Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2023

Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ ( ΔΥΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΉΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΑΡΝΑΛΗ )

  ΠΡΩΤΗ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ ( ΔΥΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΉΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΑΡΝΑΛΗ )

Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου " Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία "

Μια και βρισκόμαστε σε φάση αναθέρμανσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ίσως ταιριάζει να θυμηθούμε τις πρώτες επαφές των Βυζαντινών με τους Τούρκους, τον 6ο αιώνα μ.Χ. και ακριβέστερα το 568, πριν από 1455 χρόνια. 

Την ιστορία,  που δεν την ξέρουν πολλοί, θα μας την αφηγηθεί ο Κώστας Βάρναλης, σε δυο αλλεπάλληλα χρονογραφήματά του δημοσιευμένα στην Πρωία στις 23 και 24 Μαρτίου 1940, που τα έχω ανθολογήσει και στον τόμο χρονογραφημάτων "Ιστορικά"  (εκδόσεις Αρχείο). 

Παίρνω το κείμενο από το σχεδον  τελικό δακτυλόγραφο, οπότε μπορεί να υπάρχουν καναδυό λαθάκια που θα διορθώθηκαν στη συνέχεια. Τις υποσημειώσεις τις περνάω μέσα στο κείμενο. 

Η πρώτη ελληνοτουρκική συμμαχία (568 μ.Χ.)          

Στο τέταρτον έτος της βασιλείας του Ιουστίνου Β΄, ήτοι στα 568, ο μέγας χάνης των Τούρκων Μοκάν Χαν, που ο Μένανδρος ο Προτήκτωρ τον ονομάζει Διζάβουλον, έστειλε πρέσβεις στην Κωνσταντινούπολη ‒ το γιατί θα το ιδούμε παρακάτω.

Ο Διζάβουλος (ας τον ονομάζουμε κι εμείς έτσι) ήτανε σπουδαίος βασιλεύς κι είχε επεκτείνει το κράτος του μέχρι των Ουραλίων ορέων και των ποταμών Ιαξάρτου και Ώξου. Εκείνα τα χρόνια οι Τούρκοι δεν είχανε ακόμα… τουρκέψει· δηλ. δεν ήσαν μουσουλμάνοι παρά ειδωλολάτρες.

Το κράτος των Τούρκων βρισκότανε ανάμεσα στην Περσία και στην Κίνα. Και το κυριότερο εμπόριο των κατοίκων ήταν τα μεταξωτά υφάσματα. «Οι γαρ Τούρκοι τότε τα τε Σηρών (=Κινέζων) εμπόρια και τους λιμένας κατείχον», όπως λέγει ο Θεοφάνης ο Βυζάντιος. Ο ίδιος όμως μας πληροφορεί, πως οι Τούρκοι δεν ξέρανε ούτε πώς γίνεται το μετάξι ούτε πώς δουλεύεται. Και τα δυο αυτά τα έδειξεν ο Ιουστίνος στους πρέσβεις του Διζαβούλου: «την τε γένεσιν και την εργασίαν ο βασιλεύς Ιουστίνος τοις Τούρκοις υποδείξας εθάμβωσεν».

Οι Πέρσαι, όμως, δεν αφήνανε τους Τούρκους εμπόρους να περνούν ελεύθερα («άνευ κωλύμης») και να πωλούν στους «Μήδους». Αλλά στο βασιλέα των Περσών «ουκ ήρεσκε τα τοιάδε». Και γι’ αυτό ανέβαλλε από μέρα σε μέρα να συζητήσει με τους πρέσβεις του Διζαβούλου, σύμφωνα με την ανατολίτικη τακτική του γιαβάς γιαβάς. Στο τέλος όμως για να μη φανεί πως αδικεί και διώχνει τους πρέσβεις του Διζαβούλου αλλά και για να δείξει συγχρόνως, πως δεν χρειάζονται στους Πέρσες μεταξωτά, αγόρασε όλο τους το εμπόρευμα και ύστερα μπροστά στα μάτια τους το έκαψε δημοσία («πυρί ηφάνισε»).

Ο Διζάβουλος όμως επέμενε. Κι έστειλε δεύτερη πρεσβεία. Μα τούτη τη φορά ο Πέρσης βασιλεύς χρησιμοποίησε δραστικότερη πολιτική: φαρμάκωσε τους ενοχλητικούς πρέσβεις!

Τότε ο Μανιάχ, ο επί κεφαλής των δύο πρεσβειών, που έστειλε ο Διζάβουλος στην Περσία, έπεισε τον Τούρκο μονάρχη να τα φκιάσει με τους Βυζαντινούς: «ἄμεινον εἶναι Τούρκοις ἀσπάσασθαι τὰ Ῥωμαίων», όπως λέγει ο Μένανδρος, από τον οποίον παίρνουμε όλες αυτές τις ειδήσεις, και σ’ αυτούς να πουλούνε το μετάξι, γιατί από όλους τους άλλους λαούς αυτοί το χρησιμοποιούν περισσότερο. Ο Διζάβουλος δέχτηκε «ἀγχίνους γάρ τις καὶ δεινός» κι έστειλε πάλι το Μανιάχ στο Βυζάντιο αρχηγό μιας μεγάλης πρεσβείας με πολλά δώρα κι ένα γράμμα για τον αυτοκράτορα Ιουστίνο για να προτείνουν ειρήνη και συμμαχία εναντίον των Περσών. Και τότε ο Μανιάχ μη μπορώντας να περάσει μέσα από την Περσία, πέρασε από τον Καύκασο για να πάει στην Πόλη. «Καὶ δὴ ἐς τὰ μάλιστα πολλὴν διανύσας ἀτραπὸν χώρους τε διελθὼν ἐσότι πλείστους ὄρη τε μέγιστα καὶ ἀγχινεφῆ καὶ πεδία καὶ νάπας λίμνας τε καὶ ποταμούς, εἶτα τὸν Καύκασον τὸ ὄρος ὑπερελθών, τὸ τελευταῖον ἀφίκετο ἐς Βυζάντιον». [Και αφού έκανε μεγάλο ταξίδι και πέρασε πολλές χώρες και μεγάλα βουνά σκεπασμένα με σύννεφα και πεδιάδες και λιβάδια, λίμνες και ποταμούς, κι ύστερα διάβηκε το όρος Καύκασο, τελικά έφτασε στο Βυζάντιο.]

Όταν παρουσιάσθηκε στον Ιουστίνο και παρέδωσε τα δώρα (μεταξωτά και πολλά χρήματα), και το γράμμα, παρακάλεσε να μη τον αποπέμψουν άπρακτο και πάνε χαμένοι όλοι «οι της οδοιπορίας ιδρώτες».

Ο Ιουστίνος, αφού πήρε τα δώρα και τας «προσρήσεις» του Διζαβούλου και διάβασε το «γράμμα το σκυθικόν» διά των διερμηνέων έδειξε μεγάλη προσήνεια στους Τούρκους πρέσβεις και ήρχισε να ρωτά για το βασιλέα τους και για τη χώρα τους.

Εκείνοι απαντούσανε με προθυμία. Και κυρίως ο αυτοκράτωρ με πολλή του ευχαρίστηση επληροφορήθη, ότι οι Τούρκοι υπέταξαν τους Εφθαλίτας ή Λευκούς Ούννους ή Άβαρας. Γιατί ο Ιουστίνος προ ολίγου είχε αρνηθεί στους πρέσβεις των Αβάρων της Δύσεως να τους πληρώνει το φόρο, που τους πλήρωνε ο θείος του ο Ιουστινιανός.

