσαι Λύκε μου;

 

Νατάσα Κεσμέτη: Ποῦ εἶσαι Λύκε μου;

Νατάσα Κεσμέτη

Ποῦ εἶσαι Λύκε μου;

Η­ΡΑ ΠΟ­ΛΥ ΑΡ­ΓΑ ΤΗΝ ΑΠΟ­ΦΑ­ΣΗ νά ρω­τή­σω γιά τή Μα­γι­κή Σι­δε­ρώ­στρα. Χρό­νια ἔλε­γα πώς θά πάω νά μά­θω ποιά πα­τέν­τα ἐπι­τέ­λους ἀνα­κά­λυ­ψε ὁ Ἀκά­θι­στος, καί πά­λι κα­θυ­στέ­ρη­σα ἀφάν­τα­στα…

       Ἐκεῖ­νο τό μο­να­δι­κό βρα­δά­κι, ἴσως ἀρ­χές Σε­πτεμ­βρί­ου σάν πύ­κνω­ναν οἱ φω­το­σκιά­σεις γύ­ρω ἀπό τίς ἀγριο­πι­πε­ριές, τίς ἀκα­κί­ες καί τούς ὑπε­ρύ­ψη­λους εὐ­κά­λυ­πτους πῶς ἔτυ­χε νά τρι­γυρ­νάω ἔξω στό δρό­μο…Ἐμ­φα­νί­στη­καν ξαφ­νι­κά τά δυό πο­δή­λα­τα ἀπό τίς πέ­ρα γει­το­νιές. Στό ἕνα ἐκεῖ­νος, ὁ Στέ­φα­νος Φ. ὁ πιό ζω­η­ρός καί πιό ἄτα­κτος ἀπ’ ὅλους – ἐπιει­κῶς καί τά δύο ἐπί­θε­τα! Στό ἄλ­λο δέν κα­λο­θυ­μᾶ­μαι: ἤ κά­ποιο ἀπό τά δί­δυ­μα τά Κον­τα­ρά­κια ἤ ὁ Λύ­κος μου.

       Πό­τε κα­τά­φε­ρε νά μέ πεί­σει γιά μιά βολ­τί­τσα, δέν κα­τά­λα­βα· ἀνέ­βη­κα καί τόν κρα­τοῦ­σα σφι­χτά, πρώ­τη φο­ρά κολ­λη­μέ­νη πά­νω σ’ ἀγό­ρι… Λί­γα τε­τρά­γω­να κι ὅμως: διῶ­ξε τή λύ­πη πα­λι­κά­ρι, πᾶ­με μιά βόλ­τα στό φεγ­γά­ρι…

       Ἦταν ἀπό λύ­πη τό­σο ζω­η­ρός, τό­σο Ἀκά­θι­στος, τό­σο διαρ­κῶς τι­μω­ρη­μέ­νος ὁ Στέ­φα­νος Φ.; Κά­θε τό­σο ση­κω­νό­ταν ὄρ­θιος πά­νω στά πεν­τά­λια, γύ­ρι­ζε λί­γο πρός τό μέ­ρος μου λέ­γον­τας: μή φο­βᾶ­σαι, κρά­τα με ἀπό τή μέ­ση γε­ρά…

       Ὁ ἀδελ­φός του μέ κοί­τα­ξε σα­στι­σμέ­νος, τώ­ρα πού τό­σο ἀρ­γά τόν ρω­τοῦ­σα: τί κά­νει ὁ Στέ­φα­νος κι ἄν φτιά­χνει ἀκό­μη τή Μα­γι­κή Σι­δε­ρώ­στρα; Τί ἀκρι­βῶς ἦταν ἡ πα­τέν­τα;

       — Ἔχα­σε τό ἀγό­ρι του σέ αὐ­το­κι­νη­τι­στι­κό, τόν χτύ­πη­σε με­τά ἡ ἀρ­ρώ­στεια…Ἦταν ἀπί­στευ­τα ζω­η­ρός ἀπό πο­λύ μι­κρός. Τό­σα ἀδέλ­φια ἤμα­σταν, κα­νείς μας δέν τόν ἔφτα­νε στίς τρέ­λες… Πά­ει ἕνας χρό­νος ἀπό τό­τε …

       — Τά Κον­τα­ρά­κια;

       Μοῦ κα­τέ­βη­κε νά ρω­τή­σω, μέ το νοῦ μου πί­σω ἐκεῖ στό βρα­δά­κι μέ τήν ξαφ­νι­κή πο­δη­λα­τά­δα.

       Κού­νη­σε ἀρ­νη­τι­κά τό κε­φά­λι του.

       — Καί οἱ δύο;

       Κα­τέ­βα­σε τά μά­τια του καί ἔγνε­ψε ἀμή­χα­να «ναί καί οἱ δυό».

       Τό­τε ἡ ψυ­χή μου ἀνέ­βη­κε στά χεί­λη μου:

       — Κρα­τᾶς ἐπα­φή μέ τούς πε­ρισ­σό­τε­ρους, εἶ­πες. Ξέ­ρεις ποῦ  βρί­κε­ται ὁ Λύ­κος μου. Δέν ἔχω φα­τσό­βι­βλο, μό­νο email. Πές του πώς τόν ζη­τά­ει ἐπει­γόν­τως ἡ Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα του.

       Ἴσως ἐκεῖ­νο τό βρά­δυ στό ἄλ­λο πο­δή­λα­το νά μήν ἦταν κά­ποιο ἀπό τά Κον­τα­ρά­κια, ἀλ­λά τό ὀμορ­φό­παι­δο μέ τή βα­ριά φω­νή ἀπό παι­δί. Στή σκη­νή τῆς τρί­της τά­ξης φο­ροῦ­σε μιά με­γά­λη οὐ­ρά – πῶς ἦταν κολ­λη­μέ­νη στά πι­σι­νά του, δε­μέ­νη ἀπό τή μέ­ση του, οὔ­τε ποῦ θυ­μᾶ­μαι…

       Ὁ ἀδελ­φός τοῦ Στέ­φα­νου Φ. τά εἶ­χε χά­σει ὁλό­τε­λα. Ἧταν φα­νε­ρό πώς ἤμα­σταν σέ ἄλ­λους χρό­νους καί τό­πους κά­θέ­νας μας, ἀλ­λά ἐγώ ἀπτόη­τη ἐπέ­με­να:

       — Εἶ­μαι ἡ Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα του καί θέ­λω ὁπωσ­δή­πο­τε νά τόν βρῶ. Τόν Χρή­στο Ζή­τα, τόν Λύ­κο μου. 

       Ἀπό κεί­νη τήν κου­βέν­τα ὥς τώ­ρα σκαρ­φί­ζο­μαι χί­λια δυό γιά νά μειώ­σω τήν ἀνυ­πο­μο­νη­σία μου καί ν’ ἀπο­σπά­σω τή σκέ­ψη μου. Ψά­χνω σέ φω­το­γρα­φί­ες, σέ πί­να­κες: «Ἐμᾶς θά εἶ­χε γιά μο­ντέ­λα τῶν ἐρω­τευ­μέ­νων του πά­νω στό πο­δή­λα­το ὁ Φα­σια­νός», λέω. Ἀλ­λά κά­θε λί­γο ἀκούω τή φω­νή μου νά λα­χτα­ρί­ζει: Σέ πό­νε­σα, ἀλή­θεια σέ πό­νε­σα!

       Ποῦ εἶ­σαι Λύ­κε μου;

 

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ Ἀγ­γλι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μὲ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταῖα της βι­βλί­α: Ἐξόριστες φωνές. Στοχασμοὶ καὶ ἱστορίες 2006-2012 καὶ IVA. Ἔ­σοπ­τρο μυ­στη­ρι­ώ­δους ὀ­θό­νης, Ἁρμός, 2017.

https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για ένα ποιοτικό άλμα στην Δικαιοσύνη

  Για ένα ποιοτικό άλμα στην Δικαιοσύνη Αντικλείδι Το σύστημα της απονομής της Δικαιοσύνης στη χώρα το 2024, πέραν του ότι δεν έχει κατακτήσ...