Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

Ντέ­νις Τζόν­σον (Denis Johnson): Ντάν­ταν

 Ντέ­νις Τζόν­σον (Denis Johnson): Ντάν­ταν

Posted on  by planodion


Ντέ­νις Τζόν­σον (Denis Johnson)

 

Ντάν­ταν

(Dundun)

ΚΙΝΗΣΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΙΚΙΑ ὅ­που ζοῦ­σε ὁ Ντάν­ταν γιὰ νὰ τοῦ πά­ρω λί­γο φαρ­μα­κευ­τι­κὸ ὄ­πιο, ἀλ­λὰ ὅ­μως ἀ­τύ­χη­σα.

       Μὲ χαι­ρέ­τη­σε κα­θὼς ἔ­βγαι­νε στὴ μπρο­στι­νὴ αὐ­λὴ γιὰ νὰ πά­ει στὴν ἀν­τλί­α, φο­ρών­τας και­νού­ρι­ες κα­ουμ­πό­ι­κες μπό­τες καὶ δερ­μά­τι­νο γι­λέ­κο, μὲ τὸ φα­νε­λέ­νιο του που­κά­μι­σο νὰ κρέ­με­ται πά­νω ἀ­π’ τὸ τζίν του. Μα­σοῦ­σε καὶ μιὰ τσί­χλα.

       «Ὁ Μὰκ Ἴν­νες δὲ νι­ώ­θει καὶ πο­λὺ κα­λὰ σή­με­ρα. Τώ­ρα δὰ τὸν πυ­ρο­βό­λη­σα».

       «Ἐν­νο­εῖς τὸν σκό­τω­σες;»

       «Δὲν τὸ ‘θε­λα».

       «Εἶ­ναι ὄν­τως νε­κρός;»

       «Ὄ­χι. Κά­θε­ται».

       «Ἀλ­λὰ εἶ­ναι ζων­τα­νός».

       «Φυ­σι­κὰ κι εἶ­ναι ζων­τα­νός, ρέ. Στὸ πί­σω τὸ δω­μά­τιο κά­θε­ται τώ­ρα».

       Ὁ Ντάν­ταν τρά­βη­ξε πρὸς τὴν ἀν­τλί­α καὶ πῆ­ρε νὰ δου­λεύ­ει τὸν μο­χλό.

       Κι­νή­θη­κα πε­ρι­με­τρι­κά τοῦ σπι­τιοῦ καὶ μπῆ­κα ἀ­πὸ πί­σω. Τὸ πρῶ­το δω­μά­τιο μπαί­νον­τας ἀ­π’ τὴν πί­σω πόρ­τα ἔ­ζε­χνε σκυ­λιὰ καὶ μω­ρά. Ἡ Μπὶ­τλ στε­κό­ταν στὴν ἀν­τι­κρι­νὴ πόρ­τα. Μ’ εἶ­δε ποὺ ἔμ­παι­να. Στη­ρι­ζό­με­νη στὸν τοῖ­χο ἦ­ταν κι ἡ Μπλού, κα­πνί­ζον­τας ἕ­να τσι­γά­ρο καὶ ξύ­νον­τας σκε­πτι­κά τὸ σα­γό­νι της. Ὁ Τζὰκ Χο­τὲλ ἦ­ταν πά­νω ἀ­π’ ἕ­να πα­λιὸ ἕ­δρα­νο, ἀ­νά­βον­τας μιὰ πί­πα, τὸ μπὸλ τῆς ὁ­ποί­ας ἦ­ταν τυ­λιγ­μέ­νο μ’ ἀ­λου­μι­νό­χαρ­το.

       Ὅ­ταν κα­τά­λα­βαν ὅ­τι ἤ­μουν μό­νος μου, ξα­νά­πια­σαν κι οἱ τρεῖς τους νὰ κοι­τᾶ­νε τὸν Μὰκ Ἴν­νες, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­θό­ταν ὁ­λο­μό­να­χος στὸν κα­να­πέ, μὲ τ’ ἀ­ρι­στε­ρό του τὸ χέ­ρι νὰ ‘ναι ἁ­πα­λὰ ἀ­πι­θω­μέ­νο ἐ­πά­νω στὴν κοι­λιά του.

       «Ὁ Ντάν­ταν τὸν πυ­ρο­βό­λη­σε;» ρώ­τη­σα.

       «Κά­ποι­ος πυ­ρο­βό­λη­σε κά­ποι­ον», εἶ­πε ὁ Χο­τέλ.

       Ὁ Ντάν­ταν μπῆ­κε ἀ­πὸ πί­σω μου φέρ­νον­τας λί­γο νε­ρὸ σὲ μιὰ πορ­σε­λά­νι­νη κού­πα κι ἕ­να πο­τή­ρι μπύ­ρα κι εἶ­πε στὸν Μὰκ Ἴν­νες: «Ὁ­ρί­στε».

       «Ἐ­γὼ δὲν τὸ θέ­λω αὐ­τό», εἶ­πε ὁ Μὰκ Ἴν­νες.

       «Ἐν­τά­ξει. Κα­λά, ὁ­ρί­στε, τό­τε». Ὁ Ντάν­ταν τοῦ πρό­σφε­ρε τὸ ὑ­πό­λοι­πό τῆς μπύ­ρας του.

       «Ὄ­χι, εὐ­χα­ρι­στῶ».

       Ἀ­νη­σύ­χη­σα. «Δὲν θὰ τὸν πά­τε σὲ κά­να νο­σο­κο­μεῖ­ο;»

       «Κα­λὴ ἰ­δέ­α», εἶ­πε ἡ Μπὶτλ δη­κτι­κά.

       «Ξε­κι­νή­σα­με», ἐ­ξή­γη­σε ὁ Χο­τέλ, «ἀλ­λὰ στου­κά­ρα­με στὴ γω­νί­α τῆς ἀ­πο­θή­κης ἐ­κεῖ πέ­ρα».

       Κοί­τα­ξα ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ πλα­ϊ­νὸ πα­ρά­θυ­ρο. Ἦ­ταν τὸ ἀ­γρό­κτη­μα τοῦ Τὶμ Μπί­σοπ. Ἡ Πλύ­μουθ τοῦ Τὶμ Μπί­σοπ, ἡ ὁ­ποί­α ἦ­ταν μιὰ πο­λὺ ὡ­ραί­α πα­λιὰ γκρι­ζο­κόκ­κι­νη κούρ­σα, εἶ­χε πλα­γι­ο­κο­πή­σει, εἶ­δα, τὴν ἀ­πο­θή­κη καὶ εἶ­χε ἀν­τι­κα­τα­στή­σει ἕ­να ἀ­π’ τὰ γω­νια­κὰ δο­κά­ρια, ἔ­τσι ποὺ τὸ δο­κά­ρι κει­τό­ταν στὸ ἔ­δα­φος καὶ τ’ αὐ­το­κί­νη­το βά­στα­γε τώ­ρα τὴν σκε­πὴ τῆς ἀ­πο­θή­κης.

       «Τὸ μπρο­στι­νὸ παρ­μπρὶζ ἔ­γι­νε σ­μπα­ρά­λια», εἶ­πε ὁ Χο­τέλ.

       «Πῶς κα­τα­λή­ξα­τε νὰ σκά­σε­τε κεῖ πά­νω;»

       «Ὅ­λα ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς ἐ­κτὸς ἐ­λέγ­χου», ἔ­κα­νε ὁ Χο­τέλ.

       «Ποῦ ‘ναι, τέ­λος πάν­των, ὁ Τίμ;»

       «Δὲν εἶ­ναι ἐ­δῶ», εἶ­πε ἡ Μπίτλ.

       Ὁ Χο­τέλ μοῦ πέ­ρα­σε τὴν πί­πα. Ἦ­ταν χα­σίς, ἀλ­λὰ ἦ­ταν ἤ­δη σχε­δὸν στὰ τε­λει­ώ­μα­τα.

       «Πῶς τὴν πα­λεύ­εις;» ρώ­τη­σε ὁ Ντάν­ταν τὸν Μὰκ Ἴν­νες.

       «Μπο­ρῶ νὰ τὸ νι­ώ­σω ἐ­δῶ δά. Εἶ­ναι μπηγ­μέ­νο μὲς στὸ μῦ».

       Ὁ Ντάν­ταν εἶ­πε, «Δὲν εἶ­ναι ἄ­σχη­μα. Δὲν ἔ­σκα­σε κα­νο­νι­κά τὸ κα­ψού­λι, νο­μί­ζω».

       «Ἔ­πα­θε ἀ­φλο­γι­στί­α».

       «Ναί, ἔ­πα­θε λι­γά­κι ἀ­φλο­γι­στί­α».

       Ὁ Χο­τὲλ μὲ ρώ­τη­σε, «Θὰ τὸν πᾶς στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο μὲ τ’ αὐ­το­κί­νη­τό σου;»

       «Ἐν­τά­ξει», εἶ­πα.

       «Θὰ ‘ρθῶ κι ἐ­γώ», εἶ­πε ὁ Ντάν­ταν.

       «Σοῦ ‘χει μεί­νει κα­θό­λου ὄ­πιο;» τὸν ρώ­τη­σα.

       «Ὄ­χι», εἶ­πε. «Ἤ­τα­νε δῶ­ρο γε­νε­θλί­ων. Τὸ ‘πια ὅ­λο».

       «Πό­τε εἶ­ναι τὰ γε­νέ­θλιά σου;» τὸν ρώ­τη­σα.

       «Σή­με­ρα».

       «Δὲ θὰ ‘πρε­πε τό­τε νὰ τὸ πι­είς ὅ­λο πρὶν ἀ­π’ τὰ γε­νέ­θλιά σου», τοῦ ‘κά­να ἐ­γὼ θυ­μω­μέ­να.

       Χά­ρη­κα ὅ­μως μὲ τού­τη τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ φα­νῶ χρή­σι­μος. Ἤ­θε­λα νὰ ‘μαι ἐ­κεῖ­νος ποὺ θὰ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τὴ φά­ση μέ­χρι τέ­λους καὶ θὰ πή­γαι­νε τὸν Μὰκ Ἴν­νες στὸν για­τρὸ χω­ρὶς κα­νέ­να τρα­κά­ρι­σμα. Ὁ κό­σμος θὰ τὸ συ­ζη­τοῦ­σε, κι ἤλ­πι­ζα πὼς ἔ­τσι θὰ γι­νό­μουν ἀ­ρε­στός.

       Στὸ αὐ­το­κί­νη­το ἤ­μα­σταν ὁ Ντάν­ταν, ὁ Μὰκ Ἴν­νες κι ἐ­γώ.

       Τοῦ­τα ‘δῶ ἦ­ταν τὰ εἰ­κο­στὰ πρῶ­τα γε­νέ­θλια τοῦ Ντάν­ταν. Τὸν εἶ­χα γνω­ρί­σει στὶς φυ­λα­κὲς τῆς κο­μη­τεί­ας Τζόν­σον κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῶν μο­νά­χα λί­γων ἡ­με­ρῶν ποὺ εἶ­χα πο­τὲ πε­ρά­σει στὴ φυ­λα­κή, ἐ­κεῖ γύ­ρω στὴν ἐ­πο­χὴ τῶν δε­κα­ο­χτῶ μου Εὐ­χα­ρι­στι­ῶν. Τοῦ ‘ρι­χνα κά­να δυ­ὸ μῆ­νες. Ὅ­σο γιὰ τὸν Μὰκ Ἴν­νες, αὐ­τὸς μᾶς γυ­ρό­φερ­νε ἀ­πὸ πάν­τα, καί, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἡ ἀ­φεν­τιά μου εἶ­χε παν­τρευ­τεῖ μιὰ ἀ­πὸ τὶς πα­λι­ές του κο­πε­λι­ές.

       Βά­λα­με μπρὸς ὅ­σο πιὸ γρή­γο­ρα ἤ­μουν σὲ θέ­ση νὰ ὁ­δη­γῶ χω­ρὶς νὰ κου­νά­ω τὸν πυ­ρο­βο­λη­μέ­νο πέ­ρα δώ­θε.

       Ὁ Ντάν­ταν εἶ­πε, «Καὶ τὰ φρέ­να; Τὰ ‘φτια­ξες;»

       «Τὸ χει­ρό­φρε­νο πιά­νει. Κι εἶ­ναι ἀρ­κε­τό».

       «Καὶ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο;» ὁ Ντάν­ταν πά­τη­σε τὸ κουμ­πί, καὶ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο βάλ­θη­κε νὰ βγά­ζει ἕ­ναν θό­ρυ­βο σὰν κρε­α­το­μη­χα­νή.

