Κυριακή 3 Μαρτίου 2024

ΤΟΤΕ ΠΟΥ Ο ΛΟΧΙΑΣ ΒΡΗΚΕ ΓΚΟΜΕΝΑ ( ΦΑΝΤΑΡΙΣΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ )

 ΤΟΤΕ ΠΟΥ Ο ΛΟΧΙΑΣ ΒΡΗΚΕ ΓΚΟΜΕΝΑ 

( ΦΑΝΤΑΡΙΣΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ )



















Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"

Φανταρίστικο μεν, δικό μου δε, από τη συλλογή διηγημάτων «Μετά την αποψίλωση», που είχε εκδοθεί από τη Σύγχρονη Εποχή επί Χαριλάου Τρικούπη. Σπάνια βάζω δικά  μου διηγήματα στο ιστολόγιο, αλλά σήμερα θα κάνω εξαίρεση. Φταίει όμως και ο φίλος μας ο Γιάννης Μαλλιαρός, που τις προάλλες με μάλωσε επειδή στη σελίδα -ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ υπήρχαν λινκ προς τον παλιό μου ιστότοπο, ο οποίος, από τις αρχές Φεβρουαρίου, δεν λειτουργεί. 

Δεν  ξέρω αν και πότε (και σε ποια, νέα ηλεδιεύθυνση) θα είναι πάλι διαθέσιμο όλο αυτό το υλικό που είχα στον παλιό μου ιστότοπο, αλλά προς το παρόν έφτιαξα μια καινούργια υπο-σελίδα, ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΜΟΥ ΒΙΒΛΙΑ, όπου μετέφερα, με κάποιες τροποποιήσεις, όσα είχε το λινκ που έπαψε να λειτουργεί. Κάνοντάς το αυτό, θυμήθηκα το παλιό μου βιβλίο «Μετά την αποψίλωση», όπου υπάρχει και το διήγημα που θα παρουσιάσω σήμερα. Έτσι κι αλλιώς, ήθελα σήμερα να βάλω κάτι εύθυμο. Οπότε, επιστρατεύω τον λοχία.

ΤΟΤΕ ΠΟΥ Ο ΛΟΧΙΑΣ ΒΡΗΚΕ ΓΚΟΜΕΝΑ

Ο μόνιμος λοχίας Πέτρος Μπότσαρης, πέρα απ’ το επίθετο, δεν είχε τίποτα κοινό με τον παλιό τον ένδοξο συνώνυμό του και, μάλλον δεν ήταν η συνωνυμία που τον έκανε να πάει για καριέρα στρατιωτική -άσε που, μεταξύ μας, ίσως και να μην την είχε καν υπόψη του. Το σίγουρο είναι πως το δοξασμένο επώνυμό του άλλο δεν του ‘χε προσφέρει πέρα απ’ το παρατσούκλι «ο οπλαρχηγός«, εφήμερο κι αυτό· κι εφήμερο, όχι επειδή του τό ‘βγαλε γραφιάς και θεωρήθηκε απ’ τους φαντάρους διανοουμενίστικο, όχι, αλλά απλούστατα διότι ο μόνιμος λοχίας Πέτρος Μπότσαρης ήταν ό,τι έπρεπε, παραγγελία, για να ονοματιστεί με το κοινότατο και τετριμμένο στους στρατώνες -μα εδώ ολότελα δικαιολογημένο- παρατσούκλι «το ούφο«. Και πριν καιρός πολύς περάσει, όλοι έτσι τον φωνάζαν, και μ’ όλες τις παραλλαγές που διαθέτει η φαντάρικη η γλώσσα, και τούρμπο, κι εξωγήινο, και ούφο με κεραίες και όλα τ’ άλλα που άσπλαχνα λεν οι φαντάροι, και μάλιστα δίχως να νιάζονται αν τους ακούει ή όχι ο κύριος λοχίας. Ότι ήταν ούφο ο λοχίας, ήταν, ωστόσο, άμα το καλοσκεφτεί κανείς, άλλου είδους ήταν στην αρχή και αλλιώς εξελίχτηκε.
     Ψηλός, θεόψηλος, λιγνός, με μακριά κανιά και χέρια ασυμμάζευτα, να περπατάει και να κουνιώνται πέρα δώθε από δικού τους, ο λοχίας, μικρό κεφάλι, μέτωπο στενό, χείλια μεγάλα, αράπικα, στόμα συνέχεια να χάσκει σε μιαν έκφραση μόνιμης και για τα πάντα απορίας, δεν ήτανε της προκοπής σουλούπι, όσο και να πεις· γρήγορα τα φαντάρια του ταιριάξανε και τ’ άλλο το χιλιοειπωμένο αστείο, πως είναι λέει πολυκατοικία εφταόροφη που’ χει το ρετιρέ της ακατοίκητο.
     Μια φορά, στην αρχή, ήταν άκακος κι αθώος, παιδάκι πράμα άλλωστε, στα είκοσί του, χαμένος μες την ξένη πόλη, πρώτη φορά του σε μονάδα. Σαν ήρθε δω και τονε βρήκαν νέο οι άλλοι οι αξιωματικοί, τονε φορτώσανε τις πιο απεχθείς γραφειοκρατικές δουλειές: υπασπιστήρια, διαχειρίσεις, περιοδικές καταστάσεις, υπηρεσίες, τον πήξανε στο χαρτομάνι· έτσι απόχασε και κείνο το λιγοστό νιονιό που ίσως είχε· δεν λέω, τον πρώτο καιρό κάπως προσπάθαγε να συμμαζώξει όλα τ’ ασυμμάζευτα, να βάλει κάποια τάξη στων συρταριών και στου κρανίου του το χάος, μέχρι που ‘μενε μέσα και ξενύχταγε, ίδρωνε, ξίδρωνε πάνω απ’ τα χαρτιά με δέκα φραπεδάκια την ημέρα και ο καψιμιτζής ο Σάββας, ο παλιός, να τον χρεώνει στο τεφτέρι κι άλλα τόσα.
     Ένα μήνα άντεξε, ύστερα έσπασε και τα παράτησε. Πάλι καλά που υπήρχε ο δικηγόρος ο γραφέας που, το παιδί, έχοντας εξ επαγγέλματος μανία με την ευταξία («το ξέρω ρε σειρά πως είναι χαζομάρα μου να σκάω, μα δεν αντέχω να τα βλέπω έτσι κουβάρι«), του διεκπεραίωνε τα απολύτως απαραίτητα, τ’ άλλα τα καταχώνιαζε ο Πέτρος σ’ ένα συρτάρι που αν και ξέχειλο το ‘χε μόνιμα κλειδωμένο μην και το δει ο διοικητής, και που ο εν λόγω δικηγόρος το ‘χε βγάλει «κουτί της Πανδώρας«, μια και περιείχε χίλιες δυο παλιές αμαρτίες, έγγραφα που ‘πρεπε να ‘χουν απαντηθεί εδώ και μήνες, πάγιες διαταγές τάχα μου χρήσιμες, εγκύκλιες, καταστάσεις, διαβιβαστικά και ό,τι άλλο μυστηριακό, ελπίζοντας -ο Πέτρος ο λοχίας- ότι στη γενική διοικητική επιθεώρηση που ακόμα ήταν ενδεχόμενο του απώτερου μέλλοντος θα ‘λειπε μ’ άδεια («την αναρρωτική την έχω στο τσεπάκι«, κόμπαζε, γιατί από στομάχι δεν τα πήγαινε καλά) κι έτσι θα γλίτωνε τη Νέμεση. Ελπίδες, δηλαδή.
     Έπαψε λοιπόν να ασχολείται μ’ οτιδήποτε και άρχισε αργός να περιφέρεται· στ’ ανάμεσα τον είχαν όλοι πάρει είδηση και τονε δούλευαν ομόψυχα, φαντάροι, δεκανείς, λοχίες, δόκιμοι, ανθυπασπιστές, αξιωματικοί, πολίτες, ιδιοκτήτες μπαρ, θαμώνες μπαρ, φοιτήτριες, εργαζόμενες, οικοκυρές κι υπάλληλοι του ΟΤΕ. Ο Σάββας ο παλιός του χρέωνε τριπλάσιους καφέδες από όσους έπινε, ο Τουφεξής, ο ντόπιος, του ‘δινε ραντεβού στην πόλη «να πάνε για γυναίκες» και τον έστηνε επί δίωρο στην κεντρική πλατεία, ο λοχίας ο έφεδρος, παιδί από τα λίγα, του ‘λεγε «Ρε συ, πάλι καλά που έχουμε και σένα και γελάμε και ξεχνάμε το στρατό» – πράγμα που ο Πέτρος το ‘παιρνε για κομπλιμάν– κι ο αθεόφοβος ο Φραγκιαδάκης τον είχε πείσει πως η κλειτορίδα της γυναίκας βρίσκεται, λέει, πίσω απ’ τ’ αφτί.


     Καθόμασταν ένα βραδάκι και τονε χαζεύαμε (ως αξιωματικό υπηρεσίας μάλιστα) να πηγαινοέρχεται ασκόπως στο στρατόπεδο, σκάει στα γέλια ο δικηγόρος ο γραφέας και μου λέει:
 Ρε συ, τώρα κατάλαβα πόσο σωστός είναι ο ορισμός που ‘χα ακούσει στο κέντρο για το ούφο: ‘Αγεται και φέρεται πέρα-δώθε, χωρίς να ξέρει ούτε τι κάνει, ούτε γιατί το κάνει. Για δες τον οπλαρχηγό, δεν του ταιριάζει γάντι;» Και πράγματι, γάντι του ταίριαζε.
     Εκείνο τον καιρό, είχε πιάσει άνοιξη για τα καλά κι ο Πέτρος ο λοχίας έψαχνε για γυναίκα αγωνιωδώς, από τ’ απόγευμα, πριν πέσει ο ήλιος, μέχρι τη νύχτα, ώρες τρεις και τέσσερις· έπαιρνε αράδα παμπ, καφετέριες, ντισκοτέκ, σκυλάδικα, κέντρα εξοχικά και ξενυχτάδικα, κέρναγε αδιακρίτως μπας και πιάσει τίποτα παρέες θηλυκές, ξόδευε αφειδώς -κι αδέξια- το μισθό του κι όλο χρεωμένος ήτανε, σε μια τιτάνια προσπάθεια να «δικτυωθεί«, όπως έλεγε. Στο μεταξύ, πήχτρα από γυναίκες ο τόπος, μέχρι και φαντάροι να ‘χουν πιάσει γνωριμίες και σχέσεις, ο δικός σου τίποτα, σαν το πήραν είδηση οι μάγκες πως εκεί πονάει, άρχισε άλλου είδους πανηγύρι.
 Τί έγινε ρε Πέτρο, ακόμα μόνος«;
 Δικτυώνομαι, ρε παιδιά, δικτυώνομαι, πού θα μου πάει«.
 Έτσι που δικτυώνεσαι εσύ, λοχία«, του ‘λεγε ο Τουφεξής ο ντόπιος, που διανυκτέρευε έξω κι είχε εποπτεία της νυχτερινής ζωής της πόλης, «γυναίκα δε θα δεις ούτε ζωγραφιστή«.
 Γιατί ρε, δεν είμαι στα μέσα και στα έξω στο Βράχο;» -Βράχος ήταν η πλέον θρυλική ντισκοτέκ-σκυλάδικο της πόλης.
 Ου, πολύ! εγώ, δυο φορές που πήγα, σε βρήκα πίσω από το μπαρ να ετοιμάζεις τα ποτά«!
 Ε, φίλοι είναι’ κι άμα βοηθάω καμιά φορά, τί πειράζει; ‘Ασε που τις καλύτερες γνωριμίες, στα μπαρ τις κάνεις«.
 Μπας και πλένεις και τα ποτήρια;» ρώταγε αθώα ο δηλητηριώδης Τζούβαλης. «Γιατί και με τη λάντζα, απ’ ότι άκουσα, γνωρίζεις πολύ κόσμο«.
 Όχι, γι’ αυτό έχουν άλλον«, αποκρινόταν ο Πέτρος, μην έχοντας αντιληφθεί το σαρκασμό. Κι έτσι πήγαινε το πράγμα.
     Όμως μια μέρα, είτε πλένοντας ποτήρια είτε όχι, σε ντισκοτέκ, σε μπαρ ή σε σκυλάδικο δεν ξέρουμε, ο Πετρής την έβγαλε τη γκόμενα. Πότε και πως, κανείς δεν ήτανε μπροστά να ξέρει, τους είδε όμως ένα Σαββατόβραδο ο δόκιμος μαζί, τον είδανε και κανα-δυο την Κυριακή και τη Δευτέρα είχε βουίξει η μονάδα. Και η λεγάμενη δεν ήταν όποια κι όποια, πάρα πολύ όμορφη μα και γνωστή στα στέκια, η Μαυροφόρα με τ’ όνομα όπως μας πληροφόρησε ο επαΐων Τουφεξής.
     Του δώσαμε συγχαρητήρια, τα πήρε καμαρώνοντας σα γύφτικο σκεπάρνι, μα λίγο αργότερα που είπε στον Σάββα τον παλιό να καθαρίσει μπρος στο καψιμί και του αποκρίθηκε και με το δίκιο του ο Σάββας:
 Είσαι σοβαρός«;
Ο Πέτρος ο λοχίας αντί γι’ απάντηση του κάνει:
Τέσσερις«,  μέρες κράτηση εννοώντας. Και το απόγευμα που ήταν μέσα ο λοχίας υπηρεσία, ποιος είδε το Θεό και δεν τονε φοβήθηκε: έριξε κράτηση σε πέντε άτομα που ήρθανε στο φαγητό χωρίς αρβύλες, και στέρηση εξόδου σ’ άλλους τρεις γιατί, λέει, ήταν αξύριστοι. «Τονε βάρεσε στο κεφάλι ο έρωτας αυτόν, θα του περάσει«, είπαμε και δε δώσαμε σημασία γιατί οι κρατήσεις ήτανε διήμερες κι η άλλη μέρα Τρίτη που έτσι κι αλλιώς έξοδο δεν είχε. Μόνο τ’ άλλο πρωί παραξενεύτηκε ο διοικητής σαν είδε τη μισή μονάδα ν’ αναφέρεται.
     Μα δεν του πέρασε. Βαράει περίεργα ο έρωτας τ’ άδεια κεφάλια. Από κείνη τη μέρα και μετά ο Μπότσαρης, με τον αντρισμό του πια δικαιωμένον, έγινε ούφο επίφοβο, άλλη δουλειά δεν έκανε, όλη μέρα, παρά να ψάχνει να ανακαλύψει «παραπτωματίες«· σαν δεν έβγαζε στη σέντρα δυο-τρία άτομα τη μέρα δεν ησύχαζε, και την Παρασκευή η ταρίφα έφτανε στα πέντε, γιατί τέτοια μέρα η κράτηση σε κλείνει μέσα Σαββατοκύριακο και πονάει πιο πολύ κι άμα του ‘λεγες τίποτα, «ό,τι προβλέπει ο κανονισμός«, σου απαντούσε.
     Κανονισμός και τρίχες. Μέσα στο στρατόπεδο, έτσι που είναι ο κανονισμός και με το που ανασαίνει ο φαντάρος διαπράττει ίσαμε δέκα «παραπτώματα«‘ κι έτσι όσο κι αν ήταν ο λοχίας λιγόμυαλος και του ξεφεύγαμε, στο τέλος όλο και κάποιον θα ‘βρισκε να αναφέρει -είχαμε βλέπεις κι άλλες δουλειές να κάνουμε απ’ το να παίζουμε το κρυφτούλι μαζί του. Και τότε καταλάβαμε τι εννοούσε σαν είχε πει παλιά, σε χρόνο ανύποπτο, μια φορά που τον δουλεύαμε για το θέμα της γυναίκας:
 Ρε σεις«, είχε πει, «άμα λύσω κι αυτό το πρόβλημα, τότε να δείτε τι αξιωματικός τέλειος θα γίνω«! Και βάδιζε προς την τελειότητα… Το χειρότερο είναι που κάτι παιδάκια από μας, θέλοντας να τα ‘χουνε καλά μαζί του που τους είχε φλομώσει στην κράτηση, αρχίσανε να κάνουνε τις χάρες στο λοχία, να τρέχουνε να του παίρνουνε τσιγάρα, να του παινεύουνε τη Μαυροφόρα (που κάθε νύχτα στο θάλαμο άκουγε η φτωχή τα μύρια όσα), να του ψήνουνε καφέδες κι άλλα -το άκρον άωτο της κατάντιας, που ‘λεγε κι ο Τζούβαλης, να πας να πιάσεις γλύψιμο το Μπότσαρη! ‘Αλλοι πάλι πήγαν να του μιλήσουν λογικά:
 Ρε Πέτρο και συ οπλίτης είσαι στα χαρτιά, τί σ’ έπιασε και κατάντησες χειρότερος κι από γαλονά; Εσένα το συμφέρο σου με τους φαντάρους είναι. Δες πόσες υπηρεσίες κάνεις εσύ και πόσες ο υπολοχαγός…» ίδρωνε να λέει ο δικηγόρος, ροδάνι η γλώσσα του εξ επαγγέλματος, τζίφος. Ο λοχίας, βράχος:
 Τα παραπτώματα αναφέρονται και τιμωρούνται«. Κι ούτε διακρίσεις έκαμνε: στη σέντρα έβγαζε όλο τον κόσμο, μα τον βρίζαν, μα τον γλείφαν, διότι «θαλαμοφύλακας ων εκάπνιζε» και «σκοπός ων ήτο ατημέλητος» και «εις τα εστιατόρια ων και εμού διατάξαντος να φορέσει το τζόκεϊ, ούτος απεκρίθη μιμηθείς την φωνήν του σκύλου (γαβγαβ)«‘ Και για να δεις πώς έρχονται καμιά φορά τα πράγματα ανάποδα, αρκεί να πω πως όχι μόνο ο διοικητής, μα κι ο υπολοχαγός ακόμα, ο υποδιοικητής, ο επιλεγόμενος και Μούργος, πολλές φορές έβρισκαν ανάξια λόγου τα παραπτώματα που ανάφερνε ο Πέτρος και δεν μας τιμωρούσανε παρά με περιορισμό ή και καθόλου, αλλά το πιο συχνό τις επικύρωναν τις καμπάνες· και βούιξε ο τόπος στο καμπανητό.
     Να ‘ναι τώρα μέρα Κυριακή που ο κόσμος τη γιορτάζει, να ‘χουνε βγει τα λύκεια μαζικά στην πλατεία για νυφοπάζαρο κι όλη η μονάδα να ‘μαστε μέσα από τα σύρματα, τιμωρημένοι απ’ το λοχία, να μας τρώει το μαράζι. Όλοι, λόγω τιμής, ακόμα κι ο Σάββας ο παλιός, αυτός με διήμερη φυλάκιση για ασέβεια -τον είχε πει (τι άλλο) ούφο. Έπνεε μένεα ο παλιός, αφού έβρισε επιμελώς τη Μαυροφόρα ως υπεύθυνη για του λοχία την τρέλα, δήλωσε βαρυσήμαντα:
 Εγώ, αυτόν θα τον σπάσω στο ξύλο«.
 Θα πας στρατοδικείο, ρε«.
 Αν απολυθώ, τότε θα τονε δείρω«.
 Αν απολυθείς, θα τονε ξεχάσεις«.
 Μη σκάτε ρε«, είπε ο Τουφεξής ο ντόπιος. «Βάζω εγώ δυο-τρεις οικοδόμοι, φίλοι μου, πολίτες, και του τη στήνουνε σε μια γωνία τη νύχτα και τονε διορθώνουνε«.
 Εγώ θα τονε κανονίσω αλλιώς«, απείλησε ο Νότης, που είχε θείο οδηγό στο ΓΕΣ, παναπεί μέσον από τα λίγα. «Θα πω να τονε μεταθέσουνε στη Λήμνο, και τότε να δούμε που θα βρίσκει γυναίκες, να τυρρανάει τους φαντάρους μετά«!
 Σιγά τα αίματα, ρε! Αν έχεις τέτοιο μέσο, πως έγινε και ήρθες Γκατζολία«;
 Εγώ σε δυο μηνάκια φεύγω με μετάθεση, Παπαδάκη. Εσύ να κοιτάς, που θα μείνεις με το ούφο το Μπότσαρη«!
 Ρε σεις, να του κάνουμε και μεις πόλεμο!» πρότεινε ο γραφέας του Εφοδιασμού, ο καταχθόνιος Τζούβαλης. «Τώρα που κλείνει το τρίμηνο, να του δόσουμε λάθος νούμερα για καύσιμα και τρόφιμα, να κάθεται δέκα μέρες να βγάλει άκρη«!
 Και μετά να τα διορθώνω εγώ θες να πεις! Ωραίος είσαι ρε Τζούβαλη!» παρέμβηκε ο δικηγόρος. «Μη νοιάζεστε ρε, απ’ αλλού θα τη βρει ο οπλαρχηγός. Χτες έφυγε με άδεια ο Παρασίδης ο δόκιμος«.
 Ε και;» είπαμε όλοι εν χορώ κι αποφανθήκαμε ότι ο δικηγόρος, απ’ την πολλή τη συναναστροφή με το λοχία, το δίχως άλλο κάπου είχε πειραχτεί, και κρίμα το παιδί.
     Δεν είχε όμως. Γιατί ο Πέτρος ο λοχίας, ξενυχτώντας κάθε βράδι με τη γκόμενα και γυρνώντας σπίτι του ώρα τέσσερις και πέντε που χαράζει, θα ‘ταν αδύνατο να σηκώνεται και να ‘ναι μέσα ώρα εφτά, αν δεν τον ξύπναγε ο δόκιμος ο Παρασίδης, που ήτανε γειτόνοι. Και με τον Παρασίδη σε άδεια… σαΐνι σου λέω ο δικηγόρος! Διότι, για ν’ απαιτείς να σου τηρούν τους κανονισμούς σα βαγγέλιο, κύριε λοχία, κάτι πρέπει να τηρείς και συ, έτσι για τα μάτια, όχι να μας έρχεσαι τρεις μέρες στη σειρά οχτώ η ώρα και να ωρύεται ο διοικητής: «Πού είναι πάλι κείνο το μουσκάρ«; Σαν τρίτωσε το κακό, του την άναψε: πέντε μέρες φυλακή.
     Ανάσταση έγινε στο λόχο· ο Πέτρος εκεί, πάλι να μοιράζει τιμωρίες, αδιόρθωτος. Το πλήρωσε όμως. Την άλλη μέρα, είναι η αλήθεια, δεν άργησε να ξυπνήσει παρά ελάχιστα. Ο οδηγός όμως ο Καπετάκης, που με το στάγερ κουβαλούσε στη μονάδα τους αξιωματικούς, άτομο εκδικητικό, τον είδε απ’ το καθρεφτάκι που έτρεχε να τους προλάβει στην πλατεία και, αναθυμούμενος τις φυλακές του, αντί να σταματήσει πάτησε το γκάζι. Έφτασε ο Πέτρος μέσα στη μονάδα τη χειρότερη ώρα: πάνω στην αναφορά.
 Πάλι καθυστερημένος, κύριε λοχία«;
 Το στομάχι μου, κύριε διοικητά«.
 ‘Αλλες πέντε μέρες φυλακή, κι έκτιση μέσα στο στρατόπεδο, να σου περάσει και το στομάχι«.
     Τον έσφαξε. Να την κοπανήσει δεν τόλμαγε· μ’ αυτά που είχε κάνει, όχι ένας και δυο, μα σύμπας ο λόχος θα τον κάρφωνε. Δυο μέρες, άντεξε στη δοκιμασία, έφερε ένα ράντζο και κοιμόταν μέσα στον Εφοδιασμό κι έλεγε κι ο Τζούβαλης ο αρμόδιος γραφέας «φέραμε κρέας μοσχαρίσιο, φρέσκο«, κι όλο στο τηλέφωνο ήταν και στα πίτσιπίτσι με τη Μαυροφόρα, η οποία, από δω τον είχε, από κει τον είχε, τον κατάφερε. Τη τρίτη μέρα κατά τας γραφάς, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, πηδά τα σύρματα ο Πέτρος ο λοχίας, υπάκουος στης καλής του τα κελεύσματα. Μας δίνει σήμα ο σκοπός.
 Θα τον καρφώσω!«, λέει ο Σάββας.
 Στο επίπεδό του θα πέσουμε ρε;» κάνω εγώ. «Ντροπή«.
 Εσείς οι μορφωμένοι«, λέει ο Φραγκιαδάκης, «όλο θεωρίες και φούμαρα είσαστε. Φυσικά και θα τον καρφώσουμε. Λίγα μας έκανε αυτός«;
 Πρώτον, έχει τρεις μέρες να βγάλει φαντάρο στην αναφορά. Μπορεί και να ‘βαλε μυαλό…«, κάνει ο δικηγόρος.
 -«…Και δεύτερο και κυριότερο, δεν είναι αντρίκειο«, συμπληρώνει ο λοχίας ο έφεδρος. «Κι άμα πέσει καμιά καρφωτή Σάββα και συ Φραγκιαδάκη, θα φάτε σκοπιά που θα ξεχάσετε πώς είναι η πλατεία
 Γιατί, σάμπως και τώρα τη βλέπουμε; Από φυλακή σε κράτηση μας πάει«, παραπονέθηκε ο Φραγκιαδάκης, υπάκουσε όμως.
     Κι έτσι την πρώτη νύχτα της κοπάνας αθωώθηκε ο Πέτρος. Τη δεύτερη όμως, που ξεψάρωτος το επανέλαβε, τον πέτυχε στην πόλη ο υποδιοικητής, ο Μούργος, ο οποίος Μούργος είχε ένα φαντάρο στο γραφείο του, βοηθό του, το Χαλκιά, που ο λοχίας τον είχε ρημάξει στις κρατήσεις κι έψαχνε αφορμή να του τη φέρει του λοχία για εκδίκηση, μην ανεχόμενος να τιμωρούν άλλοι «τα δικά του άτομα«. Την άλλη μέρα στην αναφορά βάρεσε η καμπάνα της Μητρόπολης:
 Δέκα μέρες φυλακή και περιορισμός εν τω στρατοπέδω«.
 Και να μπει και τηλεφωνητής υπηρεσίας«, συμπλήρωσε ο Μούργος ο πανούργος, «να μη τη κοπανάει«. Όπερ κι έγινε.
     Τούτη τη φορά ο Πέτρος ο λοχίας την έβγαλε στωικά την τιμωρία. Ούτε που δοκίμασε να βγει σκαστός, διαρκώς την άραζε στο ράντζο του κι ούτε παρατηρήσεις έκανε, ούτε ενοχλούσε, ούτε τίποτα, σπασμένος. Εμείς, μία γελούσαμε, μία τον λυπόμασταν, αλλά και τί να λυπηθείς από δαύτον; Η χαριστική η βολή ήρθε μετά τη λήξη της ποινής, θες από τη μακρόχρονη απουσία, θες που τον βαρέθηκε, τον απαράτησε τον Πέτρο η Μαυροφόρα. Λιώμα έγινε ο δύστυχος.
 Σαν πτώμα ζωντανό είναι ο δόλιος, σέρνεται«, είπε ο δικηγόρος.
 Κι άμα; Καλά να πάθει, να δει τη γλύκα που έχει η φυλακή, να δει πώς νιώθαμε κι εμείς όταν μας τιμώραγε«, του αποκρίθηκαν οι άλλοι που έβλεπαν το γεγονός σαν επιβεβαίωση της θείας δίκης.
 Δε λέω, ρε παιδιά, αλλά…» Και με παίρνει παράμερα και: «Ρε συ, πες με υπερβολικόν, αλλά φοβάμαι μήπως κάνει καμιά τρέλα… Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, ε»;
 Σιγά ρε Γιάννη«.
 Ρε συ παιδί πράμα είναι. Είκοσι χρονώ. Πρώτη φορά που είχε γυναίκα… το φοβάμαι σου λέω, μήπως…»
 Αυτοί δεν τα κάνουν αυτα«.
 Μακάρι να ‘χεις δίκιο ρε συ, αλλά έχω ένα προαίσθημα…»
 Σάματι νιώθει ν’ αυτοκτονήσει, ρε Γιάννη; Κι άμα πάει να κάνει τίποτα, που δε θα πάει, λάθος θα το κάνει«.
     Εν μέρει, δίκιο είχα.
     Ο Πέτρος πάγαινε από το κακό στο χειρότερο. Έκοψε και τις πολλές κουβέντες, κι όλο σκυφτός και σκοτεινός σερνόταν. Μια μέρα, ήτανε υπηρεσία. Από τ’ απόγευμα, δε φάνηκε. Κλειδώθηκε στο καμαράκι του αξιωματικού υπηρεσίας, το «αξυπάδικο« όπως το λένε οι φαντάροι, έβαλε το κασετόφωνο να παίζει τα καψούρικα και ως την ώρα της εξόδου δεν είχε ξεμυτίσει. Άλλο που δε θέλαμε εμείς, άνθρωπος δεν έμεινε μέσα κείνο το βράδι εξόν απ’ το σκοπό. Σα γυρίσαμε ώρα δώδεκα παρά, είδαμε την πόρτα του αξυπάδικου ακόμα κλειδωμένη και σκοτάδι μέσα. Μας ζώσανε τα μαύρα φίδια. Ρωτάμε το σκοπό, δεν τον είχε δει να βγαίνει καθόλου. Χτυπάμε, φωνάζουμε, τίποτα. Μαζωχτήκαμε ο δικηγόρος, ο λοχίας ο έφεδρος, ο Τζούβαλης κι εγώ, η γερουσία πα να πει, φέραμε και το δόκιμο το γιατρό, ήρθε κι ο Αλατζάς ο σιδεράς που κλειδαριά δεν του ‘χει αντισταθεί σ’ όλη τη Θράκη, ανοίγει, παγώσαμε! Ξερός ο Πέτρος πάνω στο ράντζο, δίπλα ένα μπουκαλάκι χάπια, άδειο. Ο δικηγόρος έπαθε. Τον Αλατζά τον πιτσιρίκο, τονε πήρανε τα ζουμιά. Τρέχει ο γιατρός, σκύβει, τον ψάχνει.
 Εντάξει ρε, συχάστε. Κοιμάται.» Κοιτάει το μπουκαλάκι απ’ τα χάπια. «Δε ξέρω πόσα είχε μέσα, αλλά αυτά εδώ είναι αδύνατα, παιδικάΚι όλα να τα πήρε, δεν τρέχει τίποτα«.
 Καμιά πλύση στομάχου, γιατρέ«;
 Δε συμφέρει, θα γίνει μαθευτό και σηκώνει ανάκριση μετά. Θα μπλέξει χειρότερα ο φουκαράς, αρκετούς μπελάδες έχει. Κοιτάτε δω τώρα: όπως τον βλέπω, μήτε αύριο το μεσημέρι δεν ξυπνάει, άμα πει τίποτα ο διοικητής, πείτε του πως αρρώστησε και του ‘δωσα εγώ ένεση υπνωτικιά και να με πάρει στο τηλέφωνο να του ξηγήσω. Πάω να το περάσω και στο βιβλίο, να ‘μαστε καλυμμένοι«.
     Φίνος ο γιατρός. Εμείς οι άλλοι συμφωνήσαμε -με όρκο- να μη μας ξεφύγει κουβέντα παραέξω για την απόπειρα, πουθενά. Τ’ άλλο πρωί ο διοικητής φώναξε μεν για «κείνο το μουσκάρ«, μα το κατάπιε το παραμύθι του γιατρού κι ένιωσε και φταίχτης που πιλάτευε άρρωστο άνθρωπο. Ο Πέτρος, τον ύπνο του δικαίου. Ξύπνησε τ’ άλλο απόγευμα αργά, ώρα εφτά. Σαν άνοιξε τα μάτια του, είδε πάνωθέ του το γιατρό, το δικηγόρο, το λοχία και μένα.
 Πού βρίσκομαι«;
 Στον 818 ΜΛΜ«, του κάνει ο δικηγόρος. «Στη Παράδεισο περίμενες να πας με τέτοια πράματα που κάνεις«;
     Σηκώθηκε, έφαγε κάτι, βγήκε έξω. Την άλλη μέρα το μεσημέρι μας φώναξε στο υπασπιστήριο, το λοχία, το Τζούβαλη και μένα. Ο δικηγόρος ήταν κιόλας εκεί.
 Ήθελα να σας μιλήσω, ρε σεις. Έκανα βλακείες, το παραδέχουμαι. Εσείς μου το λέγατε, ότι δεν έχω να μοιράσω τίποτα μαζί σας· τώρα το καταλαβαίνω. Θέλω να πείτε και στους άλλους, να σταματήσουμε τον πόλεμο, να πούμε, να ‘μαστε όπως παλιά ρε παιδιά, με τις πλάκες μας και τα ωραία μας. Εντάξει ρε σεις«;
 Εντάξει!» είπαμε. Και πήρανε τα πράματα τον πρωτινό τους το ρυθμό. Αν κι όχι απόλυτα· βέβαια οι νέοι οι φαντάροι, εκείνοι που ήρθανε μετά το επεισόδιο, τον Πέτρο τον πήραν, όπως κι εμείς πρώτα, στο κορόιδο, και μάλιστα τον φόρτωσαν και μ’ άλλα παρατσούκλια που ‘χαν κυκλοφορήσει στο ανάμεσα στο κέντρο και που εμείς κει πάνω δεν θα ξέραμε. Αλλά οι παλιότεροι, όσοι τον είχαν ζήσει και στις δυο τις φάσεις, και σαν αρνάκι και σαν σκύλο δαγκανιάρη, ύστερα που ξανάγινε άκακος δεν τον συγχώρεσαν: τον αποφεύγαν, το δούλεμά τους ήταν λιγοστό μα έσφαζε, του φτιάξαν και κάνα δυο ιστορίες με τους ισολογισμούς που πήγε να πάθει συγκοπή από τα ψεύτικα ελλείμματα. Όχι πως τονε κυνηγούσαν με φανατισμό· απλά, ευκαιρίας δοθείσης, δεν ξεχνάγαν.
     Γιατί, παρά τα όσα λένε για γκαμήλες και ελέφαντες, ον πιο μνησίκακο απ’ το φαντάρο δεν υπάρχει -μέχρι ν’ απολυθεί, εννοείται.

Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΕΦΕΤ: Σαλμονέλα σε καπνιστό σολωμό - Δείτε το προϊόν

  ΕΦΕΤ: Σαλμονέλα σε καπνιστό σολωμό - Δείτε το προϊόν Bigstock Μιχάλης Θερμόπουλος Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου 2024 15:08 Με σημερινή του ανακοί...