Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΕΠΑΝΩ ΟΡΟΦΟΥ
Tο μυθιστόρημα ‘Η Γυναίκα του Επάνω Ορόφου’ της Αμερικανίδας συγγραφέως Κλερ Μεσούντ (Claire Messud, ΗΠΑ 1966-), που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση Ρένας Χατχούτ, είναι η εξομολόγηση μιας γυναίκας θυμωμένης με όλους και πάνω απ’ όλα με τον εαυτό της∙ μια εξομολόγηση έντονη και βαθιά συναισθηματική που κερδίζει την προσοχή του αναγνώστη από την πρώτη κιόλας πρόταση.
‘Πόσο οργισμένη είμαι; Δεν θέλετε να ξέρετε. Αυτό κανένας δεν θέλει να το ξέρει.’
Η Νόρα Έλντριτζ προσδιορίζει τον εαυτό της ως ‘Γυναίκα του Επάνω Ορόφου’˙ ευγενική αλλά ασήμαντη, μια αξιόπιστη φίλη αλλά πάντα θεατής των επιτυχιών των άλλων, μια γυναίκα εγκλωβισμένη σε μια ζωή ‘σιωπηλής απόγνωσης’, μια γυναίκα αόρατη και έξαλλη.
‘Είμαι καλό κορίτσι, γλυκό κορίτσι, άριστη μαθήτρια, αυστηρών αρχών, υποδειγματική κόρη, ευσυνείδητη επαγγελματίας, και ποτέ δεν έκλεψα τον γκόμενο καμιάς και ποτέ δεν παράτησα καμιά φίλη, και ανέχτηκα τις μαλακίες των γονιών μου και τις μαλακίες του αδελφού μου, κι εξάλλου δεν είμαι κορίτσι, έχω περάσει τα σαράντα, το κέρατό μου, και είμαι καλή στη δουλειά μου και απίθανη με τα παιδιά, και κρατούσα το χέρι της μάνας μου όταν πέθανε, έπειτα από τέσσερα χρόνια που της κρατούσα το χέρι όσον καιρό πέθαινε, και μιλάω στον πατέρα μου κάθε μέρα στο τηλέφωνο –κάθε μέρα, προσέξτε, και τι καιρό κάνει απ’ τη δική σας πλευρά του ποταμού, γιατί εδώ ο καιρός είναι μουντός κι έχει και λίγη υγρασία; Υποτίθεται ότι θα έγραφε «Μεγάλη Καλλιτέχνιδα» στο μνήμα μου, αλλά αν πέθαινα αυτή τη στιγμή, αντί γι΄ αυτό θα έγραφε «πολύ καλή δασκάλα/κόρη/φίλη»∙ κι αυτό που στ’ αλήθεια θέλω να φωνάξω, και το θέλω και με μεγάλα γράμματα, σ’ εκείνο τον τάφο είναι ΑΪ ΓΑΜΗΘΕΙΤΕ ΟΛΟΙ ΣΑΣ.’
Η Νόρα φαινομενικά είχε συμβιβαστεί με αυτό τον τρόπο ζωής. Φορούσε τη μάσκα της ταπεινότητας για να γίνει αποδεκτή και είχε μπει στο πετσί του ρόλου της ‘γυναίκας του επάνω ορόφου’ μέχρι που στη ζωή της εμφανίστηκε η οικογένεια Σαχίντ και όλα άλλαξαν. Ο πανέμορφος οκτάχρονος Ρεζά εμφανίζεται μια μέρα στην τάξη της Νόρας και κατακτά την καρδιά της. Με αφορμή μια επίθεση που δέχεται ο μικρός από κάποια παιδιά στο σχολείο, η Νόρα γνωρίζεται με τους γονείς του, τη Ιταλίδα, καλλιτέχνη μητέρα του, Σιρένα και τον Λιβανέζο, επισκέπτη καθηγητή στο Χάρβαρντ, Σκαντάρ και δένεται μαζί τους κάθε μέρα και περισσότερο μέχρι που αισθάνεται σχεδόν ερωτευμένη με τον καθένα από αυτούς. Την ελκύει η ευφυΐα τους, το ταλέντο τους, η επιτυχία τους, η ευρωπαϊκή διαφορετικότητά τους, το κομψό σπίτι τους, οι τρόποι τους. Οι σχέσεις της με τα μέλη της οικογένειας γίνονται μέρα με τη μέρα όλο και πιο προσωπικές.
Ο Ρεζά στα μάτια της γίνεται το παιδί που δεν έχει. Η Σιρένα που την ενθαρρύνει να ασχοληθεί περισσότερο με την τέχνη και νοικιάζει μαζί της ένα στούντιο όπου περνούν μαζί πολλές ώρες, γίνεται το πρότυπό της. Ο Σκαντάρ που τη συνοδεύει στο σπίτι της και συζητά μαζί της την κάνει να αισθάνεται ότι την προσέχουν, ότι είναι σημαντική. Όσο πιο πολύ συναναστρέφεται την οικογένεια η Νόρα, τόσο μεγαλώνει και η εξάρτησή της από αυτούς. Η νεοαποκτηθείσα αίσθηση ότι ανήκει κάπου, ότι την εκτιμούν και τη χρειάζονται, την κάνει να ζει πλέον με ένα διαρκή φόβο μήπως τους χάσει.
Όταν τελικά η Σιρένε και ο Σκαντάρ επιστρέφουν μόνιμα στο Παρίσι χωρίς να επικοινωνήσουν μαζί της, η Νόρα χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της και αρχίζει να αναζητά τους λόγους της αποξένωσής τους. Χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στο Παρίσι, θα μάθει τι πραγματικά συνέβη και μπροστά στην αποκάλυψη της αυταπάτης της, η Νόρα θα αφεθεί στον σωτήριο, λυτρωτικό θυμό της.
Παρόλο που ο θυμός της Νόρας είναι εξαιρετικά ισορροπημένος και διαρκώς παρών, αν και χωρίς να γίνεται εκκωφαντικά εμφανής, εντούτοις η αιτία του δεν είναι εύκολα κατανοητή. Είναι θυμωμένη γιατί προδόθηκε; Είναι θυμωμένη επειδή κοντά στα σαράντα της χρόνια είναι δασκάλα σε ένα Δημοτικό σχολείο ενώ το όνειρό της ήταν να γίνει μεγάλη καλλιτέχνης; Μήπως φταίει ότι εγκατέλειψε το όνειρό της για να φροντίσει την άρρωστη μητέρα της; Μήπως της λείπει η αγάπη, και η δική της οικογένεια; Ή μήπως τελικά είναι θυμωμένη με τον ίδιο της τον εαυτό επειδή δεν πίστεψε στα όνειρά της, δεν τόλμησε, δεν διεκδίκησε τη ζωή;
Η Μεσούντ, δίνει στην ηρωίδα της μια αξιόπιστη φωνή που με έναν επίμονο, οικείο και βαθιά συναισθηματικό τόνο παρασύρει τον αναγνώστη να εντείνει την προσοχή του και να πιστέψει ότι τίποτα στην ιστορία αυτή δεν λέγεται τυχαία. Η αξιοπιστία της Νόρας αμφισβητείται μόνο από τη φίλη της, τη Ντίντι που της λέει ‘Φτιάχνεις ιστορίες με το μυαλό σου. Δεν έχουν τίποτα το αληθινό. Δεν έχεις ιδέα τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι, ή τι σκέφτονται, ή γιατί η Σειρήνα σου δεν τηλεφώνησε. Απλώς επινοείς πράγματα.’
Οι εσωτερικές μάχες, οι αντιφάσεις της και η ανασφάλεια που την κυριεύει όταν παρασύρεται από τα παραπλανημένα της όνειρα, χαρτογραφούνται από τη συγγραφέα με πλήθος λογοτεχνικές αναφορές. Ο αντιθετικός συμβολισμός της τέχνης της Σιρένα και της Νόρας καταδεικνύει και τη διαφορετική ψυχοσύνθεσή των δύο γυναικών. Οι κατασκευές της Σιρένα είναι έργα μεγάλης κλίμακας, αφιερώματα στη φαντασία, έργα ενός ανθρώπου που δεν φοβάται να διεκδικήσει, που είναι έτοιμη να θυσιάσει τα πάντα για να πετύχει. Η Νόρα από την άλλη -παραπέμποντας στην άλλη Νόρα στο ‘Κουκλόσπιτο’ του Ίψεν – φτιάχνει δωμάτια μινιατούρες σημαντικών γυναικών, τους μικρούς κλειστούς κόσμους ενός άτολμου ανθρώπου.
Μετά το τέλος των ψευδαισθήσεων, όταν η αλήθεια λάμπει μπροστά της η Νόρα παραδέχεται ότι ‘Ο Σκαντάρ, η Σιρένα, ο Ρεζά – ο καθένας τους με τον τρόπο του ήταν ο Μαύρος Καλόγερός μου’ κάνοντας έτσι μια αναφορά σε μια ιστορία του Τσέχωφ όπου ένας μαύρος καλόγερος που συντηρεί τις ψευδαισθήσεις ενός ανασφαλή άνδρα για το κύρος και την αξία του, αποδεικνύεται ότι είναι αποκύημα της φαντασίας του.
Η συγγραφέας παίζει επιδέξια και με την υποσυνείδητη προσδοκία ότι αυτή η γυναίκα του επάνω ορόφου, που αρνείται κατηγορηματικά ότι είναι τόσο τρελή όσο η τρελή στη σοφίτα στο μυθιστόρημα ‘Τζέιν Έιρ’ της Σαρλότ Μπροντέ, θα μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό της να παρασυρθεί σε μια απερίσκεπτη, παρορμητική, τρελή πράξη.
Στη Γυναίκα του Επάνω Ορόφου με τη μαεστρία της Claire Messud μια πράξη προδοσίας οδηγεί σε απελευθέρωση πατώντας σ’ ένα δρόμο στρωμένο από προβληματισμούς για την τέχνη, τη φιλία, τη γυναικεία μοναξιά, τη λαχτάρα για αγάπη και αποδοχή, αλλά και την ταπείνωση.
https://passepartoutreading.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου