Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου: Πα­ρα­λί­ας τὸ ἀ­νά­γνω­σμα

 Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου: Πα­ρα­λί­ας τὸ ἀ­νά­γνω­σμα

planodion

9 Απριλίου

Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου

Πα­ρα­λί­ας τὸ ἀ­νά­γνω­σμα

ΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ, ἡ Κυ­ρί­α X κα­τέ­βη­κε πα­νέ­τοι­μη στὴν πα­ρα­λί­α. Ψά­θι­νη τσάν­τα, κα­πε­λά­κι, γυα­λιὰ ἡ­λί­ου, κα­ρε­κλά­κι, πε­τσε­τού­λα, ὀμ­πρε­λί­τσα, κα­φε­δά­κι, νε­ρά­κι, βι­βλί­ο. Τὸ μα­γιὸ τὸ φο­ροῦ­σε ἀ­πὸ τὸ σπί­τι.

       Πρῶ­τα δο­κί­μα­σε τὴν ἄμ­μο. Ζε­στὴ τό­σο ὅ­σο. Στὴ συ­νέ­χεια ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ μπρο­στά της. Ἐ­κεῖ ὅ­που ἡ θά­λασ­σα συ­ναν­τοῦ­σε τὸν οὐ­ρα­νό. Τὰ ἔ­λε­γαν ὅ­πως πάν­τα. Κου­βέν­τες σὲ μπλὲ ἀ­πο­χρώ­σεις. Ἡ Κυ­ρί­α X χα­μο­γέ­λα­σε ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νη. Ὅ­λα ἦ­ταν ὅ­πως ἔ­πρε­πε.

       Ἔ­στη­σε τὴν ὀμ­πρε­λί­τσα της. Πρά­σι­νη στὸ χρῶ­μα τῆς ἐ­λιᾶς. Με­τὰ ξε­δί­πλω­σε τὴν κα­ρε­κλί­τσα της. Κί­τρι­νη σὰν τὸ λε­μό­νι. Τέ­λος, ἔ­στρω­σε τὴν πε­τσε­τού­λα της. Κόκ­κι­νη τῆς φω­τιᾶς. Ἀ­να­στέ­να­ξε ἀ­να­στε­ναγ­μὸ ἀ­πό­λαυ­σης καὶ γέ­μι­σε τὸ πο­τη­ρά­κι τοῦ θερ­μὸς μὲ κα­φέ. Ζε­στὸ γαλ­λι­κὸ μὲ λί­γο γά­λα. Πα­ρα­φω­νί­α, θὰ σκε­φτεῖ ὁ ἀ­να­γνώ­στης, ἐν μέ­σω θέ­ρους. Ὅ­μως, γοῦ­στα εἶ­ναι αὐ­τά. Πλα­τά­γι­σε ἡ­δο­νι­κὰ τὰ χεί­λη της. Ὁ κα­φὲς ἦ­ταν ἡ ἐ­πι­το­μὴ τῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας της, ποὺ μό­λις εἶ­χε ἀρ­χί­σει.

       Στὴν πα­ρα­λί­α μιὰ ἀ­πὸ τὰ ἴ­δια. Κό­σμος σὲ κα­λο­και­ρι­νὴ δι­ά­θε­ση. Ἁ­πλω­μέ­να κορ­μιὰ σὲ κα­τά­στα­ση ἀ­πο­χαύ­νω­σης κά­τω ἀ­πὸ τὸν ἥ­λιο, μα­μά­δες τρο­χο­νό­μοι, ἡ γνω­στὴ για­γιὰ ποὺ μά­λω­νε καὶ σή­με­ρα τὸν μα­κά­ριο κου­φὸ παπ­πού, ἕ­να ἐ­ρω­τευ­μέ­νο ζευ­γά­ρι ποὺ μοι­ρα­ζό­ταν ἀ­δι­ά­λει­πτα ἁλ­μυ­ρὲς θω­πεῖ­ες.

       Ἡ Κυ­ρί­α X, ἀ­φοῦ βε­βαι­ώ­θη­κε γιὰ τὴν ἀ­τα­ρα­ξί­α τῶν εἰ­ω­θό­των, ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ τὴν ψά­θι­νη τσάν­τα της τὸ βι­βλί­ο ποὺ δι­ά­βα­ζε ἐ­δῶ καὶ λί­γο και­ρό. Μυ­θι­στό­ρη­μα. Γαλ­λι­κὸ καὶ αὐ­τό. Ἀ­σορ­τὶ μὲ τὸν κα­φέ της. Τοῦ 17ου αἰ­ώ­να. La Princesse de Cleves τῆς Madame de la Fayette.

       Ἀ­πορ­ρο­φή­θη­κε ἀ­πὸ τὸ ἀ­νά­γνω­σμά της πά­ραυ­τα. Τό­σο ὥ­στε νὰ αἰφ­νι­δια­στεῖ ἀ­πὸ τὸ μπα­λά­κι τοῦ τέ­νις ποὺ προ­σγει­ώ­θη­κε στὰ πό­δια της. Σή­κω­σε τὸ κε­φά­λι της, γιὰ νὰ δεῖ ἀ­πὸ ποῦ τῆς ἦρ­θε, καὶ ἀν­τί­κρι­σε ἕ­ναν νε­α­ρὸ ἄν­τρα νὰ τὴν πλη­σιά­ζει καὶ νὰ τῆς λέ­ει εὐ­γε­νι­κά: «Σᾶς ζη­τῶ συγ­γνώ­μη.» Πρὶν τοῦ ἀ­παν­τή­σει νὰ μὴν ἀ­νη­συ­χεῖ, αὐ­τὰ συμ­βαί­νουν, ἄ­κου­σε μιὰ γυ­ναι­κεῖ­α φω­νή: «Ντίκ, ζε­στά­θη­κα. Θέ­λω λί­γη σαμ­πά­νια.» «Ἔρ­χο­μαι, ντάρ­λινγκ» τῆς ἀ­πο­κρί­θη­κε ἐ­κεῖ­νος καὶ ἔ­τρε­ξε πρὸς τὸ μέ­ρος της. Ἡ Κυ­ρία X δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἀν­τι­στα­θεῖ στὸν πει­ρα­σμὸ νὰ τοῦ ρί­ξει μιὰ κλε­φτὴ μα­τιὰ πί­σω ἀ­πὸ τὰ γυα­λιά της. Ὁ Ντὶκ φο­ροῦ­σε ἕ­να θα­λασ­σὶ ὁ­λό­σω­μο μα­γιὸ μὲ ἄ­σπρες ρί­γες. Ἀ­πό­ρη­σε κι ἀ­να­ζή­τη­σε τὴν «ντάρ­λινγκ», γιὰ νὰ κα­τα­λά­βει τί γι­νό­ταν. Τὴν εἶ­δε στὴν ἀμ­μου­διὰ νὰ τοῦ γνέ­φει μὲ νά­ζι. Κον­τὸ μαλ­λά­κι μὲ βάγκ, κορ­δέ­λα πρά­σι­νη, με­τα­ξω­τὸ φό­ρε­μα ἐ­κροὺ καὶ ξυ­πό­λυ­τη.

       Ἡ Κυ­ρί­α X ἀ­να­κά­θι­σε νευ­ρι­κὰ στὴν πτυσ­σό­με­νη κα­ρε­κλί­τσα της. Κοί­τα­ξε ὁ­λό­γυ­ρα. Στὶς γει­το­νι­κὲς ὀμ­πρέ­λες ἐ­πι­κρα­τοῦ­σαν τά­ξη καὶ ἀ­σφά­λεια. «Τέ­λος πάν­των» μουρ­μού­ρι­σε, ἐ­νῶ ὁ ἥ­λιος δυ­νά­μω­νε καὶ ἡ θά­λασ­σα ἄρ­χι­ζε τὰ κα­λέ­σμα­τα. Ση­κώ­θη­κε καὶ κα­τευ­θύν­θη­κε πρὸς τὸ μέ­ρος της. Τῆς ἄ­ρε­σε νὰ ξα­πλώ­νει ἐ­κεῖ ποὺ ἔ­σκα­γε τὸ κύ­μα.

       Αὐ­τὸ ἔ­κα­νε, ὅ­ταν μιὰ φω­νὴ τὴν ἀ­πέ­σπα­σε ἀ­πὸ τὸ προ­σφι­λές της πλα­τσού­ρι­σμα: «Συγ­γνώ­μη, ποῦ μπο­ρῶ νὰ βά­λω τὸ μα­γιό μου;» Ἡ Κυ­ρί­α X, πρὶν ση­κώ­σει τὸ κε­φά­λι της γιὰ νὰ δεῖ ποι­ός τῆς ἀ­πεύ­θυ­νε τὸν λό­γο, εἶ­δε τὰ πα­πού­τσια «του», ἢ μᾶλ­λον «της». Ἄ­σπρα μπο­τά­κια μὲ ρὸζ κορ­δέ­λες. Πε­τά­χτη­κε ὄρ­θια καὶ βρέ­θη­κε ἐ­νώ­πιον μιᾶς ὄ­μορ­φης γυ­ναί­κας μὲ θλιμ­μέ­νο χα­μό­γε­λο, ντυ­μέ­νης στὶς δαν­τέ­λες καὶ μὲ ἕ­να ὀμ­πρε­λί­νο ἀ­νοι­χτὸ στὸ ἀ­ρι­στε­ρό της χέ­ρι. Φο­ροῦ­σε καὶ γάν­τια. Λευ­κά! «Κυ­ρί­α μου...» ψέλ­λι­σε ἔν­τρο­μη ἡ Κυ­ρί­α X καὶ ὀ­πι­σθο­χώ­ρη­σε. «Ἔμ­μα μὲ λέ­νε» τῆς ἀ­πάν­τη­σε ἡ ἄ­γνω­στη καὶ ἡ Κυ­ρί­α X ἔ­νι­ω­σε μιὰ θο­λού­ρα. Πρὶν προ­λά­βει νὰ λι­πο­θυ­μή­σει, τὶς πλη­σί­α­σε ἕ­νας κύ­ριος ντυ­μέ­νος κι ἐ­κεῖ­νος στὰ λευ­κά. Κο­στού­μι λι­νό, πα­πι­γιόν, κα­πέ­λο ψά­θι­νο ἐ­ξαι­ρε­τι­κῆς ποι­ό­τη­τας, μο­κα­σί­νια, μπα­στού­νι μὲ ἀ­ση­μέ­νια λα­βή.

       «Ἔμ­μα, ἀ­γα­πη­τή μου! Τί εὐ­χά­ρι­στη ἔκ­πλη­ξη! Κι ἐ­σεῖς ἐ­δῶ;» «Ὤ! Φίλ­τα­τε Ἄ­σεν­μπαχ! Ἦρ­θα γιὰ νὰ ξε­σκά­σω λι­γά­κι. Πλήτ­τω. Πλήτ­τω ἀ­φό­ρη­τα. Ἐ­σεῖς; Πῶς καὶ ἀ­φή­σα­τε τὴ Βε­νε­τί­α;» «Πα­ρά­τα­ση ζω­ῆς, ἀ­γα­πη­τή μου Ἔμ­μα. Ἐ­δῶ, ξα­να­ζῶ, ὅ­πως κι ἐ­σεῖς, ἐ­ξάλ­λου.» Χα­μο­γέ­λα­σαν μὲ νό­η­μα, ἀ­πο­χαι­ρέ­τη­σαν νω­χε­λι­κὰ τὴν Κυ­ρί­α X καὶ συ­νέ­χι­σαν μα­ζὶ τὴν πα­ρα­θα­λάσ­σια βόλ­τα τους. Ἡ Ἔμ­μα μά­ζευ­ε μὲ τὸ ἕ­να χέ­ρι τὸ δαν­τε­λέ­νιο φου­στά­νι της, ποὺ ἀ­να­κα­τευ­ό­ταν συ­νε­χῶς μὲ τὴν ἄμ­μο. Ἄ­βο­λο, εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια. Ὁ Ἄ­σεν­μπαχ στη­ρι­ζό­ταν στὸ λευ­κό του μπα­στού­νι, ἐ­νῶ σκού­πι­ζε ποὺ καὶ ποὺ τὸν ἱ­δρώ­τα ἀ­πὸ τὸ πρό­σω­πο μὲ τὸ κά­τα­σπρο μαν­τί­λι του.

       Ἡ Κυ­ρί­α X ἦ­ταν ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νη νὰ βγά­λει ἄ­κρη μὲ τὰ πα­ρά­δο­ξα. Τοὺς ἀ­κο­λού­θη­σε. Δι­α­κρι­τι­κά. Τοὺς εἶ­δε νὰ χα­ρι­εν­τί­ζον­ται καὶ νὰ πλη­σιά­ζουν ὁ­λο­έ­να πρὸς τὸ μέ­ρος τοῦ Ντίκ. «Ἐ­λᾶ­τε, ὑ­πάρ­χει ἄ­φθο­νη σαμ­πά­νια γιὰ ὅ­λους» τοὺς φώ­να­ξε ἡ «ντάρ­λινγκ», μᾶλ­λον ἐ­λα­φρῶς με­θυ­σμέ­νη. Ὁ Ντὶκ τὴν κρα­τοῦ­σε ἀ­πὸ τὴ μέ­ση καὶ τῆς ἔ­δι­νε καυ­τὰ φι­λιὰ στὸ στό­μα. Ἡ Ἔμ­μα καὶ ὁ Ἄ­σεν­μπαχ δέ­χτη­καν μὲ κομ­ψὸ δι­σταγ­μὸ τὴ σαμ­πά­νια ποὺ τοὺς πρό­σφε­ραν. Τὴ γεύ­τη­καν μὲ ἐμ­φα­νὴ εὐ­φο­ρί­α.

       «Στὴν ὑ­γειά μας...» εἶ­παν καὶ ὕ­ψω­σαν ὅ­λοι τὰ κο­λο­νά­τα πο­τή­ρια τους. Ἤ­πιαν μιὰ με­γά­λη, χορ­τα­στι­κὴ γου­λιά.

       Ξαφ­νι­κά, μιὰ δυ­να­τὴ γυ­ναι­κεῖ­α φω­νὴ ἀ­πὸ τὴ δι­πλα­νὴ ὀμ­πρέ­λα ἔ­μελ­λε νὰ τοὺς χα­λά­σει τὴν ἀ­πό­λαυ­ση: «Γι­αν­νά­κη­η­η, τὰ κου­βα­δά­κια σου καὶ φύ­γα­με!».

       Ὁ Ντὶκ καὶ ἡ «ντάρ­λινγκ» θο­ρυ­βή­θη­καν. «Πρέ­πει νὰ ἐ­πι­στρέ­ψου­με, ἀ­γα­πη­τοί μου! Φεύ­γουν...» εἶ­παν καὶ ἄρ­χι­σαν νὰ μα­ζεύ­ουν βι­α­στι­κά τὸ κα­λά­θι μὲ τὴ σαμ­πά­νια καὶ τὰ πο­τή­ρια. Ἡ Ἔμ­μα καὶ ὁ Ἄ­σεν­μπαχ τοὺς κοί­τα­ξαν τρυ­φε­ρὰ καὶ μὲ κα­τα­νό­η­ση. «Φεύ­γου­με κι ἐ­μεῖς, ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα γιὰ ὅ­λους μας.»

       Ἡ Κυ­ρί­α X ἄ­νοι­ξε δι­ά­πλα­τα μά­τια, αὐ­τιὰ καὶ στό­μα. «Νὰ φύ­γουν, νὰ πᾶ­νε ποῦ καὶ μὲ ποι­ούς» ἀ­να­ρω­τή­θη­κε.

       Στὸ με­τα­ξύ, ὁ Ντὶκ καὶ ἡ «ντάρ­λινγκ» ἀν­τάλ­λα­ξαν ἕ­να τε­λευ­ταῖ­ο φι­λί, τί­να­ξαν τὴν ἄμ­μο ἀ­πὸ τὰ πό­δια τους καὶ χώ­θη­καν στὶς σε­λί­δες τοῦ βι­βλί­ου Τρυ­φε­ρὴ εἶ­ναι ἡ νύ­χτα, πρὶν τὸ κλεί­σει ἡ μα­μὰ τοῦ Γι­αν­νά­κη. Ὁ Ἄ­σεν­μπαχ πλεύ­ρι­σε ἕ­ναν κύ­ριο στὴν ξα­πλώ­στρα ποὺ κρα­τοῦ­σε τὸν Θά­να­το στὴ Βε­νε­τί­α. Ὅ­σο γιὰ τὴν Ἔμ­μα, μά­ζε­ψε τὶς δαν­τέ­λες της, ἔ­κλει­σε τὸ ὀμ­πρε­λί­νο της, ἄ­φη­σε ἕ­να βα­θὺ σκο­τει­νὸ «ἄχ» καὶ βυθίστηκε στὴ Μαντὰμ Μποβαρύ, ποὺ  ἦ­ταν κά­τω ἀ­πὸ μιὰ κόκ­κι­νη ὀμ­πρέ­λα.

       Ἡ Κυ­ρί­α X, ἄ­ναυ­δη, ἔ­τρε­ξε νὰ ξε­φυλ­λί­σει τὸ δι­κό της βι­βλί­ο, γιὰ νὰ ἐ­λέγ­ξει ἂν ὅ­λοι οἱ ἥ­ρω­ές της ἦ­ταν στὴ θέ­ση τους. Ἀ­φοῦ σι­γου­ρεύ­τη­κε, ἑ­τοι­μά­στη­κε νὰ ἐ­πι­στρέ­φει, γιὰ νὰ συ­νέλ­θει.

       Λί­γα βή­μα­τα πιὸ κά­τω, «σκόν­τα­ψε» στὸ λευ­κὸ μαν­τί­λι τοῦ Ἄ­σεν­μπαχ.

ΠΗ­ΓΗ: Η ΚΥ­ΡΙ­Α Χ  (ΔΙ­Η­ΓΗ­ΜΑ­ΤΑ, ΣΟ­ΚΟ­ΛΗΣ, 2018).

ΚΑΛ­ΛΙ­Ο­ΠΗ Ε­ΞΑΡ­ΧΟΥ (ΔΡΑ­ΜΑ) ΣΠΟΥ­ΔΑ­ΣΕ ΓΑΛ­ΛΙ­ΚΗ ΦΙ­ΛΟ­ΛΟ­ΓΙ­Α ΣΤΟ ΑΠΘ. ΕΙ­ΝΑΙ Α­ΝΑ­ΠΛΗ­ΡΩ­ΤΡΙΑ ΚΑ­ΘΗ­ΓΗ­ΤΡΙΑ ΘΕ­Α­ΤΡΟ­ΛΟ­ΓΙ­ΑΣ ΣΤΟ ΤΜΗ­ΜΑ ΓΑΛ­ΛΙ­ΚΗΣ ΓΛΩΣ­ΣΑΣ ΚΑΙ ΦΙ­ΛΟ­ΛΟ­ΓΙ­ΑΣ ΤΟΥ Α.Π.Θ. Ε­ΧΕΙ ΕΚ­ΔΩ­ΣΕΙ Ε­ΠΙ­ΣΤΗ­ΜΟ­ΝΙ­ΚΕΣ ΜΕ­ΛΕ­ΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕ­Α­ΤΡΟ, ΘΕ­Α­ΤΡΙ­ΚΑ ΕΡ­ΓΑ ΚΑΙ ΠΟΙ­Η­ΤΙ­ΚΕΣ ΣΥΛ­ΛΟ­ΓΕΣ. ΠΡΟ­ΣΦΑ­ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙ­Α ΤΗΣ: ΔΗ­ΜΗ­ΤΡΗΣ ΔΗ­ΜΗ­ΤΡΙΑ­ΔΗΣ: ΤΟ ΘΕ­Α­ΤΡΟ ΤΟΥ ΑΝ­ΘΡΩ­ΠΙ­ΣΜΟΥ (ΜΕ­ΛΕ­ΤΗ, ΣΟ­ΚΟ­ΛΗ, 2016), ΜΑ­ΧΙ­ΜΑ ΧΕΙ­ΛΗ (ΠΟΙ­Η­ΣΗ, ΣΟ­ΚΟ­ΛΗ, 2014), Η ΚΥ­ΡΙ­Α Χ  (ΔΙ­Η­ΓΗ­ΜΑ­ΤΑ, ΣΟ­ΚΟ­ΛΗΣ, 2018) ΚΑΙ ΑΛ­ΛΑ.

https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Βόλος: Τι προβλέπεται για την σιδηροδρομική σύνδεση Βόλου – Λάρισας – Ποιο μεγάλο εργοστάσιο συνδέεται σιδηροδρομικά με τη γραμμή

Βόλος: Τι προβλέπεται για την σιδηροδρομική σύνδεση Βόλου – Λάρισας – Ποιο μεγάλο εργοστάσιο συνδέεται σιδηροδρομικά με τη γραμμή ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝ...