Γεράσιμος Βουτσινᾶς: Ὁ ἄνεμος στὶς καλαμιές
Posted on 19 Σεπτέμβριος 2024 by planodion
Γεράσιμος Βουτσινᾶς
Ὁ ἄνεμος στὶς καλαμιές
ΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ἦταν τὸ παλιὸ νεκροταφεῖο. Ὅταν γέμισε, ἄνοιξαν ὅσους τάφους βρῆκαν καὶ μετέφεραν τὰ ὀστᾶ τῶν πεθαμένων σὲ χῶρο μεγαλύτερο, στὴν ἄκρη τοῦ οἰκισμοῦ. Ἔμεινε λοιπὸν ἕνα γήπεδο ἰδανικὸ γιὰ ποδόσφαιρο. Οἱ φῆμες ἔλεγαν πὼς ὅταν ἔπεφτε τὸ σκοτάδι, ὅσοι ἔστηναν αὐτὶ ἄκουγαν ψιθύρους, μουρμουρητά, κάποιες φορὲς ἀκόμα καὶ λυγμούς. Ἐμεῖς δὲν περνούσαμε ποτὲ ἀπ’ τὸ μέρος ἐκεῖνο τὰ βράδια. Ὅλη μέρα ὅμως παίζαμε μπάλα ἐκεῖ, πάνω στὰ κεφάλια τῶν πεθαμένων, ὅπως ἔλεγαν οἱ μανάδες μας. Μετὰ ἀπὸ μερικὰ χρόνια, ὁ παπποῦς κι ἡ γιαγιὰ πέθαναν, καὶ τότε σταματήσαμε νὰ πηγαίνουμε τὰ καλοκαίρια στὸ χωριό. Δεκαετίες ἀργότερα, γυρνῶντας ἀπὸ διακοπές, πέρασα νὰ δῶ τὸ παλιὸ σπίτι τῆς οἰκογένειας, ἐγκαταλειμμένο μετὰ τοὺς σεισμούς. Σὲ εἶδα νὰ κάθεσαι στὸ ἀπέναντι καφενεῖο. Μὲ κέρασες πορτοκαλάδα καὶ πιάσαμε κουβέντα γιὰ τὰ περασμένα. Μοῦ μίλησες γιὰ κείνη τὴ μέρα ποὺ βρέθηκες νὰ τρέχεις ἔξαλλος στὰ στενὰ τῆς πόλης. Δὲν κρατοῦσες κακία ποὺ σὲ εἶχα ἀκολουθήσει. Ὅμως, δὲν ἔλεγες νὰ σταματήσεις. Ἔπρεπε νὰ τοὺς πῶ ποῦ βρίσκεσαι, νὰ μὴν χαθεῖς. Κι ἐσὺ νόμιζες πὼς ἤθελα νὰ σοῦ κλέψω τὰ πόδια. Οἱ φωνὲς μὲς στὸ κεφάλι σου δὲν σταματοῦσαν λεπτό. Σὲ ἀπειλοῦσαν πὼς θὰ σὲ κάνουν πέτρα. Μετὰ τὸ κυνηγητό, σὲ πῆγαν σ’ ἕνα κτήριο παμπάλαιο, τοῦ περασμένου αἰῶνα. Μαζὶ μὲ τὴ ζώνη, ἡ νοσοκόμα θέλησε νὰ σοῦ πάρει τὸ ρολόϊ. Τὸ μοναδικὸ πρᾶγμα ποὺ ἔδινε στὴ ζωή σου σχῆμα καὶ ρυθμό. Τότε ἐσὺ τὴν ἅρπαξες ἀπ’ τὸν λαιμό, τὴν κόλλησες στὸν τοῖχο, ἐκείνη ἄρχισε νὰ στριγγλίζει, πλάκωσαν πέντε-ἕξι νοσηλευτές, ἔπεσαν πάνω σου προσπαθῶντας νὰ κουμαντάρουν τὴν ὀργή σου, σοῦ ἔκαναν ἠρεμιστικὴ ἔνεση καὶ σὲ πέταξαν στὴν ἀπομόνωση. Ἕνα ἄθλιο ὁλόλευκο κελὶ μὲ τοίχους γυμνούς, ἕναν σκελετὸ κρεβατιοῦ βιδωμένο στὸ ἔδαφος, ἕνα στρῶμα ἀπὸ ἀφρολέξ, καὶ μιὰ τρῦπα στὸ πάτωμα γιὰ τουαλέτα. Ἔμεινες ἐκεῖ ἄγνωστο γιὰ πόσο, μὲ ἄδειο κεφάλι, στόμα καὶ βλέμμα, σὰν νὰ ἤσουν σὲ κῶμα, διπλωμένος σὲ στάση ἐμβρυϊκή, περιμένοντας τὸ τέλος. Ὅμως αὐτὸ δὲν ἦρθε. Ὅταν βγῆκες, δὲν εἶπες λέξη στοὺς νοσοκόμους. Ὅτι καταλάβαινες τὴ γλῶσσα τῶν δέντρων, ὅτι μποροῦσες νὰ ἐξουσιάζεις ἀράχνες κι ἑρπετά. Ἔκανες ὑπομονή, βλέποντας τὸ σῶμα σου νὰ διαβρώνεται ἀπ’ τὰ φάρμακα, οἱ ἐπιθυμίες σου νὰ ματαιώνονται ἀπὸ τοὺς γιατρούς. Δὲν εἶχες πιὰ ὄνομα οὔτε ταυτότητα. Δὲν ἤσουν τὸ καλόβολο παιδὶ ποὺ εἶχε ὑποκύψει στὴ φτώχεια, τὴ μοναξιά, καὶ τὴν ἐξουσία ἑνὸς πνευματικὰ ἀνεπαρκῆ πατέρα, καὶ μιᾶς καταπιεστικῆς μητέρας, ποὺ κατέβαζε τρία μπουκάλια κρασὶ τὴν ἡμέρα. Ἤσουν ἁπλῶς ἕνα μυαλὸ γεμᾶτο ἀγκάθια, κεραυνοβολημένο ἀπ’ τὴν κοινωνικὴ καταιγίδα, βυθισμένο σ’ ἕναν κόσμο φτιαγμένο ἀπὸ παραλήρημα καὶ ψευδαισθήσεις. Ὅταν μετὰ ἀπὸ χρόνια εἶδαν πὼς εἶχες καταθέσει τὰ ὅπλα, σὲ ἄφησαν νὰ γυρίσεις στὸ χωριό. Ἐκεῖ, συνέχισες μέχρι σήμερα νὰ ζεῖς μέσα στὴ χημικὴ καταχνιά. Τὸ μόνο ποὺ σοῦ ἔμεινε ἦταν μερικὲς στιγμὲς τῆς παιδικῆς ἡλικίας. Σηκωθήκαμε καὶ πήγαμε στὸ μέρος ποὺ παίζαμε μπάλα πρὶν τριάντα χρόνια. Στὸ πίσω μέρος τῆς ἐκκλησίας ἀχνοφαίνονταν ἀκόμα τὰ ὀνόματά μας ποὺ εἴχαμε χαράξει ἕνα ἀπόγευμα στὸν ἐξωτερικὸ τοῖχο τοῦ ἱεροῦ, ὅταν κανείς μας δὲν γνώριζε τὶ τοῦ προόριζε τὸ μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου