ΕΜΜΟΝΗ
Το βιβλίο της Αντόνια Σούζαν Μπάιατ (A.S.Byatt, Yorkshire 1936-) που επανακυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ το 2022 με τον τίτλο ‘Εμμονή’ και σε νέα μετάφραση της Κατερίνας Σχινά (η πρώτη έκδοση του βιβλίου στα ελληνικά είχε γίνει το 2007 από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ με τίτλο ‘Αιχμάλωτα Πάθη’ σε μετάφραση Έφης Τσιρώνη) είναι ένα βιβλίο που δύσκολα μπορεί να κατηγοριοποιηθεί αφού συνθέτει μοναδικά το ρομαντικό πλαίσιο με στοιχεία μυστηρίου, ιστορικού μυθιστορήματος, περιπέτειας αναζήτησης και campus novel.
Η Βρετανίδα ακαδημαϊκός, συγγραφέας και λογοτεχνική κριτικός Αντόνια Μπάιατ είναι γνωστή για την αφηγηματική της δεινότητα η οποία έχει αναγνωριστεί από κριτικούς και αναγνωστικό κοινό ενώ η εφημερίδα The Times την κατέταξε στην λίστα με τους 50 σημαντικότερους Βρετανούς συγγραφείς από το 1945. Αδελφή της επίσης γνωστής συγγραφέως Μάργκαρετ Ντραμπλ – με την οποία δεν έχει σχέσεις – έχει δημοσιεύσει μυθιστορήματα, διηγήματα αλλά και κριτικές μελέτες από τις οποίες ξεχωρίζει εκείνη για τη φίλη και μέντορά της Iris Murdoch. Έχει βραβευτεί με ένα μεγάλο αριθμό βραβείων, έχει υπάρξει υποψήφια για το Νόμπελ Λογοτεχνίας ενώ το βιβλίο της ‘Εμμονή’ τιμήθηκε το 1990 με το Booker.
Στην εισαγωγή του βιβλίου της η Μπάιατ γράφει ότι αφετηρία για τη συγγραφή του βιβλίου ήταν ο τίτλος. Γράφει λοιπόν η Μπάιατ ότι παρακολουθώντας την Κάθλιν Κόμπερν, μελετήτρια του Κόουλριτζ, να βηματίζει γύρω από το κυκλικό Ευρετήριο του αναγνωστηρίου του Βρετανικού Μουσείου και συνειδητοποιώντας ότι έχει αφιερώσει εμμονικά όλη της τη ζωή στη μελέτη για έναν νεκρό ποιητή σκέφτηκε να γράψει ένα μυθιστόρημα ‘εστιασμένο στην αδυναμία να αποχαιρετίσεις οριστικά έναν νεκρό, στις σχέσεις ανάμεσα σε ζώντες και τεθνεώτες. Θα ήταν κάτι σαν παραμύθι δαιμονοληψίας. Τότε συνειδητοποίησα ότι η λέξη ενείχε και μια ωμή οικονομική διάσταση. Ποια εμμονή απόκτησης και κατοχής ωθεί όσους συλλέγουν χειρόγραφα εκλιπόντων συγγραφέων; Το ερώτημα δεν έπαψε να στριφογυρίζει στο μυαλό μου ˙ αρκετό καιρό αργότερα συνειδητοποίησα ότι η «εμμονή» συχνά ορίζει και τις σεξουαλικές σχέσεις. Εκείνη την εποχή δούλευα πάνω στην υπέροχη αλληλογραφία του Ρόμπερτ και της Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ, και συνέλαβα την ιδέα δύο ερωτικών ζευγαριών, ενός σύγχρονου και ενός βικτοριανού, που κυριαρχούνται από εμμονή σε όλες τις εκφάνσεις της.’
Το βιβλίο ξεκινά εκεί ακριβώς που γεννήθηκε και στο μυαλό της συγγραφέως, στο αναγνωστήριο του Βρετανικού Μουσείου το 1986, με τον Ρόλαντ Μίτσελ, ένα σύγχρονο μελετητή του βικτοριανού ποιητή Ράντολφ Χένρι Ας (μην τον αναζητήσετε, είναι επινοημένος χαρακτήρας), ο οποίος τυχαία ανακαλύπτει καταχωνιασμένα μέσα σε ένα βιβλίο δύο σχέδια ερωτικών επιστολών του ποιητή προς μια άγνωστη γυναίκα. Οι επιστολές ξυπνούν την περιέργεια του, αφού εμφανώς δεν απευθύνονται στη σύζυγο του ποιητή, και τον οδηγούν να τις κλέψει και να αναζητήσει το πρόσωπο στο οποίο απευθύνονταν.
Τα ίχνη τον οδηγούν στην παραγνωρισμένη ποιήτρια Κρίσταμπελ Λαμότ και ο Ρόλαντ στρέφεται για βοήθεια στην ‘παγερά αγέρωχη, εξαίσια απούσα’ Μωντ Μπέιλι η οποία μελετά το έργο της Λαμότ ως διευθύντρια ενός ερευνητικού κέντρου γυναικείων σπουδών αλλά και ως μακρινή απόγονός της. Σύντομα οι δύο σύγχρονοι μελετητές οδηγούνται στην αποκάλυψη μια άγνωστης σχέσης και ξεκινούν μια ξέφρενη αναζήτηση αυτής της ανείπωτης ιστορίας. Αναζητούν στοιχεία, διαβάζουν επιστολές και ημερολόγια, ακολουθούν διαδρομές, βρίσκουν απογόνους, μελετούν τα έργα των βικτοριανών ποιητών, ψάχνουν για κρυφά μηνύματα και πληροφορίες.
Η Μπάιατ αναπλάθει προσεκτικά τις λεπτομέρειες αυτής της λογοτεχνικής ανίχνευσης, προβάλλοντας και τον ενθουσιασμό που προκύπτει από την ίδια την έρευνα ενώ χρησιμοποιεί το ταλέντο, τη φαντασία και τις τεράστιες γνώσεις της για να μας προσφέρει ένα μοναδικό λογοτεχνικό έργο που εκτός της καθηλωτικής πλοκής εντυπωσιάζει με την πληθώρα των αφηγηματικών τεχνικών – έναν τεράστιο όγκο επιστολών, ποιημάτων, σημειωμάτων, ημερολογίων, θρύλων και παραμυθιών – γραμμένων σύμφωνα με διαφορετικές αφηγηματικές ταυτότητες. Είναι εκπληκτικός ο τρόπος που η Μπάιατ αναμιγνύει την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία προσαρμόζοντας με τέτοια επιτυχία τη γραφή της στον Ας ή την Λαμότ, τόσο στις επιστολές όσο και στα έργα τους, που ο αναγνώστης φτάνει να αμφιβάλει ότι οι βικτοριανοί ποιητές είναι επινοημένοι. Ακόμη και ένα ημερολόγιο γραμμένο από μια ενθουσιώδη νεαρή πείθει για την αυθεντικότητά του.
Το μυθιστόρημα κορυφώνεται σε ένα στερεότυπο βικτοριανό περιβάλλον με έντονα γοτθικά μοτίβα, ένα νεκροταφείο σε μια σκοτεινή και θυελλώδη νύχτα, τη σύληση ενός τάφου και την αποκάλυψη ενός μυστικού.
Η ιστορία καθοδηγείται τόσο από την εμμονή για τη λογοτεχνική έρευνα όσο και από το ενδιαφέρον για τη ίδια τη σχέση του Ας με την Λαμότ που απορροφά όχι μόνο τους δύο ερευνητές αλλά και την ευρύτερη ακαδημαϊκή ομάδα. Άλλοι ενδιαφέρονται να φέρουν στην κατοχή τους την συλλογή των ευρημάτων, άλλοι ενδιαφέρονται για την αναγνώριση που θα τους προσφέρει η αποκάλυψη της ιστορίας, άλλοι για την προβολή των φεμινιστικών απόψεων της Λαμότ ενώ κάποιοι άλλοι κρατούν μυστικά για να διαφυλάξουν την εικόνα της συζύγου του Ας.
Η αφήγηση μετατοπίζεται επιδέξια μεταξύ σκηνών που διαδραματίζονται το 1986 και στο δεύτερο μισό του 1800 στο Λονδίνο, το Γιορκσάιρ, το Λίνκολν και την περιοχή της Βρετάνης της Γαλλίας. Εκεί, ανάμεσα στους διασταυρούμενους κόσμους των φαντασμάτων, της γεωλογίας, των εραστών και των νεράιδων με τους ποικίλους συμβολισμούς τους, το σύγχρονο ζευγάρι αναζητά στοιχεία προσπαθώντας να ερμηνεύσει την πορεία της σχέσης των βικτοριανών ενώ παλινδρομεί ανάμεσα στους δικούς του δισταγμούς και τα αισθήματα σε έναν υπέροχο παραλληλισμό με την ιστορία αγάπης των ποιητών. ‘Ήταν παιδιά μιας εποχής και μιας κουλτούρας που δυσπιστούσε απέναντι στην αγάπη, στο ρήμα «ερωτεύομαι», στον ρομαντικό έρωτα, στον ρομαντισμό in toto, και η οποία ωστόσο, ως αντιστάθμισμα, είχε πολλαπλασιάσει τη σεξουαλική γλώσσα, τη γλωσσολογική σεξουαλικότητα, την ανάλυση, την ανατομία, την αποδόμηση, την έκθεση.’
Η εμμονή για τον έρωτα, για την ταυτότητα, για τον φεμινισμό, για την φιλολογική έρευνα, τη συλλογή αντικειμένων, την αναζήτηση της αλήθειας, τη διαφύλαξη της παράδοσης και των κειμηλίων, την ερμηνεία της φύσης είναι κάποια από τα θέματα που διερευνά η Μπάιατ στην ‘Εμμονή’. Κι αν αυτά είναι η σύνδεση με τον τίτλο του βιβλίου, υπάρχουν άλλα τόσα που διαφαίνονται μέσα από την πολυεπίπεδη αυτή αφήγηση όπως η περιθωριοποιημένες φωνές των γυναικών καθώς και η κουλτούρα και τα ήθη της βικτοριανής εποχής, αλλά και η απόλαυση της διαδικασίας της γραφής και της ανάγνωσης.
Σ’ ένα από τα πιο όμορφα αποσπάσματα του βιβλίου που έχω κρατήσει, η Μπάιατ γράφει : ‘Σκεφτείτε το – ο συγγραφέας έγραψε μόνος και ο αναγνώστης διαβάζει μόνος και είναι και οι δύο μόνοι, έχοντας ο ένας τον άλλον.’
Και πιο κάτω : ‘Υπάρχουν αναγνώσεις – του ίδιου κειμένου – που είναι ευσυνείδητες, αναγνώσεις που χαρτογραφούν και ανατέμνουν, αναγνώσεις που αφουγκράζονται το θρόισμα ανήκουστων θορύβων και μετράνε γκρίζες μικρές αντωνυμίες για ευχαρίστηση ή για διδασκαλία και για λίγο παύουν ν’ ακούνε το χρυσό ή τα μήλα. Υπάρχουν προσωπικές αναγνώσεις, που αποσπούν προσωπικά νοήματα, πλημμυρίζω από έρωτα, αηδία ή φόβο, ψάχνω τον έρωτα, την αηδία, τον φόβο. Υπάρχουν – πιστέψτε το – απρόσωπες αναγνώσεις, όπου το μάτι του μυαλού βλέπει τις αράδες να προχωρούν και του αυτί του μυαλού τις ακούει να τραγουδάνε.
Πότε πότε, υπάρχουν αναγνώσεις που κάνουν το χνούδι στον αυχένα μας, το ανύπαρκτο τρίχωμά μας, να σηκώνεται και να τρέμει, όταν κάθε λέξη καίει και αστράφτει σκληρή και διάφανη και αιώνια και ακριβής, σαν τα πετράδια της φωτιάς, σαν τις κουκίδες των άστρων στο σκοτάδι – αναγνώσεις που η γνώση ότι θα γνωρίσουμε το κείμενο διαφορετικά, καλύτερα ή πιο ικανοποιητικά προηγείται κάθε ικανότητας να πούμε τι γνωρίζουμε ή πώς. Σ’ αυτές τις αναγνώσεις, η αίσθηση ότι το κείμενο έχει εμφανιστεί ως εντελώς καινούργιο, πρωτοφανέρωτο και πρωτοείδωτο , ακολουθείται, σχεδόν αμέσως, από την αίσθηση ότι ήταν πάντα εκεί, ότι εμείς οι αναγνώστες το ξέραμε ότι ήταν πάντα εκεί και πάντα γνωρίζαμε ότι ήταν όπως ήταν, αν και τώρα για πρώτη φορά αναγνωρίζουμε και συνειδητοποιούμε πλήρως τη γνώση μας.’
Η ‘Εμμονή’ είναι ένας αφηγηματικός άθλος, μια συναρπαστική, πολυεπίπεδη ιστορία διανθισμένη με πλήθος αποσπάσματα, αναφορές και λογοτεχνικούς υπαινιγμούς˙ ένας ύμνος στην ποίηση, την ομορφιά, τον έρωτα και την αγάπη για τη λογοτεχνία.
Η μετάφραση της Κατερίνας Σχινά, που απέδωσε με τον καλύτερο τρόπο το απαιτητικό κείμενο, είναι πραγματικά αξιέπαινη ενώ εντυπωσιακή είναι και η συνολική έκδοση του βιβλίου με την προσωπογραφία της Christina Rossetti στο εξώφυλλο.
https://passepartoutreading.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου