ΤΑΜΑΝΓΚΟΥΡ
Ταμανγκούρ είναι ο τίτλος του πρώτου πεζογραφικού έργου της βραβευμένης Ελβετίδας ποιήτριας Λέτα Σεμαντένι (Leta Semadeni, 1944 -) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Loggia, (μετάφραση Τέο Βότσος). Το Ταμανγκούρ, ένα απομακρυσμένο πευκοδάσος στις Άλπεις, κοντά στο Σκουόλ όπου γεννήθηκε η συγγραφέας, γίνεται στην ιστορία αυτή ένας τόπος μέσα στα σύννεφα, εκεί που πηγαίνουν οι ψυχές μετά το θάνατο. Ένας παράδεισος ψηλά στο βουνό, εκεί που θα ήθελε ο καθένας να φαντάζεται ότι βρίσκονται οι αγαπημένοι του απόντες.
Η ιστορία που αφηγείται η Σεμαντένι αφορά σ’ ένα παιδί που μεγαλώνει με τη γιαγιά του σ’ ένα μικρό χωριό στις Άλπεις. Εκεί κοντά στη φύση, μέσα από την παρατήρηση ζώων και ανθρώπων, με ιστορίες φανταστικές και αναμνήσεις που μοιάζουν με όνειρα, το παιδί μαθαίνει να εμπιστεύεται και να διαχειρίζεται απώλειες, φόβους, ενοχές και κενά˙ μαθαίνει τον κόσμο.
Στο Ταμανγκούρ, πρωταγωνιστές είναι το παιδί, η γιαγιά, ο παππούς, αρκετοί από τους κατοίκους του χωριού αλλά και η ίδια η φύση. Βέβαια ο παππούς πρωταγωνιστεί μόνο στις αναμνήσεις της γιαγιάς και του παιδιού γιατί δεν είναι παρών. Ο παππούς με τα μεταξένια πόδια, που προχωρούσε σαν βασιλιάς, ‘εντελώς ξαφνικά πριν από ένα χρόνο την κοπάνησε ο δειλός’ όπως λέει η γιαγιά, για το Ταμανγκούρ, τον παράδεισο των κυνηγών ‘και ο παππούς κυνηγός και ο ίδιος κέρδισε το δίχως άλλο επάξια την άδεια εισόδου σε τούτο τον παράδεισο’.
Εκτός από το παιδί, τη γιαγιά και τον παππού, των οποίων τα ονόματα δεν αναφέρονται, οι άλλοι χαρακτήρες εμφανίζονται στην ιστορία με το όνομά τους, να συμπλέουν μαζί τους και να αποτελούν κυρίαρχα στοιχεία στις αναμνήσεις του παιδιού που τους παρατηρεί, ακούει τις ιστορίες τους, μιμείται τον βηματισμό τους για να τους καταλάβει καλύτερα. Είναι η Έλσα, μια γυναίκα από τους παράξενους που φτάνουν στο χωριό και ξυπνούν τους κατοίκους από την ανία τους, μια μοδίστρα με μάτια κροκόδειλου που κλέβει τις αναμνήσεις των άλλων, ένας καπνοδοχοκαθαριστής που κοιτάζει πολύ βαθιά μες στο ποτήρι, η Λουτσία, η φίλη του παιδιού που μοιράζονται εμπειρίες και σκανταλιές. Ένας χαρακτήρας είναι και το ίδιο το χωριό, φωλιασμένο μέσα στα βουνά, με το σχολείο και την εκκλησία του, το παγκάκι των ψεμάτων που κάθονται οι ηλικιωμένοι, το ποτάμι και μια κατσίκα που γυρνά στους δρόμους χωρίς κουδούνι.
Το παιδί είναι όμορφο παρόλο που αλληθωρίζει από το ένα μάτι και φοράει γυαλιά. Είναι επίσης ευαίσθητο σαν όλα τα παιδιά και περίεργο για τα μυστήρια της ζωής. Είναι ένα παιδί που φτάνει στο χωριό για να ζήσει με τους παππούδες του μετά από μια τραγωδία. Ο μικρός αδελφός του παιδιού παρασύρθηκε από το νερό και χάθηκε στη Μαύρη Θάλασσα, ίσως από απροσεξία του παιδιού. ‘Ήταν απολύτως σίγουρο ότι είχε σβήσει τον ήλιο της μητέρας και τη βύθισε στο σκοτάδι. Αυτό κανείς δεν μπορούσε να το συγχωρέσει, ακόμα και μια μάνα δεν είχε το απαραίτητο κουράγιο. Μόνο μια γιαγιά μπορούσε να επιστρατεύσει αυτή τη δύναμη.’ Κλεισμένο στον εαυτό του και αμίλητο χώνεται στις μεγάλες αγκαλιές του παππού και της γιαγιάς και μαθαίνει να μη φοβάται πια τη ζωή. Ο παππούς φεύγει νωρίς – για το Ταμανγκούρ – αλλά το παιδί με τη γιαγιά τον κρατούν κοντά τους, η κάθε μια μέσα από τις προσωπικές της αναμνήσεις αλλά και από το αχνάρι που άφησε στην ψυχή της άλλης. Η γιαγιά κάθε φορά που σκέφτεται τον παππού σηκώνει τα μάτια της προς το Ταμανγκούρ ενώ το παιδί νοσταλγεί τα παιχνίδια, τις σκανταλιές, τις ιστορίες που σκαρφιζόταν αλλά και τις σιωπές του. Κι έτσι ο παππούς αν και απών τις συνοδεύει στη ζωή τους αφού ‘αυτά που απουσιάζουν είναι πάντα αυτά που καταλαμβάνουν τόσο χώρο’.
Υπάρχουν όμορφες στιγμές στη ζωή με τη γιαγιά ‘η γιαγιά είναι ένας άγγελος που εκπληρώνει κάθε σου επιθυμία’, αλλά υπάρχουν και δύσκολες στιγμές όταν η γιαγιά ‘μετατρέπεται σε κακιά μάγισσα’. Το παιδί όμως δεν φοβάται γιατί ‘η γιαγιά ξέρει ότι μπορεί να επιτρέπει στον εαυτό της τα πάντα, χωρίς να διακινδυνεύει να χάσει το παιδί. Εκείνο τρυπώνει μέσα στην σκέψεις της˙ μπορεί να ακούει τις σκέψεις της γιαγιάς και μυρίζεται τα πάντα, ξέρει τι κρύβεται πίσω από την οργή της.’Η γιαγιά είναι καταφύγιο και οδηγός. Μαθαίνει στο παιδί να μην φοβάται, να σέβεται τη φύση αλλά και τη μοναξιά, να χρησιμοποιεί τη φαντασία του, να κατανοεί και να τιμά τη ζωή και τα αισθήματα, το βοηθάει να ελευθερωθεί από τις ενοχές και τους εφιάλτες, να δυναμώσει και να σταθεί στα πόδια του. Η γιαγιά μαλακώνει την τραυματισμένη καρδιά του παιδιού για να δεχτεί πάλι τη ζωή και τις αναμνήσεις. Γιατί ‘συνήθως η μνήμη απέχει πολύ από την αλήθεια, χαρίζει όμως ευτυχία αρκεί να μπορείς που και που να διαγράφεις κάτι’. Η γιαγιά ανατρέχει στις ιστορίες της ζωής της, τότε που έπαιζε πιάνο, που ταξίδευε στον κόσμο, τότε που γνώρισε τον παππού. Η γιαγιά αγαπάει τη ζωή˙ λαχταράει ένα καλό γεύμα, μια ταινία τρόμου, τη φρέσκια ματιά για τον κόσμο, τα ταξίδια. Και αυτή την αγάπη για τη ζωή εξηγεί στο παιδί κάθε μέρα, χωρίς ποτέ να χάνει τη σοφία της.
Το Ταμανγκούρ είναι ένα μυθιστόρημα γεμάτο υπαινικτικότητα και συναισθηματισμό, καθημερινές περιπέτειες και υπαρξιακά ερωτήματα για τη ζωή, την απώλεια και τον έρωτα. Ο κόσμος του φιλτράρεται μέσα από την παιδική ματιά και ανακατασκευάζεται από την εφευρετικότητά της. Οι χειρονομίες, οι λέξεις, οι αναμνήσεις, οι γεύσεις και οι ήχοι γεμίζουν την ιστορία με νοήματα ˙ μια ιστορία που ξετυλίγεται μέσα από μικρά ποιητικά κεφάλαια σαν κινηματογραφικές σεκάνς, γεμάτα εικόνες και μεταφορές που αποτυπώνουν άλλοτε με θλίψη και άλλοτε με νοσταλγία ή χιούμορ, στιγμές χαράς, πόνου, μοναξιάς, αγάπης και αποχαιρετισμού. Είναι οι στιγμές της παιδικής ηλικίας μιας γυναίκας που φαίνεται να όρισαν την ενήλικη ζωή της και τις ανασύρει ίσως για να παρηγορηθεί για μια ακόμη απώλεια.
Ο μεταφραστής Τέο Βότσος, στο εισαγωγικό του σημείωμα γράφει : «Οι αριθμημένες «μινιατούρες» του Ταμανγκούρ, της Λέτα Σεμαντένι, γράφτηκαν αρχικά ως μικρά αφηγηματικά ποιήματα. Ώσπου την άκουσε να τα διαβάζει σε μια εκδήλωση η εκδότρια Ντανιέλα Κοχ, του εκδοτικού οίκου Rotpunktverlag, και της πρότεινε να τα συνθέσει σε ένα μυθιστόρημα.»
Θα ήθελα πολύ να διαβάσω αυτά τα ποιήματα.
https://passepartoutreading.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου