Ντένις Τζόνσον (Denis Johnson): Ντάνταν
Posted on 15 Μάϊος 2024 by planodion
Ντένις Τζόνσον (Denis Johnson)
Ντάνταν
(Dundun)
ΚΙΝΗΣΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΙΚΙΑ ὅπου ζοῦσε ὁ Ντάνταν γιὰ νὰ τοῦ πάρω λίγο φαρμακευτικὸ ὄπιο, ἀλλὰ ὅμως ἀτύχησα.
Μὲ χαιρέτησε καθὼς ἔβγαινε στὴ μπροστινὴ αὐλὴ γιὰ νὰ πάει στὴν ἀντλία, φορώντας καινούριες καουμπόικες μπότες καὶ δερμάτινο γιλέκο, μὲ τὸ φανελένιο του πουκάμισο νὰ κρέμεται πάνω ἀπ’ τὸ τζίν του. Μασοῦσε καὶ μιὰ τσίχλα.
«Ὁ Μὰκ Ἴννες δὲ νιώθει καὶ πολὺ καλὰ σήμερα. Τώρα δὰ τὸν πυροβόλησα».
«Ἐννοεῖς τὸν σκότωσες;»
«Δὲν τὸ ‘θελα».
«Εἶναι ὄντως νεκρός;»
«Ὄχι. Κάθεται».
«Ἀλλὰ εἶναι ζωντανός».
«Φυσικὰ κι εἶναι ζωντανός, ρέ. Στὸ πίσω τὸ δωμάτιο κάθεται τώρα».
Ὁ Ντάνταν τράβηξε πρὸς τὴν ἀντλία καὶ πῆρε νὰ δουλεύει τὸν μοχλό.
Κινήθηκα περιμετρικά τοῦ σπιτιοῦ καὶ μπῆκα ἀπὸ πίσω. Τὸ πρῶτο δωμάτιο μπαίνοντας ἀπ’ τὴν πίσω πόρτα ἔζεχνε σκυλιὰ καὶ μωρά. Ἡ Μπὶτλ στεκόταν στὴν ἀντικρινὴ πόρτα. Μ’ εἶδε ποὺ ἔμπαινα. Στηριζόμενη στὸν τοῖχο ἦταν κι ἡ Μπλού, καπνίζοντας ἕνα τσιγάρο καὶ ξύνοντας σκεπτικά τὸ σαγόνι της. Ὁ Τζὰκ Χοτὲλ ἦταν πάνω ἀπ’ ἕνα παλιὸ ἕδρανο, ἀνάβοντας μιὰ πίπα, τὸ μπὸλ τῆς ὁποίας ἦταν τυλιγμένο μ’ ἀλουμινόχαρτο.
Ὅταν κατάλαβαν ὅτι ἤμουν μόνος μου, ξανάπιασαν κι οἱ τρεῖς τους νὰ κοιτᾶνε τὸν Μὰκ Ἴννες, ὁ ὁποῖος καθόταν ὁλομόναχος στὸν καναπέ, μὲ τ’ ἀριστερό του τὸ χέρι νὰ ‘ναι ἁπαλὰ ἀπιθωμένο ἐπάνω στὴν κοιλιά του.
«Ὁ Ντάνταν τὸν πυροβόλησε;» ρώτησα.
«Κάποιος πυροβόλησε κάποιον», εἶπε ὁ Χοτέλ.
Ὁ Ντάνταν μπῆκε ἀπὸ πίσω μου φέρνοντας λίγο νερὸ σὲ μιὰ πορσελάνινη κούπα κι ἕνα ποτήρι μπύρα κι εἶπε στὸν Μὰκ Ἴννες: «Ὁρίστε».
«Ἐγὼ δὲν τὸ θέλω αὐτό», εἶπε ὁ Μὰκ Ἴννες.
«Ἐντάξει. Καλά, ὁρίστε, τότε». Ὁ Ντάνταν τοῦ πρόσφερε τὸ ὑπόλοιπό τῆς μπύρας του.
«Ὄχι, εὐχαριστῶ».
Ἀνησύχησα. «Δὲν θὰ τὸν πάτε σὲ κάνα νοσοκομεῖο;»
«Καλὴ ἰδέα», εἶπε ἡ Μπὶτλ δηκτικά.
«Ξεκινήσαμε», ἐξήγησε ὁ Χοτέλ, «ἀλλὰ στουκάραμε στὴ γωνία τῆς ἀποθήκης ἐκεῖ πέρα».
Κοίταξα ἔξω ἀπ’ τὸ πλαϊνὸ παράθυρο. Ἦταν τὸ ἀγρόκτημα τοῦ Τὶμ Μπίσοπ. Ἡ Πλύμουθ τοῦ Τὶμ Μπίσοπ, ἡ ὁποία ἦταν μιὰ πολὺ ὡραία παλιὰ γκριζοκόκκινη κούρσα, εἶχε πλαγιοκοπήσει, εἶδα, τὴν ἀποθήκη καὶ εἶχε ἀντικαταστήσει ἕνα ἀπ’ τὰ γωνιακὰ δοκάρια, ἔτσι ποὺ τὸ δοκάρι κειτόταν στὸ ἔδαφος καὶ τ’ αὐτοκίνητο βάσταγε τώρα τὴν σκεπὴ τῆς ἀποθήκης.
«Τὸ μπροστινὸ παρμπρὶζ ἔγινε σμπαράλια», εἶπε ὁ Χοτέλ.
«Πῶς καταλήξατε νὰ σκάσετε κεῖ πάνω;»
«Ὅλα ἦταν ἐντελῶς ἐκτὸς ἐλέγχου», ἔκανε ὁ Χοτέλ.
«Ποῦ ‘ναι, τέλος πάντων, ὁ Τίμ;»
«Δὲν εἶναι ἐδῶ», εἶπε ἡ Μπίτλ.
Ὁ Χοτέλ μοῦ πέρασε τὴν πίπα. Ἦταν χασίς, ἀλλὰ ἦταν ἤδη σχεδὸν στὰ τελειώματα.
«Πῶς τὴν παλεύεις;» ρώτησε ὁ Ντάνταν τὸν Μὰκ Ἴννες.
«Μπορῶ νὰ τὸ νιώσω ἐδῶ δά. Εἶναι μπηγμένο μὲς στὸ μῦ».
Ὁ Ντάνταν εἶπε, «Δὲν εἶναι ἄσχημα. Δὲν ἔσκασε κανονικά τὸ καψούλι, νομίζω».
«Ἔπαθε ἀφλογιστία».
«Ναί, ἔπαθε λιγάκι ἀφλογιστία».
Ὁ Χοτὲλ μὲ ρώτησε, «Θὰ τὸν πᾶς στὸ νοσοκομεῖο μὲ τ’ αὐτοκίνητό σου;»
«Ἐντάξει», εἶπα.
«Θὰ ‘ρθῶ κι ἐγώ», εἶπε ὁ Ντάνταν.
«Σοῦ ‘χει μείνει καθόλου ὄπιο;» τὸν ρώτησα.
«Ὄχι», εἶπε. «Ἤτανε δῶρο γενεθλίων. Τὸ ‘πια ὅλο».
«Πότε εἶναι τὰ γενέθλιά σου;» τὸν ρώτησα.
«Σήμερα».
«Δὲ θὰ ‘πρεπε τότε νὰ τὸ πιείς ὅλο πρὶν ἀπ’ τὰ γενέθλιά σου», τοῦ ‘κάνα ἐγὼ θυμωμένα.
Χάρηκα ὅμως μὲ τούτη τὴν εὐκαιρία νὰ φανῶ χρήσιμος. Ἤθελα νὰ ‘μαι ἐκεῖνος ποὺ θὰ παρακολουθοῦσε τὴ φάση μέχρι τέλους καὶ θὰ πήγαινε τὸν Μὰκ Ἴννες στὸν γιατρὸ χωρὶς κανένα τρακάρισμα. Ὁ κόσμος θὰ τὸ συζητοῦσε, κι ἤλπιζα πὼς ἔτσι θὰ γινόμουν ἀρεστός.
Στὸ αὐτοκίνητο ἤμασταν ὁ Ντάνταν, ὁ Μὰκ Ἴννες κι ἐγώ.
Τοῦτα ‘δῶ ἦταν τὰ εἰκοστὰ πρῶτα γενέθλια τοῦ Ντάνταν. Τὸν εἶχα γνωρίσει στὶς φυλακὲς τῆς κομητείας Τζόνσον κατὰ τὴ διάρκεια τῶν μονάχα λίγων ἡμερῶν ποὺ εἶχα ποτὲ περάσει στὴ φυλακή, ἐκεῖ γύρω στὴν ἐποχὴ τῶν δεκαοχτῶ μου Εὐχαριστιῶν. Τοῦ ‘ριχνα κάνα δυὸ μῆνες. Ὅσο γιὰ τὸν Μὰκ Ἴννες, αὐτὸς μᾶς γυρόφερνε ἀπὸ πάντα, καί, στὴν πραγματικότητα, ἡ ἀφεντιά μου εἶχε παντρευτεῖ μιὰ ἀπὸ τὶς παλιές του κοπελιές.
Βάλαμε μπρὸς ὅσο πιὸ γρήγορα ἤμουν σὲ θέση νὰ ὁδηγῶ χωρὶς νὰ κουνάω τὸν πυροβολημένο πέρα δώθε.
Ὁ Ντάνταν εἶπε, «Καὶ τὰ φρένα; Τὰ ‘φτιαξες;»
«Τὸ χειρόφρενο πιάνει. Κι εἶναι ἀρκετό».
«Καὶ τὸ ραδιόφωνο;» ὁ Ντάνταν πάτησε τὸ κουμπί, καὶ τὸ ραδιόφωνο βάλθηκε νὰ βγάζει ἕναν θόρυβο σὰν κρεατομηχανή.
Τὸ ἔκλεισε κι ὕστερα τὸ ἄνοιξε, καὶ τώρα ἐκεῖνο μουρμούριζε σὰν κάνα μηχάνημα ἀπὸ κεῖνα ποὺ γυαλίζουν πέτρες ὁλονυχτίς.
«Κι ἐσύ;» ρώτησα τὸν Μὰκ Ἴννες. «Εἶσαι ἄνετα;»
«Ἐσὺ τί νομίζεις;» ἀποκρίθηκε ὁ Μὰκ Ἴννες.
Ἦταν ἕνας μακρὺς εὐθὺς δρόμος μεσ’ ἀπὸ ἄνυδρα λιβάδια ὡς ἐκεῖ ποὺ ‘φτανε ἀνθρώπου μάτι. Σοῦ φαινόταν πὼς ὁ οὐρανὸς δὲν εἶχε μέσα του καθόλου ἀέρα καὶ πὼς ἡ γῆ ἤτανε καμωμένη ἀπὸ χαρτί. Κι ἐμεῖς, ἀντὶ νὰ κινούμαστε, μικραίναμε ὁλοένα καὶ πιὸ πολύ.
Τί μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ γιὰ κεῖνα τὰ λιβάδια; Ὑπῆρχαν κοτσύφια ποὺ ‘φερναν γύρες πάνω ἀπ’ τὶς ἴδιους τους τοὺς ἴσκιους κι οἱ ἀγελάδες κάτωθέ τους κάθονταν ἄπρακτες μυρίζοντας ἡ μιὰ τὰ πισινὰ τῆς ἀλληνῆς. Ὁ Ντάνταν ἔφτυσε τὴν τσίχλα του ἀπ’ τὸ παράθυρο ἐνόσω ψάρευε τὰ Winston του ἀπ’ τὴν τσέπη τοῦ πουκαμίσου του. Ἄναψε ἕνα Winston μ’ ἕνα σπίρτο. Πέραν τούτου οὐδέν.
«Δὲ θὰ βγοῦμε ποτὲ ἀπ’ αὐτὸν τὸν δρόμο», εἶπα.
«Τί χάλια γενέθλια», εἶπε ὁ Ντάνταν.
Ὁ Μὰκ Ἴννες εἶχε πανιάσει κι ἀνακατευόταν, ἀγκαλιάζοντας ταυτόχρονα τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ στοργικά. Τὸν εἶχα πετύχει σὲ παρόμοια φάση κάνα δυὸ φορὲς ἀκόμα καὶ τότε ποὺ δὲν εἶχε πυροβοληθεῖ. Εἶχε περάσει μιὰ βαριὰ ἡπατίτιδα ἡ ὁποία τοῦ προκαλοῦσε συχνὰ πολὺ πόνο.
«Ὑπόσχεσαι νὰ μὴν τοὺς πεῖς τίποτα;» ἔκανε ὁ Ντάνταν στὸν Μὰκ Ἴννες.
«Δὲν πιστεύω νὰ σ’ ἀκούει», εἶπα.
«Πές τους πῶς ἦταν ἀτύχημα, ἐντάξει;»
Ὁ Μὰκ Ἴννες, γιὰ μιὰ παρατεταμένη στιγμή, δὲν εἶπε τίποτα. Τελικὰ εἶπε, «Ἐντάξει».
«Ὑπόσχεσαι;» εἶπε ὁ Ντάνταν. Ὅμως ὁ Μὰκ Ἴννες δὲν εἶπε τίποτα. Ἐπειδὴ ἦταν νεκρός.
Ὁ Ντάνταν μὲ κοίταξε μὲ δάκρυα στὰ μάτια. «Τί λές;»
«Τί ἐννοεῖς, τί λέω; Νομίζεις πῶς εἶμαι ἐδῶ ἐπειδὴ ξέρω ἀπ’ αὐτά;»
«Εἶναι νεκρός».
«Ἐντάξει. Τὸ ξέρω ὅτι εἶναι νεκρός».
«Πέτα τον ἔξω ἀπ’ τὸ αὐτοκίνητο».
«Ἐννοεῖται πὼς θὰ τὸν πετάξω ἔξω ἀπ’ τὸ αὐτοκίνητο», εἶπα. «Σιγὰ μὴν τὸν πάω τώρα πουθενά».
Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀποκοιμήθηκα, ἐκεῖ ποὺ ὁδηγοῦσα. Εἶδα ἕνα ὄνειρο στὸ ὁποῖο ἐπιχειροῦσα νὰ πῶ σὲ κάποιον κάτι κι ἐκεῖνος ὅλο μὲ διέκοπτε, ἕνα ὄνειρο γιὰ τὴ ματαίωση.
«Χαίρομαι ποὺ ‘ναι νεκρός», εἶπα στὸν Ντάνταν. «Ἀπὸ δαῦτον ξεκίνησαν ὅλοι νὰ μὲ φωνάζουν Κεφάλα».
Ὁ Ντάνταν εἶπε, «Μὴν τ’ ἀφήνεις νὰ σὲ παίρνει ἀπὸ κάτω».
Πήγαμε σφαίρα ὡς τὰ ἀπομεινάρια τῶν σκελετῶν τῆς Ἀϊόβα.
«Δὲ θὰ μοῦ ‘ταν καὶ τίποτα νὰ δουλεύω ὡς πληρωμένος δολοφόνος», εἶπε ὁ Ντάνταν.
Παγετῶνες εἴχανε συντρίψει ἐτοῦτο τὸ μέρος σὲ χρόνο προϊστορικό. Εἶχε ἐπικρατήσει ξηρασία γιὰ χρόνια, κι ἕνα μπρούτζινο πέπλο σκόνης ἐπόπτευε τὶς πεδιάδες. Ἡ καλλιέργεια σόγιας ἤτανε πάλι ἀχρηστεμένη, κι οἱ πεταμένοι, μαραμένοι μίσχοι καλαμποκιοῦ κείτονταν στὸ ἔδαφος σὰν ἀραδιασμένα ἐσώρουχα. Οἱ περισσότεροι ἀγρότες οὔτε κὰν ποὺ φύτευαν πλέον. Ὅλα τὰ ψευδῆ ὁράματα εἶχαν ἐξαλειφθεῖ. Ἤτανε σὰν τὴ στιγμὴ προτοῦ νὰ ἔρθει ὁ Σωτήρας. Καὶ ὁ Σωτήρας πράγματι ἦρθε, ἀλλὰ ὅμως χρειάστηκε νὰ περιμένουμε πολὺ καιρό.
Ὁ Ντάνταν βασάνισε τὸν Τζὰκ Χοτὲλ στὴ λίμνη ἔξω ἀπ’ τὸ Ντένβερ. Τοῦτο τὸ ‘κανε γιὰ νὰ τοῦ ἀποσπάσει πληροφορίες σχετικὰ μ’ ἕνα κλεμμένο ἀντικείμενο, ἕνα στερεοφωνικό το ὁποῖο ἀνῆκε στὴν κοπελιὰ τοῦ Ντάνταν, η, ἐνδεχομένως, στὴν ἀδερφή του. Ἔπειτα, ὁ Ντάνταν κοπάνησε ἕναν ἄντρα σχεδὸν μέχρι θανάτου μ’ ἕνα γρύλο μὲς στὴ μέση τοῦ δρόμου στὸ Ὤστιν τοῦ Τέξας, πράγμα γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ πρέπει ἐπίσης κάποια μέρα νὰ δώσει ἐξηγήσεις, ἀλλὰ πλέον βρίσκεται, νομίζω, στὴν πολιτειακὴ φυλακὴ τοῦ Κολοράντο.
Θὰ μὲ πιστεύατε ἂν σᾶς ἔλεγα πῶς ὑπῆρχε μὲς στὴν καρδιὰ του καλοσύνη; Ἡ ἀριστερά του δὲν γνώριζε τί ποιοῦσε ἡ δεξιά του. Εἶχε ἁπλῶς κάψει γιὰ τὰ καλὰ μερικὲς σημαντικὲς φλάντζες. Ἅμα σᾶς ἄνοιγα τὸ κεφάλι καὶ σᾶς πιλάτευα τὸν ἐγκέφαλο μ’ ἕνα καυτὸ κολλητήρι, θὰ σᾶς μεταμόρφωνα πιθανότατα σὲ κάποιον σὰν καὶ τοῦ λόγου του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου