Νίκος Κατσαλίδας: Συναξάρι τῆς ὀργῆς
Συναξάρι τῆς ὀργῆς
Νίκος Κατσαλίδας ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΜΙΣΣΙΟ, ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥΜΟΥΝ τριῶν χρονῶν στὴν ἡλικία ποὺ μόλις εἶχα ἀφήσει τὴν κούνια, σχεδὸν στὴ θηλὴ τῆς μάνας μου, παίζοντας μὲ τὰ γατάκια καὶ ταΐζοντας στὸ καλύβι τὸν πιστὸ σκύλο τοῦ σπιτιοῦ μου πού ’γλειφε τὰ χέρια μου, μέχρι ἐκείνη τὴ μαύρη φαρμακερὴ Δευτέρα τοῦ Αὐγούστου, ποὺ πάγωσε τὸ χαμόγελό μου καὶ ἀντιστράφηκε ἡ προστασία, ἦταν ἡ γάτα τότε κι ὁ σκύλος, αὐτὰ τὰ δυὸ νοητὰ κατοικίδια, ποὺ νιώθοντας τὸν πόνο μου μὲ περιτριγυρίζανε σὰν γιὰ συμπαράσταση κουνώντας τὴν οὐρά τους καὶ συμπεριφέρονταν μὲ ἀνθρωπιὰ νὰ μὲ παρηγορήσουν μὲ τὰ χάδια τους. Κατακαλόκαιρο ποὺ φλέγεται καὶ βράζει τὸ χῶμα ἀπὸ τὴ ζέστη καὶ μ’ εἶχε στὴν ἀγκαλιά του καὶ μὲ φίλαγε ὁ πατέρας, ὅταν ἐμφανίστηκαν κάτι ἴσκιοι σὰν δαιμονικὰ ποὺ ἡ μάνα μου ἀργότερα τὰ ὀνόμασε σκυλιὰ κι εἶχα πεισμώσει γιατὶ τὸ συλλάβαινα σὰν ὑποτίμηση σάματι προσβαλλότανε ὁ πιστὸς σκύλος μας ποὺ καμιὰ σχέση δὲν εἶχε ὁ καημένος μὲ τὰ σκύβαλα, μὲ τὰ λυσσασμένα σκυλιὰ γιὰ αἷμα, ἀγρίμια ποὺ μάζεψαν εἴκοσι τέσσερις ἄντρες συγχωριανοὺς μαζὶ καὶ τὸν πατέρα καὶ τοὺς ἔβαλαν μπροστὰ γιὰ τὰ Καμίνια. Ἐνῶ ὣς τότε τραγουδοῦσα μὲ τὰ πουλάκια ποὺ κελαηδοῦσαν ἀπὸ τὰ βαθιὰ χαράματα στὴν περγουλιὰ τῆς αὐλῆς μας, ὕστερα ἀπὸ κείνη τὴν ἡμέρα τὸ καθετὶ μούχρωσε, σκοτάδιασε καὶ ἀντάριασε γύρω μου. Κι ἂς ἦταν πάλι τὰ πουλάκια ἔξω στὴν περγουλιά μας, ἐμένα μοῦ φαινότανε ὅτι δὲν κελαηδοῦσαν πιά, ὅτι μόνο θρηνοῦσαν, ὥσπου ἡ ὀπτασία ποὺ ἀπὸ τότε καὶ πέρα τὸ καθετὶ τὸ γύριζε σὲ σκοῦρο καὶ μουντό, καὶ τὰ πουλάκια τὰ εἶχε μετατρέψει σὲ μαῦρα κοράκια. Ὅλα αὐτὴ ἡ μεταμόρφωση ὕστερα ἀπὸ τὴν κακιὰ ὥρα τοῦ μαζικοῦ σκοτωμοῦ καὶ τῆς χαριστικῆς βολῆς στὰ μηνίγγια στὰ κεφάλια τῶν σκοτωμένων ἀπὸ τοὺς δήμιους, ὅταν ὅλες οἱ γυναῖκες μαζί τους καὶ ἡ γιαγιά μου, ἡ μάνα μου κι οἱ θεῖες μου, γύριζαν κατὰ τὸ ἡλιοβασίλεμα σὰν οἱ Ἀντιγόνες ἄλλες μὲ τοὺς νεκροὺς στοὺς ὤμους καὶ ἄλλες ζαλωμένες. Ἀνέβασαν τὸν πατέρα στὴν πέτρινη σκάλα, σὰν νὰ κατέβαζαν τὸν κρεμασμένο Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν σταυρό του, τὸν ξάπλωσαν, τὸν ἔπλυναν στὴ μέση στὸ δωμάτιο, σκέπασαν τὸ κουφάρι, τὸ τύλιξαν στὰ σάβανα καὶ γονάτισαν τριγύρω ἀπὸ τὸ λείψανο κυρτωμένες σὰν μυροφόρες στὴν ἄδεια θέση τοῦ κεφαλιοῦ, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε πιὰ ἐκεῖ το κεφάλι τοῦ πατέρα καὶ ἄρχισαν τὸ μοιρολόι τους. Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη ὀπτικὴ εἰκόνα βαθιὰ μέσα μου, ἐνῶ ἡ ἀκουστικὴ ποὺ θυμᾶμαι καλὰ καὶ μὲ συνοδεύει ὁλοζωῆς ἦταν τὰ πονεμένα λόγια ἀπὸ τὸν θρῆνο τῆς μάνας: Βαγγέλη μου, Βαγγέλη μου, Βαγγέλη μου καὶ λεβέντη μου, πῶς τό ’καμες αὐτὸ καὶ μᾶς ἔφυγες τόσο νιούτσικος; Τί μοῦ ’καμες ἐμένα τῆς μαύρης; Πῶς μ’ ἄφησες μὲ δυὸ ὀρφανὰ παιδάκια. Καὶ τὰ ἄλλα τὰ φαρμακερὰ τῆς ἀπαρηγόρητης γιαγιᾶς μου: Ἄχ, Βαγγέλη μου, ψυχούλα μου, καρδούλα μου καὶ μάτια μου, ποιός τό ’λεγε, ἐγὼ ἡ μαύρη ἡ μάνα, νὰ μάζευα τὰ πεταγμένα μυαλὰ καὶ τὰ σκορπισμένα κομμάτια τοῦ κεφαλιοῦ σου στὴν ποδιά μου. Καταραμένα τέρατα ποὺ νὰ φᾶτε τὸ κεφάλι σας ἀναμεταξύ σας νὰ φᾶτε. Τί σᾶς ἔφταιγαν τὰ παιδιά μας, μωρὲ γουρσούζικα, ποὺ κοιτοῦσαν σὰν νοικοκυραῖοι τὴν οἰκογένειά τους καὶ τὰ σπίτια τους; Καὶ ὅπως τά ’χε τυλιγμένα τὰ χυμένα μυαλὰ καὶ τὰ κομμάτια δεμένα στὴν ποδιά της, τὰ τοποθέτησε στὸ φέρετρο. Τὰ μοιρολόγια ράγισαν τὸν κάμπο κι ἔσκισαν τὴ γῆ ἀπὸ τὸν πόνο. Οἱ ἀντίλαλοι τοῦ θρήνου γύριζαν μέρα-νύχτα μὲ τοὺς βοριάδες μέσα μου πάνω ἀπὸ τὰ ματωμένα Καμίνια. Ποῦ νὰ ἐξομολογιόνταν κεῖνες τὶς μαῦρες νύχτες μὲ τέρατα καὶ φονιάδες οἱ γυναῖκες; Σὲ ποιόν νὰ λέγανε τὸν πόνο τους γονατισμένες πάνω στοὺς τάφους τους; Μᾶς ἕσφιγγαν δυνατὰ στὴν ἀγκαλιά τους, ἐμένα καὶ τὸν ἀδερφούλη μου, σὰν νὰ μᾶς ἔκρυβαν ἀπὸ τὸν χάροντα ποὺ τριγύριζε καὶ βολιδοσκοποῦσε ποδοπατώντας τὴν καταματωμένη γῆ μας. Ἡ μόνη ἱερὴ πράξη τῶν γυναικῶν ποὺ εἶχαν κουβαλήσει ζαλωμένους στοὺς ὤμους τοὺς ἀδικοχαμένους ἦταν ἡ ὁρκωμοσία τους πάνω στὸ Βαγγέλιο καὶ στὴ γαλανόλευκη ποὺ βγάζανε καὶ φιλούσανε σιωπηλὰ μὲ τὶς ἐλπίδες ὅτι θὰ βγεῖ κάποιος καὶ γιὰ αὐτοὺς νὰ τοὺς προστατέψει, τοὺς ζωντανοὺς καὶ τοὺς πεθαμένους καὶ κανένας δὲν ἄκουγε τὰ μοιρολόγια τους καὶ κανένας δὲν βρέθηκε νὰ τὶς παρηγορήσει στοὺς μανιασμένους βοριάδες. Μόνο τὰ πιστὰ σκυλιὰ θρηνοῦσαν κι οὔρλιαζαν πένθιμα στὶς αὐλὲς ὅταν ἔπαυαν αὐτὲς οἱ ἐξαντλημένες γυναῖκες τὰ μοιρολόγια νὰ ξεκουραστοῦν καὶ νὰ ξαναρχίσουν τὶς μαῦρες νύχτες στὰ Ψυχοσάββατα γιὰ τὶς ψυχές τους. Κανένας δὲν βρέθηκε στὸν λάκκο. Μόνο ὁ Θεὸς ἀπὸ πάνω κοιτοῦσε κι ἔτριβε κι αὐτὸς μὲ ἀπορία τὰ μάτια του σὰν νά ’λεγε: Ἐσένα Ἀδάμ, ποὺ σ’ ἔπλασα μὲ τὰ χέρια μου, δὲν σ’ ἔκαμα νὰ γεννήσεις οὔτε ἐγκληματίες καὶ οὔτε τέρατα. Τί εἶναι αὐτὸ τὸ τερατούργημα ποὺ ἔκαμες καὶ γέννησες τέτοιους Βαραββάδες; Τὸ μόνο ποὺ μποροῦσε νὰ κάμει κι αὐτὸς ἐκεῖνες τὶς εὐαίσθητες στιγμὲς ἦταν νὰ στείλει ἕνα περαστικὸ σύννεφο καὶ ἔριξε μιὰ περίεργη βροχὴ στὸ καταμεσήμερο νὰ πλύνει τὸ χυμένο ἀθῶο ἄλικο αἷμα νὰ μὴν τό ’βλεπε ὁ κόσμος καὶ ντρεπότανε κι αὐτὸς ἀπὸ τοῦτο τὸ ἀβυσσαλέο τερατούργημα. Κι ἄναψε κεριὰ στὸ κηροπήγιο τοῦ οὐρανοῦ καὶ χάθηκαν προσωρινὰ οἱ βρικόλακες στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας. Καὶ κάθε τόσο ἀκούγεται ἕνα πολυφωνικὸ τραγούδι ἀπὸ τὸν δίσκο μὲ τοὺς «Πέντε γλυνιῶτες» καὶ μετατρέπεται μοιρολόι, γιατὶ ἀπὸ τοὺς πέντε ποὺ πῆγαν κι ἠχογράφησαν τὸ τραγούδι στὴν Ἀθήνα τὸ 1935, οἱ τρεῖς σβαρνίστηκαν κι ἔμειναν ἐδῶ σκοτωμένοι κι ὅπως εἶναι καὶ νεκροὶ ἀκόμα τραγουδᾶνε τὸν θρῆνο τῆς φυλῆς τους. Κι ὁ δίσκος παίζει μερόνυχτα καὶ ἀχεῖ, ἀντιλαλεῖ στὸν λάκκο τῆς ἱστορίας γιὰ πεῖσμα τοῦ χρόνου ποὺ θέλει νὰ τοὺς ξεχάσει, νὰ τ’ ἀκούσει ὁ κόσμος καὶ νὰ μείνει στὴ μνήμη ὅλης της οἰκουμένης ποὺ κουφαίνει. Ἐνῶ κάτω καίγονται ἀκόμα τὰ σπίτια ὕστερα ἀπὸ χρόνια καὶ μυρίζει θάνατο καὶ μαυρίζει συνέχεια ὁ οὐρανὸς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ξαστερώσει. Κι οἱ εἴκοσι ἑφτὰ ψυχὲς αἰωροῦνται νωπὲς καὶ γυροφέρνουν στὴν κοιλάδα νὰ ἐλέγξουν τὴ γῆ τους καὶ τὰ χώματά τους καὶ νὰ δοῦνε τί γίνεται καὶ ἂν θὰ πάψει ποτὲ νὰ εἶναι ἐπικίνδυνος ὁ χρόνος, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ τὸ ἡμερολόγιο σημείωνε 2 Αὐγούστου 1943. Καὶ ὅλα αὐτὰ μὲ τὸ κλαρίνο τοῦ Μπέκαρη πίσω ἀπὸ τὸ Δελβινάκι ποὺ δὲν πιστεύει ὅτι ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ κόσμου σφάζονται ἀκόμα τὰ ἀδέρφια τους καὶ δὲν ἀκούγεται οὔτε φωνὴ κι οὔτε μιλιὰ γιὰ συμπαράσταση καὶ θάβονται λεβέντες καὶ κομμάτια ἀπὸ τὶς πατρίδες. Κι ὁ δίσκος μὲ τοὺς «Πέντε γλυνιῶτες» πότε γίνεται ἥλιος φλεγόμενος, στρογγυλός, πότε φεγγάρι ἀργυρό, μὰ ποτὲ δὲν λευκάνθηκε οὔτε στὸν ἥλιο οὔτε στὸ φεγγάρι στὸν λάκκο στὰ Καμίνια, τί ὥρα τοῦ χρόνου εἶναι, νύχτα ἢ μέρα κι οὔτε ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὸν χάρτη τὸ φιδίσιο μονοπάτι ποὺ σὲ πάει στὴ φωλιὰ τοῦ ἐγκλήματος. Καὶ βγαίνει συνέχεια μέσα ἀπὸ τὰ σκοτάδια, σὰν ἀπὸ ἀσπρόμαυρη ταινία λίγο πρὶν φέξει ἕνα καραβάνι μὲ εἴκοσι ἑφτὰ νεκροὺς φορτωμένους. Καὶ μπροστά τους βαδίζει ὁ πάπα-Γραμματικὸς μὲ τὸ τρυπημένο κι αὐτὸς ράσο καὶ τὸ καταματωμένο Εὐαγγέλιο στὰ χέρια του ρίχνοντας τρισάγιο γιὰ ὅλους, συμπεριλαβαίνοντας καὶ τὸν ἑαυτό του. Μιὰ μάνα τραβάει φορτωμένο στὸν γάϊδαρό της ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τὸν σκοτωμένο ἄντρα της κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τὸν κατακρεουργημένο γιό της. Καὶ πλάι της βγαίνουν ἀπὸ τὸν λάκκο περνώντας τὸ διάραχο συνέχεια γυναῖκες μὲ τοὺς ἄντρες τους καὶ τὰ παιδιά τους κουβαλώντας γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Καὶ ἀνάμεσά τους ἡ γυναίκα καὶ ἡ ἀδερφὴ τοῦ Βαγγέλη ζαλωμένες τὸν νεκρό τους καὶ πίσω ἡ μάνα του κρατώντας δεμένα στὴν ποδιά της τὰ χυμένα μυαλά του καὶ τὸ θρυμμένο καύκαλό του. Καὶ ἐνῶ τὴν ἡμέρα ἐδῶ πάνω φυσᾶνε μόνο βοριάδες καὶ δὲν φυτρώνει κλωνὶ χορτάρι, τὴ νύχτα βγαίνουν πρῶτοι καὶ στέκουν καραούλι στὸ ἀφορεσμένο μονοπάτι τῆς ἱστορίας οἱ τρεῖς μάρτυρες τοῦ δίσκου τῆς Columbia, ὁ Βασίλης Σελιώτης πάρτης, ὁ Βασίλης Ἀναγνώστης ἰσοκράτης καὶ ὁ Σπυρίδωνας Τσέλιος κλώστης. Καὶ μαζί τους σηκώνονται ὅλοι, οἱ εἴκοσι ἑφτά, ἀπὸ τὰ δεκαοχτὼ μέχρι τὰ εἴκοσι πέντε, ἂν καὶ ματωμένοι καὶ ταλαιπωρημένοι, καὶ τραγουδᾶνε καὶ τὸ τραγούδι γίνεται πολυφωνικὸς τραγικὸς σύγχρονος θρῆνος αἵματος ποὺ ραγίζει τὰ βουνά, τοὺς κάμπους καὶ τὰ καταράχια: Κλαῖν’ οἱ πέτρες τὰ λιθάρια, κλαῖνε τὸν καημό, ὤ, κλαῖνε το, μώρ’, κλαῖνε τὸν καημό. Μώρ’, κλαίω κι ἐγὼ ὁ καημένος τὸν ξεχωρισμό, ὤ, τὸν ξεχωρισμό, τὸν ξεχω-μώρ’-τὸν ξεχωρισμό. Ὤ, ν’ ἔρθε, μωρὲ ν’ ἐρθέ, ἐρθὲ καιρὸς νὰ φύγομε, ἄι, μωρὲ παιδιὰ καημένα, καιρὸς νὰ χωριστοῦμε. Ὤ, χωρὶ-μωρὲ χωρί, χωρίζει ἡ μάνα τὸ παιδί, ἄι, μωρὲ παιδιὰ καημένα, καὶ τὸ παιδὶ τὴ μάνα, ὤ, χωρὶ-μωρέ, χωρὶ-χωρίζονται τ’ ἀντρόγυνα, ἄι, μωρὲ παιδιὰ καημένα, τὰ πολυαγαπημένα, μωρὲ παιδιὰ καημένα, τὰ πολυαγαπημένα. Ἀθήνα, 02.12.2021 «Πέντε Γλυνιῶτες» https://www.youtube.com/watch? Οἱ Πέντε φημισμένοι νέοι ἀπὸ τὸ χωριὸ Γλύνα. Καταγραφὴ τοῦ 1935. Βασίλης Σελιώτης, Βασίλης Ἀναγνώστης, Σπυρίδων Τσέλιος, Ἀναστάσης Τάκος καὶ Εὐάγγελος Μπατζέλης, Οἱ τρεῖς πρῶτοι ἔγιναν ἐθνομάρτυρες, ὅταν ἐκτελέστηκαν μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους Γλυνιῶτες στὶς 3 Αὐγούστου 1943, ἀπὸ Ἀλβανοὺς παρτιζάνους (μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Γερμανικοῦ στρατοῦ) μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους Γλυνιῶτες. Στὸ ἔγκλημα τῆς Γλύνας στὶς 2 Αὐγούστου 1943. Οἱ ἄλλοι δύο παρότι βρισκόταν στὸ χωριὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα γλίτωσαν τὴν ἐκτέλεση. Στὸ κλαρίνο ὁ Π. Μπέκαρης ΠΗΓΗ: ΘΥΜΑΡΙΑ ΤΩΝ ΒΟΡΡΙΑΔΩΝ (ΝΙΚΑΣ, 2022).ΝΙΚΟΣ ΚΑΤΣΑΛΙΔΑΣ (ΑΝΩ ΛΕΣΙΝΙΤΣΑ ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΑΓΙΩΝ ΣΑΡΑΝΤΑ, 1949). ΖΕΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ. ΣΠΟΥΔΑΣΕ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ. ΠΟΙΗΤΗΣ, ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ, ΔΟΚΙΜΙΟΓΡΑΦΟΣ ΜΕ ΠΟΛΛΕΣ ΤΙΜΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΒΡΑΒΕΙΑ. ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΑΝΘΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ, ΓΑΛΛΙΚΑ, ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ, ΙΤΑΛΙΚΑ, ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑ, ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ, ΙΣΠΑΝΙΚΑ, ΕΝΩ Ο ΙΔΙΟΣ ΜΕΤΕΦΡΑΣΕ ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΕΝΤΕ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΙ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΙΔΡΥΤΕΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑΣ «ΟΜΟΝΟΙΑ». ΚΑΤΑ ΤΟ 2001-2002, ΧΡΗΜΑΤΙΣΕ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΠΑΡΑ ΤΩΙ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΩΙ) ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ. ΚΑΤΑ ΤΟ 2004-2008 ΔΙΕΤΕΛΕΣΕ ΔΙΠΛΩΜΑΤΗΣ, ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΚΗ ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ. ΤΟ 2001 ΑΠΕΣΠΑΣΕ ΤΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ «ΑΙΜΟΣ», ΣΤΗ ΣΟΦΙΑ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΤΑ ΕΚΑΤΟ ΕΚΑΤΟΦΥΛΛΑ ΤΗΣ ΠΟΥΛΙΑΣ». ΤΟ 2002 ΤΟΥ ΑΠΟΝΕΜΗΘΗΚΕ Η «ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΠΕΝΑ» ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ. ΤΟ 2012, ΠΑΡΑΣΗΜΟΦΟΡΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΜΕΤΑΛΛΙΟ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ «ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ». Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΤΣΑΛΙΔΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΑΚΤΙΚΟ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΕΙΚΟΝΑ: ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΩΝ ΣΦΑΓΙΑΣΘΕΝΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΩΝ ΣΤΗ ΓΛΥΝΑ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ, ΣΤΙΣ 3 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1943.https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/ |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου