Παρασκευή 21 Ιουλίου 2023

ΜΑΣΤΡΟ-ΤΖΕΠΕΤΟ

 ΜΑΣΤΡΟ-ΤΖΕΠΕΤΟ



ΒΑΣΩ ΜΠΕΡΗ

Ιολ. 21

Ο Φάμπιο Στάσι (Fabio Stassi, Ρώμη 1962-), στο βιβλίο του ‘Μαστρο-Τζεπέτο’ που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, σε εμπνευσμένη μετάφραση της Δήμητρας Δότση, αφηγείται μια ιστορία της δεκάρας ˙ένα παραμύθι, με ήρωες γνώριμους από τα παιδικά μας χρόνια, όπου η φτώχεια, η ανάγκη για αγάπη, η μοναξιά, τα γηρατειά αλλά και η βία και η αναλγησία της εποχής μας κινούν την πλοκή.

Αν και αφετηρία του έχει το γνωστό παραμύθι του Carlo Collodi, ο Στάσι εκθρονίζει τον Πινόκιο και τις περιπέτειές του από τον πρωταγωνιστικό ρόλο και στρέφει την προσοχή του στον  Τζεπέτο, τον ταπεινό, φτωχό ξυλουργό που εδώ εμφανίζεται σαν ο παρίας μιας σκληρής κοινωνίας.  Επηρεασμένος από την ιστορία ενός θείου του που έπασχε από Αλτσχάιμερ, του δικού του Τζεπέτο, που πέρασε τις τελευταίες του μέρες σ’ένα νοσοκομείο, αποκλεισμένος από τους δικούς του ανθρώπους λόγω των μέτρων για την πανδημία, ο συγγραφέας  δίνει χώρο σ’ ένα χαρακτήρα με αγνή, θλιμμένη αλλά διαχρονική ψυχή που αφού έχει χάσει τις λέξεις, φωνάζει την αλήθεια του με τη στάση του.

Ο ηλικιωμένος Τζεπέτο ζει σ’ ένα μικρό χωριό που ισορροπεί σε μια πλαγιά των Αππένινων, σ’ ένα στραβό χαμόσπιτο σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας.

Ο γέρος που ζει εκεί είναι ένας ξυλουργός με τραχιά γένια, καμπουριασμένους ώμους και ύφος αγριάνθρωπου˙ στο κεφάλι του φοράει μια περούκα στο χρώμα του καλαμποκάλευρου. Κυκλοφορούν πολλές φήμες για λόγου του στο χωριό. Λέγεται ότι ο πλουσιότερος από τους παππούδες του ζητιάνευε, μα όλοι ξέρουν πόσο οξύθυμος είναι, αψύς, πιο εύφλεκτος κι από σπίρτο ˙ κανείς δεν τον έχει δει ποτέ με γυναίκα. Εδώ και λίγο καιρό, η γλώσσα του έχει αρχίσει να κομπιάζει, μερικές φορές μάλιστα μπερδεύεται τόσο, που δεν μπορεί να συλλαβίσει ούτε καν τις πιο εύκολες λέξεις. Και δεν είναι λίγα τα βράδια που τον έχουν βρει σε κάποιο σοκάκι δίχως να ξέρει πού είναι, είτε να τσακώνεται νυχτιάτικα με τις σκιές των βελανιδιών και του φεγγαριού σε μια άγνωστη διάλεκτο. Τον αποκαλούν μάστορα, χλευάζοντάς τον, και Τζεπέτο βλασφημώντας ακόμη και το όνομα του Ιωσήφ : Τζουζέπε, Τζουζεπέτο, Τζεπέτο ˙ είναι ο Ιωσήφ της χλεύης, κι αυτό είναι το τροπάρι που συνοδεύει όλους τους ανθρώπους που ζουν μονάχοι. Η αλήθεια είναι ότι η Ναζαρέτ του είναι ένα κακόψυχο χωριό στην κορυφή ενός από τα Απέννινα, που ‘χει για αγαπημένο του παιχνίδι να λιθοβολεί τους κουτούς, τους μαγκούφηδες, τους φουκαράδες.

Όλοι γύρω του τον θεωρούν τον τρελό του χωριού, τον εκφοβίζουν και τον περιγελούν και δεν υπάρχει ανάμεσά τους ούτε ένας που να τον συμπονά και να προσπαθεί να τον στηρίξει. Αντίθετα, ενώνουν τις δυνάμεις τους για να του σκαρώσουν μια τραγική φάρσα. Του χαρίζουν ένα σκληρό κούτσουρο για να σκαλίσει τη μαριονέτα που πάντα ονειρευόταν. Ο Τζεπέτο που είχε στερηθεί το σεβασμό, την αγάπη και τη στοργή σε όλη του ζωή, τώρα στον επίλογο της ταλαίπωρης διαδρομής του σ’ αυτό τον ανηλεή κόσμο, μ’ ένα μυαλό θολωμένο από τις κακουχίες και την άνοια, με πενιχρά μέσα αλλά αδάμαστη θέληση, φτιάχνει μέσα σ’ ένα βράδυ από το κούτσουρο μια μαριονέτα που της δίνει το όνομα Πινόκιο. Ευτυχής για το επίτευγμά του θεωρεί τον Πινόκιο γιό του και αποφασίζει ότι θα γυρίσει μαζί του τον κόσμο. Οι συγχωριανοί του όμως του φέρνουν διάφορα εμπόδια, τον υποχρεώνουν να δηλώσει τον Πινόκιο στο ληξιαρχείο αλλά και να τον γράψει στο σχολείο. Ο φτωχός Τζεπέτο, μέσα στον χειμώνα, αποχωρίζεται το μοναδικό του σακάκι για να αγοράσει στον γιό του ένα αλφαβητάρι, αποφασισμένος να φερθεί σαν σωστός πατέρας. Και σαν τα βάσανα στα οποία τον οδήγησαν να μην ήταν αρκετά, του κλέβουν τη μαριονέτα, λέγοντάς του ότι ο Πινόκιο ακολούθησε ένα περιοδεύον κουκλοθέατρο. Από εκείνη τη στιγμή ο Τζεπέτο αρχίζει απεγνωσμένα να αναζητά αυτό το κομμάτι ξύλου που έχει γίνει ο μοναδικός λόγος της ύπαρξής του.

Ο κόσμος που περιγράφει ο Στάσι στο Μάστρο-Τζεπέτο είναι σκληρός˙ ένας κόσμος ανείπωτης κακίας, εχθρικός, σχεδόν απάνθρωπος, απέναντι σε έναν εύθραυστο άνθρωπο, χαμένο στο έλεος ενός ονείρου αγάπης που τον λυτρώνει από μια δύσκολη και μοναχική ζωή. Έναν άνθρωπο που έχει ανάγκη να πιστέψει ότι ένα σκληρό κούτσουρο μπορεί να μεταμορφωθεί σε παιδί και κλείνει πεισματικά τα μάτια και τα αυτιά του στην πραγματικότητα. 

Κατά τη διάρκεια της αγωνιώδους αναζήτησής του ο Τζεπέτο συναντιέται με χαρακτήρες γνώριμους από το βιβλίο του Collodi αλλά σε άλλους ρόλους. Ο Στρόμπολι γίνεται ο μαριονετίστας που ‘η γενειάδα του, πιο μαύρη κι από κάρβουνο, κρεμόταν μέχρι τις φτέρνες του’ και του πετάει ένα κόκκαλο με ένα ίχνος κρέας ενώ καίει τις μαριονέτες του για να ζεσταθεί. Η γάτα και η αλεπού μετατρέπονται στον τυφλό και τον κουτσό. Η γαλάζια νεράιδα δεν υπάρχει στην ιστορία αλλά υπάρχει μια γυναίκα μ’ ένα καλάθι με λουλούδια που στη σκέψη της γαληνεύει το μυαλό του Τζεπέτο. Τέλος, η φάλαινα που καταπίνει τον Τζεπέτο στο παλιό παραμύθι, γίνεται τώρα σκυλόψαρο και τον καταπίνει και σ’ αυτή την ιστορία. Μόνο που εδώ το σκυλόψαρο είναι ‘το μέρος όπου τελειώνει ο πόνος, η απόληξή του’, ένα τρελοκομείο σ’ ένα δύσβατο τοπίο, αποκλεισμένο από τον άλλο κόσμο.

Στην ξέφρενη πορεία του Τζεπέτο σε αναζήτηση του χαμένου του γιού, αποτυπώνονται τα βάθη του πόνου του, το βάρος της μοναξιάς του που αγγίζει αρκετές φορές την παγωνιά του θανάτου και έρχεται σε αντίθεση με την αλαζονεία, τον κυνισμό και τη σκληρότητα όσων θεώρησαν ότι έκαναν έναν ασήμαντο αστείο σε βάρος του.  Κάθε σταθμός στην ακατάπαυστη, άσκοπη περιπλάνηση του εξαθλιωμένου Τζεπέτο είναι γεμάτος δάκρυα και απόγνωση. Χαρακτηριστικό είναι το κεφάλαιο που ενώ περπατά στο δάσος βλέπει ένα κουλουριασμένο φίδι και του λέει την ιστορία του για πρώτη φορά εδώ και μέρες έχει έναν συνομιλητή που δεν τον διακόπτει, που δείχνει πως τον καταλαβαίνει, ίσως για τους ίδιους λόγους κι εκείνος, λες και δεν έχουν πια άλλες αναμνήσεις να αποκαταστήσουν, παρά μονάχα μια μνήμη χαραγμένη πιο μόνιμα κι από ένα τατουάζ στο δέρμα, μια μνήμη πιο βαθιά και πιο πλατιά που αφορά και τους δύο, τη μοναχική τους πορεία στον κόσμο, χωρίς γονείς και παιδιά, απέραντα μόνοι σε μια ακατοίκητη γη.’

Προς το τέλος της ιστορίας ο Τζεπέτο επιστρέφει στο χωριό του μαζί με ένα τσίρκο ως ο μεγαλύτερος κλόουν στον κόσμο, μια θέση που κατέκτησε επειδή ‘φέρνει στη σκηνή την αυθόρμητη κωμικότητα όλων των φτωχών της γης’. Αλλά αυτό, προειδοποιεί ο συγγραφέας, δεν είναι ένα μυθιστόρημα του δέκατου ένατου αιώνα όπου όλα συνδυάζονται ξανά, και έτσι η επιστροφή του Τζεπέτο στον τόπο του δεν είναι η ευτυχής κατάληξη μιας ιστορίας για παιδιά αλλά μια πικρή αλληγορία για το σήμερα όπου όλα παραμένουν αβέβαια.

Ο Στάσι στην πνευματώδη επαναγραφή του Πινόκιο, απεικονίζει ένα κόσμο μοιρασμένο σε καλούς και κακούς ΄ κι αν οι κακοί είναι οι συγχωριανοί του Τζεπέτο, υπάρχουν, από την άλλη, οι εργαζόμενοι στο τσίρκο, ο Ρομέο ο άντρας με την ουρά και ο γιατρός που τον βοήθησαν - όσο μπορούσε ο καθένας τους - αλλά κυρίως τον σεβάστηκαν και τον συμπόνεσαν.

Ο Μάστρο-Τζεπέτο είναι μια ιστορία γεμάτη νοήματα, σκέψεις και έντονα συναισθήματα. Ένα παραμύθι αλλιώτικο για την εποχή μας που μοιάζει να έχει απωλέσει ευαισθησία, αξίες και ανθρωπιά. Ένας ύμνος στη γενναιότητα εκείνων των ταπεινών που βρίσκουν τη δύναμη να συνεχίσουν να διεκδικούν κατανόηση και στοργή, να συνεχίσουν να ελπίζουν.

https://passepartoutreading.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το χωριό της Μαγνησίας που φημίζεται για το καλό φαγητό με θέα τον Βόλο

  Το χωριό της Μαγνησίας που φημίζεται για το καλό φαγητό με θέα τον Βόλο Δημοσιεύθηκε  18/05/2024 21:30 Τροποποιήθηκε  21:38 Η Άλλη Μεριά ε...