Γιατί η Ελλάδα στέλνει όπλα στην Ουκρανία
Λίγες ημέρες μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής, η ελληνική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε θετικά στο αίτημα για αποστολή πολεμικού υλικού στην αμυνόμενη Ουκρανία. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, η Αθήνα έχει ήδη προμηθεύσει τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις με σφαίρες, βλήματα πυροβολικού, τυφέκια μάχης, αντιαρματικούς και αντιαεροπορικούς πυραύλους, τεθωρακισμένα οχήματα και ρυμουλκούμενα οβιδοβόλα. Εντούτοις, με την παρότρυνση δυτικών χωρών, το Κίεβο έχει ζητήσει επιπρόσθετη στρατιωτική βοήθεια από την Αθήνα. Πιο συγκεκριμένα, η χώρα μας τώρα καλείται να παραχωρήσει εξελιγμένα αντιαρματικά συστήματα, πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων και, το σημαντικότερο, αντιαεροπορικά συστήματα μικρού και μεγάλου βεληνεκούς.
Σε αυτό το σημείο θα ήταν χρήσιμο να αναφερθεί ότι η απόφαση για αποστολή στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία δεν ήταν καθόλου εύκολη. Μετά το 1974 η Ελλάδα έχει προσπαθήσει συστηματικά να αποφύγει την εμπλοκή της σε ξένες συγκρούσεις. Η απόφαση ελήφθη από τον ίδιο τον πρωθυπουργό και στη συνέχεια, από ό,τι φαίνεται, επικυρώθηκε από το ΚΥΣΕΑ. Τρεις παράγοντες, κυρίως, έπαιξαν ρόλο σε αυτή την απόφαση.
Πρώτον, η ταχεία αντίδραση της Ε.Ε. ώθησε την Αθήνα να επανεξετάσει τη θέση της έναντι της Μόσχας. Η έναρξη του πολέμου μείωσε πάρα πολύ τα περιθώρια διπλωματικών ελιγμών για τα μέλη της Ε.Ε. Από τη στιγμή που διαμορφώθηκε μια ενιαία ευρωπαϊκή στάση, η Αθήνα δεν μπορούσε να αποστασιοποιηθεί από αυτή. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα συντάχθηκε με την απόφαση του ΝΑΤΟ να υποστηριχθεί η ουκρανική άμυνα με όλα τα διαθέσιμα μέσα. Ανήκομεν εις την Δύσιν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Δεύτερον, η αναθεωρητική ρητορική του Κρεμλίνου θυμίζει έντονα εκείνη που έχει χρησιμοποιήσει η Αγκυρα εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου. Βοηθώντας μια ευρωπαϊκή χώρα που έχει υποστεί αδικαιολόγητα μαζική εισβολή, η ελληνική κυβέρνηση ελπίζει να στείλει το μήνυμα ότι η αλλαγή των συνόρων με τη βία δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Πρόκειται σαφώς για μια θέση αρχής της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία όμως έχει υπονομευτεί από τις πρόσφατες παλινωδίες στο ζήτημα της αναγνώρισης του Κοσόβου.
Τρίτον, η απόφαση για την αποστολή όπλων επηρεάστηκε από τη στοχοποίηση της ελληνικής κοινότητας από τις ρωσικές δυνάμεις. Η ομογένεια της Ουκρανίας αριθμεί πάνω από 100.000 άτομα, διαθέτει οργανωμένες δομές και έχει ισχυρή πολιτιστική παρουσία σε ολόκληρο τον ουκρανικό Νότο. Η δολοφονία ομογενών στην περιοχή της Μαριούπολης από ρωσικούς βομβαρδισμούς συγκλόνισε την ελληνική κοινή γνώμη και ανάγκασε την Αθήνα να λάβει σαφή στάση υπέρ του Κιέβου.
Ενδεχομένως, η Αθήνα θα μπορούσε να στείλει ιατρικό υλικό και εξοπλισμό, περισσότερα πυρομαχικά, αλλά και σοβιετικής κατασκευής οπλικά συστήματα που δεν μπορούν εύκολα πια να συντηρηθούν.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν πάνε καλά για την Ουκρανία. Oι αμυνόμενοι βρίσκονται πλέον σε δυσχερέστερη θέση συγκριτικά με την περυσινή χρονιά. Οι ανάγκες της ουκρανικής πλευράς για πολεμικό εξοπλισμό συνεχώς αυξάνονται, αφού το Κρεμλίνο έχει στραφεί σε μια πολεμική οικονομία και έχει κινητοποιήσει εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες. Οσο δεν διαφαίνεται προοπτική διπλωματικής λύσης, ο ελεύθερος κόσμος θα πρέπει να συνεχίσει να υποστηρίζει την πολύπαθη χώρα.
Πάντως, οι διπλωματικές πιέσεις προς την Αθήνα για νέες αποστολές όπλων δεν οφείλονται μόνο στην αγωνία που υπάρχει για την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία. Συνιστούν απόρροια της ελληνικής προσπάθειας να ξεκινήσει μια διαδικασία εξομάλυνσης των σχέσεων με την Τουρκία, χωρίς σοβαρή διπλωματική ενημέρωση των συμμάχων και των εταίρων μας. Η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι φυσικά καλοδεχούμενη, αλλά μπορεί να αποδειχθεί συγκυριακή και όχι μόνιμη. Η Αθήνα δεν έχει την πολυτέλεια να παραχωρεί συνεχώς σημαντικό οπλισμό την ώρα που αντιμετωπίζει μια υπαρκτή στρατιωτική απειλή στα ανατολικά της σύνορα.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η ελληνική πλευρά δεν δύναται να στείλει συστήματα Patriot που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της δικής μας αεράμυνας. Ενδεχομένως, η Αθήνα θα μπορούσε να στείλει ιατρικό υλικό και εξοπλισμό, περισσότερα πυρομαχικά, αλλά και σοβιετικής κατασκευής οπλικά συστήματα που δεν μπορούν εύκολα πια να συντηρηθούν. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, όμως, πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους ότι η συνεχόμενη στρατιωτική μας εμπλοκή στον πόλεμο της Ουκρανίας έχει απτές πολιτικές συνέπειες. Μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινής γνώμης διαφωνεί κάθετα με αυτή την επιλογή.
Τέτοιες στρατηγικές αποφάσεις δεν πρέπει λοιπόν να λαμβάνονται εν κρυπτώ, με ασαφή κριτήρια και όρους. Χρειάζονται μεγαλύτερη θεσμική νομιμοποίηση, διότι οι γεωπολιτικές τους συνέπειες ξεπερνούν τον εκλογικό κύκλο μιας κυβέρνησης. Σε ζητήματα τέτοιας φύσης απαιτείται η μέγιστη δυνατή διακομματική συναίνεση για να πειστούν οι πολίτες ότι υπάρχει πραγματικά μια εθνική στρατηγική. Η προσωπική διπλωματία έχει τα όριά της, όπως έχει δείξει η σύγχρονη ελληνική Ιστορία.
Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London.
https://www.kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου