Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2023

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βαλ­κα­νᾶς: Τὸ Δῶ­ρο

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βαλ­κα­νᾶς: Τὸ Δῶ­ρο

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βαλ­κα­νᾶς

Τὸ Δῶ­ρο

Δευ­τέ­ρα, Τρί­τη, Τε­τρά­δη, Πέ­φτη, Πα­ρα­σκευ­ή,

Σαβ­βά­το καὶ τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ ἡ­μέ­ρα

ΛΛΟΣ ΚΑΝΕΙΣ ἀ­π’ τοὺς δι­κούς μου δὲν τὴν εἶ­χε δεῖ. Θά ‘χαν πε­ρά­σει κα­μιὰ δε­κα­ριὰ μέ­ρες, μπο­ρεῖ καὶ πιὸ πο­λὺ ἀ­πὸ τὴν κη­δεί­α της – ὄ­χι πά­νω ἀ­πὸ σα­ράν­τα, τό­σο χρει­ά­ζον­ται οἱ ψυ­χὲς νὰ κά­νουν τὶς βόλ­τες τους, πρὶν πᾶ­νε ὅ­που εἶ­ναι νὰ πᾶ­νε…- ἐ­γὼ θά ‘μουν ἀ­κό­μα μα­θη­τὴς τοῦ δη­μο­τι­κοῦ καὶ μιὰ νύ­χτα ἦρ­θε καὶ μ’ ἐ­πι­σκέ­φτη­κε. Στε­κό­ταν στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα, οὔ­τε εἶ­χα δεῖ πῶς μπῆ­κε, σή­κω­σε τὰ μά­τια καὶ μὲ κοί­τα­ξε. Ὄ­μορ­φη, ντυ­μέ­νη τὰ κα­λά της, τὰ μαλ­λιὰ στὸ σιν­τε­φέ­νιο της κε­φά­λι στὴν ἐν­τέ­λεια χω­ρι­σμέ­να ἀ­κρι­βῶς στὴ μέ­ση νὰ μὴν ξε­φεύ­γει τρί­χα, ζά­χα­ρη καὶ λε­μό­νι τὸ μυ­στι­κό της. Κι ἕ­να μαν­τή­λι νὰ πέ­φτει πί­σω στὸν αὐ­χέ­να. Τὴν πε­ρί­με­να στὸ πλα­τύ­σκα­λο, μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα τοῦ σπι­τιοῦ μας, μᾶς χώ­ρι­ζαν φαρ­διὰ σκα­λιὰ μαρ­μά­ρι­να. Πῆ­ρε ν’ ἀ­νε­βαί­νει ἀ­νά­λα­φρη σὰ νὰ τὰ πη­δοῦ­σε πέν­τε πέν­τε κι οὔ­τε ποὺ φαί­νον­ταν τὰ πό­δια της νὰ ἀγ­γί­ζουν χά­μω.

        Ἀρ­χόν­τισ­σα. Ἔ­τσι τὴ λέ­γα­νε ὅ­λοι, ἔ­τσι τὴ θυ­μοῦν­ταν. Τὸ ἴ­διο κι ἐ­γὼ σὲ μέ­ρες γι­ορ­τι­νὲς κι ὅ­ταν ἑ­τοι­μα­ζό­ταν ἡ οἰ­κο­γέ­νεια νὰ πά­ει στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Σπά­νιο πράγ­μα νὰ τὴ δεῖ κα­νεὶς νὰ τρι­γυρ­νά­ει στὰ σο­κά­κια τοῦ χω­ριοῦ, ἐ­κτὸς κι ἂν ἔ­τρε­χε με­γά­λη ἀ­νάγ­κη, χα­ρὰ ἢ λύ­πη. Ὅ­μως στὸ πα­νη­γύ­ρι τῆς Πα­να­γί­ας στὴν πλα­τεί­α ἔ­σερ­νε πρώ­τη τὸν κα­λα­μα­τια­νό, «στὴν κεν­τη­μέ­νη σου πο­διά, μώ­ρ’ βλά­χα», τ’ ἀ­γα­πη­μέ­νο της, τὸ πα­ράγ­γελ­νε νὰ τὸ βα­ρέ­σει τὸ κλα­ρί­νο, στὸν ἑ­αυ­τό της δῶ­ρο μιὰ φο­ρὰ τὸ χρό­νο, πή­γαι­νε μπρο­στὰ σὰ βάρ­κα σὲ νε­ρὰ γα­λη­νε­μέ­να μ’ ἐ­κεί­νη τὴ σε­μνὴ τὴ πε­ρη­φά­νια ἀλ­λο­τι­νοῦ και­ροῦ, ποὺ ὅ­πως καὶ νὰ τὴν πεῖς τὴ λέ­ξη, δὲν τὴν πιά­νεις· πάν­τα θὰ σοῦ ξε­φεύ­γει.

         Ἔ­φτα­νε πιὰ στὴ μέ­ση της με­γά­λης σκά­λας. Κι ἐρ­χό­ταν. Οὔ­τε καὶ δῶ στὸν ὕ­πνο μοῦ χα­μο­γε­λοῦ­σε. Μό­νο ποὺ στύ­λω­νε τὰ μά­τια σο­βα­ρὴ κι ἀ­νέ­βαι­νε. Κι ἐ­γὼ τὴν πε­ρί­με­να. Σὰ μου­σα­φί­ρη.

        Σὰν κα­τε­βαί­να­με στὸ χω­ριό, ὅ,τι γλυ­κὰ κι ἂν τῆς πη­γαί­να­με, τὰ πιὸ πολ­λά τα ἔ­κρυ­βε μπᾶς καὶ πε­ρά­σει κα­τα­λα­χά­ρης* ἔ­λε­γε, νά ‘χει νὰ τὸν φι­λέ­ψει, κι ἂς ἦ­ταν γλυ­κα­τζοῦ. Τὰ βρί­σκα­με ξε­ρὰ με­τὰ ἀ­πὸ μῆ­νες στὸ ψυ­γεῖ­ο, οἱ δι­κοί μου τὴ μα­λώ­να­νε, για­τί δὲν τά ‘τρωγε καὶ νά, χα­λά­σαν πιά, μὰ ἐ­κεί­νη πά­λι ἔ­κα­νε τὰ δι­κά της σὰν παίρ­να­με ξα­νὰ τὸ γυ­ρι­σμὸ γιὰ τὴν Ἀ­θή­να. Τῆς Γι­ωρ­γού­λας λέ­γαν τὰ παι­διὰ κι ὄ­χι τοῦ Χρή­στου, μοῦ ‘λέ­γε ἡ μά­να μου, κι ὅ­ταν κα­τέ­βη­κε κι ἐ­κεί­νη νύ­φη στὸ χω­ριό, τὴν ἔ­πι­α­ναν ἀ­πὸ κον­τὰ καὶ τῆς ἐκ­μυ­στη­ρεύ­ον­ταν, στὴν Κα­το­χὴ ἡ πε­θε­ρά σου ἔ­σω­σε τὰ παι­διά μας. Φόρ­τω­νε νύ­χτα τὸ γα­ϊ­δού­ρι καὶ πού­λα­γε χα­ρά­μα­τα τὸ γά­λα στὴν πο­λι­τεί­α, κι ὅ­σους ἤ­ξε­ρε πὼς δὲν εἶ­χαν νὰ τῆς δώ­σουν, ἄ­φη­νε ἀ­πέ­ξω ὅ­σο χρει­ά­ζον­ταν κι ἔ­φευ­γε, προ­τοῦ ν’ ἀ­νοί­ξουν οἱ νοι­κο­κυ­ραῖ­οι καὶ ντρα­ποῦ­νε…

        Μ’ ἔ­φτα­σε ἡ για­γιὰ στὸ κε­φα­λό­σκα­λο, ἔ­λυ­σε ἀ­ε­ρι­κὸ τὸν κόμ­πο ἀ­π’ τὸ μαν­τή­λι, τὸ τρά­βη­ξε καὶ τ’ ἄ­φη­σε νὰ πέ­σει στὰ δυ­ό μου χέ­ρια τ’ ἁ­πλω­μέ­να. Ἔ­μει­να νὰ τὸ κοι­τά­ζω, μαῦ­ρο μὲ πορ­το­κα­λὶ καὶ ρὸζ τρι­αν­τά­φυλ­λα μέ­σα ἀ­πὸ φύλ­λα πρά­σι­να. Καὶ τώ­ρα ἀ­κό­μα, ἂν μὲ ρω­τᾶς, τὸ βλέ­πω ὁ­λο­ζών­τα­να μπρο­στά μου. Μοῦ εἶ­παν κα­τό­πιν πῶς εἶ­χε στ΄ ἀ­λή­θεια ἕ­να μαν­τή­λι ὁ­λό­ι­διο. Γύ­ρι­σε καὶ κα­τέ­βη­κε τὴ σκά­λα χω­ρὶς νὰ πεῖ μιὰ λέ­ξη, τὸ χεί­λι της νὰ σπά­σει, ἴ­δια πά­χνη πρω­ϊ­νὴ μπαμ­πά­κι. Χά­θη­κε. Κι ἀ­πὸ τό­τε, κα­νεὶς δὲν τὴν ξα­νά­δε.

 
*καταλαχάρης: ξένος, περαστικός.

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βαλ­κα­νᾶς. Γεν­νή­θη­κε στὴ Μελ­βούρ­νη τῆς Αὐ­στρα­λί­ας καὶ με­γά­λω­σε στὴν Ἀ­θή­να ὅ­που καὶ ζεῖ. Σπούδασε Ἑλ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στήμιο Κρή­της, πα­ράλ­λη­λα έκανε σπου­δὲς στὸ τρα­γού­δι καὶ τὴ θε­ω­ρί­α τῆς Μου­σι­κῆς. Ἐρ­γά­στη­κε στὴν ἰ­δι­ω­τι­κὴ ἐκ­παί­δευ­ση ὡς κα­θη­γη­τὴς φι­λό­λο­γος. Δι­η­γή­μα­τα καὶ ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ (ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ) ἐ­νῶ κεί­με­να καὶ θε­α­τρι­κά του ἔρ­γα ἔ­χουν ἀ­νέ­βει σὲ θε­α­τρι­κὲς καὶ μου­σι­κὲς σκη­νὲς τῆς Ἀ­θή­νας. Θε­α­τρι­κά του ἔ­χουν δι­α­κρι­θεῖ στοὺς Δι­α­γω­νι­σμοὺς Θε­α­τρι­κοῦ Ἔρ­γου τῆς Ἕ­νω­σης Σε­να­ρι­ο­γρά­φων Ἑλ­λά­δας («Τὸ Κου­τὶ» Α΄ βρα­βεῖ­ο 2018, «Μιὰ Σχε­δὸν Ἀ­λη­θι­νὴ Ἱ­στο­ρί­α» Ἔ­παι­νος 2017). Ὡς ἑρ­μη­νευ­τὴς συμ­με­τεῖ­χε στὸν δί­σκο (EP) Ὁ Κῆ­πος ποὺ Ἔ­σβη­σε κι Ἐ­χά­θη, σὲ ποί­η­ση Να­πο­λέ­ον­τος Λα­πα­θιώ­τη καὶ μου­σι­κὴ σύν­θε­ση Anastazios.


https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ορκωμοσία Τραμπ: Το ευτράπελο της ημέρας με τον γερουσιαστή John Fetterman - «Έσκασε μύτη» με σορτς!

Ορκωμοσία Τραμπ: Το ευτράπελο της ημέρας με τον γερουσιαστή John Fetterman - «Έσκασε μύτη» με σορτς! (screenshot/X) Μια απόλυτα... γυμναστηρ...