Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

Γε­ρά­σι­μος Βου­τσι­νᾶς: Ὁ ἄνε­μος στὶς κα­λα­μιές

 Γε­ρά­σι­μος Βου­τσι­νᾶς: Ὁ ἄνε­μος στὶς κα­λα­μιές

Posted on  by planodion

Γε­ρά­σι­μος Βου­τσι­νᾶς

Ὁ ἄνε­μος στὶς κα­λα­μιές

ΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ἦταν τὸ πα­λιὸ νε­κρο­τα­φεῖο. Ὅταν γέ­μι­σε, ἄνοι­ξαν ὅσους τά­φους βρῆ­καν καὶ με­τέ­φε­ραν τὰ ὀστᾶ τῶν πε­θα­μέ­νων σὲ χῶ­ρο με­γα­λύ­τε­ρο, στὴν ἄκρη τοῦ οἰ­κι­σμοῦ. Ἔμει­νε λοι­πὸν ἕνα γή­πε­δο ἰδα­νι­κὸ γιὰ πο­δό­σφαι­ρο. Οἱ φῆ­μες ἔλε­γαν πὼς ὅταν ἔπε­φτε τὸ σκο­τά­δι, ὅσοι ἔστη­ναν αὐ­τὶ ἄκου­γαν ψι­θύ­ρους, μουρ­μου­ρη­τά, κά­ποιες φο­ρὲς ἀκό­μα καὶ λυγ­μούς. Ἐμεῖς δὲν περ­νού­σα­με πο­τὲ ἀπ’ τὸ μέ­ρος ἐκεῖ­νο τὰ βρά­δια. Ὅλη μέ­ρα ὅμως παί­ζα­με μπά­λα ἐκεῖ, πά­νω στὰ κε­φά­λια τῶν πε­θα­μέ­νων, ὅπως ἔλε­γαν οἱ μα­νά­δες μας. Με­τὰ ἀπὸ με­ρι­κὰ χρό­νια, ὁ παπ­ποῦς κι ἡ για­γιὰ πέ­θα­ναν, καὶ τό­τε στα­μα­τή­σα­με νὰ πη­γαί­νου­με τὰ κα­λο­καί­ρια στὸ χω­ριό. Δε­κα­ε­τί­ες ἀρ­γό­τε­ρα, γυρ­νῶν­τας ἀπὸ δια­κο­πές, πέ­ρα­σα νὰ δῶ τὸ πα­λιὸ σπί­τι τῆς οἰ­κο­γέ­νειας, ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο με­τὰ τοὺς σει­σμούς. Σὲ εἶ­δα νὰ κά­θε­σαι στὸ ἀπέ­ναν­τι κα­φε­νεῖο. Μὲ κέ­ρα­σες πορ­το­κα­λά­δα καὶ πιά­σα­με κου­βέν­τα γιὰ τὰ πε­ρα­σμέ­να. Μοῦ μί­λη­σες γιὰ κεί­νη τὴ μέ­ρα ποὺ βρέ­θη­κες νὰ τρέ­χεις ἔξαλ­λος στὰ στε­νὰ τῆς πό­λης. Δὲν κρα­τοῦ­σες κα­κία ποὺ σὲ εἶ­χα ἀκο­λου­θή­σει. Ὅμως, δὲν ἔλε­γες νὰ στα­μα­τή­σεις. Ἔπρε­πε νὰ τοὺς πῶ ποῦ βρί­σκε­σαι, νὰ μὴν χα­θεῖς. Κι ἐσὺ νό­μι­ζες πὼς ἤθε­λα νὰ σοῦ κλέ­ψω τὰ πό­δια. Οἱ φω­νὲς μὲς στὸ κε­φά­λι σου δὲν στα­μα­τοῦ­σαν λε­πτό. Σὲ ἀπει­λοῦ­σαν πὼς θὰ σὲ κά­νουν πέ­τρα. Με­τὰ τὸ κυ­νη­γη­τό, σὲ πῆ­γαν σ’ ἕνα κτή­ριο παμ­πά­λαιο, τοῦ πε­ρα­σμέ­νου αἰ­ῶ­να. Μα­ζὶ μὲ τὴ ζώ­νη, ἡ νο­σο­κό­μα θέ­λη­σε νὰ σοῦ πά­ρει τὸ ρο­λόϊ. Τὸ μο­να­δι­κὸ πρᾶγ­μα ποὺ ἔδι­νε στὴ ζωή σου σχῆ­μα καὶ ρυθ­μό. Τό­τε ἐσὺ τὴν ἅρ­πα­ξες ἀπ’ τὸν λαι­μό, τὴν κόλ­λη­σες στὸν τοῖ­χο, ἐκεί­νη ἄρ­χι­σε νὰ στριγ­γλί­ζει, πλά­κω­σαν πέν­τε-ἕξι νο­ση­λευ­τές, ἔπε­σαν πά­νω σου προ­σπα­θῶν­τας νὰ κου­μαν­τά­ρουν τὴν ὀρ­γή σου, σοῦ ἔκα­ναν ἠρε­μι­στι­κὴ ἔνε­ση καὶ σὲ πέ­τα­ξαν στὴν ἀπο­μό­νω­ση. Ἕνα ἄθλιο ὁλό­λευ­κο κε­λὶ μὲ τοί­χους γυ­μνούς, ἕναν σκε­λε­τὸ κρε­βα­τιοῦ βι­δω­μέ­νο στὸ ἔδα­φος, ἕνα στρῶ­μα ἀπὸ ἀφρο­λέξ, καὶ μιὰ τρῦ­πα στὸ πά­τω­μα γιὰ τουα­λέ­τα. Ἔμει­νες ἐκεῖ ἄγνω­στο γιὰ πό­σο, μὲ ἄδειο κε­φά­λι, στό­μα καὶ βλέμ­μα, σὰν νὰ ἤσουν σὲ κῶ­μα, δι­πλω­μέ­νος σὲ στά­ση ἐμ­βρυ­ϊ­κή, πε­ρι­μέ­νον­τας τὸ τέ­λος. Ὅμως αὐ­τὸ δὲν ἦρ­θε. Ὅταν βγῆ­κες, δὲν εἶ­πες λέ­ξη στοὺς νο­σο­κό­μους. Ὅτι κα­τα­λά­βαι­νες τὴ γλῶσ­σα τῶν δέν­τρων, ὅτι μπο­ροῦ­σες νὰ ἐξου­σιά­ζεις ἀρά­χνες κι ἑρ­πε­τά. Ἔκα­νες ὑπο­μο­νή, βλέ­πον­τας τὸ σῶ­μα σου νὰ δια­βρώ­νε­ται ἀπ’ τὰ φάρ­μα­κα, οἱ ἐπι­θυ­μί­ες σου νὰ μα­ταιώ­νον­ται ἀπὸ τοὺς για­τρούς. Δὲν εἶ­χες πιὰ ὄνο­μα οὔ­τε ταυ­τό­τη­τα. Δὲν ἤσουν τὸ κα­λό­βο­λο παι­δὶ ποὺ εἶ­χε ὑπο­κύ­ψει στὴ φτώ­χεια, τὴ μο­να­ξιά, καὶ τὴν ἐξου­σία ἑνὸς πνευ­μα­τι­κὰ ἀνε­παρ­κῆ πα­τέ­ρα, καὶ μιᾶς κα­τα­πιε­στι­κῆς μη­τέ­ρας, ποὺ κα­τέ­βα­ζε τρία μπου­κά­λια κρα­σὶ τὴν ἡμέ­ρα. Ἤσουν ἁπλῶς ἕνα μυα­λὸ γε­μᾶ­το ἀγ­κά­θια, κε­ραυ­νο­βο­λη­μέ­νο ἀπ’ τὴν κοι­νω­νι­κὴ κα­ται­γί­δα, βυ­θι­σμέ­νο σ’ ἕναν κό­σμο φτιαγ­μέ­νο ἀπὸ πα­ρα­λή­ρη­μα καὶ ψευ­δαι­σθή­σεις. Ὅταν με­τὰ ἀπὸ χρό­νια εἶ­δαν πὼς εἶ­χες κα­τα­θέ­σει τὰ ὅπλα, σὲ ἄφη­σαν νὰ γυ­ρί­σεις στὸ χω­ριό. Ἐκεῖ, συ­νέ­χι­σες μέ­χρι σή­με­ρα νὰ ζεῖς μέ­σα στὴ χη­μι­κὴ κα­τα­χνιά. Τὸ μό­νο ποὺ σοῦ ἔμει­νε ἦταν με­ρι­κὲς στιγ­μὲς τῆς παι­δι­κῆς ἡλι­κί­ας. Ση­κω­θή­κα­με καὶ πή­γα­με στὸ μέ­ρος ποὺ παί­ζα­με μπά­λα πρὶν τριάν­τα χρό­νια. Στὸ πί­σω μέ­ρος τῆς ἐκ­κλη­σί­ας ἀχνο­φαί­νον­ταν ἀκό­μα τὰ ὀνό­μα­τά μας ποὺ εἴ­χα­με χα­ρά­ξει ἕνα ἀπό­γευ­μα στὸν ἐξω­τε­ρι­κὸ τοῖ­χο τοῦ ἱε­ροῦ, ὅταν κα­νείς μας δὲν γνώ­ρι­ζε τὶ τοῦ προ­ό­ρι­ζε τὸ μέλ­λον.

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Γε­ρά­σι­μος Βου­τσι­νᾶς: Γεν­νή­θη­κε στὸν Πει­ραιᾶ καὶ με­γά­λω­σε στὴν Καλ­λι­θέα. Με­λέ­τη­σε Μου­σι­κὴ καὶ Βιο­λο­γία. Εἶ­ναι Διευ­θυν­τὴς Ἐρευ­νῶν στὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Βιο­ε­πι­στη­μῶν καὶ Ἐφαρ­μο­γῶν τοῦ ΕΚΕ­ΦΕ «Δη­μό­κρι­τος» καὶ δι­δά­σκει Μο­ρια­κὴ Βιο­λο­γία στὸ Ἀμε­ρι­κα­νι­κὸ Κολ­λέ­γιο Ἑλ­λά­δας Deree. Ἔχει ἐκ­δώ­σει τὶς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Ἡ κα­τα­σκευὴ τῆς ἀλή­θειας (Ἐκ­δό­σεις Γα­βρι­η­λί­δης, 2011) καὶ Χρο­νι­κὸ μιᾶς ἀστρα­πῆς (Ἐκ­δό­σεις Πε­ρι­σπω­μέ­νη, 2021). Ποι­ή­μα­τά του ἔχουν δη­μο­σιευ­θεῖ στὴν Ποι­η­τι­κή, τὶς Ἀνα­γνώ­σεις τῆς Αὐ­γῆς, τὰ ἠλε­κτρο­νι­κὰ πε­ριο­δι­κὰ Διά­στι­χοBookpressPoeticaNet καὶ Fractal, τὴ δια­δι­κτυα­κὴ συλ­λο­γὴ poets.gr, καὶ ἔχει με­τα­φρά­σει ποί­η­ση τῶν James Tate, Frank O’ Hara, Charles Simic καὶ Fanny Howe (Ποι­η­τι­κήΔιά­στι­χοΠα­ρά­σι­το).

Εἰκόνα: Er­land Cul­lberg (Σου­η­δὸς εἰ­κα­στι­κός, 1931-2012). Αὐ­το­προ­σω­πο­γρα­φία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γε­ρά­σι­μος Βου­τσι­νᾶς: Ὁ ἄνε­μος στὶς κα­λα­μιές

  Γε­ρά­σι­μος Βου­τσι­νᾶς: Ὁ ἄνε­μος στὶς κα­λα­μιές Posted on  19 Σεπτέμβριος 2024  by planodion Γε­ρά­σι­μος Βου­τσι­νᾶς Ὁ ἄνε­μος στὶς κ...