       Τὸ ἔ­κλει­σε κι ὕ­στε­ρα τὸ ἄ­νοι­ξε, καὶ τώ­ρα ἐ­κεῖ­νο μουρ­μού­ρι­ζε σὰν κά­να μη­χά­νη­μα ἀ­πὸ κεῖ­να ποὺ γυ­α­λί­ζουν πέ­τρες ὁ­λο­νυ­χτίς.

       «Κι ἐ­σύ;» ρώ­τη­σα τὸν Μὰκ Ἴν­νες. «Εἶ­σαι ἄ­νε­τα;»

       «Ἐ­σὺ τί νο­μί­ζεις;» ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ Μὰκ Ἴν­νες.

       Ἦ­ταν ἕ­νας μα­κρὺς εὐ­θὺς δρό­μος με­σ’ ἀ­πὸ ἄ­νυ­δρα λι­βά­δια ὡς ἐ­κεῖ ποὺ ‘φτα­νε ἀν­θρώ­που μά­τι. Σοῦ φαι­νό­ταν πὼς ὁ οὐ­ρα­νὸς δὲν εἶ­χε μέ­σα του κα­θό­λου ἀ­έ­ρα καὶ πὼς ἡ γῆ ἤ­τα­νε κα­μω­μέ­νη ἀ­πὸ χαρ­τί. Κι ἐ­μεῖς, ἀν­τὶ νὰ κι­νού­μα­στε, μι­κραί­να­με ὁ­λο­έ­να καὶ πιὸ πο­λύ.

       Τί μπο­ρεῖ νὰ εἰ­πω­θεῖ γιὰ κεῖ­να τὰ λι­βά­δια; Ὑ­πῆρ­χαν κο­τσύ­φια ποὺ ‘φερ­ναν γύ­ρες πά­νω ἀ­π’ τὶς ἴ­διους τους τοὺς ἴ­σκιους κι οἱ ἀ­γε­λά­δες κά­τω­θέ τους κά­θον­ταν ἄ­πρα­κτες μυ­ρί­ζον­τας ἡ μιὰ τὰ πι­σι­νὰ τῆς ἀλ­λη­νῆς. Ὁ Ντάν­ταν ἔ­φτυ­σε τὴν τσί­χλα του ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο ἐ­νό­σω ψά­ρευ­ε τὰ Winston του ἀ­π’ τὴν τσέ­πη τοῦ που­κα­μί­σου του. Ἄ­να­ψε ἕ­να Winston μ’ ἕ­να σπίρ­το. Πέ­ραν τού­του οὐ­δέν.

       «Δὲ θὰ βγοῦ­με πο­τὲ ἀ­π’ αὐ­τὸν τὸν δρό­μο», εἶ­πα.

       «Τί χά­λια γε­νέ­θλια», εἶ­πε ὁ Ντάν­ταν.

       Ὁ Μὰκ Ἴν­νες εἶ­χε πα­νιά­σει κι ἀ­να­κα­τευ­ό­ταν, ἀγ­κα­λι­ά­ζον­τας ταυ­τό­χρο­να τὸν ἴ­διο του τὸν ἑ­αυ­τὸ στορ­γι­κά. Τὸν εἶ­χα πε­τύ­χει σὲ πα­ρό­μοι­α φά­ση κά­να δυ­ὸ φο­ρὲς ἀ­κό­μα καὶ τό­τε ποὺ δὲν εἶ­χε πυ­ρο­βο­λη­θεῖ. Εἶ­χε πε­ρά­σει μιὰ βα­ριὰ ἡ­πα­τί­τι­δα ἡ ὁ­ποί­α τοῦ προ­κα­λοῦ­σε συ­χνὰ πο­λὺ πό­νο.

       «Ὑ­πό­σχε­σαι νὰ μὴν τοὺς πεῖς τί­πο­τα;» ἔ­κα­νε ὁ Ντάν­ταν στὸν Μὰκ Ἴν­νες.

       «Δὲν πι­στεύ­ω νὰ σ’ ἀ­κού­ει», εἶ­πα.

       «Πές τους πῶς ἦ­ταν ἀ­τύ­χη­μα, ἐν­τά­ξει;»

       Ὁ Μὰκ Ἴν­νες, γιὰ μιὰ πα­ρα­τε­τα­μέ­νη στιγ­μή, δὲν εἶ­πε τί­πο­τα. Τε­λι­κὰ εἶ­πε, «Ἐν­τά­ξει».

       «Ὑ­πό­σχε­σαι;» εἶ­πε ὁ Ντάν­ταν.  Ὅ­μως ὁ Μὰκ Ἴν­νες δὲν εἶ­πε τί­πο­τα. Ἐ­πει­δὴ ἦ­ταν νε­κρός.

       Ὁ Ντάν­ταν μὲ κοί­τα­ξε μὲ δά­κρυ­α στὰ μά­τια. «Τί λές;»

       «Τί ἐν­νο­εῖς, τί λέ­ω; Νο­μί­ζεις πῶς εἶ­μαι ἐ­δῶ ἐ­πει­δὴ ξέ­ρω ἀ­π’ αὐ­τά;»

       «Εἶ­ναι νε­κρός».

       «Ἐν­τά­ξει. Τὸ ξέ­ρω ὅ­τι εἶ­ναι νε­κρός».

       «Πέ­τα τον ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ αὐ­το­κί­νη­το».

       «Ἐν­νο­εῖ­ται πὼς θὰ τὸν πε­τά­ξω ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ αὐ­το­κί­νη­το», εἶ­πα. «Σι­γὰ μὴν τὸν πά­ω τώ­ρα που­θε­νά».

       Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ ἀ­πο­κοι­μή­θη­κα, ἐ­κεῖ ποὺ ὁ­δη­γοῦ­σα. Εἶ­δα ἕ­να ὄ­νει­ρο στὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­χει­ροῦ­σα νὰ πῶ σὲ κά­ποι­ον κά­τι κι ἐ­κεῖ­νος ὅ­λο μὲ δι­έ­κο­πτε, ἕ­να ὄ­νει­ρο γιὰ τὴ μα­ταί­ω­ση.

       «Χαί­ρο­μαι ποὺ ‘ναι νε­κρός», εἶ­πα στὸν Ντάν­ταν. «Ἀ­πὸ δαῦ­τον ξε­κί­νη­σαν ὅ­λοι νὰ μὲ φω­νά­ζουν Κε­φά­λα».

       Ὁ Ντάν­ταν εἶ­πε, «Μὴν τ’ ἀ­φή­νεις νὰ σὲ παίρ­νει ἀ­πὸ κά­τω».

       Πή­γα­με σφαί­ρα ὡς τὰ ἀ­πο­μει­νά­ρια τῶν σκε­λε­τῶν τῆς Ἀ­ϊ­ό­βα.

       «Δὲ θὰ μοῦ ‘ταν καὶ τί­πο­τα νὰ δου­λεύ­ω ὡς πλη­ρω­μέ­νος δο­λο­φό­νος», εἶ­πε ὁ Ντάν­ταν.

       Πα­γε­τῶ­νες εἴ­χα­νε συν­τρί­ψει ἐ­τοῦ­το τὸ μέ­ρος σὲ χρό­νο προ­ϊ­στο­ρι­κό. Εἶ­χε ἐ­πι­κρα­τή­σει ξη­ρα­σί­α γιὰ χρό­νια, κι ἕ­να μπρού­τζι­νο πέ­πλο σκό­νης ἐ­πό­πτευ­ε τὶς πε­διά­δες. Ἡ καλ­λι­έρ­γεια σό­γιας ἤ­τα­νε πά­λι ἀ­χρη­στε­μέ­νη, κι οἱ πε­τα­μέ­νοι, μα­ρα­μέ­νοι μί­σχοι κα­λαμ­πο­κιοῦ κεί­τον­ταν στὸ ἔ­δα­φος σὰν ἀ­ρα­δι­α­σμέ­να ἐ­σώ­ρου­χα. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­γρό­τες οὔ­τε κὰν ποὺ φύ­τευ­αν πλέ­ον. Ὅ­λα τὰ ψευ­δῆ ὁ­ρά­μα­τα εἶ­χαν ἐ­ξα­λει­φθεῖ. Ἤ­τα­νε σὰν τὴ στιγ­μὴ προ­τοῦ νὰ ἔρ­θει ὁ Σω­τή­ρας. Καὶ ὁ Σω­τή­ρας πράγ­μα­τι ἦρ­θε, ἀλ­λὰ ὅ­μως χρει­ά­στη­κε νὰ πε­ρι­μέ­νου­με πο­λὺ και­ρό.

       Ὁ Ντάν­ταν βα­σά­νι­σε τὸν Τζὰκ Χο­τὲλ στὴ λί­μνη ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ Ντέν­βερ. Τοῦ­το τὸ ‘κανε γιὰ νὰ τοῦ ἀ­πο­σπά­σει πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τι­κὰ μ’ ἕ­να κλεμ­μέ­νο ἀν­τι­κεί­με­νο, ἕ­να στε­ρε­ο­φω­νι­κό το ὁ­ποῖ­ο ἀ­νῆ­κε στὴν κο­πε­λιὰ τοῦ Ντάν­ταν, η, ἐν­δε­χο­μέ­νως, στὴν ἀ­δερ­φή του. Ἔ­πει­τα, ὁ Ντάν­ταν κο­πά­νη­σε ἕ­ναν ἄν­τρα σχε­δὸν μέ­χρι θα­νά­του μ’ ἕ­να γρύ­λο μὲς στὴ μέ­ση τοῦ δρό­μου στὸ Ὤ­στιν τοῦ Τέ­ξας, πράγ­μα γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ πρέ­πει ἐ­πί­σης κά­ποι­α μέ­ρα νὰ δώ­σει ἐ­ξη­γή­σεις, ἀλ­λὰ πλέ­ον βρί­σκε­ται, νο­μί­ζω, στὴν πο­λι­τεια­κὴ φυ­λα­κὴ τοῦ Κο­λο­ράν­το.

       Θὰ μὲ πι­στεύ­α­τε ἂν σᾶς ἔ­λε­γα πῶς ὑ­πῆρ­χε μὲς στὴν καρ­διὰ του κα­λο­σύ­νη; Ἡ ἀ­ρι­στε­ρά του δὲν γνώ­ρι­ζε τί ποι­οῦ­σε ἡ δε­ξιά του. Εἶ­χε ἁ­πλῶς κά­ψει γιὰ τὰ κα­λὰ με­ρι­κὲς ση­μαν­τι­κὲς φλάν­τζες. Ἅ­μα σᾶς ἄ­νοι­γα τὸ κε­φά­λι καὶ σᾶς πι­λά­τευ­α τὸν ἐγ­κέ­φα­λο μ’ ἕ­να καυ­τὸ κολ­λη­τή­ρι, θὰ σᾶς με­τα­μόρ­φω­να πι­θα­νό­τα­τα σὲ κά­ποι­ον σὰν καὶ τοῦ λό­γου του.

Πη­γή: Denis Johnson, Jesus’ Son. Stories, New York, Picador Modern Classics/Farrar, Straus and Giroux, 2015 [πρώ­τη ἔκ­δο­ση: Denis Johnson, Jesus’ Son. Stories by Denis Johnson, New York, Farrar, Straus and Giroux, 1992]. Τὸ δι­ή­γη­μα «Dundun» πρω­το­δη­μο­σι­εύ­τη­κε στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Esquire.

Denis Johnson (1949, Μό­να­χο – 2017, Κα­λι­φόρ­νια). Σπού­δα­σε στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Ἀ­ϊ­ό­βα πλά­ι στὸν Ρέ­υ­μοντ Κάρ­βερ. Ὑ­πη­ρέ­τη­σε δι­ά­φο­ρα εἴ­δη λό­γου (ποί­η­ση, πε­ζο­γρα­φί­α, θε­α­τρι­κὰ ἔρ­γα, ἀρ­θρο­γρα­φί­α) καὶ ἔ­γι­νε εὐ­ρύ­τε­ρα γνω­στὸς μὲ τὴν κυ­κλο­φο­ρί­α τῆς συλ­λο­γῆς δι­η­γη­μά­των Jesus’ Son.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Ἰ­ά­σο­νας Μι­κρώ­νης (Ἀ­θή­να, 1990). Ἔ­χει σπου­δά­σει ἀγ­γλι­κὴ φι­λο­λο­γί­α, νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ ἱ­στο­ρί­α καὶ κλα­σι­κὴ κι­θά­ρα.

Ἐλεύθερη κινηματογραφικὴ ἀπόδοση τοῦ διηγήματος

https://www.youtube.com/watch?v=wtDDD1k0a3Y&t=143s


https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το χωριό της Μαγνησίας με το κρυφό σχολειό

  Το χωριό της Μαγνησίας με το κρυφό σχολειό https://www.feelgreece.com/ Δημοσιεύθηκε  28/10/2024 21:30 Τροποποιήθηκε  22:02 Η Τσαγκαράδα βρ...