Καλλιόπη Ἐξάρχου: Παραλίας τὸ ἀνάγνωσμα
Καλλιόπη Ἐξάρχου Παραλίας τὸ ἀνάγνωσμαΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ, ἡ Κυρία X κατέβηκε πανέτοιμη στὴν παραλία. Ψάθινη τσάντα, καπελάκι, γυαλιὰ ἡλίου, καρεκλάκι, πετσετούλα, ὀμπρελίτσα, καφεδάκι, νεράκι, βιβλίο. Τὸ μαγιὸ τὸ φοροῦσε ἀπὸ τὸ σπίτι. Πρῶτα δοκίμασε τὴν ἄμμο. Ζεστὴ τόσο ὅσο. Στὴ συνέχεια ἔριξε μιὰ ματιὰ μπροστά της. Ἐκεῖ ὅπου ἡ θάλασσα συναντοῦσε τὸν οὐρανό. Τὰ ἔλεγαν ὅπως πάντα. Κουβέντες σὲ μπλὲ ἀποχρώσεις. Ἡ Κυρία X χαμογέλασε ἱκανοποιημένη. Ὅλα ἦταν ὅπως ἔπρεπε. Ἔστησε τὴν ὀμπρελίτσα της. Πράσινη στὸ χρῶμα τῆς ἐλιᾶς. Μετὰ ξεδίπλωσε τὴν καρεκλίτσα της. Κίτρινη σὰν τὸ λεμόνι. Τέλος, ἔστρωσε τὴν πετσετούλα της. Κόκκινη τῆς φωτιᾶς. Ἀναστέναξε ἀναστεναγμὸ ἀπόλαυσης καὶ γέμισε τὸ ποτηράκι τοῦ θερμὸς μὲ καφέ. Ζεστὸ γαλλικὸ μὲ λίγο γάλα. Παραφωνία, θὰ σκεφτεῖ ὁ ἀναγνώστης, ἐν μέσω θέρους. Ὅμως, γοῦστα εἶναι αὐτά. Πλατάγισε ἡδονικὰ τὰ χείλη της. Ὁ καφὲς ἦταν ἡ ἐπιτομὴ τῆς εὐδαιμονίας της, ποὺ μόλις εἶχε ἀρχίσει. Στὴν παραλία μιὰ ἀπὸ τὰ ἴδια. Κόσμος σὲ καλοκαιρινὴ διάθεση. Ἁπλωμένα κορμιὰ σὲ κατάσταση ἀποχαύνωσης κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο, μαμάδες τροχονόμοι, ἡ γνωστὴ γιαγιὰ ποὺ μάλωνε καὶ σήμερα τὸν μακάριο κουφὸ παππού, ἕνα ἐρωτευμένο ζευγάρι ποὺ μοιραζόταν ἀδιάλειπτα ἁλμυρὲς θωπεῖες. Ἡ Κυρία X, ἀφοῦ βεβαιώθηκε γιὰ τὴν ἀταραξία τῶν εἰωθότων, ἔβγαλε ἀπὸ τὴν ψάθινη τσάντα της τὸ βιβλίο ποὺ διάβαζε ἐδῶ καὶ λίγο καιρό. Μυθιστόρημα. Γαλλικὸ καὶ αὐτό. Ἀσορτὶ μὲ τὸν καφέ της. Τοῦ 17ου αἰώνα. La Princesse de Cleves τῆς Madame de la Fayette. Ἀπορροφήθηκε ἀπὸ τὸ ἀνάγνωσμά της πάραυτα. Τόσο ὥστε νὰ αἰφνιδιαστεῖ ἀπὸ τὸ μπαλάκι τοῦ τένις ποὺ προσγειώθηκε στὰ πόδια της. Σήκωσε τὸ κεφάλι της, γιὰ νὰ δεῖ ἀπὸ ποῦ τῆς ἦρθε, καὶ ἀντίκρισε ἕναν νεαρὸ ἄντρα νὰ τὴν πλησιάζει καὶ νὰ τῆς λέει εὐγενικά: «Σᾶς ζητῶ συγγνώμη.» Πρὶν τοῦ ἀπαντήσει νὰ μὴν ἀνησυχεῖ, αὐτὰ συμβαίνουν, ἄκουσε μιὰ γυναικεῖα φωνή: «Ντίκ, ζεστάθηκα. Θέλω λίγη σαμπάνια.» «Ἔρχομαι, ντάρλινγκ» τῆς ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος καὶ ἔτρεξε πρὸς τὸ μέρος της. Ἡ Κυρία X δὲν μποροῦσε νὰ ἀντισταθεῖ στὸν πειρασμὸ νὰ τοῦ ρίξει μιὰ κλεφτὴ ματιὰ πίσω ἀπὸ τὰ γυαλιά της. Ὁ Ντὶκ φοροῦσε ἕνα θαλασσὶ ὁλόσωμο μαγιὸ μὲ ἄσπρες ρίγες. Ἀπόρησε κι ἀναζήτησε τὴν «ντάρλινγκ», γιὰ νὰ καταλάβει τί γινόταν. Τὴν εἶδε στὴν ἀμμουδιὰ νὰ τοῦ γνέφει μὲ νάζι. Κοντὸ μαλλάκι μὲ βάγκ, κορδέλα πράσινη, μεταξωτὸ φόρεμα ἐκροὺ καὶ ξυπόλυτη. Ἡ Κυρία X ἀνακάθισε νευρικὰ στὴν πτυσσόμενη καρεκλίτσα της. Κοίταξε ὁλόγυρα. Στὶς γειτονικὲς ὀμπρέλες ἐπικρατοῦσαν τάξη καὶ ἀσφάλεια. «Τέλος πάντων» μουρμούρισε, ἐνῶ ὁ ἥλιος δυνάμωνε καὶ ἡ θάλασσα ἄρχιζε τὰ καλέσματα. Σηκώθηκε καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὸ μέρος της. Τῆς ἄρεσε νὰ ξαπλώνει ἐκεῖ ποὺ ἔσκαγε τὸ κύμα. Αὐτὸ ἔκανε, ὅταν μιὰ φωνὴ τὴν ἀπέσπασε ἀπὸ τὸ προσφιλές της πλατσούρισμα: «Συγγνώμη, ποῦ μπορῶ νὰ βάλω τὸ μαγιό μου;» Ἡ Κυρία X, πρὶν σηκώσει τὸ κεφάλι της γιὰ νὰ δεῖ ποιός τῆς ἀπεύθυνε τὸν λόγο, εἶδε τὰ παπούτσια «του», ἢ μᾶλλον «της». Ἄσπρα μποτάκια μὲ ρὸζ κορδέλες. Πετάχτηκε ὄρθια καὶ βρέθηκε ἐνώπιον μιᾶς ὄμορφης γυναίκας μὲ θλιμμένο χαμόγελο, ντυμένης στὶς δαντέλες καὶ μὲ ἕνα ὀμπρελίνο ἀνοιχτὸ στὸ ἀριστερό της χέρι. Φοροῦσε καὶ γάντια. Λευκά! «Κυρία μου...» ψέλλισε ἔντρομη ἡ Κυρία X καὶ ὀπισθοχώρησε. «Ἔμμα μὲ λένε» τῆς ἀπάντησε ἡ ἄγνωστη καὶ ἡ Κυρία X ἔνιωσε μιὰ θολούρα. Πρὶν προλάβει νὰ λιποθυμήσει, τὶς πλησίασε ἕνας κύριος ντυμένος κι ἐκεῖνος στὰ λευκά. Κοστούμι λινό, παπιγιόν, καπέλο ψάθινο ἐξαιρετικῆς ποιότητας, μοκασίνια, μπαστούνι μὲ ἀσημένια λαβή. «Ἔμμα, ἀγαπητή μου! Τί εὐχάριστη ἔκπληξη! Κι ἐσεῖς ἐδῶ;» «Ὤ! Φίλτατε Ἄσενμπαχ! Ἦρθα γιὰ νὰ ξεσκάσω λιγάκι. Πλήττω. Πλήττω ἀφόρητα. Ἐσεῖς; Πῶς καὶ ἀφήσατε τὴ Βενετία;» «Παράταση ζωῆς, ἀγαπητή μου Ἔμμα. Ἐδῶ, ξαναζῶ, ὅπως κι ἐσεῖς, ἐξάλλου.» Χαμογέλασαν μὲ νόημα, ἀποχαιρέτησαν νωχελικὰ τὴν Κυρία X καὶ συνέχισαν μαζὶ τὴν παραθαλάσσια βόλτα τους. Ἡ Ἔμμα μάζευε μὲ τὸ ἕνα χέρι τὸ δαντελένιο φουστάνι της, ποὺ ἀνακατευόταν συνεχῶς μὲ τὴν ἄμμο. Ἄβολο, εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὁ Ἄσενμπαχ στηριζόταν στὸ λευκό του μπαστούνι, ἐνῶ σκούπιζε ποὺ καὶ ποὺ τὸν ἱδρώτα ἀπὸ τὸ πρόσωπο μὲ τὸ κάτασπρο μαντίλι του. Ἡ Κυρία X ἦταν ἀποφασισμένη νὰ βγάλει ἄκρη μὲ τὰ παράδοξα. Τοὺς ἀκολούθησε. Διακριτικά. Τοὺς εἶδε νὰ χαριεντίζονται καὶ νὰ πλησιάζουν ὁλοένα πρὸς τὸ μέρος τοῦ Ντίκ. «Ἐλᾶτε, ὑπάρχει ἄφθονη σαμπάνια γιὰ ὅλους» τοὺς φώναξε ἡ «ντάρλινγκ», μᾶλλον ἐλαφρῶς μεθυσμένη. Ὁ Ντὶκ τὴν κρατοῦσε ἀπὸ τὴ μέση καὶ τῆς ἔδινε καυτὰ φιλιὰ στὸ στόμα. Ἡ Ἔμμα καὶ ὁ Ἄσενμπαχ δέχτηκαν μὲ κομψὸ δισταγμὸ τὴ σαμπάνια ποὺ τοὺς πρόσφεραν. Τὴ γεύτηκαν μὲ ἐμφανὴ εὐφορία. «Στὴν ὑγειά μας...» εἶπαν καὶ ὕψωσαν ὅλοι τὰ κολονάτα ποτήρια τους. Ἤπιαν μιὰ μεγάλη, χορταστικὴ γουλιά. Ξαφνικά, μιὰ δυνατὴ γυναικεῖα φωνὴ ἀπὸ τὴ διπλανὴ ὀμπρέλα ἔμελλε νὰ τοὺς χαλάσει τὴν ἀπόλαυση: «Γιαννάκηηη, τὰ κουβαδάκια σου καὶ φύγαμε!». Ὁ Ντὶκ καὶ ἡ «ντάρλινγκ» θορυβήθηκαν. «Πρέπει νὰ ἐπιστρέψουμε, ἀγαπητοί μου! Φεύγουν...» εἶπαν καὶ ἄρχισαν νὰ μαζεύουν βιαστικά τὸ καλάθι μὲ τὴ σαμπάνια καὶ τὰ ποτήρια. Ἡ Ἔμμα καὶ ὁ Ἄσενμπαχ τοὺς κοίταξαν τρυφερὰ καὶ μὲ κατανόηση. «Φεύγουμε κι ἐμεῖς, ἦρθε ἡ ὥρα γιὰ ὅλους μας.» Ἡ Κυρία X ἄνοιξε διάπλατα μάτια, αὐτιὰ καὶ στόμα. «Νὰ φύγουν, νὰ πᾶνε ποῦ καὶ μὲ ποιούς» ἀναρωτήθηκε. Στὸ μεταξύ, ὁ Ντὶκ καὶ ἡ «ντάρλινγκ» ἀντάλλαξαν ἕνα τελευταῖο φιλί, τίναξαν τὴν ἄμμο ἀπὸ τὰ πόδια τους καὶ χώθηκαν στὶς σελίδες τοῦ βιβλίου Τρυφερὴ εἶναι ἡ νύχτα, πρὶν τὸ κλείσει ἡ μαμὰ τοῦ Γιαννάκη. Ὁ Ἄσενμπαχ πλεύρισε ἕναν κύριο στὴν ξαπλώστρα ποὺ κρατοῦσε τὸν Θάνατο στὴ Βενετία. Ὅσο γιὰ τὴν Ἔμμα, μάζεψε τὶς δαντέλες της, ἔκλεισε τὸ ὀμπρελίνο της, ἄφησε ἕνα βαθὺ σκοτεινὸ «ἄχ» καὶ βυθίστηκε στὴ Μαντὰμ Μποβαρύ, ποὺ ἦταν κάτω ἀπὸ μιὰ κόκκινη ὀμπρέλα. Ἡ Κυρία X, ἄναυδη, ἔτρεξε νὰ ξεφυλλίσει τὸ δικό της βιβλίο, γιὰ νὰ ἐλέγξει ἂν ὅλοι οἱ ἥρωές της ἦταν στὴ θέση τους. Ἀφοῦ σιγουρεύτηκε, ἑτοιμάστηκε νὰ ἐπιστρέφει, γιὰ νὰ συνέλθει. Λίγα βήματα πιὸ κάτω, «σκόνταψε» στὸ λευκὸ μαντίλι τοῦ Ἄσενμπαχ. ΠΗΓΗ: Η ΚΥΡΙΑ Χ (ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, ΣΟΚΟΛΗΣ, 2018).ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΕΞΑΡΧΟΥ (ΔΡΑΜΑ) ΣΠΟΥΔΑΣΕ ΓΑΛΛΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟ ΑΠΘ. ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΘΕΑΤΡΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ Α.Π.Θ. ΕΧΕΙ ΕΚΔΩΣΕΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ, ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ. ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ: ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ (ΜΕΛΕΤΗ, ΣΟΚΟΛΗ, 2016), ΜΑΧΙΜΑ ΧΕΙΛΗ (ΠΟΙΗΣΗ, ΣΟΚΟΛΗ, 2014), Η ΚΥΡΙΑ Χ (ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, ΣΟΚΟΛΗΣ, 2018) ΚΑΙ ΑΛΛΑ.https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/ |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου