Για την ημέρα της ποίησης:
το σονέτο και το χάδι
Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου " Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία "
Σήμερα, 21 Μαρτίου, είναι η παγκόσμια μέρα της ποίησης, οπότε είπα να βάλω κάτι ποιητικό -να ξαναβάλω, πιο σωστά, μια και θα επαναλάβω, αλλά αρκετά αλλαγμένο, ένα άρθρο του 2012 με θέμα το σονέτο.
Το σονέτο είναι δεκατετράστιχο ποίημα που ακολουθεί συγκεκριμένους κανόνες ως προς το μέτρο και την ομοιοκαταληξία του, και είναι οργανωμένο σε δύο τετράστιχες στροφές και στη συνέχεια δύο τρίστιχες. Για την ακρίβεια, αυτή είναι η δομή του κλασικού, ιταλικού σονέτου, που το καλλιέργησε συστηματικά στην πατρίδα μας ο Λορέντζος Μαβίλης, ο ποιητής που σκοτώθηκε το 1912, μαχόμενος με τους ερυθροχίτωνες γαριβαλδινούς, εθελοντής στα 52 του, στον Δρίσκο, στους βαλκανικούς πολέμους. Ο Μαβίλης είναι ο κατεξοχήν Έλληνας σονετογράφος, παρόλο που σονέτα είχαν γραφτεί και πριν απ’ αυτόν, και φυσικά συνέχισαν να γράφονται μετά. Όμως αυτός καλλιέργησε με πολλή τέχνη και σχεδόν αποκλειστικά το δεκατετράστιχο ποίημα, αυτός το καθιέρωσε, δίνοντας ποιήματα που ακόμα και σήμερα είναι πολύ γνωστά. Ας βάλω ένα, την Ομορφιά.
ΟΜΟΡΦΙΑ
Σε σταυροδρόμια αγέλαστα, όπου σκλάβοι
της δουλειάς τυραγνιούνται στο λιοβόρι,
σαν κολασμένοι, εμπόροι και μαστόροι,
κι όλους, από το χτίστη ως το μανάβη,
Διάφορου δίψα μόνη τους ανάβει –
περνάς εσύ τόμου σκολάσεις κόρη, [τόμου = μόλις]
σαν περιστέρι, και το αγνό σου θώρι
τέλεια κάθε άλλη επιθυμιά τους παύει.
Μακριά από τ΄ ανθισμένα περιβόλια
και αφώτιστοι απ΄ της τέχνης την αχτίδα,
όμως για σε ξεχνούν κάθ΄ έγνοια δόλια
και ειρηνεμένοι σαν από άγια ελπίδα
σε καμαρώνουν μουρμουρίζοντάς σου·
«Η Παναγία, πιτσούνι μου, κοντά σου!»
Οι παλιοί, συχνά το γράφανε «σονέττο», ενώ κάτι λιγότεροι «σοννέτο». Το θέμα είναι βέβαια επουσιώδες, αλλά στο ιστολόγιο ασχολούμαστε και με την ορθογραφία. Από το 1976 και μετά, τις δάνειες λέξεις τις γράφουμε με τον απλούστερο τρόπο, ενώ παλιότερα γινόταν προσπάθεια η ορθογραφία να θυμίζει την λέξη όπως γραφόταν στη γλώσσα προέλευσης.
Ακριβώς η λέξη σονέτο δείχνει τα αδιέξοδα της άποψης που θέλει να γράφουμε τις δάνειες λέξεις «έτσι που να θυμίζουν την ξένη λέξη από την οποία προέρχονται». Διότι, το σονέτο, αν θεωρήσεις ότι το πήραμε από τα ιταλικά (όπου είναι sonetto, και τα διπλά σύμφωνα προφέρονται) θα το γράψεις «σονέττο», αν πάλι κρίνεις ότι το πήραμε από τα γαλλικά (όπου είναι sonnet) θα το γράψεις «σοννέτο», ενώ αν, όπως είναι και το πιθανότερο, το πήραμε από τα βενετικά, που δεν έχουν διπλά σύμφωνα (soneto) θα το γράψεις «σονέτο». Πρέπει δηλαδή να ξέρουμε όλες τις γλώσσες της Μεσογείου για να γράψουμε τη δική μας, κάτι που καταντάει παράνοια, γι’ αυτό και πολύ σωστά είπαμε, εδώ και 48 χρόνια, να γράφουμε όσο το δυνατόν απλούστερα τις δάνειες λέξεις. Λοιπόν σονέτο, κι ο Μαβίλης άλλωστε έτσι το έγραφε συνήθως, αν και ο Ηλίας Λάγιος προτιμούσε τη γραφή σονέττο, όπως φαίνεται σε αυτό το ποίημά του, όπου κρατάω την ορθογραφία του:
ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ ΘΑΥΜΑΤΟΠΟΙΟΣ
Ωστόσο, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι αυτή η κλασική, ιταλική διάρθρωση του σονέτου δεν είναι η μοναδική. Υπάρχει και το αγγλικό σονέτο, που είναι πάλι δεκατετράστιχο αλλά διαρθρώνεται σε τρία τετράστιχες στροφές και ένα καταληκτικό δίστιχο. Ο Σέξπιρ έγραψε πολλά περίφημα σονέτα, από τα οποία το γνωστότερο είναι μάλλον το Σονέτο 18, το Shall I compare thee to a summer day?
Shall I compare thee to a summer’s day?
Thou art more lovely and more temperate.
Rough winds do shake the darling buds of May,
And summer’s lease hath all too short a date.
Sometime too hot the eye of heaven shines,
And often is his gold complexion dimmed;
And every fair from fair sometime declines,
By chance, or nature’s changing course, untrimmed;
But thy eternal summer shall not fade,
Nor lose possession of that fair thou ow’st,
Nor shall death brag thou wand’rest in his shade,
When in eternal lines to Time thou grow’st.
So long as men can breathe, or eyes can see,
So long lives this, and this gives life to thee.
Στα ελληνικά, στη μετάφραση του Διονύση Καψάλη:
Πώς να σε πω — καλοκαιριάτικο πρωί;
Έχεις πιο εύκρατη μορφή, πιο ερασμία·
γνωρίζω ανέμους που κι ο Μάης φυλλορροεί,
τα καλοκαίρια έχουν πάντα προθεσμία.
Κάποτε καίει ο επουράνιος οφθαλμός
και της χροιάς του ο χρυσός συχνά θαμπώνει,
κάποιος μοιραίος του καιρού αναπαλμός
την ομορφιά της ομορφιάς απογυμνώνει.
Μα εσύ αιώνιο θα έχεις καλοκαίρι
κι η ομορφιά σου δεν θ’ απαλλοτριωθεί,
δεν θα επαίρεται ο Άδης πως σε ξέρει
καθώς θα γράφεσαι στου χρόνου την πληθύ.
Όσο ζουν άνθρωποι και βλέπουν θα γυρίζουν
σ’ αυτούς τους στίχους και ζωή θα σου χαρίζουν.
Είπαμε πως η λέξη σονέτο είναι δάνειο από τα ιταλικά ή τα βενετικά, όμως στα λεξικά βρίσκω ότι δεν είναι ιταλική η αρχή της λέξης, αλλά ανάγεται στο προβηγκιανό sonet, που είναι υποκοριστικό του son, το οποίο βέβαια σήμαινε και σημαίνει «ήχος», αλλά είχε και την ειδικότερη σημασία της ωδής, του τραγουδιού. Αρχικά δηλαδή το σονέτο σήμαινε «τραγουδάκι» και το sonet ήταν είδος τραγουδιού και μετά έφτασε να σημαίνει το σύντομο λυρικό ποίημα. Ο Jacopo da Lentini τον 13ο αιώνα τυποποίησε το σονέτο στη 14στιχη μορφή που ξέρουμε (2 τετράστιχα και 2 τρίστιχα), ενώ περίφημα ήταν τα σονέτα του Πετράρχη.
Εδώ το Σονέτο 82, σε μετάφραση Γιώργου Κεντρωτή (το πρωτότυπο εδώ).
Να σʼ αγαπώ ποτέ δεν με κουράζει, Δόννα,
κι ούτε θα με κουράσει για όσο θʼ ανασαίνω·
πλην έχω πια τον εαυτό μου μισημένο,
των δε δακρύων μου τα λούκια ώς το γόνα
μού φτάνουν. Σʼ έναν τάφο θέλω να με χώνα-
νε, και στο μάρμαρό του νά ʼχει χαραγμένο
ποιός μʼ έβαλε στο χώμα σκέλεθρο λυωμένο
και θύμα αγώνα ερωτικού εις τον αιώνα.
Αν, όθεν, μια καρδιά πιστή να βλέπεις χάμου
ποθείς (μα δίχως να την τυραννάς), σου μένει
-και πάρʼ την να τη λυπηθείς, Κυρά- η καρδιά μου.
Μα αν, πάλι, η περιφρόνησή σου δεν χορταίνει
με αυτό τον τρόπο, τότε ξέχνα τη δικιά μου –
στον Έρωτα θε νά ʼναι και σʼ εμέ δοσμένη.
Με την ευκαιρία, να πούμε ότι τα πρώτα σονέτα σε ελληνική γλώσσα είναι τα κυπριακά ερωτικά του 16ου αιώνα, ανώνυμων ποιητών, ενταγμένα στην πετραρχική παράδοση. Εδώ το Σονέτο 17:
Αν εν’ πικρός ο πόθος, γοιόν λαλούσιν, [γοιον = όπως]
πώς εν’ γλυκιά τα πάθη τα δικά του;
κι αν εν’ γλυκύς πώς εν σκλερή η καρδιά του;
κι αν εν’ σκλερός, πώς όλοι τον ποθούσιν;
Αδ δεν εν’ έμπιστός γοιόν τον θωρούσιν,
για τίντα να μετέχουνται μιτά του;
αν εν’ κι είναι φτηνός εις τα καλά του
γιατί παραπονούνται όσοι αγαπούσι;
Ανίσως και τον κάθαναν πληγώννη,
πώς δεν είναι μιτά του κακιωμένοι,
αμμ’ όλοι τ’ ακλουθούν όσους κορπώννει;
Έννοια γλυκιά με την πικριά σμιμένη
τους αγαπούν εις τούτον αποσώννει
και δεν νιώθουν πως ζουν αποθαμμένοι.
Ετυμολογικά λοιπόν, το σονέτο συγγενεύει με το τραγούδι, κάτι που το ήξεραν οι παλιότεροι ποιητές (οι προπολεμικοί, ας πούμε) και πολύ συχνά έλεγαν «τα τραγούδια μου» αντί για «τα ποιήματά μου». Σήμερα, που δεν διαβάζουμε αυτό που γράφουμε και που ζούμε στο βασίλειο της χασμωδίας (ας πούμε, γράφουμε και λέμε «δύο Ιουνίου» σαν να νιαουρίζουν οι γάτες του Ροσίνι), τα ποιήματα δεν τα λέμε τραγούδια.
Αυτό όμως το σονέτο του Βάρναλη είναι αρτιότατο, στα όρια της τελειότητας.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τραγουδάκι λοιπόν το σονέτο, μελωδία, από ένα υποκοριστικό του ήχου, σαν να λέμε «ηχάκι». Ηχάκι βέβαια δεν λέμε, αλλά λέμε χάδι, και το χάδι είναι το ελληνικό αντίστοιχο του σονέτου, αν το πάμε ετυμολογικά. Εξηγούμαι.
Η λέξη χάδι της νεοελληνικής γλώσσας ετυμολογείται από το μεσαιωνικό «ηχάδιον», που σήμαινε αρχικά «μελωδία, τραγούδι», και που είναι βέβαια υποκοριστικό της λ. ήχος. Ηχάδιον και ηχάδιν και χάδιν, ενώ από τη συνεκφορά των λέξεων «το ηχάδι» προήλθε, με ημιφωνοποίηση (tojxaδi) και μετάθεση του ημιφώνου ο τύπος «χάιδι» που μπορεί να έχει υποχωρήσει σήμερα αλλά μας άφησε το ρήμα, χαϊδεύω.
Αυτό το ηχάδι, οι Βυζαντινοί, επειδή δεν είχαν διαβάσει Σαββόπουλο που επιμένει ότι το η προφέρεται διαφορετικά από το ι, το έγραφαν και ιχάδιν ή ιχάδιον. Και όχι όποιοι κι όποιοι Βυζαντινοί, παρά κοτζάμ αυτοκράτορας Πορφυρογέννητος, στο βιβλίο του «Περί τελετών» λέει, για μια τελετή στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης: Καὶ μετὰ ταῦτα λέγουσιν οἱ κράκται ἰχάδιον· «Ἀνανά.» Ὁ λαός· «Ὅλος ὁ πόθος ὁ τῶν Ῥωμαίων.» Οἱ κράκται· «Νανά.» Ὁ λαός· «Εἰς ὑμᾶς ὁρᾶται, τοὺς εὐεργέτας.» Οἱ κράκται· «Νανά.» Εδώ δηλαδή το ιχάδιον θα πρέπει να ήταν κάτι σαν ψαλμωδία, σαν ρυθμικό σύνθημα που το τραγουδούσαν πολλοί μαζί ειδικά επιφορτισμένοι, οι «κράκται» και συνδιαλέγονταν με τον λαό στις κερκίδες του Ιπποδρόμου.
Αλλού, το ηχάδιν είναι τραγουδάκι. Και από το ρυθμικό νανούρισμα των μανάδων και το κανάκεμα των παιδιών με ηχάδια σιγά σιγά η λέξη έφτασε να σημαίνει όχι πια τη μελωδία αλλά το απαλό μητρικό άγγιγμα, τη θωπεία, και τελικά ό,τι λέμε σήμερα χάδι.
Οπότε το χάδι, που γεννήθηκε από το υποκοριστικό της λέξης «ήχος», είναι, ετυμολογικά μιλώντας, τριτοξάδερφο του σονέτου, που γεννήθηκε από το υποκοριστικό της αντίστοιχης λατινικής λέξης son.
Σονέτα βέβαια γράφονται και σήμερα. Κι ο Κώστας Κουτσουρέλης, στην εκδήλωση που είχε γίνει πριν από 13 χρόνια, που με αφορμή της είχε γραφτεί η αρχική μορφή αυτού του άρθρου, είχε υποστηρίξει, ίσως αιρετικά, ότι σήμερα γράφονται ωραιότερα σονέτα απ’ό,τι στην εποχη του Μαβίλη.
Ας κλείσουμε με μερικά σονέτα της τωρινής χιλιετίας. Aπό τη Σοφία Κολοτούρου:
ΤΡΙΛΙΖΑ
Μνήμη Ηλία Λάγιου
Και ζω πάντα την ίδια ιστορία:
σαν μυστικό μας δένει, γαϊτανάκι,
σε ένα κομπολόι, τον Ηλία,
τον Ααρών, τον Θάνο – σε λιγάκι
θα γράψει, με τα μάτια δακρυσμένα,
του ΦΠΨ το επόμενο πρωτάκι
τους στίχους από σένα κι από μένα
και κάποιο που τ’ αρέσει παντουμάκι.
Θα γράψει, μυστικά, στην τουαλέτα.
Θα τρέμει η ψυχούλα κομματάκι,
μα θα ‘ρθουν κάποιοι άλλοι, σαν ξεπέτα
που βάζουν κάποιο πρόστυχο στιχάκι
απάνω στης καρδιάς μας τα σονέτα
κι αδιάφορα τραβούν το καζανάκι.
Κι ένα ακόμα, από τον Ααρών Μνησιβιάδη (πρόκειται για ψευδώνυμο):
Ανέβηκε του θάνατου η αξία
σ’ ένα ημερονύχτιο ραγδαίως
βουβός ο ποιητής και πάντα νέος
μετρά τ’ απόθεμά του σ’ αμβροσία.
Πόση του μένει ακόμη αθανασία
στοχάζεται ενίοτε με δέος
καθώς στην αγορά σπεύδει ταχέως
ποντάροντας στην ίδια πελατεία.
Θα ρθουν κοντά του πάλι ν’ αγοράσουν
με νόμισμα παρήγορα ατόφιο
εκείνοι που φοβούνται να γεράσουν,
ν’ αφήσουν το κορμί τους κάπου ψόφιο
πληρώνοντας αδρά την αυταπάτη
πως είναι η ζωή τους ένα κάτι.
Ένα από τα «Σονέτα της Κυψέλης», του Γιάννη Χατζημανώλη, που το βρήκα στο ποιητικότατο σάιτ του Θάνου Γιαννούδη και του Ααρών Μνησιβιάδη «Κανονική ποίηση«.
Κυψέλη
Πενήντα χρόνια έζησ’ από τότε, δυο φορές…
Μια σπιθαμή δε μού ‘μεινε ματιών αν με στραγγίξεις.
Τα μάτια σου στο χρώμα τους άλλες πήραν στροφές,
μα μ’ ίδιο βλέμμα πάντα θα μ’ αγγίζεις.
Μάντηδες, μάγισσες και μαργαρίτες
μένουν ακόμα• μα σφραγισμένες στο ντουλάπι.
Όλα τους έχουν σάρισες αχές, μακρολογχίτες.
Όλοι δεν έχετε στο νου έναν σατράπη;
Δε μοιάζω πια με τους Θεούς
μήτε με όνειρο σκιάς •
Η φλόγα σβήνει και σβήνει τους καιρούς.
Ίσως θυμίζω πια ειδή μίας ιτιάς…
Απόκρημνες τριγύρω μου, ευωδιαστές αισθήσεις:
Καρδιά μου, άργησες να μου γυρίσεις.
Πολλά σονέτα έχει η συλλογή του Νίκου Γεωργόπουλου «Σπασμένο βέλος». Εδώ, ένα αγγλικό σονέτο (4-4-4-2) με αγγλικό τίτλο:
UNACCOMPANIED
Μικρό παιδί βγαλμένο απ’ τη φωτιά
στου Ασπροπύργου τρέχει τις αλάνες
τη μάνα του γυρεύει σ’ άλλες μάνες
πουλάει το κορμί του τρυφερά.
Για τον Τζαμίλ ο χρόνος προσπερνά
στ’ αλήθεια μάλλον τώρα δεν υπάρχει
με θίασο χωρίς τον θιασάρχη
να παίζει στην παλιά του γειτονιά.
Τη μέρα κρύβεται σε φορτηγά
και ψάχνει άσυλο να βρει στο δρόμο
στο διάβα του έχει πάντα αστυνόμο
και στα όνειρά του κάνει μαγικά.
Unaccompanied from Aleppo γράφει
ο φάκελος στο δεύτερο το ράφι.
Και κλείνω με ένα δικό μας. Όχι δικό μου, εγώ σονέτο δεν έχω ακόμ’ αξιωθεί να γράψω. Του φίλου μας του Πέπε ένα σονέτο, που το είχε προσθέσει ως σχόλιο στο παλιό εκείνο άρθρο, όταν το ανακάλυψε τυχαία -σατιρικό, για μιαν αναποδιά που του’χε τύχει στο ηλεμάθημα.
Η ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΟΥ WEBEX (2023)
Μου είπαν: Δώσε διεύθυνση e-τάξης.
Μη σε γελάση ο ήλιος ο λαμπρός:
αύριο, σαν θα ψυχράνη ο καιρός,
από το σπίτι πάλι θα διδάξης.
Στον υπολογιστή μου, τον καμένο
από τα πέρσι, μάταια αναζητώ
τη διεύθυνση. Δε μου μιλεί! Κι εγώ
ξέχασα πια στο Webex πώς να μπαίνω.
Δεν έχει -αλί!- πια δρόμο να βαδίσω
ως τον ψηφιακό μου προορισμό.
Της μνήμης μοναχά μιαν ατραπό
βρίσκω να με γυρίσει πάλι πίσω
την περασμένη μου για ν’ αντικρίσω
e-τάξη, που από χρόνια νοσταλγώ.
Στα σχόλιά σας θα προσθέσετε ασφαλώς, κι άλλα ποιήματα, κι άλλα σονέτα. Το άρθρο κλείνει, μ’ ένα χάδι απαλό. Και τα συστήματα αφάνισέ τα.
Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου " Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου