Κυριακή 7 Ιουλίου 2024

Χρι­στί­να Μι­χα­η­λί­δου: Τὸ ἀ­τύ­χη­μα

Χρι­στί­να Μι­χα­η­λί­δου: Τὸ ἀ­τύ­χη­μα

Posted on  by planodion


Χρι­στί­να Μι­χα­η­λί­δου

Τὸ ἀ­τύ­χη­μα

ΣΦΙΓΓΕ στὴν παλάμη της τὸ τσε­κού­ρι, ὄρ­θιο, στὸ ὕ­ψος τοῦ κε­φα­λιοῦ. Τὰ αἵ­μα­τα κυ­λοῦ­σαν στὸν ἀγ­κώ­να της, τὸ χέ­ρι της ἔ­τρε­με, τὰ μά­τια της καρ­φω­μέ­να πά­νω του. Πε­σμέ­νος μπρού­μυ­τα μπρο­στά της, μὲ τὸ κε­φά­λι χυ­μέ­νο σὲ κόκ­κι­νο μα­ξι­λά­ρι καὶ τὸ δε­ξί του πό­δι νὰ ἀ­κουμ­πᾶ τὸ δι­κό της, ἀ­κό­μα ζε­στό. Ἔ­κα­νε ἕ­να βῆ­μα πί­σω καὶ με­τὰ ἄλ­λο ἕ­να, τὸ σῶ­μα του ἔ­μει­νε ἀ­σά­λευ­το. Κα­τέ­βα­σε τὸ χέ­ρι κι ἄ­φη­σε τὸ τσε­κού­ρι νὰ γλι­στρή­σει ἀ­πὸ τὰ δά­κτυ­λά της.

       «Μο­νά­χα τὰ παι­διά μου σκε­φτό­μουν. Γιὰ ἐ­κεῖ­να ἔ­κα­να ὑ­πο­μο­νὴ τό­σα χρό­νια, σκέ­πα­σμα, νὰ μὴν ξε­σπά­ει πά­νω τους. Ὣς πό­τε ὅ­μως θὰ κα­τά­φερ­να νὰ μὴν τὰ πει­ρά­ξει; Αὐ­τὴ ἡ σκέ­ψη μὲ ἀρ­ρώ­σται­νε, ὥ­σπου ἦρ­θαν τὰ χει­ρό­τε­ρα, τὰ ἀ­νο­μο­λό­γη­τα. Τε­λευ­ταί­α στιγ­μὴ πρό­λα­βα, τρέ­ξα­με στὸ σπί­τι τῆς ἀ­δελ­φῆς μου, κλει­δω­θή­κα­με καὶ μεί­να­με ἐ­κεῖ ὅ­λο το βρά­δυ. Τὸ ξη­μέ­ρω­μα μὲ βρῆ­κε ἄυ­πνη, τὴν εἶ­χα πά­ρει τὴν ἀ­πό­φα­σή μου.»

       Τὸ πρωΐ, γυρ­νών­τας πί­σω στὸ σπί­τι της, τὸν βρῆ­κε στὴν αὐ­λὴ νὰ κό­βει ξύ­λα. Τὸν πλη­σί­α­σε καὶ στά­θη­κε μπρο­στά του. Στὴν πρώ­τη μπου­νιά, πα­ρα­πά­τη­σε, ἀλ­λὰ δὲν θὰ τοῦ ἔ­κα­νε τὴ χά­ρη νὰ πέ­σει αὐ­τὴ τὴ φο­ρά. Στύ­λω­σε τὰ πο­δά­ρια της στὸ χῶ­μα καὶ τὸν ἔ­φτυ­σε κα­τά­μου­τρα.

       «Ἡ κά­θε μέ­ρα μα­ζί του, καὶ ἕ­νας Γολ­γο­θάς. Τὸ τυ­χε­ρό μου ἦ­ταν, τὸ μαῦ­ρο μου τυ­χε­ρό. Ὅ­λο το χω­ριὸ τὸν ἤ­ξε­ρε. Πό­σες φο­ρὲς μὲ εἶ­χαν γλυ­τώ­σει ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια του. Καὶ ἡ μά­να του τὸν ἤ­ξε­ρε. Χα­λα­σμέ­νος ἀ­πὸ τὴ γέν­να του, ἄ­τι­μη σπο­ρά, ἴ­διος ὁ πα­τέ­ρας του. Δὲν ἔ­πρε­πε νὰ τὸν παν­τρέ­ψει, ὅ­λοι τῆς τὸ λέ­γα­νε. Καὶ τὸν ἔ­δω­σαν σὲ μέ­να, ποὺ καὶ τὸ μυρ­μήγ­κι ἔ­κα­να στὴν ἄ­κρη νὰ μὴν τὸ πα­τή­σω. Κι ὅ­μως γιὰ νὰ τὰ βά­λω μὲ τὸ θε­ριό, θε­ριὸ ἔ­γι­να.»

       Χλι­μίν­τρι­σαν τὰ μέ­σα του σὰν τὸν ἔ­φτυ­σε, θε­ριὸ κα­νο­νι­κό, ἡ δεύ­τε­ρη γρο­θιά του, ἀ­κό­μα πιὸ δυ­να­τή, τράν­τα­ξε τὸ πρό­σω­πό της, τὰ χεί­λη της πα­σα­λεί­φθη­καν μὲ αἵ­μα­τα, δὲν τὸ ἔ­βα­λε κά­τω. Πεί­σμω­σαν ξα­νὰ τὰ πό­δια της. Ἡ φω­νή της ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο, σκλή­ρυ­νε ἀλ­λό­κο­τη.

       «Οὔ­τε ποὺ ἤ­ξε­ρα ὅ­τι εἶ­χε τέ­τοι­α δύ­να­μη ἡ φω­νή μου. Σκου­λή­κι, οὔρ­λια­ζα πά­νω του, θὰ σὲ λι­ώ­σω ἂν ξα­να­πλώ­σεις τὰ βρο­μό­χε­ρά σου στὸ κο­ρί­τσι μου. Δὲν πρό­λα­βα νὰ σώ­σω τὴν κου­βέν­τα μου καὶ μὲ ἄρ­χι­σε στὶς κλω­τσι­ὲς ὅ­που ἔ­βρι­σκε, δι­πλώ­θη­κα στὰ δύ­ο.»

       Μό­λις τὴν εἶ­δε νὰ δι­πλώ­νε­ται, γύ­ρι­σε τὴν πλά­τη του νὰ φύ­γει, ἔ­βρι­ζε καὶ φώ­να­ζε «βρω­μιά­ρες ὅ­λες σας, θὰ σᾶς δεί­ξω ἐ­γώ», κι ἦ­ταν ἐ­κεί­νη ἡ στιγ­μὴ ποὺ τὸ μυα­λὸ της κα­θά­ρι­σε.

       «Ἢ τώ­ρα ἢ πο­τέ, εἶ­πα. Ἅρ­πα­ξα τὸ τσε­κού­ρι, χί­μη­ξα στὸ κα­τό­πι του καὶ τὸν ση­μά­δε­ψα ἴ­σα στὸ κε­φά­λι. Τὰ αἵ­μα­τά του πε­τά­χτη­καν πά­νω μου, μπερ­δεύ­τη­καν μὲ τὰ δι­κά μου, ἔ­πε­σε μπρο­στὰ στὰ πό­δια μου, πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ στά­θη­κα ἐ­γὼ ὄρ­θια καὶ αὐ­τὸς στὸ χῶ­μα. Μό­λις τὸν ἔ­νι­ω­σα ἀ­κό­μα ζε­στό, ὁ πα­λιὸς φό­βος ξα­να­γύ­ρι­σε. Τὸ χέ­ρι μου ἔ­τρε­με, τὸ κορ­μί μου ἔ­τρε­με ἀλ­λὰ συ­νέ­χι­ζα νὰ σφίγ­γω τὸ τσε­κού­ρι στὴν πα­λά­μη μου, μέ­χρι νὰ σι­γου­ρευ­τῶ.»

       Μα­ζεύ­τη­κε ὅ­λη ἡ γει­το­νιὰ στὴν αὐ­λή της, μή­νυ­σαν καὶ τοῦ πα­πᾶ. Μή­τε τὴ ρώ­τη­σαν πὼς ἔ­γι­νε. Οἱ ἄν­τρες τὸν κου­βά­λη­σαν στὸ σπί­τι, οἱ γυ­ναῖ­κες τὸν ἔ­πλυ­ναν, τὸν ἄλ­λα­ξαν, ἔ­φτα­σε καὶ ὁ πα­πάς, τσι­μου­διὰ κι αὐ­τός, ἔ­κα­νε ὅ­τι ἔ­πρε­πε νὰ κά­νει. Τὴν ἴ­δια μέ­ρα τὸ ἀ­πό­γευ­μα κα­νο­νί­στη­κε νὰ τὸν θά­ψουν.

       Με­τὰ ἀ­πὸ μί­α ἑ­βδο­μά­δα, κλει­δαμ­πά­ρω­σε τὸ σπί­τι καὶ ἔ­φυ­γε γιὰ τὴν πρω­τεύ­ου­σα. Μὲ μί­α βα­λί­τσα στὸ χέ­ρι καὶ τὰ παι­διὰ της γαν­τζω­μέ­να πά­νω της, σπουρ­γί­τια ξε­πα­γι­α­σμέ­να.

       Δὲν τὴν εἶ­δε κα­νεὶς ἀ­πὸ τό­τε. Οὔ­τε ξα­να­μί­λη­σαν γιὰ τὸ ἀ­τύ­χη­μα.

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Χρι­στί­να Μι­χα­η­λί­δου (Ἀ­θή­να). Σπού­δα­σε Δι­οί­κη­ση Ἐ­πι­χει­ρή­σε­ων μὲ με­τα­πτυ­χια­κὸ στὸ ἴ­διο ἀν­τι­κεί­με­νο. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς σύμ­βου­λος ἐκ­παί­δευ­σης καὶ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κοῦ προ­σα­να­το­λι­σμοῦ. Ἐπίσης, σπου­δά­ζει Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ στὸ Δι­ϊ­δρυ­μα­τι­κὸ Πρό­γραμ­μα Με­τα­πτυ­χια­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας. Δι­η­γή­μα­τα της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ συλ­λο­γι­κὰ βι­βλί­α. Πρῶτο βιβλίο της Γα­λό­τσες νού­με­ρο 44 (διηγήματα, ἐκ­δ. Ἰ­ωλ­κός, 2024).


https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μούχλα στο τυρί: Το πετάμε ή σώζεται

  Μούχλα στο τυρί: Το πετάμε ή σώζεται Το αν πετάμε τα  τυριά  με  μούχλα  ή όχι εξαρτάται από τον τύπο του κάθε τυριού και το πόση υγρασία ...