Ἀλέξανδρος Βαλκανᾶς: Τὸ Δῶρο
Ἀλέξανδρος Βαλκανᾶς
Τὸ Δῶρο
Δευτέρα, Τρίτη, Τετράδη, Πέφτη, Παρασκευή,
Σαββάτο καὶ τοῦ Κυρίου ἡ ἡμέρα
ΛΛΟΣ ΚΑΝΕΙΣ ἀπ’ τοὺς δικούς μου δὲν τὴν εἶχε δεῖ. Θά ‘χαν περάσει καμιὰ δεκαριὰ μέρες, μπορεῖ καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν κηδεία της – ὄχι πάνω ἀπὸ σαράντα, τόσο χρειάζονται οἱ ψυχὲς νὰ κάνουν τὶς βόλτες τους, πρὶν πᾶνε ὅπου εἶναι νὰ πᾶνε…- ἐγὼ θά ‘μουν ἀκόμα μαθητὴς τοῦ δημοτικοῦ καὶ μιὰ νύχτα ἦρθε καὶ μ’ ἐπισκέφτηκε. Στεκόταν στὴν ἐξώπορτα, οὔτε εἶχα δεῖ πῶς μπῆκε, σήκωσε τὰ μάτια καὶ μὲ κοίταξε. Ὄμορφη, ντυμένη τὰ καλά της, τὰ μαλλιὰ στὸ σιντεφένιο της κεφάλι στὴν ἐντέλεια χωρισμένα ἀκριβῶς στὴ μέση νὰ μὴν ξεφεύγει τρίχα, ζάχαρη καὶ λεμόνι τὸ μυστικό της. Κι ἕνα μαντήλι νὰ πέφτει πίσω στὸν αὐχένα. Τὴν περίμενα στὸ πλατύσκαλο, μπροστὰ ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μας, μᾶς χώριζαν φαρδιὰ σκαλιὰ μαρμάρινα. Πῆρε ν’ ἀνεβαίνει ἀνάλαφρη σὰ νὰ τὰ πηδοῦσε πέντε πέντε κι οὔτε ποὺ φαίνονταν τὰ πόδια της νὰ ἀγγίζουν χάμω.
Ἀρχόντισσα. Ἔτσι τὴ λέγανε ὅλοι, ἔτσι τὴ θυμοῦνταν. Τὸ ἴδιο κι ἐγὼ σὲ μέρες γιορτινὲς κι ὅταν ἑτοιμαζόταν ἡ οἰκογένεια νὰ πάει στὴν ἐκκλησία. Σπάνιο πράγμα νὰ τὴ δεῖ κανεὶς νὰ τριγυρνάει στὰ σοκάκια τοῦ χωριοῦ, ἐκτὸς κι ἂν ἔτρεχε μεγάλη ἀνάγκη, χαρὰ ἢ λύπη. Ὅμως στὸ πανηγύρι τῆς Παναγίας στὴν πλατεία ἔσερνε πρώτη τὸν καλαματιανό, «στὴν κεντημένη σου ποδιά, μώρ’ βλάχα», τ’ ἀγαπημένο της, τὸ παράγγελνε νὰ τὸ βαρέσει τὸ κλαρίνο, στὸν ἑαυτό της δῶρο μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, πήγαινε μπροστὰ σὰ βάρκα σὲ νερὰ γαληνεμένα μ’ ἐκείνη τὴ σεμνὴ τὴ περηφάνια ἀλλοτινοῦ καιροῦ, ποὺ ὅπως καὶ νὰ τὴν πεῖς τὴ λέξη, δὲν τὴν πιάνεις· πάντα θὰ σοῦ ξεφεύγει.
Ἔφτανε πιὰ στὴ μέση της μεγάλης σκάλας. Κι ἐρχόταν. Οὔτε καὶ δῶ στὸν ὕπνο μοῦ χαμογελοῦσε. Μόνο ποὺ στύλωνε τὰ μάτια σοβαρὴ κι ἀνέβαινε. Κι ἐγὼ τὴν περίμενα. Σὰ μουσαφίρη.
Σὰν κατεβαίναμε στὸ χωριό, ὅ,τι γλυκὰ κι ἂν τῆς πηγαίναμε, τὰ πιὸ πολλά τα ἔκρυβε μπᾶς καὶ περάσει καταλαχάρης* ἔλεγε, νά ‘χει νὰ τὸν φιλέψει, κι ἂς ἦταν γλυκατζοῦ. Τὰ βρίσκαμε ξερὰ μετὰ ἀπὸ μῆνες στὸ ψυγεῖο, οἱ δικοί μου τὴ μαλώνανε, γιατί δὲν τά ‘τρωγε καὶ νά, χαλάσαν πιά, μὰ ἐκείνη πάλι ἔκανε τὰ δικά της σὰν παίρναμε ξανὰ τὸ γυρισμὸ γιὰ τὴν Ἀθήνα. Τῆς Γιωργούλας λέγαν τὰ παιδιὰ κι ὄχι τοῦ Χρήστου, μοῦ ‘λέγε ἡ μάνα μου, κι ὅταν κατέβηκε κι ἐκείνη νύφη στὸ χωριό, τὴν ἔπιαναν ἀπὸ κοντὰ καὶ τῆς ἐκμυστηρεύονταν, στὴν Κατοχὴ ἡ πεθερά σου ἔσωσε τὰ παιδιά μας. Φόρτωνε νύχτα τὸ γαϊδούρι καὶ πούλαγε χαράματα τὸ γάλα στὴν πολιτεία, κι ὅσους ἤξερε πὼς δὲν εἶχαν νὰ τῆς δώσουν, ἄφηνε ἀπέξω ὅσο χρειάζονταν κι ἔφευγε, προτοῦ ν’ ἀνοίξουν οἱ νοικοκυραῖοι καὶ ντραποῦνε…
Μ’ ἔφτασε ἡ γιαγιὰ στὸ κεφαλόσκαλο, ἔλυσε ἀερικὸ τὸν κόμπο ἀπ’ τὸ μαντήλι, τὸ τράβηξε καὶ τ’ ἄφησε νὰ πέσει στὰ δυό μου χέρια τ’ ἁπλωμένα. Ἔμεινα νὰ τὸ κοιτάζω, μαῦρο μὲ πορτοκαλὶ καὶ ρὸζ τριαντάφυλλα μέσα ἀπὸ φύλλα πράσινα. Καὶ τώρα ἀκόμα, ἂν μὲ ρωτᾶς, τὸ βλέπω ὁλοζώντανα μπροστά μου. Μοῦ εἶπαν κατόπιν πῶς εἶχε στ΄ ἀλήθεια ἕνα μαντήλι ὁλόιδιο. Γύρισε καὶ κατέβηκε τὴ σκάλα χωρὶς νὰ πεῖ μιὰ λέξη, τὸ χείλι της νὰ σπάσει, ἴδια πάχνη πρωϊνὴ μπαμπάκι. Χάθηκε. Κι ἀπὸ τότε, κανεὶς δὲν τὴν ξανάδε.
*καταλαχάρης: ξένος, περαστικός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου