ΣΤΟΝ ΠΑΤΟ ΤΟΥ ΒΑΡΕΛΙΟΥ
Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"
Πριν από καμιά δεκαριά μέρες, ο πρωθυπουργός, σχολιάζοντας τις αγροτικές κινητοποιήσεις, υποσχέθηκε: Σε κάθε περίπτωση αποτελεί προτεραιότητα για εμάς να στηρίξουμε την ανταγωνιστικότητα του πρωτογενούς τομέα και το αγροτικό εισόδημα. Και γι’αυτο θα ξύσουμε τον πάτο του βαρελιού για να μειώσουμε τους παράγοντες κόστους της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο πρωθυπουργός υπόσχεται ότι θα επιδοθεί σε αυτή την περίεργη άσκηση. Τον Οκτώβριο που μας πέρασε, σε τηλεοπτική συνέντευξη, είχε πει: «Δεσμεύομαι ότι θα ξύσω τον πάτο του βαρελιού», προκειμένου να στηρίξει τους πιο αδύνατους πολίτες.
Η έκφραση ακούγεται τα τελευταία χρόνια, θα έλεγα μάλιστα τα τελευταία λίγα χρόνια, σε τούτη τη δεκαετία -αν και είναι πιθανό να πέφτω έξω. Σε κανένα από τα μεγάλα λεξικά μας δεν τη βρήκα, ούτε στο ηλεκτρονικό ΜΗΛΝΕΓ, ούτε καν στο Βικιλεξικό, το οποίο συχνά αποδεικνύεται να έχει τα πιο γρήγορα ανακλαστικά, έστω κι αν κάποτε η εγκυρότητά του χωλαίνει. Οπότε, έχει αξία να καταγράψουμε, έστω κι εδώ, αυτόν τον νεοφανή αστέρα -θα λέγαμε «τον νεολογισμό» αν και ο όρος αυτός συνήθως χρησιμοποιείται για λέξεις.
Αν στηριχτούμε στα δύο παραθέματα του κ. Μητσοτάκη, όταν δεσμεύεται ότι θα ξύσει τον πάτο του βαρελιού για να στηρίξει τους ασθενέστερους πρέπει να σημαίνει πως υπόσχεται ότι, παρόλο που οι πόροι είναι περιορισμένοι, θα καταβάλει κάθε προσπάθεια, θα επιστρατεύσει κάθε πόρο για να το καταφέρει.
Αλλά, τον πάτο του βαρελιού; Τις περισσότερες φορές το βαρέλι φέρνει στο μυαλό μας τα βαρέλια του κρασιού, όπως ήταν αραδιασμένα το ένα πλάι στο άλλο στις παλιές ταβέρνες -βέβαια, ένα τέτοιο βαρέλι δεν έχει πάτο, όχι επειδή μοιάζει με τον πίθο των Δαναΐδων αλλ’ επειδή είναι πλαγιασμένο.
Ωστόσο, στα μπακάλικα, σε βαρέλι έχουν τη φέτα ή διάφορα αλίπαστα, οπότε εκεί το βαρέλι είναι όρθιο και έχει πάτο.
Η έκφραση υπάρχει στα αγγλικά, και ο πρωθυπουργός από εκεί τη μετέφερε στα ελληνικά, αν και δεν θα είναι μάλλον ο πρώτος που τη μετέφερε. Η αγγλική έκφραση είναι to scrape the bottom of the barrel, όμως στα αγγλικά η σημασία της είναι κάπως διαφορετική -ας πούμε, στον ιστότοπο των λεξικών του Cambridge βρίσκω τον ορισμό to use the worst people or things because that is all that is available -χρησιμοποιώ ανθρώπους ή πράγματα δεύτερης διαλογής επειδή δεν έχουν απομείνει καλύτερα. Και την παραδειγματική φράση: Richard’s in the team? You really are scraping the bottom of the barrel! Κανονικά ο Ρίτσαρντ είναι εξωφυλαρούχας, αλλά η ομάδα έχει πολλές απουσίες κι έτσι αναγκάστηκε να τον επιστρατεύσει κι αυτόν.
Επειδή την έκφραση τη χρησιμοποίησε ο Κ. Μητσοτάκης, την έχουν ήδη σχολιάσει αρκετοί. Σε μια ηλεφημερίδα της Ηλείας βρίσκω μια στήλη που φαίνεται να προσεγγίζει τα πράγματα με πνεύμα παρόμοιο με το δικό μου, διότι ξεκινάει γνώριμα: Όλες οι λέξεις, όπως και οι φράσεις, έχουν τη δική τους ιστορία. Τη δική τους καταγωγή.
Και συνεχίζει ο συντάκτης: Η φράση «ξύνω τον πάτο του βαρελιού» έλκει την καταγωγή της από την Αμερική και χρονολογείται από τα 1800, όταν οι άνθρωποι αποθήκευαν κρέατα και ευπαθή τρόφιμα σε βαρέλια γεμάτα με αλατισμένο νερό.Ωστόσο, η μεταφορική χρήση της φράσης ξεκίνησε στη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης του 1929 και περιέγραφε την ένδεια και την απόγνωση εκατομμυρίων ανθρώπων, οι οποίοι βίωναν τα μακροχρόνια αποτελέσματα της οικονομικής καταστροφής. Τότε λοιπόν ήταν αναγκασμένοι να ξύνουν τον πάτο του βαρελιού για να βρουν και το τελευταίο κατακάθι για να φάνε.
Σε γενικές γραμμές, έτσι πρέπει να γεννήθηκε η φράση. Ασφαλώς το παστό κρέας ή το τυρί ή ό,τι άλλο βρίσκεται στον πάτο του βαρελιού θα είναι δεύτερης ποιότητας, ίσως ακόμα και ακατάλληλο προς κατανάλωση.
Να λεξιλογήσουμε όμως για το βαρέλι. Είδαμε πως στα αγγλικά είναι barrel, όχι επειδή «όλα από εμάς τα πήρανε» όπως θέλει η ελληναράδικη φράση, αλλά επειδή κι εμείς και οι Άγγλοι τα πήραμε από κοινή πηγή. Στα γαλλικά είναι baril, στα ιταλικά barile, με ετυμολογία αβέβαιη όπως λέει το ιταλικό ετυμολογικό λεξικό. Στα μεσαιωνικά ελληνικά καταγράφεται ο τύπος βαρίλιον/βαρίλλιον, από κάποιο μεσαιωνικό λατινικό barillus. Από εκεί το βαρέλι, η βαρέλα και το βαρελόπουλο και στα νεότερα ελληνικά το βαρελάκι.
Το βαρέλι είναι κοντόχοντρο, οπότε έχει χρησιμοποιηθεί χλευαστικά για παχύσαρκους ανθρώπους -θυμάμαι πως στο δημοτικό λέγαμε, για κάποιον ευτραφή συμμαθητή μας, «Χοντρέλα, βαρέλα γεμάτο κρασί / Ελάτε να πιούμε όλοι μαζί». Χοντρέλα, χοντροβάρελο, τέτοια χοντροφοβικά λέγαμε.
Υπάρχει ακόμα και η παροιμία «κολιός και κολιός από το ίδιο βαρέλι», όταν δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε κάποιους, και ιδίως όταν κανείς σε μια ομάδα δεν είναι καλύτερος (όπως λέμε: όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη/μύτη έχουν). Κάποτε βρίσκουμε και τη φράση: Σαν κολιοί στο βαρέλι, ως δηλωτικό μεγάλου συνωστισμού.
Βαρελάκια λέγεται το παιδικό παιχνίδι που το ένα παιδί σκύβει και μαζεύεται και το άλλο πηδάει απο πάνω του, αλλά βαρελάκια είναι και εξάρτημα που έχουν οι μουσικοί -περιμένω να μου πείτε περισσότερα εσείς. Σκόρπια θυμάμαι και τους βαρελόφρονες, τους μεθύστακες που γελοιογραφούσε στο Ρομάντζο ο Αρχέλαος, ίσως και ο Χριστοδούλου -είχαν και Κόμμα Βαρελοφρόνων, υποτίθεται. Έχουμε βέβαια και το βαρελίσιο κρασί (και όχι εμφιαλωμένο) ή τη βαρελίσια φέτα (και όχι του δοχείου).
Λένε ότι το μεγαλύτερο βαρέλι του κόσμου (ή της Ευρώπης; ) είναι εκείνο που υπάρχει στο κάστρο της Χαϊδελβέργης -δεν θυμάμαι τον όγκο του όμως και βαριέμαι να ψάξω. Θυμάμαι επίσης ότι μερικές παλιές ατζέντες είχαν και μια ενότητα που έδιναν γεωμετρικούς τύπους και ανάμεσά τους ένας αρκετά περίπλοκος ήταν ο τύπος που υπολόγιζε τον όγκο του βαρελιού (γενικώς, όχι μόνο της Χαϊδελβέργης).
Φτάσαμε κι εμείς στον πάτο του λεξιλογικού μας βαρελιού -και σταματάμε εδώ. Όσο για τους ασθενέστερους ή για τους αγρότες, θα πρέπει φαίνεται να περιοριστούν στα κατακάθια, σε ό,τι έχει περισσέψει στον πάτο του βαρελιού, σε χαμηλές προσδοκίες, στα διάφορα πάσα, στα Μαράτα. Τον αφρό του βαρελιού, βλέπετε, τον έχουν καπαρώσει άλλοι…
Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου