Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023

Ντί­νο Μπου­τζά­τι (Dino Buzzati): Ὁ­λι­κὴ ἀμ­φι­σβή­τη­ση

 Ντί­νο Μπου­τζά­τι (Dino Buzzati)

Ὁ­λι­κὴ ἀμ­φι­σβή­τη­ση

Ντί­νο Μπου­τζά­τι (Dino Buzzati)

planodion

Σεπτ. 15

Ὁ­λι­κὴ ἀμ­φι­σβή­τη­ση

(Contestazione globale)

ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ τῶν συν­τα­ξι­ού­χων, ἕ­νας γέ­ρος ἀ­σφα­λι­στι­κὸς ὑ­πάλ­λη­λος ποὺ τὸν λέ­γαν Μον­τέ­στο Σβάμ­πα, ζή­τη­σε τὸ λό­γο.

       «Ἀ­γα­πη­τοί φί­λοι, ὅ­λοι ξέ­ρε­τε τί συμ­βαί­νει τώ­ρα στὸν κό­σμο. Πρό­κει­ται γιὰ κά­τι και­νούρ­γιο καὶ κα­τα­πλη­χτι­κὸ ποὺ δὲν ἔ­χει ξα­να­γί­νει. Δὲν ἔ­χει κα­μιὰ ση­μα­σί­α ποὺ εἴ­μα­στε στὴ δύ­ση τῆς ζω­ῆς μας, ἀν­τι­θέ­τως, γιὰ αὐ­τὸν ἀ­κρι­βῶς τὸ λό­γο, ὅ,τι γί­νε­ται μπο­ρεῖ καὶ πρέ­πει νὰ μᾶς χρη­σι­μεύ­σει ὡς πα­ρά­δειγ­μα.»

       Ἕ­να βου­η­τὸ ποὺ δή­λω­νε ἀ­πο­ρί­α κι ἀ­μη­χα­νί­α ὑ­ψώ­θη­κε στὴν αἴ­θου­σα ὅ­που βρί­σκον­ταν του­λά­χι­στον δε­κα­πέν­τε χι­λιά­δες  “Μα­θου­σά­λες”. Τί εἴ­δους ἀ­νο­η­σί­ες ξε­στό­μι­ζε ὁ γε­ρὸ-Σβάμ­πα, ποὺ ἦ­ταν συ­νη­θι­σμέ­νος νὰ ζω­η­ρεύ­ει μὲ τὶς πιὸ ἀλ­λό­κο­τες προ­τά­σεις τὶς ἐ­τή­σι­ες συγ­κεν­τρώ­σεις; Ὡ­στό­σο, δὲν τὸν δι­έ­κο­ψε κα­νείς.

       «Τὸ και­νούρ­γιο δε­δο­μέ­νο στὴν ἱ­στο­ρί­α, ἀ­π’ ὅ,­τι φαί­νε­ται, εἶ­ναι τὸ ἑ­ξῆς. Ἀρ­κεῖ ἡ ἀ­πο­φα­σι­στι­κὴ κί­νη­ση με­ρι­κῶν χι­λιά­δων θαρ­ρα­λέ­ων καὶ βί­αι­ων νε­α­ρῶν, κα­τὰ τὰ ἄλ­λα ἄ­ο­πλων, γιὰ νὰ φέ­ρουν σὲ κρί­ση τὴν κυ­βέρ­νη­ση ἑ­νὸς ἰ­σχυ­ροῦ ἔ­θνους δε­κά­δων καὶ δε­κά­δων ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων κα­τοί­κων. Κι αὐ­τὸ τὸ κα­τα­φέρ­νουν για­τί ἔ­χουν κοι­νὴ βού­λη­ση καὶ στα­θε­ρό­τη­τα στὸ σκο­πό τους. Θὰ μοῦ πεῖ­τε: ἡ ἀ­στυ­νο­μί­α, ἡ δι­οί­κη­ση, τὰ σώ­μα­τα ἀ­σφα­λεί­ας. Εἴ­δα­τε πό­σο με­τρᾶ­νε! Οἱ πιὸ αὐ­ταρ­χι­κοὶ καὶ ἀ­λα­ζο­νι­κοὶ πο­λι­τι­κοὶ μπρο­στά σε αὐ­τὸ τὸ κύ­μα νε­ό­τη­τας ποὺ δὲν δι­α­θέ­τει, πα­ρό­λα αὐ­τά, οὔ­τε ἅρ­μα­τα μά­χης, οὔ­τε ἀ­ε­ρο­πλά­να, οὔ­τε βόμ­βες, οὔ­τε κὰν σου­γιά­δες, κα­τέ­βα­σαν τὰ βρα­κιά τους, καὶ συγ­χω­ρέ­στε με γιὰ τὴν ἄ­κομ­ψη ἔκ­φρα­ση.»

       «Και τί θέ­λουν αὐ­τοὶ οἱ νε­α­ροί;» συ­νέ­χι­σε ὁ Σβάμ­πα, ὁρ­μη­τι­κός, πρὶν ἀ­κό­μα κα­νεὶς βρεῖ τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ δι­α­φω­νή­σει μα­ζί του. «Τί θέ­λουν; Τί ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν; Ὁ σκο­πός τους εἶ­ναι πο­λὺ ξε­κά­θα­ρος: ὁ­λι­κὴ ἀμ­φι­σβή­τη­ση. Θέ­λουν ἂν δι­α­λύ­σουν ὅ­λα αὐ­τὰ ποὺ σή­με­ρα εἶ­ναι ὁ σκε­λε­τός, ἐν­δε­χο­μέ­νως σά­πιος, τῆς κοι­νω­νί­ας, τὸν χω­ρι­σμό της σὲ τά­ξεις, τὶς ἀ­δι­κί­ες, τὸ ψέ­μα, τὶς ἀ­πάν­θρω­πες συν­θῆ­κες ἐρ­γα­σί­ας, τὰ προ­νό­μια, τὴν σκλα­βιὰ τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ ἐν­τάσ­σε­ται, ὅ­πως λέ­νε οἱ ἴ­διοι, σὲ ἕ­ναν μη­χα­νο­ποι­η­μέ­νο κό­σμο, κα­τα­πι­ε­στι­κό, ἰ­σο­πε­δω­τι­κό, ποὺ κυ­ρι­αρ­χεῖ­ται ἀ­πὸ σκο­νι­σμέ­να ἀ­πο­λι­θώ­μα­τα, πιὸ πα­λιὰ ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Καὶ θὰ τὰ κα­τα­φέ­ρουν, νὰ εἶ­στε σί­γου­ροι πὼς θὰ τὰ κα­τα­φέ­ρουν. Πεῖ­τε μου, μὲ ποιόν τρό­πο μπο­ροῦ­με νὰ τοὺς στα­μα­τή­σου­με;»

       Πῆ­ρε ἀ­νά­σα, ἔ­πε­σε πα­ρά­ξε­νη σι­ω­πή. Τὸν κοι­τοῦ­σαν ὅ­λοι κα­τα­πλη­χτοι.

       «Μά εἶ­ναι νέ­οι!», ξα­νάρ­χι­σε. «Πα­ρό­λο τὶς κα­λές τους προ­θέ­σεις, δὲν μπο­ροῦν νὰ γνω­ρί­ζουν τὴν ζω­ή. Ἐ­μεῖς, ἀν­τι­θέ­τως, δυ­στυ­χῶς τὴν γνω­ρί­ζου­με. Αὐ­τοὶ μά­χον­ται γιὰ ἕ­να ἰ­δα­νι­κό, τρε­λὸ καὶ ἀ­κα­θό­ρι­στο ἴ­σως, ὡ­στό­σο συ­ναρ­πα­στι­κό. Ἀλ­λά, σᾶς ρω­τῶ, εἶ­ναι, πραγ­μα­τι­κά, ὁ­λι­κὴ ἡ ἀμ­φι­σβή­τη­σή τους; Για­τί, ἀ­φοῦ δι­α­θέ­τουν ἀ­κα­τα­νί­κη­τη δύ­να­μη ἐ­πι­βο­λῆς, δὲν τὴν στρέ­φουν ἐ­ναν­τί­ον τοῦ χει­ρό­τε­ρου κα­κοῦ των ἀν­θρώ­πων; Τί σό­ι ἀμ­φι­σβή­τη­ση εἶ­ναι αὐ­τή, ἂν ἀ­δι­α­φο­ρεῖ γιὰ τὴν πιὸ τρο­με­ρὴ ἀ­δι­κί­α; Για­τί δὲν βά­ζουν τὸν θά­να­το στὸ πρῶ­το πλά­νο αὐ­τῆς τῆς ὁ­λι­κῆς ἀμ­φι­σβή­τη­σης; Μό­νο κοι­νω­νι­κὲς ἀ­νι­σό­τη­τες, ὑ­πο­δού­λω­ση τῶν μα­ζῶν, καὶ ἀ­κα­δη­μαϊ­κὲς με­ταρ­ρυθ­μί­σεις! Ὁ θά­να­τος, αὐ­τὸς βέ­βαι­α εἶ­ναι ἡ μά­στι­γα ποὺ προ­σβάλ­λει, ἀ­π’ τὴν ἀρ­χὴ τοῦ χρό­νου, τὴν ἱ­στο­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που.»

       Ἀ­κού­στη­καν σκόρ­πια γε­λά­κια. Ἀ­κού­στη­κε ἀ­κό­μη κι ἕ­να σφύ­ριγ­μα. Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ἔ­μει­ναν σι­ω­πη­λοί. Κρε­μόν­του­σαν ἀ­πὸ τὰ χεί­λη τοῦ Σβάμ­πα.

       Πού, ἀ­μέ­σως με­τά, εἶ­πε: «Μὰ μπο­ροῦ­με νὰ ἀ­παι­τή­σου­με ἀ­πὸ αὐ­τούς, ποὺ δὲν ἔ­χουν βγεῖ κα­λὰ-κα­λὰ ἀ­πὸ τὸ αὐ­γό τους, ὑ­πέ­ρο­χοι νε­α­νί­σκοι, ἂν θέ­λε­τε, μὰ ἀ­να­πό­φευ­κτα ἄ­πει­ροι καὶ ἀ­δα­εῖς νὰ ὑ­πο­βάλ­λουν αὐ­τὸ τὸ ὑ­πέρ­τα­το αἴ­τη­μα; Μπο­ροῦ­με νὰ τρέ­φου­με αὐ­τα­πά­τες ὅ­τι αὐ­τοὶ θὰ ἀμ­φι­σβη­τή­σουν, καὶ θὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νουν, τὸν πιὸ θλι­βε­ρὸ νό­μο ποὺ ἔ­χει κυ­βερ­νή­σει ἀ­νε­λέ­η­τα τὸν κό­σμο;

       »Ὦ, ἀ­γα­πη­τοὶ φί­λοι, ἀν­τι­λαμ­βά­νε­στε τί θαυ­μά­σια εὐ­και­ρί­α πα­ρου­σι­ά­ζε­ται σὲ μᾶς, τοὺς παπ­ποῦ­δες, τοὺς πρὸ-παπ­ποῦ­δες ὅ­σο εἴ­μα­στε ἀ­κό­μα ζων­τα­νοὶ καὶ κύ­ριοι τοῦ ἐ­αυ­τοῦ μας; Ἀρ­κεῖ μιὰ πα­ρα­δειγ­μα­τι­κὴ κί­νη­ση καὶ ἑ­κα­τομ­μύ­ρια πλά­σμα­τα στὴ δύ­ση τῆς ζω­ῆς τους θὰ ἑ­νω­θοῦν μὲ μᾶς. Ἀν­τι­λαμ­βά­νε­στε ὅ­τι εἶ­ναι στὸ χέ­ρι μας νὰ ἀλ­λά­ξου­με ρι­ζι­κὰ τὸν ροῦ τῆς ἱ­στο­ρί­ας; Κα­τά­λη­ψη! Κα­τά­λη­ψη! Κα­τά­λη­ψη στὰ νο­σο­κο­μεῖ­α! Κα­τά­λη­ψη στὰ κοι­μη­τή­ρια! Ἂς ἐμ­πο­δί­σου­με, γιὰ πρώ­τη φο­ρά, ἐ­πι­τέ­λους, τὸν ἐρ­χο­μὸ τοῦ θα­νά­του!»

       Ἀ­κού­στη­κε ἕ­να στεν­τό­ρει­ο οὐρ­λια­χτό, ἂν καὶ κομ­μά­τι βρα­χνό, ἀ­πὸ χι­λιά­δες γέ­ρους. Ὁ σπό­ρος τῆς ἐ­ξέ­γερ­σης εἶ­χε σπαρ­θεῖ. Ἡ τα­χτι­κὴ συ­νέ­λευ­ση με­τα­τρά­πη­κε σὲ ἕ­να κα­ζά­νι ποὺ ἔ­βρα­ζε. Φαι­νόν­του­σαν ἀλ­λο­παρ­μέ­νοι. «Κα­τά­λη­ψη! Κα­τά­λη­ψη!» οὐρ­λι­ά­ζα­νε.

       Ἡ πομ­πὴ ξε­κί­νη­σε κα­τὰ τὶς ἑ­πτὰ τὸ βρά­δυ ἀ­πὸ τὸ θέ­α­τρο Μάγ­κνουμ, ὅ­που ἦ­ταν ἡ ἕ­δρα τῆς συ­νέ­λευ­σης: σὲ τά­ξη, ἀ­τά­ρα­χοι, ὁ ἕ­νας δί­πλα στὸν ἄλ­λο, μὲ στα­θε­ρὸ καὶ σί­γου­ρο βῆ­μα. Μὲ μα­γι­κὸ τρό­πο ξε­πρό­βα­λαν ἀ­πὸ τὴν κο­σμο­πλημ­μύ­ρα πλα­κὰτ καὶ πα­νό: «Ἀρ­κε­τὰ μὲ τὸν θά­να­το! Ζή­τω ἡ ἀ­λη­θι­νὰ ὁ­λι­κὴ ἀμ­φι­σβή­τη­ση! Νὰ φύ­γει γιὰ πάν­τα ἡ κα­τα­ρα­μέ­νη Κυ­ρί­α!*» Ἤρ­θα­νε φω­το­γρά­φοι, ρε­πόρ­τερ, σχο­λια­στὲς τῆς τη­λε­ό­ρα­σης μὲ μπλὲ φορ­τη­γά. Τὸ νέ­ο δι­έ­τρε­ξε τὴν χώ­ρα καὶ τὸν κό­σμο.

       Εὐ­τυ­χῶς, ὁ και­ρὸς ἦ­ταν κα­λο­και­ρι­νός. Οἱ Μα­θου­σά­λες εἶ­χαν σχη­μα­τί­σει ἕ­ναν ἀ­δι­ά­σπα­στο κλοι­ὸ πε­ρι­φρού­ρη­σης γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ με­γα­λύ­τε­ρο νο­σο­κο­μεῖ­ο. Δὲν εἶ­χαν μα­χαί­ρια, οὔ­τε πι­στό­λια, οὔ­τε ὁ­πλο­πο­λυ­βό­λα, με­ρι­κοὶ μό­νο κρα­τοῦ­σαν κα­νέ­να μπα­στού­νι. Ἀ­νά­φτη­καν φω­τι­ές. Ἕ­νας σε­βα­στὸς μου­σι­κὸς σὲ βα­ρι­ε­τὲ ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ τῆς Ἰ­νὲς Λίν­τελ­μπα, αὐ­το­σχε­δί­α­σε ἕ­ναν πο­λὺ ὡ­ραῖ­ο ὕ­μνο. Τὸ ρε­φρὲν ἔ­λε­γε: «Θ’ ἀλ­λά­ξει θ’ ἀλ­λά­ξει ἡ μοί­ρα μας, χορ­τά­σα­με πιὰ θά­να­το!» Ἕ­νας κι­θα­ρί­στας, ποὺ τὶς κα­λὲς ἐ­πο­χὲς εἶ­χε δου­λέ­ψει στὴν ὀρ­χή­στρα τοῦ Τζὰκ Χίλ­τον, τὸν δι­α­σκεύ­α­σε σὲ σέ­ϊκ. H νύ­χτα ἔ­πε­σε καὶ οἱ γέ­ροι μέ­σα στὴν ἔ­ξαλ­λη χα­ρά τους χό­ρευ­αν μὲ ἔκ­στα­ση.

       Κα­τὰ τὶς ἕν­τε­κα καὶ μι­σὴ ἔ­φτα­σε πε­τών­τας, ἀ­πὸ τὴν Σα­μαρ­κάν­τη, μὲ τὴν τα­χύ­τη­τα τῆς σκέ­ψης, ἡ τρο­με­ρὴ Κυ­ρί­α. Ἐ­κεί­νη τὴν νύ­χτα ἔ­πρε­πε νὰ πά­ρει ἀ­πὸ τὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο κα­μιὰ εἰ­κο­σα­ριὰ ζω­ές. Βέ­βαι­α φο­ροῦ­σε ροῦ­χα για­τροῦ, ἦ­ταν ντυ­μέ­νη ἁ­πλά, ἀλ­λὰ ξε­χώ­ρι­ζε. Δο­κί­μα­σε νὰ μπεῖ ἀ­πὸ τὴν κύ­ρια εἴ­σο­δο. Ἐ­δῶ, γιὰ κα­κή της τύ­χη, βρι­σκό­ταν ὁ Σβάμ­πα, ποὺ τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­σε μὲ τὴν πρώ­τη μα­τιά. Χτύ­πη­σε συ­να­γερ­μός. Ἡ ἄ­τυ­χη γυ­ναί­κα σπρώ­χτη­κε ἔ­ξω μέ­σα σὲ ἕ­να κα­ται­γι­σμὸ ὕ­βρε­ων.

       Στοὺς θα­λά­μους τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου, οἱ βο­η­θοὶ καὶ οἱ νο­σο­κό­μες ποὺ πε­ρι­μέ­να­νε ἀ­πὸ λε­πτὸ σὲ λε­πτό το τέ­λος τοῦ ἑ­τοι­μο­θά­να­του γιὰ νὰ μπο­ρέ­σουν νὰ πᾶ­νε νὰ κοι­μη­θοῦν, εἴ­δα­νε τοὺς κα­τά­κοι­τους νὰ ἀ­να­ση­κώ­νον­ται στὸ μα­ξι­λά­ρι τους καί, πράγ­μα ἀ­πί­θα­νο, νὰ ξε­χει­λί­ζουν ἀ­πὸ ζω­ὴ καὶ νὰ ζη­τᾶ­νε ἕ­να πιά­το τα­λι­α­τέ­λες μὲ σκόρ­δο. Θά­να­τοι ποὺ κλι­νι­κὰ ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ σί­γου­ροι, ξαφ­νι­κὰ κα­τα­λή­γα­νε σὲ ἀ­στρα­πια­ία ἀ­νάρ­ρω­ση.

Ἀ­πὸ τὴ με­ριά της, Ἐ­κεί­νη*, προ­στα­τευ­ό­ταν στὴ σκιὰ ἑ­νὸς ἐρ­γο­τα­ξί­ου ἐ­κεῖ κον­τά, ξε­φύλ­λι­ζε νευ­ρι­κὰ τὶς ση­μει­ώ­σεις της, κά­νον­τας ἕ­ναν ἔ­λεγ­χο στὶς ἀ­να­ρίθ­μη­τες νυ­χτε­ρι­νές της ὑ­πο­χρε­ώ­σεις. Τί νὰ κά­νει; Νὰ κα­τα­φύ­γει στὴ δύ­να­μη γιὰ νὰ ἐμ­πο­δί­σει τοὺς γέ­ρους; Ἤ­ξε­ρε ὅ­τι δὲν ἦ­ταν κα­θό­λου δη­μο­φι­λής, αὐ­τὸ τῆς ἔ­λει­πε μό­νο γιὰ νὰ γί­νει ἐν­τε­λῶς μι­ση­τή. Μέ­σα σὲ τό­ση ἀ­πέ­χθεια θὰ δυ­σκο­λευ­ό­ταν νὰ ζή­σει.

       Ἀ­φοῦ ὑ­πο­λό­γι­σε τὰ ὑ­πὲρ καὶ τὰ κα­τά, ἔ­φυ­γε, γιὰ νὰ βρεῖ τὴ νυ­χτε­ρι­νή της λεί­α σὲ ἄλ­λα μέ­ρη, σί­γου­ρα δὲν θὰ ξέ­με­νε ἀ­πὸ δου­λειά, πο­τὲ δὲν εἶ­χε ξε­μεί­νει .

       Μὲ τὴ ση­με­ρι­νὴ ἀ­νά­πτυ­ξη τῶν ἐ­πι­κοι­νω­νι­ῶν, δὲν χρει­ά­στη­κε πο­λὺ χρό­νος γιὰ νὰ τὸ πλη­ρο­φο­ρη­θεῖ ὁ­λό­κλη­ρη ἡ χώ­ρα. Πρό­σω­πα ὑ­ψη­λὰ ἱ­στά­με­να —ποὺ δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ ἀ­να­φέ­ρου­με τώ­ρα—, ἐ­ξέ­δω­σαν εὐ­χε­τή­ρι­ες δι­α­κη­ρύ­ξεις μὲ με­γα­λο­πρε­πὲς ὕ­φος, προ­σπα­θών­τας μὲ κά­ποι­ο τρό­πο νὰ ἐ­πω­φε­λη­θοῦν καὶ οἱ ἴ­διοι, ἔ­στω καὶ ἐ­λά­χι­στα, ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴν συν­τρι­πτι­κὴ νί­κη· τὰ μυα­λὰ τοῦ κό­σμου ἄρ­χι­σαν νὰ παίρ­νουν ἀ­έ­ρα. Εἶ­χε λοι­πὸν ἀ­πο­δυ­να­μω­θεῖ ἡ αἰ­ώ­νια κα­τα­δί­κη του ἀν­θρώ­που;

       Μό­νο πού, μό­λις μα­θεύ­τη­κε, συγ­κλή­θη­κε ἡ συ­νέ­λευ­ση τῶν δι­α­μαρ­τυ­ρό­με­νων φοι­τη­τῶν στὴν αἴ­θου­σα συ­νε­λεύ­σε­ων τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου. Δὲν εἶ­χαν τί­πο­τα μα­ζί τους ποὺ κα­τέ­βη­καν ξα­νὰ στὸ δρό­μο, μό­νο μιὰ πο­λὺ δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη ἀ­νη­συ­χί­α. Ἂν αὐ­τοὶ οἱ δι­α­ο­λε­μέ­νοι γέ­ροι ἐμ­πό­δι­ζαν τὴν δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τοῦ θα­νά­του, κα­νέ­νας τους δὲν θὰ “ἔ­φευ­γε” πιά, ὁ πλη­θυ­σμὸς θὰ ἔ­φτα­νε σὲ τρο­μα­χτι­κὰ νού­με­ρα, θὰ ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τον νὰ τὸν θρέ­ψεις, ὄ­χι μό­νο δὲν ἐ­παρ­κοῦ­σαν οἱ ση­με­ρι­νοὶ δι­α­θέ­σι­μοι πό­ροι, ἀλ­λὰ δὲν θὰ ἔ­φτα­ναν οὔ­τε καὶ μὲ αὐ­τοὺς ποὺ οἱ ἴ­διοι, οἱ νε­α­ροὶ φοι­τη­τές, θὰ ἐ­φο­δί­α­ζαν τὸν κό­σμο λό­γω τῆς ὁ­λι­κῆς ἀμ­φι­σβή­τη­σης. Ἔ­πρε­πε νὰ λά­βουν τὰ μέ­τρα τους.

       Νά την λοι­πὸν ἡ μαι­νό­με­νη πομ­πὴ ποὺ κι­νεῖ­ται ἀ­πὸ τὸ πα­νε­πι­στή­μιο μὲ κα­τεύ­θυν­ση τὸ κεν­τρι­κὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο. Κι ἐ­κεῖ οἱ δυ­ὸ “πα­ρα­τά­ξεις” παίρ­νουν τὴ θέ­ση τους ἡ μιὰ ἀ­πέ­ναν­τι στὴν ἄλ­λη: οἱ γέ­ροι πα­ρα­ταγ­μέ­νοι γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο, οἱ νέ­οι ἀ­κρι­βῶς μπρο­στά τους, κα­μιὰ πε­νην­τα­ριὰ μέ­τρα μα­κριά. Ἀρ­χί­ζουν νὰ ἀν­ταλ­λά­σουν ἄ­γρι­ες μπη­χτές: «Σα­ρά­βα­λα, στὸ λάκ­κο σας! Νε­κρο­θά­λα­μοι! Σά­πιοι! Ἐ­χθροὶ τοῦ ἐρ­γα­ζό­με­νου λα­οῦ!»

       Ὁ Σβάμ­πα γύρ­να­γε ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ προ­σπα­θών­τας νὰ ἐμ­ψυ­χώ­σει τοὺς σα­στι­σμέ­νους συν­τρό­φους του. Κι αὐ­τὸς ὅ­μως ἦ­ταν χλω­μός, ξαφ­νι­κὰ αἰ­σθα­νό­ταν κου­ρα­σμέ­νος καὶ ἀ­πο­θαρ­ρυ­μέ­νος. Μὲ ὀ­δυ­νη­ρὸ φθό­νο ἔ­βλε­πε τοὺς νε­α­ροὺς μὲ τὰ ἀ­θλη­τι­κὰ σώ­μα­τα ποὺ στέ­κον­ταν ἐμ­πρός του: κα­κοί, σκλη­ροί, κου­ρε­λῆ­δες, ἄ­πλη­στοι, μὲ γέ­νια, ἀ­νη­λε­εῖς, ὡ­στό­σο σκαν­δα­λι­στι­κὰ νέ­οι! Ποι­ός εἶ­χε δί­κιο;

       Ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μή, πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ φρά­χτη ποὺ σχη­μά­τι­ζαν οἱ φοι­τη­τές, πῆ­ρε τὸ μά­τι του Ἐ­κεί­νη, τὴν πε­ρι­βό­η­τη, ποὺ ἔ­χον­τας γυ­ρί­σει ἀ­πὸ τὴν Γῆ τῆς Φω­τιᾶς, γυ­ρό­φερ­νε μπᾶς καὶ βρεῖ κά­ποι­ο πέ­ρα­σμα.

       «Ἔ, ἔ, Κυ­ρί­α» τῆς φώ­να­ξε ὅ­σο πιὸ δυ­να­τὰ μπο­ροῦ­σε. Κι ἐ­κεί­νη γύ­ρι­σε.

       Προ­χώ­ρη­σε, ἀ­φή­νον­τας τοὺς δι­κούς του. Πέ­ρα­σε ἀ­νά­με­σα ἀ­πὸ τοὺς φοι­τη­τές, ποὺ φαι­νόν­του­σαν ἔκ­πλη­κτοι, πῆ­γε πιὸ πέ­ρα, τὴν ἔ­φτα­σε.

       «Ἐμ­πρός, κον­τέ­σα», τῆς εἶ­πε μὲ ἕ­να πι­κρὸ κι ὡ­ραῖ­ο χα­μό­γε­λο, πι­ά­νον­τας τὴν ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι. «Ἐ­δώ εἶ­μαι. Σᾶς πα­ρα­κα­λῶ, πάρ­τε με μα­κριὰ ἀ­πὸ δῶ.»

* Σημ. μτφ.: Ὁ θά­να­τος στὴν ἰ­τα­λι­κὴ γλώσ­σα εἶ­ναι γέ­νους θη­λυ­κοῦ. «Ἐ­δῶ εἶ­ναι Κυ­ρί­α».

ΠΗ­ΓΗ: Α­ΠΟ ΤΗΝ ΣΥΛ­ΛΟ­ΓΗ ΔΙ­Η­ΓΗ­ΜΑ­ΤΩΝ LE NOTTI DIFFICILI (ΟΙ ΔΥ­ΣΚΟ­ΛΕΣ ΝΥ­ΧΤΕΣ), MONDADORI, MILANO,1971.

ΝΤΙ­ΝΟ ΜΠΟΥ­ΤΖΑ­ΤΙ (DINO BUZZATI) (SAN PELLEGRINO DI BELLUNO, 1906 – MILANO, 1972). ΣΠΟΥ­ΔΑ­ΣΕ ΝΟ­ΜΙ­ΚΑ ΚΑΙ ΞΕ­ΚΙ­ΝΗ­ΣΕ ΤΗΝ ΔΗ­ΜΟ­ΣΙ­Ο­ΓΡΑ­ΦΙ­ΚΗ ΤΟΥ ΔΡΑ­ΣΤΗ­ΡΙ­Ο­ΤΗ­ΤΑ ΔΟΥ­ΛΕΥ­ΟΝ­ΤΑΣ ΣΤΗΝ Ε­ΦΗ­ΜΕ­ΡΙ­ΔΑ CORRIERE DELLA SERRA, ΤΗΝ Ο­ΠΟΙ­Α ΔΕΝ ΕΓ­ΚΑ­ΤΕ­ΛΕΙ­ΨΕ ΩΣ ΤΟ ΤΕ­ΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩ­ΗΣ ΤΟΥ. Η­ΤΑΝ Ε­ΠΙ­ΣΗΣ ΖΩ­ΓΡΑ­ΦΟΣ, ΣΚΗ­ΝΟ­ΓΡΑ­ΦΟΣ ΚΑΙ ΜΟΥ­ΣΙ­ΚΟΣ. ΓΝΩ­ΣΤΗΣ ΤΗΣ ΚΕΝ­ΤΡΟ­ΕΥ­ΡΩ­ΠΑ­Ϊ­ΚΗΣ ΛΟ­ΓΟ­ΤΕ­ΧΝΙ­ΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΚΑΝ­ΔΙ­ΝΑ­ΒΙ­ΚΗΣ ΜΥ­ΘΟ­ΛΟ­ΓΙ­ΑΣ Ε­ΠΗ­ΡΕ­Α­ΣΤΗ­ΚΕ ΠΟ­ΛΥ Α­ΠΟ ΤΟΝ ΚΑΦ­ΚΑ. ΜΕ­ΤΑ ΤΗΝ ΕΜ­ΠΕΙ­ΡΙ­Α ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙ­ΘΙ­Ο­ΠΙ­Α Ε­ΓΡΑ­ΨΕ ΤΟ ΠΙΟ ΔΙ­Α­ΣΗ­ΜΟ ΒΙ­ΒΛΙ­Ο ΤΟΥ Η Ε­ΡΗ­ΜΟΣ ΤΩΝ ΤΑΡ­ΤΑ­ΡΩΝ ΤΟ Ο­ΠΟΙΟ ΜΕ­ΤΑ­ΦΡΑ­ΣΤΗ­ΚΕ ΣΕ ΠΟΛ­ΛΕΣ ΓΛΩΣ­ΣΕΣ. ΣΤΑ ΔΙ­Η­ΓΗ­ΜΑ­ΤΑ ΤΟΥ ΞΕ­ΧΩ­ΡΙ­ΖΕΙ Ο Υ­ΠΕΡ­ΡΕ­Α­ΛΙ­ΣΤΙ­ΚΟΣ ΜΥ­ΘΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓ­ΧΡΟ­ΝΟΥ ΑΝ­ΘΡΩ­ΠΟΥ ΠΟΥ ΠΕ­ΡΙ­ΣΤΟΙ­ΧΙ­ΖΕ­ΤΑΙ Α­ΠΟ ΠΡΟ­ΒΛΗ­ΜΑ­ΤΑ ΓΙΑ ΤΑ Ο­ΠΟΙ­Α ΔΕΝ ΜΠΟ­ΡΕΙ ΝΑ ΒΡΕΙ ΛΥ­ΣΗ. Α­ΠΟ ΜΙΑ Α­ΠΟ­ΨΗ, ΕΙ­ΝΑΙ Ε­ΝΑΣ ΣΥΓ­ΓΡΑ­ΦΕ­ΑΣ ΠΟ­ΛΥ ΡΕ­Α­ΛΙ­ΣΤΙ­ΚΟΣ ΜΕ ΔΙ­ΕΙΣ­ΔΥ­ΤΙ­ΚΗ ΜΑ­ΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝ­ΘΡΩ­ΠΙ­ΝΗ ΜΟ­ΝΑ­ΞΙΑ ΚΑΙ Α­ΓΩ­ΝΙ­Α. ΠΡΑΓ­ΜΑ­ΤΕΥ­Ε­ΤΑΙ ΘΕ­ΜΑ­ΤΑ ΚΑΙ ΣΥ­ΝΑΙ­ΣΘΗ­ΜΑ­ΤΑ Ο­ΠΩΣ Ο ΦΟ­ΒΟΣ ΤΟΥ ΘΑ­ΝΑ­ΤΟΥ, Η ΜΑ­ΓΕΙ­Α, ΤΟ ΜΥ­ΣΤΗ­ΡΙΟ, Η Α­ΝΑ­ΖΗ­ΤΗ­ΣΗ ΤΟΥ Α­ΠΟ­ΛΥ­ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΕ­ΤΑ­ΒΛΗ­ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ Α­ΝΑ­ΠΟ­ΦΕΥ­ΚΤΟ ΤΗΣ ΜΟΙ­ΡΑΣ. Η ΤΕ­ΛΕΥ­ΤΑΙ­Α ΕΙ­ΝΑΙ ΣΥ­ΧΝΑ Η ΠΡΩ­ΤΑ­ΓΩ­ΝΙ­ΣΤΡΙΑ ΤΩΝ ΔΙ­Η­ΓΗ­ΜΑ­ΤΩΝ ΤΟΥ, ΑΙ­ΝΙΓ­ΜΑ­ΤΙ­ΚΗ ΚΑΙ ΠΑΝ­ΤΟ­ΔΥ­ΝΑ­ΜΗ ΚΑΙ ΚΑ­ΠΟΙ­ΕΣ ΦΟ­ΡΕΣ ΣΑΡ­ΚΑ­ΣΤΙ­ΚΗ. Ε­ΝΑΣ Α­ΠΟ ΤΟΥΣ ΛΙ­ΓΟΥΣ ΣΤΗΝ Ι­ΤΑ­ΛΙ­Α ΠΟΥ ΠΡΟ­Η­ΓΑ­ΓΕ ΤΗΝ ΦΑΝ­ΤΑ­ΣΤΙ­ΚΗ ΛΟ­ΓΟ­ΤΕ­ΧΝΙ­Α. ΣΤΟ ΣΥΓ­ΚΕ­ΚΡΙ­ΜΕ­ΝΟ ΔΙ­Η­ΓΗ­ΜΑ, ΧΡΗ­ΣΙ­ΜΟ­ΠΟΙ­ΕΙ ΤΟ ΦΑΝ­ΤΑ­ΣΤΙ­ΚΟ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑ­ΤΑ­ΔΥ­ΘΕΙ ΣΤΟΥΣ ΜΕ­ΓΑ­ΛΥ­ΤΕ­ΡΟΥΣ ΦΟ­ΒΟΥΣ ΚΑΙ Ε­ΦΙΑ­ΛΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝ­ΘΡΩ­ΠΙ­ΝΗΣ ΨΥ­ΧΗΣ ΠΟΥ ΤΑ­ΛΑ­ΝΙ­ΖΕ­ΤΑΙ Α­ΠΟ ΤΙΣ Ι­ΔΙ­ΕΣ ΤΗΣ ΤΙΣ ΑΝ­ΤΙ­ΘΕ­ΣΕΙΣ. ΔΕΙ­ΤΕ ΚΑΙ ΤΟ Α­ΦΙ­Ε­ΡΩ­ΜΑ ΤΟΥ Ι­ΣΤΟ­ΛΟ­ΓΙ­ΟΥ ΜΑΣ ΣΤΟΝ ΣΥΓ­ΓΡΑ­ΦΕ­Α.

ΜΕ­ΤΑ­ΦΡΑ­ΣΗ Α­ΠΟ ΤΑ ΙΤΑΛΙ­ΚΑ:

ΠΕ­ΤΡΟΣ ΦΟΥΡ­ΝΑ­ΡΗ­Σ (Α­ΘΗ­ΝΑ, 1963). ΔΙ­Η­ΓΗ­ΜΑ, ΜΕ­ΤΑ­ΦΡΑ­ΣΗ. ΣΠΟΥ­ΔΑ­ΣΕ ΣΤΗΝ Α­ΝΩ­ΤΑ­ΤΗ ΓΕ­Ω­ΠΟ­ΝΙ­ΚΗ ΣΧΟ­ΛΗ Α­ΘΗ­ΝΩΝ. ΖΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΟΙ­ΚΟ­ΓΕ­ΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗ ΛΕ­ΡΟ, ΤΟ ΝΗ­ΣΙ ΤΗΣ ΚΑ­ΤΑ­ΓΩ­ΓΗΣ ΤΟΥ, Ο­ΠΟΥ ΕΡ­ΓΑ­ΖΕ­ΤΑΙ ΩΣ ΓΕ­Ω­ΠΟ­ΝΟΣ ΣΤΟ ΚΡΑ­ΤΙ­ΚΟ ΘΕ­ΡΑ­ΠΕΥ­ΤΗ­ΡΙΟ ΛΕ­ΡΟΥ ΚΑΙ ΤΙΣ Ε­ΛΕΥ­ΘΕ­ΡΕΣ Ω­ΡΕΣ ΤΟΥ ΓΡΑ­ΦΕΙ ΔΙ­Η­ΓΗ­ΜΑ­ΤΑ. ΠΕ­ΖΑ ΤΟΥ Ε­ΧΟΥΝ ΔΗ­ΜΟ­ΣΙ­ΕΥ­ΤΕΙ ΣΤΟ ΠΕ­ΡΙ­Ο­ΔΙ­ΚΟ ΕΚ­ΦΡΑ­ΣΗ ΛΟ­ΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕ­ΧΝΗΣ, ΣΤΟ ΠΕ­ΡΙ­Ο­ΔΙ­ΚΟ ΠΛΑ­ΝΟ­ΔΙ­Ο­Ν (ΤΧ. 37, ΔΕ­ΚΕΜ­ΒΡΙΟΣ 2004) ΚΑΙ ΣΤΟ Ι­ΣΤΟ­ΛΟ­ΓΙΟ ΠΛΑ­ΝΟ­ΔΙ­Ο­Ν – Ι­ΣΤΟ­ΡΙ­ΕΣ ΜΠΟΝ­ΖΑ­Ι («ΣΥΜ­ΦΙ­ΛΙ­Ω­ΣΗ» ΚΑΙ «100%»), Ε­ΝΩ ΜΕ­ΤΑ­ΦΡΑ­ΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΗ­Ν Ε­ΠΙ­ΘΕ­Ω­ΡΗ­ΣΗ ΛΕ­ΡΙΑ­ΚΩΝ ΜΕ­ΛΕ­ΤΩ­Ν ΤΟΥ Ι­ΣΤΟ­ΡΙ­ΚΟΥ ΑΡ­ΧΕΙ­ΟΥ ΛΕ­ΡΟΥ. ΓΙΑ ΤΟ Ι­ΣΤΟ­ΛΟ­ΓΙΟ ΜΑΣ Ε­ΠΙ­ΜΕ­ΛΗ­ΘΗ­ΚΕ ΤΑ Α­ΦΙ­Ε­ΡΩ­ΜΑ­ΤΑ ΣΤΟΥΣ Ι­ΤΑ­ΛΟΥΣ ΣΥΓ­ΓΡΑ­ΦΕΙ­Σ ΝΤΙ­ΝΟ ΜΠΟΥ­ΤΖΑ­ΤΙ ΚΑΙ ΤΖΙ­ΑΝ­ΡΙ­ΚΟ ΚΑ­ΡΟ­ΦΙ­ΛΙΟ. ΤΕ­ΛΕΥ­ΤΑΙ­Ο ΤΟΥ ΒΙ­ΒΛΙ­Ο Η ΣΥΛ­ΛΟ­ΓΗ ΔΙ­Η­ΓΗ­ΜΑ­ΤΩΝ ΟΙ ΓΡΙ­ΛΙ­ΕΣ (ΕΚΔ. ΒΑΚ­ΧΙ­ΚΟ, 2020).

https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

50 Μυστήρια Ταξιδιού στον Χρόνο που θα Ανατινάξουν το Μυαλό σας!

50 Μυστήρια Ταξιδιού στον Χρόνο που θα Ανατινάξουν το Μυαλό σας! My feathery friends 50 Μυστήρια Ταξιδιού στον Χρόνο που θα Σας Αφήσουν Άφων...