Δευτέρα 19 Αυγούστου 2024

Ἑλέ­νη Ξέ­νου: Γράμμα στὸν πατἐρα

 

Ἑλέ­νη Ξέ­νου: Γράμμα στὸν πατἐρα


Ἀπὸ τὸν/τὴν planodion στὶς 11 Αὔγουστος 2024

Ἑλέ­νη Ξέ­νου

Γράμ­μα στὸν πα­τέ­ρα

ΜΕΣΠΙΛΙΑ(1) σου μα­ρά­θη­κε. Πό­σο χρο­νῶν ἤσουν ἄρα­γε ὅταν τὴν φύ­τε­ψες, πο­τὲ δὲν σὲ ρώ­τη­σα. Δὲν ἤξε­ρα ὅτι ἐσὺ τὴν φύ­τε­ψες, δὲν μοῦ τὸ εἶ­χες πεῖ, τὸ εἶ­δα γραμ­μέ­νο στὰ χει­ρό­γρα­φα ποὺ ἄφη­σες στὸ τρα­πέ­ζι τὴν μέ­ρα ποὺ ἐπι­στρέ­ψα­με, κλε­φτὰ τὸ εἶ­δα. Οὔ­τε καὶ τό­τε σὲ ρώ­τη­σα, φο­βή­θη­κα ποὺ κρυ­φο­κοί­τα­ξα τὶς ση­μειώ­σεις σου, δὲν φο­βή­θη­κα ἐσέ­να, φο­βή­θη­κα τὴν ζωή σου. Ἡ με­σπι­λιὰ πρῶ­τα ἀρ­ρώ­στη­σε καὶ με­τὰ μα­ρά­θη­κε. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὴν σώ­σει, εἶ­πε ὁ Σα­λίμ. Προ­σπά­θη­σε ἀλ­λὰ δὲν τὰ κα­τά­φε­ρε. Στὴν θέ­ση της τώ­ρα με­γα­λώ­νει μιὰ μα­ρα­πε­λιά(2). Ὁ Σα­λὶμ τὴν φύ­τε­ψε. Κόκ­κι­νες μα­ρα­πέ­λες. Μι­κρὲς στρο­γυλ­λὲς σὰν μπά­λες χρι­στου­γε­νιά­τι­κου δέν­τρου. Ἐσέ­να ὅμως πο­τὲ δὲν σ’α­ρέ­σα­νε οἱ κόκ­κι­νες μπά­λες, τὶς ἔβα­φες πάν­τα μὲ ἕνα σπρέϊ χρυ­σὲς ἢ ἀση­μέ­νιες, τὸ κόκ­κι­νο ὑπο­θέ­τω σὲ ἀνα­στά­τω­νε, τώ­ρα τὸ ὑπο­θέ­τω, τώ­ρα ποὺ ξέ­ρω πὼς τὸ κόκ­κι­νο πάν­τα σὲ μιὰ οὐ­λὴ πα­ρα­πέμ­πει, αὐ­τὴ ἡ ἐπο­χὴ σοῦ ἔλα­χε, μᾶς ἔλα­χε, τῆς αἱ­μο­ρα­γί­ας.

       Ὁ Σα­λὶμ μοῦ εἶ­πε νὰ κό­ψω μπό­λι­κες μα­ρα­πέ­λες καὶ νὰ τὶς φέ­ρω πί­σω μα­ζί μου. Δὲν ἔκο­ψα πα­ρὰ μό­νο μιά-δυό, τὶς ἔφα­γα ἐπὶ τό­που καὶ ἔφτυ­σα τὸ κου­κού­τσι στὸ χῶ­μα. Ὁ Σα­λὶμ σὲ θυ­μό­τα­νε, καὶ μέ­να μὲ θυ­μή­θη­κε, "ἐσὺ δὲν ἤσουν ποὺ ἦρ­θες τό­τε μα­ζί του;", ἐγὼ ἤμουν ποὺ ἦρ­θα τό­τε μα­ζί του μό­νο ποὺ τὸ τό­τε δὲν ὑπάρ­χει πιά. Μὲ ρώ­τη­σε ποὺ εἶ­σαι, για­τί δὲν πᾶς πιὰ νὰ δεῖς τὸ σπί­τι σου, τὸ σπί­τι σου, ἔτσι εἶ­πε, ἀπο­ξε­νω­μέ­νος κι αὐ­τός ἀπὸ τὸν ἑαυ­τό του, ἀπο­ξε­νω­μέ­νος ὅσο ἐσύ. "Πρὶν ἐρ­χό­τα­νε συ­χνὰ ἐδῶ ἀπ' ἔξω ὁ πα­τέ­ρας σου μὲ ἕνα γκρί­ζο αὐ­το­κί­νη­το." Τρα­βοῦ­σες, εἶ­πε, φω­το­γρα­φί­ες. Τὸ σπί­τι; Τὴν με­σπι­λιά; Καὶ τὸ σπί­τι καὶ τὴν με­σπι­λιά; Τί τρα­βοῦ­σες; "Τὶς ἔβγα­ζε ἀπὸ τὸ αὐ­το­κί­νη­το." Δὲν κα­τέ­βαι­νες, εἶ­πε, ἔσβη­νες τὴν μη­χα­νή, ἄνοι­γες τὸ τζά­μι καὶ φω­το­γρά­φι­ζες. Καὶ ὕστε­ρα ἔφευ­γες. Ἐκεῖ­νος σὲ κοι­τοῦ­σε ἀπὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο τοῦ παι­δι­κοῦ σου ὑπνο­δω­μα­τί­ου, μπο­ρεῖ ὅμως καὶ νά­τα­νε ἀπὸ τὸ ἄλ­λο, τῆς κρε­βα­το­κά­μα­ρας τῆς για­γιᾶς, τί ση­μα­σία ἔχει, ὅποιο καὶ νά 'τα­νε, κομ­μά­τι σου ἡ θέα ὁλω­νῶν τους. Μιὰ μέ­ρα —ἀπὸ κεῖ­νες ποὺ ἐσὺ φω­το­γρά­φι­ζες καὶ κεῖ­νος σὲ κοι­τοῦ­σε— σκέ­φτη­κε νὰ σοῦ φω­νά­ξει νὰ κα­τέ­βεις γιὰ κα­φέ, νὰ σοῦ μι­λή­σει καὶ γιὰ τὸ δι­κό του σπί­τι, κά­που σὲ ἕνα χω­ριὸ στὴν Πά­φο, δὲν θυ­μᾶ­μαι ποιό, νὰ σοῦ πεῖ κι ἄλ­λα ποὺ ἤθε­λε, δὲν σοῦ φώ­να­ξε ὅμως, προ­τί­μη­σε, εἶ­πε, νὰ σὲ ἀφή­σει στὴν ἡσυ­χία σου. Ποιά ἡσυ­χία σου; Τὸ νε­ρὸ στα­μά­τη­σε νὰ τρέ­χει στὰ πε­τραύ­λα­κα, δια­σω­λη­νώ­θη­κε τὸ νε­ρό, κα­νέ­νας ἦχος τρε­χά­με­νου νε­ροῦ κι αὐ­τὴ τὴν ἡσυ­χία ἐσὺ δὲν τὴν ἄν­τε­χες. Δὲν τὴν ἄν­τε­χες ἀπὸ τό­τε ποὺ τὴν εἶ­δες, ὅταν μα­ζὶ πή­γα­με στὸ σπί­τι, πρώ­τη φο­ρὰ με­τὰ ἀπὸ τό­σα χρό­νια. Τὸ νε­ρὸ τῶν αὐ­λα­κιῶν ποὺ στα­μά­τη­σε νὰ τρέ­χει, ἐκεῖ­νο ἦταν ποὺ σὲ λύ­γι­σε. Στ’ ἄλ­λα κρα­τή­θη­κες ὄρ­θιος. Σὲ γο­νά­τι­σε ἡ δια­σω­λή­νω­ση. Δὲν μοῦ εἶ­πες ὅτι πή­γαι­νες μό­νος σου με­τὰ καὶ φω­το­γρά­φι­ζες. Οὔ­τε καὶ τὶς φω­το­γρα­φί­ες ποὺ τρα­βοῦ­σες μοῦ τὶς ἔδει­ξες πο­τέ. Κα­τα­λα­βαί­νω. Τὸ πέν­θος εἶ­ναι μιὰ προ­σω­πι­κὴ ὑπό­θε­ση. Ἀπό­λυ­τα μο­να­χι­κή. Καὶ ψέ­μα πὼς ὁ χρό­νος θε­ρα­πεύ­ει. Φρι­χτὸ ψέ­μα. Οἱ ρί­ζες μέ­νουν ἄνυ­δρες. Στά­σι­μη ξη­ρα­σία, ἀκί­νη­τη. Ὁ Σα­λὶμ ἐπι­μέ­νει νὰ μοῦ φτιά­ξει κα­φέ, μὲ ρω­τᾶ ποὺ εἶ­σαι, τοῦ εἶ­πα πὼς πέ­θα­νες, ἐδῶ καὶ ἑνά­μι­ση χρό­νο δὲν εἶ­σαι πιὰ στὴν ζωή, λυ­πή­θη­κε τὸ εἶ­δα στὴν ἔκ­φρα­ση του πὼς λυ­πή­θη­κε. Μὲ πλη­σί­α­σε καὶ ἔβα­λε τὸ χέ­ρι του στὸν ὦμο μου, ἤθε­λα νὰ κλά­ψω ἀλ­λὰ συγ­κρα­τή­θη­κα. Ἔκλα­ψα με­τά, ὅταν διέ­σχι­σα τὰ μω­σαϊ­κὰ τοῦ σα­λο­νιοῦ. Ξυ­πό­λη­τη τὰ διέ­σχι­σα. Ἔβγα­λα τὰ πα­πού­τσια μου καὶ πα­ρα­κα­λοῦ­σα νὰ νιώ­σω στὶς γυ­μνές μου πα­τοῦ­σες τὴν ὑγρα­σία των νε­ρο­πη­γών, κά­που ἐκεῖ κά­τω, μέ­σα στοὺς ἁρ­μοὺς θὰ ὑπάρ­χουν ἀκό­μα ἀδιό­ρα­τες στα­γό­νες, σκέ­φτη­κα, στα­γό­νες τοῦ παι­δι­κοῦ σου ἑαυ­τοῦ καὶ τοῦ δι­κοῦ μου. Πο­τὲ πρὶν δὲν δο­κί­μα­σα νὰ σὲ φαν­τα­στῶ νὰ μπου­σου­λᾶς καὶ νὰ δια­σχί­ζεις αὐ­τὸ τὸ σα­λό­νι, ξυ­πό­λη­τη τώ­ρα σ’αὐ­τά τὰ μω­σαϊ­κὰ δὲν τὴν χρεια­ζό­μουν τὴν φαν­τα­σία. Ἀρ­γὰ τὸ περ­πά­τη­σα τὸ πά­τω­μα μέ­χρι τὸ πί­σω περ­βό­λι, δὲν βιά­ζο­μουν, για­τί νὰ βια­στῶ, ὁ χρό­νος ἔφυ­γε. Χά­θη­κε. Ἀρ­ρώ­στη­σε καὶ μά­ρα­νε. Ὅπως τὴν με­σπι­λιά σου. Ἐκεῖ ἔκλα­ψα. Στὸ πί­σω περ­βό­λι. Μὲ τὶς λε­μο­νιὲς καὶ τὶς δί­φο­ρες μαν­τα­ρι­νιές σου ἀνε­πα­νόρ­θω­τα ἀποῦ­σες. Τὶς ἀγα­ποῦ­σες τις δί­φο­ρες μαν­τα­ρι­νιές, θυ­μᾶ­μαι πὼς σὲ μά­γευε, ἔλε­γες, ἡ σο­φία τους. Δὲν μὲ εἶ­δε κα­νεὶς ποὺ ἔκλα­ψα. Δὲν ὑπῆρ­χε κα­νεὶς νὰ μὲ δεῖ. Τί­πο­τα δί­φο­ρο. Για­τί ἐρ­χό­σου­να μό­νος σου καὶ φω­το­γρά­φι­ζες τὸ σπί­τι; Τί ἤθε­λες νὰ φω­το­γρα­φί­σεις; Τὴν πε­ριο­χὴ τῆς νο­σταλ­γί­ας σου; Τὴν νο­σταλ­γία τῆς πε­ριο­χῆς σου; Ἴσως καὶ νὰ μὴν ἔπρε­πε νὰ συγ­κρα­τη­θῶ. Ἴσως νὰ ἔπρε­πε νὰ κλά­ψω προ­τοῦ δια­σχί­σω τὰ μω­σαϊ­κά. Προ­τοῦ δια­σχί­σω τὸ διά­δρο­μο. Προ­τοῦ φτά­σω στὸ πί­σω περ­βό­λι. Τώ­ρα τὸ με­τα­νιώ­νω. Ἐκεί­νη τὴν ὥρα δὲν τὸ σκέ­φτη­κα. Οὔ­τε καὶ τώ­ρα τὸ σκέ­φτη­κα. Τὸ ἔνιω­σα στὸ δέρ­μα μου σὰν ρῖ­γος. Πὼς ἂν ἔκλαι­γα στὸ ὦμο τοῦ Σα­λὶμ ἴσως νὰ ἔφτα­νε τα­χύ­τε­ρα κον­τά σου μιὰ δρο­σιά. Ἔφυ­γες τό­σο δι­ψα­σμέ­νος.

(1) μεσπιλιά (κυπρ.): μουσμουλιά.
(2) μαραπελιά (κυπρ.): πουρνελιά (ποικιλία πιθ. διασταύρωσης δαμασκηνιᾶς καὶ κορομηλιᾶς.

Πηγή: Ἑλένη Ξένου. Πρώτη δη­μο­σί­ευ­ση: Κα­­θημε­ρινὴ τῆς Κύ­πρου, 24-07-2024.

Ἑλέ­νη Ξέ­νου (Λευ­κω­σία, 1969). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὴ στὸ Ἐθνι­κὸ Κα­πο­δι­στρια­κὸ Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ δη­μο­σιο­γρα­φία στὸ Κολ­λέ­γιο Δη­μο­σιο­γρα­φι­κῶν Σπου­δῶν, στὴν Ἀθή­να. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς δη­μο­σιο­γρά­φος στὰ με­γα­λύ­τε­ρα ἐκ­δο­τι­κὰ συγ­κρο­τή­μα­τα τῆς Κύ­πρου καὶ τὰ τε­λευ­ταῖα χρό­νια ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἐλεύ­θε­ρη ἐπαγ­γελ­μα­τί­ας καὶ μό­νι­μη ἀρ­θρο­γρά­φος στὴν Κα­θη­με­ρι­νὴ Κύ­πρου. Ἔχει ἐκ­δό­σει μιὰ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των κά­τω ἀπὸ τὸν τί­τλο Ὑγ. Γεν­νή­θη­κα ἕνα Ἀπρί­λη καὶ δύο θε­α­τρι­κοὺς μο­νο­λό­γους —Ὁ θά­να­τος τοῦ ΜπάχΠι­στο­ποι­η­τι­κὸ Γά­μου— ποὺ ἀνέ­βη­καν στὴν θε­α­τρι­κὴ σκη­νὴ τῆς Κύ­πρου.

Εἰκόνα: Σημείωση τῆς συγγρα­φέ­ως (25/07/2024): «Ἡ φω­το­γρα­φία εἶ­ναι τὸ ἴ­διο τὸ σπί­τι στὸ ὁ­ποῖο ἀ­ναφέ­ρο­μαι, στὴν κα­τε­χό­με­νη Λά­πη­θο, χω­ριὸ τοῦ πατέ­ρα μου στὸ ὁ­ποῖο τώ­ρα ζεῖ μιὰ οἰ­κο­γέ­νεια Τουρ­κο­κυ­πρί­ων ποὺ πρὶν τὸν πό­λε­μο κα­τοι­κοῦ­σαν στὴν Πά­φο!»

Κατηγορίες:

Ἑλληνικά, Ξένου Ἑλένη, Οἰκογένεια, Ἡλικίες, Θάνατος, Ἱστορία, Συγ­κρούσεις, Φύση-ζῶα, Μο­νό­λογος, Πε­ρι­γρα­φή, Ψυ­χο­γρα­φία.

https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Και τώρα που έμαθα να ζω χωρίς εσένα…

  Και τώρα που έμαθα να ζω χωρίς εσένα… – StavRoula – 20 Σεπτεμβρίου 2024 The Women Tώρα που έμαθα να ζω χωρίς εσένα… Ανακάλυψα μια δυνατή π...