Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 18 Ιουλίου 2023

Donna Masini, Πέντε ποιήματα

 Donna Masini, Πέντε ποιήματα

Δύο γκρέιπφρουτ

Ο σύζυγός μου μου έφτιαχνε χυμό
–κάθε πρωί σηκωνόταν κι έστυβε το φρούτο
στην κουζίνα, στο πρωινό φως που ’πεφτε τεμπέλικα
στο γαλάζιο τζάμι, το πίεζε με την παλάμη του
στον αποχυμωτή, φίλτραρε τα κουκούτσια και τον πολτό και
και μου έφερνε τον χυμό˙ έτριβε τον ώμο μου
ενόσω εγώ έπινα. Ο εραστής μου
σηκώνεται νωρίς –ώρες πριν από μένα–
κόβει το φρούτο σε φέτες και μ’ ένα κυρτό, οδοντωτό
μαχαίρι, τέμνει την κάθε φέτα, διαχωρίζει προσεκτικά
τις μεμβράνες, όπως λένε ότι ο Θεός έκοψε
τον άνθρωπο στα δύο –άντρα και γυναίκα– έτσι ώστε
το καθένα να λαχταρά το άλλο μισό.
Εγώ τα θέλω και τα δύο. Θέλω τον χυμό και τη σάρκα,
τον αγνό εκλεκτό χυμό και την τρυφερή
σάρκα, τον κοκκινωπό πολτό. Όλο.
Αν ο χυμός είναι αγνός, χάνεις
τη ζουμερή σάρκα, κι αν φας τη σάρκα, δεν νιώθεις
τον χυμό να κατεβαίνει στον λαιμό. Τόσο εύκολα.


Τηλεφωνικό σεξ

Είναι ξαπλωμένη
στο κρεβάτι της, του λέει –

για την ακρίβεια
κάθεται στο πάτωμα,

σε μια καρέκλα, ποιος ξέρει –αυτός δεν είναι
ο πόθος, η προσφορά γυμνού

σε όλη την πόλη; –ένα εικονικό
δίχτυ εξομολόγησης, μια τελετουργία

συγκόλλησης της λαχτάρας με τον στατικό θόρυβο.
Της ζητά να ξαπλώσει,

να δέσει τα μάτια της, ν’ αγγίξει
τα στήθη της –το ένα, και μετά το άλλο,

να ψηλαφίσει τις ρώγες της. Φέρε τώρα μια ζώνη.
Είναι πραγματικά συγκινητικό

το τι μπορεί να κάνει ένας άγνωστος
για έναν άλλον. Της λέει

ότι θα τη φιμώσει. Αυτό
ήθελε και κείνη. Έναν άντρα

που θ’ ακούσει
ό,τι δεν μπορεί εκείνη να ψιθυρίσει στο σκοτάδι,

σ’ έναν καναπέ, κρεβάτι, τραπέζι γραφείου, καρέκλα, τραπέζι κουζίνας,
στο πάτωμα του γραφείου της ακόμα ακόμα, εκεί όπου αναπνέει

σιωπηλά αφότου έχει αυνανιστεί.
Φοράει (διάλεξε εσύ):

μαύρη δαντέλα, λευκό μετάξι, μπλουζάκι, σηκωμένη φούστα, τζιν
με ανοικτό φερμουάρ. Σκουπίζει

τον ιδρώτα από τα υγρά
μαλλιά της. Είναι αυτό που θέλει εκείνος –να λεηλατήσει

την απαλή
χώρα ανάμεσα στους μηρούς της,

σαν να ήταν μια περιτειχισμένη
πόλη και κείνος ο ήρωας κατακτητής.

Τον έχει όμως
καλωσορίσει, έχει πατήσει το κουμπί

για να δείξει ότι είναι έτοιμη
να συνδεθεί, ζωντανά, τώρα

φωνή με φωνή,
γλώσσα με γλώσσα, θρέφουν

τη μανιακή αφήγηση, την επαρχιακή
έκτακτη ανάγκη επιθυμίας. Φαντάσου

τι τους οδηγεί, από δωμάτιο σε δωμάτιο.


Αργά

Μια φορά είδα ένα φίδι να καταπίνει ένα κουνέλι.
Τετάρτη δημοτικού, ζωολογικός κήπος ερπετών
το κουνέλι άκαμπτο, η μύτη μέσα στο στόμα, πριονίδι κολλημένο στο τρίχωμά του,

το κεφάλι του μαγκωμένο στα φαρδιά
σαγόνια του φιδιού, το φίδι
να το ρουφά και κείνο να κατεβαίνει στον μακρύ του λαιμό.

Το φίδι όλο λαιμό –δεν μπορούσα να καταλάβω
πού τελείωνε ο λαιμός και πού
άρχιζε το σώμα. Θυμάμαι το γυάλινο

κλουβί, το πώς το φίδι
πήρε τον χρόνο του (όλα τα κορίτσια να στριγκλίζουμε, να τσιρίζουμε,
όμως είχαμε μείνει άναυδες, είχαμε γοητευτεί,

λέγαμε ότι δεν μπορούσαμε να κοιτάξουμε αλλά κοιτάζαμε,
κολλήσαμε εκεί, φανταζόμασταν διάφορα –τι φανταζόμασταν;)

Η κυρία Πίτερσον μάς παρότρυνε κορίτσια προχωρήστε,
όμως εμείς δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε. Ήταν σαν
να βλέπεις μια φτέρη να ξεδιπλώνεται, έναν λεπτο-

δείκτη να κινείται σ’ ένα ρολόι. Δεν κατάλαβα πώς
το φίδι δεν πνίγηκε, το κουνέλι δεν κουνήθηκε,
πώς τα σαγόνια συνέχιζαν ν’ ανοίγουν

διάπλατα, να ρουφάνε το κουνέλι,
έτσι κι εγώ την καταπίνω, αργά,
το σώμα μου την απορροφά:
τη θλίψη. Πόσο αργεί
το σώμα να το συνειδητοποιήσει.
Δεν θα επιστρέψεις ποτέ.


Καλοκαίρι

Για Ιούλιο κάνει κρύο. Η φωτιά δεν ανάβει.
Τα κούτσουρα, υγρά στην κούνια τους, δεν καίνε.
Τσαλακώνω ένα χαρτί, του βάζω φωτιά, το ρίχνω προσάναμμα στην ξυλό-
σoμπα. Οι άκρες λαμπαδιάζουν, κατσαρώνουν, έπειτα η φλόγα
σβήνει. Στάχτη σιγοκαίει στη σχάρα.
Τερμίτες μοχθούν στα πόδια του τραπεζιού. Η σίτα δεν εφαρμόζει,
τρίζει στα κουμπώματά της. Το βιβλίο μου
αδιάβαστο στο τραπέζι, το βάρος του αίματος
βαρύ μέσα μου, μπορώ επιτέλους να ανακτήσω
τις επτά εβδομάδες που έζησε μέσα μου,
διπλασιαζόταν, κάνοντας
τα ούρα μου φωτεινά. Το ταβάνι
έπεφτε κομμάτι κομμάτι, τα περιστέρια γαμιούνταν
πίσω απ’ το παράθυρο, κι εγώ φοβόμουν
μικροπράγματα: έναν φάκελο, ένα απόγευμα.
Μέτραγα τη θλίψη μου όπως μετράς
ένα δωμάτιο για να το επιπλώσεις. Δεν έγιναν
και λίγα σ’ εκείνο το δωμάτιο. Ένας καθρέφτης
έφραζε το παράθυρό μου κι έτσι όταν κοιτούσα έξω
έβλεπα τον εαυτό μου, δεν μπορούσα να δω αυτό που φανταζόμουν
να είναι ένας αεραγωγός, τικ τακ έκαναν τα περιστέρια
στο εκστατικό τους σκαρφάλωμα, χτυπούσαν τα ποτήρια, τα δοχεία
με το τσάι στο ράφι. Με εξέπληξε το βίαιο
χτύπημα του σώματος στο τζάμι, η ορμή αυτού που
ήξερα μα δεν μπορούσα να δω.


Η μητέρα αυτού του κοριτσιού κράτησε τον ομφάλιο λώρο της σ’ ένα γυάλινο βάζο στο πάνω ράφι του ντουλαπιού της κουζίνας

(αργότερα το κορίτσι θα φοβόταν
ν’ αφήσει κομμάτια του εαυτού της –μαλλιά, ένα κομμένο νύχι–
σε μέρη παράξενα, ακόμα
κι ένα χαρτομάντιλο που πιθανώς να χρησιμοποίησε. Θα
εισχωρούσε σε αγνώστους
σαν να ήταν σπίτια,
θα εντειχιζόταν στο υπόγειο,
στην τούβλινη σκάλα, στο υπόστεγο, στο πλάι ενός ασανσέρ, ακόμα και σε βράχο.
Έγλειφε αλάτι από δέρμα αγριάνθρωπων
–μια περίεργη συνήθεια, μια ταραχή.
Ήθελε να χτίσει τον εαυτό της
μέσα σε κάποιον άλλον.)

Μετάφραση από τα αγγλικά: Peter Constantine

Η Donna Masini έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές στα αγγλικά: 4:30 Movie (Norton, 2018), Turning to Fiction (Norton, 2004), That Kind of Danger (Beacon, 1994) και το μυθιστόρημα About Yvonne (Norton, 1998). Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Best American PoetryPoetryAPR και Paris Review. Είναι καθηγήτρια αγγλικής γλώσσας στο Κολέγιο Χάντερ. Ζει στη Νέα Υόρκη.



https://teflon.wordpress.com/

Το βρήκα στο: https://vequinox.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πώς ήταν η Μακρινίτσα το 1975 μέσα από φιλμ της εποχής

  Πώς ήταν η Μακρινίτσα το 1975 μέσα από φιλμ της εποχής Από το αρχείο του δρ. Γ. Χατζηδάκη Δημοσιεύθηκε  23/01/2025 09:05 Σκαρφαλωμένη στο ...