Παλιά Αγορά Ερμούπολης – Η οδός Χίου δεν είναι απλώς τα «Μανάβικα», αλλά πολύτιμο τοπόσημο της Σύρου
Στα 130 μέτρα από το πάλαι ποτέ Δημοτικό «Παντοπωλείο» μέχρι την έξοδο του μαρμαροσκέπαστου στενού στη θάλασσα τράφηκε (κυριολεκτικά και μεταφορικά) η συριανή κοινωνία και γράφτηκαν σημαντικές σελίδες της ιστορίας της πόλης – όχι μόνο της γαστρονομικής.
«Στη Χίου εκτός από τα μανάβικα έβρισκες παντός είδους μαγαζιά και πλανόδιους πωλητές, πλανόδιο μεσίτη και διεκπεραιωτές διοικητικών υποθέσεων. Μπακάλικα, χασάπικα, μπαρμπέρικα, τηγανιτζίδικα, ζαχαροπλαστείο, καφενεία, παγωτά και σούβλες με κοκορέτσια των οποίων η μυρωδιά σε συνόδευε και σου άνοιγε την όρεξη. Ιδιοκτήτες και εργαζόμενοι στα καταστήματα αυτά, με την ανάλογη περιβολή: Οι μανάβηδες με τις καρό ποδιές τους και τις τραγιάσκες τους, οι μπακάληδες με τις ρόμπες χρώματος λαδί και στο χέρι τη σέσουλα. Οι χασάπηδες με τις φαρδιές άσπρες ποδιές, κρεμασμένες από το λαιμό, που στο τέλος της μέρας είχαν πια χρώμα άλικο». Την εικόνα της Παλιάς Αγοράς της Ερμούπολης δίνει η 80χρονη σήμερα Ντίνα Συκουτρή (της ιστορικής λουκουμοποιίας Συκουτρή) προλογίζοντας μια εκδήλωση-γιορτή που γίνεται ταυτόχρονα τροφή για σκέψεις.
Η αναβίωση
Πρόκειται για την απόπειρα αναβίωσης της καθημερινότητας στα «Μανάβικα» -έτσι έλεγαν οι ντόπιοι μεταξύ τους την αγορά της οδού Χίου- για δυο μέρες (η δεύτερη ανοιχτή στους πάντες) σε εξωτερικό χώρο του συγκλονιστικού Μουσείου Κλωστοϋφαντουργίας Ερμούπολης - Hermoupolis Heritage. Δύσκολα βρίσκεις λέξεις να περιγράψεις πόσο βαθιά μίλησε στις καρδιές των επισκεπτών και επισκεπτριών αυτή η κοινή προσπάθεια του Μουσείου και αρκετών φίλων της συριανής γαστρονομίας, προσπάθεια που ενέπνευσε και ενέπλεξε στην οργάνωσή της ένα απίθανο μέγεθος εθελοντών και επαγγελματιών της τοπικής κοινότητας. Όλοι αυτοί μαζί πέτυχαν το ακατόρθωτο: να στήσουν ένα ολοζώντανο σκηνικό εποχής, προσεγμένο στη λεπτομέρεια, που καλοδέχτηκε τον κόσμο και τον ταξίδεψε σε αλλοτινούς καιρούς. Ανάμεσα στα πολύχρωμα λαχανικά, τα κοφίνια με τα ψάρια, τα τσιγκέλια με τις λούζες και τα ντόπια λουκάνικα με μάραθο, δίπλα στο αυγουλάδικο, το καρότσι του παγωτατζή, και τους άλλους έξοχους πάγκους με την αληθινή πραμάτεια, τοπικό κρασί έρεε άφθονο και τα τηγάνια έβγαζαν πατάτες, ψαράκι και κεφτέ -ζεστούς μεζέδες που συνήθιζαν να σερβίρουν στην αγορά οι παλιοί έμποροι. Την ίδια ώρα τα live ρεμπέτικα μετέτρεπαν τη βραδιά σε ένα γλέντι ατόφιο, πάνω από το χρόνο, αλλόκοτο και έξω-καρδιά, που φλέρταρε ταυτόχρονα το χθες και το σήμερα.
Τα πραγματικά «Μανάβικα»
Οι παθιασμένοι εθελοντές από τη μία και οι ουρές που σχημάτισε ο κόσμος για να ζήσει την πρωτότυπη δράση από την άλλη δείχνουν αν μη τι άλλο πως μια σημαντική μερίδα της συριανής κοινωνίας αντιλαμβάνεται την πολιτισμική παρακαταθήκη της Παλιάς Αγοράς της Ερμούπολης, η τύχη της οποίας τους είναι κάθε άλλο παρά αδιάφορη. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού ο δρόμος αυτός δεν είναι μόνο ψώνια, είναι συλλογική μνήμη και ταυτότητα. Σε τούτα τα εναπομείναντα 130 μέτρα από το σημείο του πάλαι ποτέ Δημοτικού «Παντοπωλείου» (ο αρχικός πυρήνας της αγοράς χτισμένος μεταξύ 1855-1866 είναι ο σημερινός κινηματογράφος Παλλάς) μέχρι την έξοδο του μαρμαροσκέπαστου στενού στη θάλασσα και το λιμάνι, τράφηκε (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ολόκληρη η συριανή κοινωνία, τόσο η ελίτ όσο και ο λαϊκός κόσμος. Εδώ από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα γενιές εμπόρων τροφίμων, οι οικογένειές τους και οι παρατρεχάμενοι μεγαλώνουν μαζί με τις γενιές της πελατείας τους σε ένα διαρκές αλισβερίσι 100 τόσων χρόνων, που μαζί με την αγοροπωλησία των «εδώδιμων και αποικιακών» περικλείει και όλα τα γυρίσματα του καιρού, συνδιαμορφώνει στάσεις, αντιλήψεις, πρακτικές και τελικά τρόπο ζωής. Στην οδό Χίου, το λεγόμενο «στομάχι της πόλης», η νεοκλασική, προπολεμική και μεταπολεμική Ερμούπολη είδε να γράφονται φωτεινές και λιγότερο φωτεινές σελίδες της ιστορίας της – προφανώς όχι μόνο της γαστρονομικής.
Προστασία και ανάδειξη
Σήμερα όμως ο χαρακτήρας της Παλιάς Αγοράς -πρωτίστως μιας αγοράς τροφίμων- φθίνει και θολώνει. Προς μεγάλη του χαρά βρίσκει κανείς εδώ ακόμη το παλιό μανάβικο, το χασάπικο, το ψαράδικο (Ρουσουνέλου, Δαλέζιου, Δεναξά) και έχει τη δυνατότητα να μπει σε ένα παντοπωλείο με όλα τα καλά της συριανής και κυκλαδίτικης γης (Πρέκας). Ιστορικά όμως μαγαζιά ξενοικιάζονται με αβέβαιη τη νέα τους χρήση. Μικροέμποροι λαχανικών, ψαριών, κρεάτων και μπακαλικάκια στενάζουν κάτω από την πίεση των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ και εγκαταλείπουν αποκαμωμένοι. Είναι καιρός να αναρωτηθούν σοβαρά πολιτεία και αυτοδιοικητικοί θεσμοί πώς προστατεύεται, υποστηρίζεται και αναδεικνύεται τούτο το πολύτιμο τοπόσημο μιας πόλης που κατάφερε να διατηρήσει σε πρωτοφανή έκταση τη φυσιογνωμία της. Να μην αφεθεί στη μοίρα του και στο έλεος των «νόμων της αγοράς», αφού «τι να κάνουμε, έτσι πάνε τα πράγματα». Άλλωστε, γενικά μιλώντας, ο χώρος δεν είναι μια στατική επιφάνεια όπου πάνω του συντελούνται κοινωνικές διεργασίες και συμβαίνει η ζωή. Ο χώρος είναι ένα διαρκές διακύβευμα, μια συνεχής διαπραγμάτευση μεταξύ διαφορετικών δυνάμεων που τον διεκδικούν για λογαριασμό τους, συχνά σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Μακάρι, η επιτυχία της αναβίωσης της Παλιάς Αγοράς από μια ταλαντούχα ομάδα αποφασιμένων εθελοντών να εμπνεύσει και να διευρύνει τις δυνάμεις εκείνες που θέλουν να κρατήσουν ακμαίο τούτο τον αυτόπτη μάρτυρα τόσων ετών συριανής γαστρονομικής κουλτούρας και ανθρώπινης επαφής, δίνοντάς του φρέσκια πνοή. Δεν πρόκειται για καμία απολύτως συντηρητική νοσταλγία κάποιου ασαφούς, ωραιοποιημένου παρλεθόντος. Πρόκειται για την ανάγκη διαφύλαξης ενός αναπόσπαστου κομματιού της φυσιογνωμίας, της μνήμης, της ταυτότητας και της ζωής της πόλης, από πολλές απόψεις εξίσου σημαντικού με άλλα κορυφαία μνημεία της.
https://www.ethnos.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου