Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2023

Νίκος Κατσαλίδας: Συναξάρι τῆς ὀργῆς

 

Νίκος Κατσαλίδας: Συναξάρι τῆς ὀργῆς


Συναξάρι τῆς ὀργῆς

planodion

Σεπτ. 21

Νίκος Κατσαλίδας

ΣΤΟΝ ΚΩ­ΣΤΑ ΜΙΣ­ΣΙΟ, ΣΤΗ ΜΝΗ­ΜΗ ΤΟΥ ΠΑ­ΤΕ­ΡΑ ΤΟΥ

ΜΟΥΝ τρι­ῶν χρο­νῶν στὴν ἡ­λι­κί­α ποὺ μό­λις εἶ­χα ἀ­φή­σει τὴν κού­νια, σχε­δὸν στὴ θη­λὴ τῆς μά­νας μου, παί­ζον­τας μὲ τὰ γα­τά­κια καὶ τα­ΐ­ζον­τας στὸ κα­λύ­βι τὸν πι­στὸ σκύ­λο τοῦ σπι­τιοῦ μου πού ’­γλει­φε τὰ χέ­ρια μου, μέ­χρι ἐ­κεί­νη τὴ μαύ­ρη φαρ­μα­κε­ρὴ Δευ­τέ­ρα τοῦ Αὐ­γού­στου, ποὺ πά­γω­σε τὸ χα­μό­γε­λό μου καὶ ἀν­τι­στρά­φη­κε ἡ προ­στα­σί­α, ἦ­ταν ἡ γά­τα τό­τε κι ὁ σκύ­λος, αὐ­τὰ τὰ δυ­ὸ νο­η­τὰ κα­τοι­κί­δια, ποὺ νι­ώ­θον­τας τὸν πό­νο μου μὲ πε­ρι­τρι­γυ­ρί­ζα­νε σὰν γιὰ συμ­πα­ρά­στα­ση κου­νών­τας τὴν οὐ­ρά τους καὶ συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ταν μὲ ἀν­θρω­πιὰ νὰ μὲ πα­ρη­γο­ρή­σουν μὲ τὰ χά­δια τους. Κα­τα­κα­λό­και­ρο ποὺ φλέ­γε­ται καὶ βρά­ζει τὸ χῶ­μα ἀ­πὸ τὴ ζέ­στη καὶ μ’ εἶ­χε στὴν ἀγ­κα­λιά του καὶ μὲ φί­λα­γε ὁ πα­τέ­ρας, ὅ­ταν ἐμ­φα­νί­στη­καν κά­τι ἴ­σκιοι σὰν δαι­μο­νι­κὰ ποὺ ἡ μά­να μου ἀρ­γό­τε­ρα τὰ ὀ­νό­μα­σε σκυ­λιὰ κι εἶ­χα πει­σμώ­σει για­τὶ τὸ συλ­λά­βαι­να σὰν ὑ­πο­τί­μη­ση σά­μα­τι προ­σβαλ­λό­τα­νε ὁ πι­στὸς σκύ­λος μας ποὺ κα­μιὰ σχέ­ση δὲν εἶ­χε ὁ κα­η­μέ­νος μὲ τὰ σκύ­βα­λα, μὲ τὰ λυσ­σα­σμέ­να σκυ­λιὰ γιὰ αἷ­μα, ἀ­γρί­μια ποὺ μά­ζε­ψαν εἴ­κο­σι τέσ­σε­ρις ἄν­τρες συγ­χω­ρια­νοὺς μα­ζὶ καὶ τὸν πα­τέ­ρα καὶ τοὺς ἔ­βα­λαν μπρο­στὰ γιὰ τὰ Κα­μί­νια. Ἐ­νῶ ὣς τό­τε τρα­γου­δοῦ­σα μὲ τὰ που­λά­κια ποὺ κε­λα­η­δοῦ­σαν ἀ­πὸ τὰ βα­θιὰ χα­ρά­μα­τα στὴν περ­γου­λιὰ τῆς αὐ­λῆς μας, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ κεί­νη τὴν ἡ­μέ­ρα τὸ κα­θε­τὶ μού­χρω­σε, σκο­τά­δια­σε καὶ ἀν­τά­ρια­σε γύ­ρω μου. Κι ἂς ἦ­ταν πά­λι τὰ που­λά­κια ἔ­ξω στὴν περ­γου­λιά μας, ἐ­μέ­να μοῦ φαι­νό­τα­νε ὅ­τι δὲν κε­λα­η­δοῦ­σαν πιά, ὅ­τι μό­νο θρη­νοῦ­σαν, ὥ­σπου ἡ ὀ­πτα­σί­α ποὺ ἀ­πὸ τό­τε καὶ πέ­ρα τὸ κα­θε­τὶ τὸ γύ­ρι­ζε σὲ σκοῦ­ρο καὶ μουν­τό, καὶ τὰ που­λά­κια τὰ εἶ­χε με­τα­τρέ­ψει σὲ μαῦ­ρα κο­ρά­κια. Ὅ­λα αὐ­τὴ ἡ με­τα­μόρ­φω­ση ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὴν κα­κιὰ ὥ­ρα τοῦ μα­ζι­κοῦ σκο­τω­μοῦ καὶ τῆς χα­ρι­στι­κῆς βο­λῆς στὰ μη­νίγ­για στὰ κε­φά­λια τῶν σκο­τω­μέ­νων ἀ­πὸ τοὺς δή­μιους, ὅ­ταν ὅ­λες οἱ γυ­ναῖ­κες μα­ζί τους καὶ ἡ για­γιά μου, ἡ μά­να μου κι οἱ θεῖ­ες μου, γύ­ρι­ζαν κα­τὰ τὸ ἡ­λι­ο­βα­σί­λε­μα σὰν οἱ Ἀν­τι­γό­νες ἄλ­λες μὲ τοὺς νε­κροὺς στοὺς ὤ­μους καὶ ἄλ­λες ζα­λω­μέ­νες. Ἀ­νέ­βα­σαν τὸν πα­τέ­ρα στὴν πέ­τρι­νη σκά­λα, σὰν νὰ κα­τέ­βα­ζαν τὸν κρε­μα­σμέ­νο Ἰ­η­σοῦ ἀ­πὸ τὸν σταυ­ρό του, τὸν ξά­πλω­σαν, τὸν ἔ­πλυ­ναν στὴ μέ­ση στὸ δω­μά­τιο, σκέ­πα­σαν τὸ κου­φά­ρι, τὸ τύ­λι­ξαν στὰ σά­βα­να καὶ γο­νά­τι­σαν τρι­γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ λεί­ψα­νο κυρ­τω­μέ­νες σὰν μυ­ρο­φό­ρες στὴν ἄ­δεια θέ­ση τοῦ κε­φα­λιοῦ, ἀ­φοῦ δὲν ὑ­πῆρ­χε πιὰ ἐ­κεῖ το κε­φά­λι τοῦ πα­τέ­ρα καὶ ἄρ­χι­σαν τὸ μοι­ρο­λό­ι τους. Αὐ­τὴ ἦ­ταν ἡ πρώ­τη ὀ­πτι­κὴ εἰ­κό­να βα­θιὰ μέ­σα μου, ἐ­νῶ ἡ ἀ­κου­στι­κὴ ποὺ θυ­μᾶ­μαι κα­λὰ καὶ μὲ συ­νο­δεύ­ει ὁ­λο­ζω­ῆς ἦ­ταν τὰ πο­νε­μέ­να λό­για ἀ­πὸ τὸν θρῆ­νο τῆς μά­νας: Βαγ­γέ­λη μου, Βαγ­γέ­λη μου, Βαγ­γέ­λη μου καὶ λε­βέν­τη μου, πῶς τό ’­κα­μες αὐ­τὸ καὶ μᾶς ἔ­φυ­γες τό­σο νι­ού­τσι­κος; Τί μοῦ ’­κα­μες ἐ­μέ­να τῆς μαύ­ρης; Πῶς μ’ ἄ­φη­σες μὲ δυ­ὸ ὀρ­φα­νὰ παι­δά­κια. Καὶ τὰ ἄλ­λα τὰ φαρ­μα­κε­ρὰ τῆς ἀ­πα­ρη­γό­ρη­της για­γιᾶς μου: Ἄχ, Βαγ­γέ­λη μου, ψυ­χού­λα μου, καρ­δού­λα μου καὶ μά­τια μου, ποι­ός τό ’­λε­γε, ἐ­γὼ ἡ μαύ­ρη ἡ μά­να, νὰ μά­ζευ­α τὰ πε­ταγ­μέ­να μυα­λὰ καὶ τὰ σκορ­πι­σμέ­να κομ­μά­τια τοῦ κε­φα­λιοῦ σου στὴν πο­διά μου. Κα­τα­ρα­μέ­να τέ­ρα­τα ποὺ νὰ φᾶ­τε τὸ κε­φά­λι σας ἀ­να­με­τα­ξύ σας νὰ φᾶ­τε. Τί σᾶς ἔ­φται­γαν τὰ παι­διά μας, μω­ρὲ γουρ­σού­ζι­κα, ποὺ κοι­τοῦ­σαν σὰν νοι­κο­κυ­ραῖ­οι τὴν οἰ­κο­γέ­νειά τους καὶ τὰ σπί­τια τους; Καὶ ὅ­πως τά ’­χε τυ­λιγ­μέ­να τὰ χυ­μέ­να μυα­λὰ καὶ τὰ κομ­μά­τια δε­μέ­να στὴν πο­διά της, τὰ το­πο­θέ­τη­σε στὸ φέ­ρε­τρο. Τὰ μοι­ρο­λό­για ρά­γι­σαν τὸν κάμ­πο κι ἔ­σκι­σαν τὴ γῆ ἀ­πὸ τὸν πό­νο. Οἱ ἀν­τί­λα­λοι τοῦ θρή­νου γύ­ρι­ζαν μέ­ρα-νύ­χτα μὲ τοὺς βο­ριά­δες μέ­σα μου πά­νω ἀ­πὸ τὰ μα­τω­μέ­να Κα­μί­νια. Ποῦ νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γιό­ν­ταν κεῖ­νες τὶς μαῦ­ρες νύ­χτες μὲ τέ­ρα­τα καὶ φο­νιά­δες οἱ γυ­ναῖ­κες; Σὲ ποι­όν νὰ λέ­γα­νε τὸν πό­νο τους γο­να­τι­σμέ­νες πά­νω στοὺς τά­φους τους; Μᾶς ἕ­σφιγ­γαν δυ­να­τὰ στὴν ἀγ­κα­λιά τους, ἐ­μέ­να καὶ τὸν ἀ­δερ­φού­λη μου, σὰν νὰ μᾶς ἔ­κρυ­βαν ἀ­πὸ τὸν χά­ρον­τα ποὺ τρι­γύ­ρι­ζε καὶ βο­λι­δο­σκο­ποῦ­σε πο­δο­πα­τών­τας τὴν κα­τα­μα­τω­μέ­νη γῆ μας. Ἡ μό­νη ἱ­ε­ρὴ πρά­ξη τῶν γυ­ναι­κῶν ποὺ εἶ­χαν κου­βα­λή­σει ζα­λω­μέ­νους στοὺς ὤ­μους τοὺς ἀ­δι­κο­χα­μέ­νους ἦ­ταν ἡ ὁρ­κω­μο­σί­α τους πά­νω στὸ Βαγ­γέ­λιο καὶ στὴ γα­λα­νό­λευ­κη ποὺ βγά­ζα­νε καὶ φι­λού­σα­νε σι­ω­πη­λὰ μὲ τὶς ἐλ­πί­δες ὅ­τι θὰ βγεῖ κά­ποι­ος καὶ γιὰ αὐ­τοὺς νὰ τοὺς προ­στα­τέ­ψει, τοὺς ζων­τα­νοὺς καὶ τοὺς πε­θα­μέ­νους καὶ κα­νέ­νας δὲν ἄ­κου­γε τὰ μοι­ρο­λό­για τους καὶ κα­νέ­νας δὲν βρέ­θη­κε νὰ τὶς πα­ρη­γο­ρή­σει στοὺς μα­νι­α­σμέ­νους βο­ριά­δες. Μό­νο τὰ πι­στὰ σκυ­λιὰ θρη­νοῦ­σαν κι οὔρ­λια­ζαν πέν­θι­μα στὶς αὐ­λὲς ὅ­ταν ἔ­παυ­αν αὐ­τὲς οἱ ἐ­ξαν­τλη­μέ­νες γυ­ναῖ­κες τὰ μοι­ρο­λό­για νὰ ξε­κου­ρα­στοῦν καὶ νὰ ξα­ναρ­χί­σουν τὶς μαῦ­ρες νύ­χτες στὰ Ψυ­χο­σάβ­βα­τα γιὰ τὶς ψυ­χές τους. Κα­νέ­νας δὲν βρέ­θη­κε στὸν λάκ­κο. Μό­νο ὁ Θε­ὸς ἀ­πὸ πά­νω κοι­τοῦ­σε κι ἔ­τρι­βε κι αὐ­τὸς μὲ ἀ­πο­ρί­α τὰ μά­τια του σὰν νά ’­λε­γε: Ἐ­σέ­να Ἀ­δάμ, ποὺ σ’ ἔ­πλα­σα μὲ τὰ χέ­ρια μου, δὲν σ’ ἔ­κα­μα νὰ γεν­νή­σεις οὔ­τε ἐγ­κλη­μα­τί­ες καὶ οὔ­τε τέ­ρα­τα. Τί εἶ­ναι αὐ­τὸ τὸ τε­ρα­τούρ­γη­μα ποὺ ἔ­κα­μες καὶ γέν­νη­σες τέ­τοι­ους Βα­ραβ­βά­δες; Τὸ μό­νο ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ κά­μει κι αὐ­τὸς ἐ­κεῖ­νες τὶς εὐ­αί­σθη­τες στιγ­μὲς ἦ­ταν νὰ στεί­λει ἕ­να πε­ρα­στι­κὸ σύν­νε­φο καὶ ἔ­ρι­ξε μιὰ πε­ρί­ερ­γη βρο­χὴ στὸ κα­τα­με­σή­με­ρο νὰ πλύ­νει τὸ χυ­μέ­νο ἀ­θῶ­ο ἄ­λι­κο αἷ­μα νὰ μὴν τό ’­βλε­πε ὁ κό­σμος καὶ ντρε­πό­τα­νε κι αὐ­τὸς ἀ­πὸ τοῦ­το τὸ ἀ­βυσ­σα­λέ­ο τε­ρα­τούρ­γη­μα. Κι ἄ­να­ψε κε­ριὰ στὸ κη­ρο­πή­γιο τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καὶ χά­θη­καν προ­σω­ρι­νὰ οἱ βρι­κό­λα­κες στὸ σκο­τά­δι τῆς νύ­χτας. Καὶ κά­θε τό­σο ἀ­κού­γε­ται ἕ­να πο­λυ­φω­νι­κὸ τρα­γού­δι ἀ­πὸ τὸν δί­σκο μὲ τοὺς «Πέν­τε γλυ­νι­ῶ­τες» καὶ με­τα­τρέ­πε­ται μοι­ρο­λό­ι, για­τὶ ἀ­πὸ τοὺς πέν­τε ποὺ πῆ­γαν κι ἠ­χο­γρά­φη­σαν τὸ τρα­γού­δι στὴν Ἀ­θή­να τὸ 1935, οἱ τρεῖς σβαρ­νί­στη­καν κι ἔ­μει­ναν ἐ­δῶ σκο­τω­μέ­νοι κι ὅ­πως εἶ­ναι καὶ νε­κροὶ ἀ­κό­μα τρα­γου­δᾶ­νε τὸν θρῆ­νο τῆς φυ­λῆς τους. Κι ὁ δί­σκος παί­ζει με­ρό­νυ­χτα καὶ ἀ­χεῖ, ἀν­τι­λα­λεῖ στὸν λάκ­κο τῆς ἱ­στο­ρί­ας γιὰ πεῖ­σμα τοῦ χρό­νου ποὺ θέ­λει νὰ τοὺς ξε­χά­σει, νὰ τ’ ἀ­κού­σει ὁ κό­σμος καὶ νὰ μεί­νει στὴ μνή­μη ὅ­λης της οἰ­κου­μέ­νης ποὺ κου­φαί­νει. Ἐ­νῶ κά­τω καί­γον­ται ἀ­κό­μα τὰ σπί­τια ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ χρό­νια καὶ μυ­ρί­ζει θά­να­το καὶ μαυ­ρί­ζει συ­νέ­χεια ὁ οὐ­ρα­νὸς καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ξα­στε­ρώ­σει. Κι οἱ εἴ­κο­σι ἑ­φτὰ ψυ­χὲς αἰ­ω­ροῦν­ται νω­πὲς καὶ γυ­ρο­φέρ­νουν στὴν κοι­λά­δα νὰ ἐ­λέγ­ξουν τὴ γῆ τους καὶ τὰ χώ­μα­τά τους καὶ νὰ δοῦ­νε τί γί­νε­ται καὶ ἂν θὰ πά­ψει πο­τὲ νὰ εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νος ὁ χρό­νος, ὅ­πως ἐ­κεῖ­νος ποὺ τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο ση­μεί­ω­νε 2 Αὐ­γού­στου 1943. Καὶ ὅ­λα αὐ­τὰ μὲ τὸ κλα­ρί­νο τοῦ Μπέ­κα­ρη πί­σω ἀ­πὸ τὸ Δελ­βι­νά­κι ποὺ δὲν πι­στεύ­ει ὅ­τι ἐν ἀ­γνοί­ᾳ τοῦ κό­σμου σφά­ζον­ται ἀ­κό­μα τὰ ἀ­δέρ­φια τους καὶ δὲν ἀ­κού­γε­ται οὔ­τε φω­νὴ κι οὔ­τε μι­λιὰ γιὰ συμ­πα­ρά­στα­ση καὶ θά­βον­ται λε­βέν­τες καὶ κομ­μά­τια ἀ­πὸ τὶς πα­τρί­δες. Κι ὁ δί­σκος μὲ τοὺς «Πέν­τε γλυ­νι­ῶ­τες» πό­τε γί­νε­ται ἥ­λιος φλε­γό­με­νος, στρογ­γυ­λός, πό­τε φεγ­γά­ρι ἀρ­γυ­ρό, μὰ πο­τὲ δὲν λευ­κάν­θη­κε οὔ­τε στὸν ἥ­λιο οὔ­τε στὸ φεγ­γά­ρι στὸν λάκ­κο στὰ Κα­μί­νια, τί ὥ­ρα τοῦ χρό­νου εἶ­ναι, νύ­χτα ἢ μέ­ρα κι οὔ­τε ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε ἀ­πὸ τὸν χάρ­τη τὸ φι­δί­σιο μο­νο­πά­τι ποὺ σὲ πά­ει στὴ φω­λιὰ τοῦ ἐγ­κλή­μα­τος. Καὶ βγαί­νει συ­νέ­χεια μέ­σα ἀ­πὸ τὰ σκο­τά­δια, σὰν ἀ­πὸ ἀ­σπρό­μαυ­ρη ται­νί­α λί­γο πρὶν φέ­ξει ἕ­να κα­ρα­βά­νι μὲ εἴ­κο­σι ἑ­φτὰ νε­κροὺς φορ­τω­μέ­νους. Καὶ μπρο­στά τους βα­δί­ζει ὁ πά­πα-Γραμ­μα­τι­κὸς μὲ τὸ τρυ­πη­μέ­νο κι αὐ­τὸς ρά­σο καὶ τὸ κα­τα­μα­τω­μέ­νο Εὐ­αγ­γέ­λιο στὰ χέ­ρια του ρί­χνον­τας τρι­σά­γιο γιὰ ὅ­λους, συμ­πε­ρι­λα­βαί­νον­τας καὶ τὸν ἑ­αυ­τό του. Μιὰ μά­να τρα­βά­ει φορ­τω­μέ­νο στὸν γάϊ­δα­ρό της ἀ­πὸ τὴ μιὰ με­ριὰ τὸν σκο­τω­μέ­νο ἄν­τρα της κι ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ τὸν κα­τα­κρε­ουρ­γη­μέ­νο γιό της. Καὶ πλά­ι της βγαί­νουν ἀ­πὸ τὸν λάκ­κο περ­νών­τας τὸ δι­ά­ρα­χο συ­νέ­χεια γυ­ναῖ­κες μὲ τοὺς ἄν­τρες τους καὶ τὰ παι­διά τους κου­βα­λών­τας γιὰ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Καὶ ἀ­νά­με­σά τους ἡ γυ­ναί­κα καὶ ἡ ἀ­δερ­φὴ τοῦ Βαγ­γέ­λη ζα­λω­μέ­νες τὸν νε­κρό τους καὶ πί­σω ἡ μά­να του κρα­τών­τας δε­μέ­να στὴν πο­διά της τὰ χυ­μέ­να μυα­λά του καὶ τὸ θρυμ­μέ­νο καύ­κα­λό του. Καὶ ἐ­νῶ τὴν ἡ­μέ­ρα ἐ­δῶ πά­νω φυ­σᾶ­νε μό­νο βο­ριά­δες καὶ δὲν φυ­τρώ­νει κλω­νὶ χορ­τά­ρι, τὴ νύ­χτα βγαί­νουν πρῶ­τοι καὶ στέ­κουν κα­ρα­ού­λι στὸ ἀ­φο­ρε­σμέ­νο μο­νο­πά­τι τῆς ἱ­στο­ρί­ας οἱ τρεῖς μάρ­τυ­ρες τοῦ δί­σκου τῆς Columbia, ὁ Βα­σί­λης Σε­λι­ώ­της πάρ­της, ὁ Βα­σί­λης Ἀ­να­γνώ­στης ἰ­σο­κρά­της καὶ ὁ Σπυ­ρί­δω­νας Τσέ­λιος κλώ­στης. Καὶ μα­ζί τους ση­κώ­νον­ται ὅ­λοι, οἱ εἴ­κο­σι ἑ­φτά, ἀ­πὸ τὰ δε­κα­ο­χτὼ μέ­χρι τὰ εἴ­κο­σι πέν­τε, ἂν καὶ μα­τω­μέ­νοι καὶ τα­λαι­πω­ρη­μέ­νοι, καὶ τρα­γου­δᾶ­νε καὶ τὸ τρα­γού­δι γί­νε­ται πο­λυ­φω­νι­κὸς τρα­γι­κὸς σύγ­χρο­νος θρῆ­νος αἵ­μα­τος ποὺ ρα­γί­ζει τὰ βου­νά, τοὺς κάμ­πους καὶ τὰ κα­τα­ρά­χια: Κλαῖ­ν’ οἱ πέ­τρες τὰ λι­θά­ρια, κλαῖ­νε τὸν κα­η­μό, ὤ, κλαῖ­νε το, μώ­ρ’, κλαῖ­νε τὸν κα­η­μό. Μώρ’, κλαί­ω κι ἐ­γὼ ὁ κα­η­μέ­νος τὸν ξε­χω­ρι­σμό, ὤ, τὸν ξε­χω­ρι­σμό, τὸν ξε­χω-μώ­ρ’-τὸν ξε­χω­ρι­σμό. Ὤ, ν’ ἔρ­θε, μω­ρὲ ν’ ἐρ­θέ, ἐρ­θὲ και­ρὸς νὰ φύ­γο­με, ἄ­ι, μω­ρὲ παι­διὰ κα­η­μέ­να, και­ρὸς νὰ χω­ρι­στοῦ­με. Ὤ, χω­ρὶ-μω­ρὲ χω­ρί, χω­ρί­ζει ἡ μά­να τὸ παι­δί, ἄ­ι, μω­ρὲ παι­διὰ κα­η­μέ­να, καὶ τὸ παι­δὶ τὴ μά­να, ὤ, χω­ρὶ-μω­ρέ, χω­ρὶ-χω­ρί­ζον­ται τ’ ἀν­τρό­γυ­να, ἄ­ι, μω­ρὲ παι­διὰ κα­η­μέ­να, τὰ πο­λυ­α­γα­πη­μέ­να, μω­ρὲ παι­διὰ κα­η­μέ­να, τὰ πο­λυ­α­γα­πη­μέ­να.

Ἀ­θή­να, 02.12.2021

«Πέντε Γλυνιῶτες»

https://www.youtube.com/watch?v=Jker0UYgXhI

Οἱ Πέν­τε φη­μι­σμέ­νοι νέ­οι ἀ­πὸ τὸ χω­ριὸ Γλύ­να. Κα­τα­γρα­φὴ τοῦ 1935. Βα­σί­λης Σε­λι­ώ­της, Βα­σί­λης Ἀ­να­γνώ­στης, Σπυ­ρί­δων Τσέ­λιος, Ἀ­να­στά­σης Τά­κος καὶ Εὐ­άγ­γε­λος Μπα­τζέ­λης, Οἱ τρεῖς πρῶ­τοι ἔ­γι­ναν ἐ­θνο­μάρ­τυ­ρες, ὅ­ταν ἐ­κτε­λέ­στη­καν μα­ζὶ μὲ πολ­λοὺς ἄλ­λους Γλυ­νι­ῶ­τες στὶς 3 Αὐ­γού­στου 1943, ἀ­πὸ Ἀλ­βα­νοὺς παρ­τι­ζά­νους (μὲ τὴν ὑ­πο­στή­ρι­ξη τοῦ Γερ­μα­νι­κοῦ στρα­τοῦ) μα­ζὶ μὲ πολ­λοὺς ἄλ­λους Γλυ­νι­ῶ­τες. Στὸ ἔγ­κλη­μα τῆς Γλύ­νας στὶς 2 Αὐ­γού­στου 1943. Οἱ ἄλ­λοι δύ­ο πα­ρό­τι βρι­σκό­ταν στὸ χω­ριὸ ἐ­κεί­νη τὴν ἡ­μέ­ρα γλί­τω­σαν τὴν ἐ­κτέ­λε­ση. Στὸ κλα­ρί­νο ὁ Π. Μπέ­κα­ρης

ΠΗ­ΓΗ: ΘΥΜΑΡΙΑ ΤΩΝ ΒΟΡΡΙΑΔΩΝ (ΝΙΚΑΣ, 2022).

ΝΙ­ΚΟΣ ΚΑ­ΤΣΑ­ΛΙ­ΔΑΣ (Α­ΝΩ ΛΕ­ΣΙ­ΝΙ­ΤΣΑ ΘΕ­Ο­ΛΟ­ΓΟΣ Α­ΓΙ­ΩΝ ΣΑ­ΡΑΝ­ΤΑ, 1949). ΖΕΙ ΣΤΗΝ Α­ΘΗ­ΝΑ. ΣΠΟΥ­ΔΑ­ΣΕ ΦΙ­ΛΟ­ΛΟ­ΓΙ­Α. ΠΟΙ­Η­ΤΗΣ, ΠΕ­ΖΟ­ΓΡΑ­ΦΟΣ, ΜΕ­ΤΑ­ΦΡΑ­ΣΤΗΣ, ΔΟ­ΚΙ­ΜΙ­Ο­ΓΡΑ­ΦΟΣ ΜΕ ΠΟΛ­ΛΕΣ ΤΙ­ΜΗ­ΤΙ­ΚΕΣ ΔΙ­Α­ΚΡΙ­ΣΕΙΣ ΚΑΙ ΒΡΑ­ΒΕΙ­Α. ΠΟΙ­Η­ΜΑ­ΤΑ ΤΟΥ ΣΥΜ­ΠΕ­ΡΙ­ΛΑΜ­ΒΑ­ΝΟΝ­ΤΑΙ ΣΕ ΑΝ­ΘΟ­ΛΟ­ΓΙ­ΕΣ ΣΤΑ ΑΓ­ΓΛΙ­ΚΑ, ΓΑΛ­ΛΙ­ΚΑ, ΓΕΡ­ΜΑ­ΝΙ­ΚΑ, Ι­ΤΑ­ΛΙ­ΚΑ, ΒΟΥΛ­ΓΑ­ΡΙ­ΚΑ, ΡΟΥ­ΜΑ­ΝΙ­ΚΑ, Ι­ΣΠΑ­ΝΙ­ΚΑ, Ε­ΝΩ Ο Ι­ΔΙΟΣ ΜΕ­ΤΕ­ΦΡΑ­ΣΕ ΣΑ­ΡΑΝ­ΤΑ ΠΕΝ­ΤΕ ΕΛ­ΛΗ­ΝΕΣ ΠΟΙ­Η­ΤΕΣ ΚΑΙ ΠΕ­ΖΟ­ΓΡΑ­ΦΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΛ­ΒΑ­ΝΙ­ΚΗ ΓΛΩΣ­ΣΑ. ΕΙ­ΝΑΙ Ε­ΝΑΣ Α­ΠΟ ΤΟΥΣ Ι­ΔΡΥ­ΤΕΣ ΤΗΣ ΔΗ­ΜΟ­ΚΡΑ­ΤΙ­ΚΗΣ Ε­ΝΩ­ΣΗΣ ΤΗΣ Ε­ΘΝΙ­ΚΗΣ ΕΛ­ΛΗ­ΝΙ­ΚΗΣ ΜΕΙ­Ο­ΝΟ­ΤΗ­ΤΑΣ «Ο­ΜΟ­ΝΟΙ­Α». ΚΑ­ΤΑ ΤΟ 2001-2002, ΧΡΗ­ΜΑ­ΤΙ­ΣΕ Υ­ΠΟΥΡ­ΓΟΣ Ε­ΠΙ­ΚΡΑ­ΤΕΙ­ΑΣ (ΠΑ­ΡΑ ΤΩΙ ΠΡΩ­ΘΥ­ΠΟΥΡ­ΓΩΙ) ΓΙΑ ΤΑ ΑΝ­ΘΡΩ­ΠΙ­ΝΑ ΔΙ­ΚΑΙ­Ω­ΜΑ­ΤΑ ΣΤΗΝ ΑΛ­ΒΑ­ΝΙ­Α. ΚΑ­ΤΑ ΤΟ 2004-2008 ΔΙ­Ε­ΤΕ­ΛΕ­ΣΕ ΔΙ­ΠΛΩ­ΜΑ­ΤΗΣ, ΜΟΡ­ΦΩ­ΤΙ­ΚΟΣ ΣΥΜ­ΒΟΥ­ΛΟΣ ΣΤΗΝ ΑΛ­ΒΑ­ΝΙ­ΚΗ ΠΡΕ­ΣΒΕΙ­Α ΣΤΗΝ Α­ΘΗ­ΝΑ. ΤΟ 2001 Α­ΠΕ­ΣΠΑ­ΣΕ ΤΟ ΒΑΛ­ΚΑ­ΝΙ­ΚΟ ΒΡΑ­ΒΕΙ­Ο «ΑΙ­ΜΟΣ», ΣΤΗ ΣΟ­ΦΙΑ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙ­Η­ΤΙ­ΚΗ ΣΥΛ­ΛΟ­ΓΗ «ΤΑ Ε­ΚΑ­ΤΟ Ε­ΚΑ­ΤΟ­ΦΥΛ­ΛΑ ΤΗΣ ΠΟΥ­ΛΙΑΣ». ΤΟ 2002 ΤΟΥ Α­ΠΟ­ΝΕ­ΜΗ­ΘΗ­ΚΕ Η «Α­ΣΗ­ΜΕ­ΝΙΑ ΠΕ­ΝΑ» Α­ΠΟ ΤΟ Υ­ΠΟΥΡ­ΓΕΙ­Ο ΠΟ­ΛΙ­ΤΙ­ΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΛ­ΒΑ­ΝΙ­ΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕ­ΤΑ­ΦΡΑ­ΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙ­Η­ΣΗΣ ΤΟΥ Ο­ΔΥΣ­ΣΕ­Α Ε­ΛΥ­ΤΗ. ΤΟ 2012, ΠΑ­ΡΑ­ΣΗ­ΜΟ­ΦΟ­ΡΗ­ΘΗ­ΚΕ Α­ΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟ­Ε­ΔΡΟ ΤΗΣ ΑΛ­ΒΑ­ΝΙ­ΚΗΣ ΔΗ­ΜΟ­ΚΡΑ­ΤΙ­ΑΣ ΜΕ ΤΟ Α­ΝΩ­ΤΑ­ΤΟ ΜΕ­ΤΑΛ­ΛΙΟ ΤΗΣ ΤΑ­ΞΗΣ ΤΩΝ ΓΡΑΜ­ΜΑ­ΤΩΝ «ΜΕ­ΓΑ­ΛΟΣ ΚΑΛ­ΛΙ­ΤΕ­ΧΝΗΣ». Ο ΝΙ­ΚΟΣ ΚΑ­ΤΣΑ­ΛΙ­ΔΑΣ ΕΙ­ΝΑΙ ΤΑ­ΚΤΙ­ΚΟ ΜΕ­ΛΟΣ ΤΗΣ Ε­ΤΑΙ­ΡΕΙ­ΑΣ ΣΥΓ­ΓΡΑ­ΦΕ­Ω

ΕΙΚΟΝΑ: ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΩΝ ΣΦΑ­ΓΙΑ­ΣΘΕΝ­ΤΩΝ ΕΛ­ΛΗ­ΝΩΝ ΒΟ­ΡΕΙ­Ο­Η­ΠΕΙ­ΡΩ­ΤΩΝ ΣΤΗ ΓΛΥ­ΝΑ ΤΗΣ ΑΛ­ΒΑ­ΝΙΑΣ, ΣΤΙΣ 3 ΑΥ­ΓΟΥ­ΣΤΟΥ 1943.

https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γρίπη Α και Γρίπη Β: Διαφορές σε συμπτώματα και αντιμετώπιση

  Γρίπη Α και Γρίπη Β: Διαφορές σε συμπτώματα και αντιμετώπιση Bigstock Μιχάλης Θερμόπουλος Πέμπτη, 23 Ιανουαρίου 2025 19:00 Η κοινή γρίπη π...