Κατόπιν οι Τούρκοι τού απαρίθμησαν όλα τα έθνη, που είχε υποτάξει ο βασιλεύς των και ζητήσανε «ειρήνην τε ξυνεστάναι και ομαιχμίαν (= συμμαχίαν) Ρωμαίοις τε και Τούρκοις». Συγχρόνως εβεβαίωναν τον Ιουστίνο, πως θα πολεμήσουν προθυμότατα εναντίον όλων των εχθρών των Ρωμαίων, όσοι γειτονεύουν με τους Τούρκους.

Κι άμα τα είπαν όλα αυτά εσήκωσαν τα χέρια τους ο Μανιάχ και οι άλλοι Τούρκοι πρέσβεις κι ορκισθήκανε ότι ομίλησαν με ειλικρίνεια («ὀρθογνώμονι διανοίᾳ ταῦτα εἰρῆσθαι»). Κι επιπλέον εκάνανε αράς κατά της κεφαλής των και του ηγεμόνος των αν ό,τι υπεσχέθησαν δεν είναι αληθινό και δεν το εκτελέσουν («εἴ γε οὐχὶ τὰ ἐπηγγελμένα ἀληθῆ τε εἴη καὶ πρακτέα»).

Έτσι λοιπόν θα εκλείσθη η πρώτη αυτή ελληνοτουρκική συμμαχία, που εστρέφετο κυρίως εναντίον των Περσών και που ο τελικός σκοπός της ήτανε η ελευθερία του εμπορίου των μεταξωτών: «οὕτω μὲν οὖν τὸ φῦλον οἱ Τοῦρκοι φίλοι ἐγένοντο Ῥωμαίοις καὶ τῇ καθ’ ἡμᾶς οὐχὶ ἄλλως ἐφοίτησαν πολιτείᾳ». [Έτσι λοιπόν, η φυλή των Τούρκων έγινε φίλη με τους Ρωμαίους και έτσι (δηλ. φιλικά) διέκειντο προς το δικό μας κράτος.]

24 Μαρτίου

Η πρώτη ελληνική πρεσβεία στην Τουρκία

Η πρώτη ελληνοτουρκική συμμαχία εκλείσθη στα 568 μ.Χ. μεταξύ του αυτοκράτορος Ιουστίνου Β΄ και του χάνη των Τούρκων Μοκάν Χαν ή Διζαβούλου. Ο αυτοκράτωρ Ιουστίνος ήτανε άνθρωπος ηλικιωμένος και αμόρφωτος· είχε όμως πείρα των πολεμικών πραγμάτων, γιατί ήτανε παλιός στρατιωτικός και πρακτικό μυαλό. Γι’ αυτό, πριν «αποδυθεί» σε πολεμικές περιπέτειες εναντίον των Περσών, που ήτανε το μεγαλύτερο και το πολεμικότερο κράτος της Ανατολής, θέλησε να πληροφορηθεί επιτόπου με δικούς του εμπίστους τι λογής είναι η χώρα και ο λαός των «συμμάχων» Τούρκων και ποια η πολεμική τους και η οικονομική τους δύναμη. Έστειλε λοιπόν πρεσβεία στο μεγάλο χάνη ‒ οι ηγεμόνες των Τούρκων δεν είχανε πάρει ακόμα τον τίτλο του σουλτάνου. Την ηγεσία της πρεσβείας την ανέθεσε στον Ζήμαρχο τον Κίλικα, κόμητα της Ανατολής, ο οποίος, όπως μας εξηγεί ο σύγχρονος ιστορικός Μένανδρος ο Προτήκτωρ «τῶν πρὸς ἕω πόλεων … ὑπῆρχε στρατηγός». [Ήταν κυβερνήτης των ανατολικών πόλεων.]

Οι περιπέτειες και οι εντυπώσεις αυτής της πρεσβείας είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Έχουμε δηλ. από άμεση πηγή τις πρώτες επίσημες πληροφορίες για τα ήθη και τον πλούτο της ηγεμονικής «αυλής» του μεγάλου χάνη.

Ο Ζήμαρχος ξεκίνησε από το Βυζάντιο μαζί με τους Τούρκους πρέσβεις του Διζαβούλου και τον τετραπέρατο αρχηγό τους τον Μανιάχ στις αρχές Αυγούστου του 568: «περὶ τὰ προοίμια τοῦ παρὰ Λατίνοις Αὐγούστου μηνός».

Όταν μετά πολλών ημερών πορείαν έφθασαν Έλληνες και Τούρκοι στα σύνορα της Σογδιανής (= Τουρκεστάν) και ξεκαβαλικέψανε, παρουσιαστήκανε μερικοί Τούρκοι έμποροι, σταλμένοι επίτηδες εκεί, για να προσφέρουν στους Έλληνες σίδερο για πούλημα. Θέλανε δηλαδή να γελάσουνε τους Έλληνες και να τους κάνουνε να πιστέψουν, πως στη χώρα τους υπήρχανε πολλά μεταλλεία σιδήρου, ενώ στην πραγματικότητα τους έλειπε πολύ αυτό το πολυτιμότατο μέταλλο: «παρ’ αὐτοῖς οὐκ εὐπόριστόν τι χρῆμα ὁ σίδηρος».

Ύστερα ήρθαν μερικοί άλλοι Τούρκοι «τῶν ἀπαισίων ἐλατῆρες». Αυτοί οι «απαισίων ελατήρες» ήσαν ένα είδος μάγοι ή ιερείς, που η δουλειά τους ήτανε να «ελαύνουν» (να διώχνουν) τα κακά δαιμόνια και τις αρρώστιες. Αυτοί μαζέψανε όλες τις αποσκευές των Ελλήνων και τις βάλανε στη μέση. Ύστερα ανάψανε φωτιά με κλαριά λιβάνου και περάσανε μέσα από τις φλόγες τις αποσκευές μουρμουρίζοντας «ρήματα βαρβαρικά», ενώ συγχρόνως κάμνανε μεγάλο θόρυβο χτυπώντας κουδούνια και τύμπανα. Και τρέχανε σα μανιασμένοι δερβίσηδες γύρω από τη φωτιά, κρατώντας αναμμένα κλαδιά λιβάνου. Ύστερα πιάσανε και τον ίδιο τον Ζήμαρχο και τον περάσανε μέσα από τις φλόγες για να τον… απολυμάνουνε! Όλη αυτή η υπόθεση μοιάζει πολύ με τις φωτιές του Άϊ-Γιάννη, που τις συνηθίζουμε ακόμα και σήμερα και που τις πηδούνε τα παιδιά  των συνοικιών.

Μετά απ’ αυτήν τη μαγική ιεροτελεστία, οι πρέσβεις συνεχίσανε το δρόμο τους και φτάσανε στην κοιλάδα του Εκτάγ, ήτοι του Χρυσού Όρους, «ὡς ἂν εἴποι Ἕλλην ἀνήρ». [που θα λέγαμε στα ελληνικά]

Μόλις φτάσανε, έστειλε ο Διζάβουλος και τους εκάλεσε στη σκηνή του. Ο μέγας χάνης «καθῆστο ἐπὶ διτρόχου καθέδρας χρυσῆς» που, όταν ήθελε να την μεταφέρει αλλού, έζευε σ’ αυτήν την καθέδρα ένα άλογο. Τόσο ήτανε μεγάλη και βαριά!

Ο Ζήμαρχος προσεφώνησε τον Τούρκο δυνάστη και του πρόσφερε τα δώρα του αυτοκράτορος των Ρωμαίων.

‒ Ω βασιλιά πολλών λαών! Ο δικός μου ο μεγάλος βασιλιάς με στέλνει να σου ευχηθώ παντοτινή ευτυχία, επειδή αγαπάς τους Έλληνες. Άμποτε να νικάς πάντα τους εχθρούς σου και να τους… κλέβεις («λαφυραγωγείν» λέγει το κείμενον). Καμιά βασκανία να μη σπάσει «τους της φιλίας δεσμούς» που μας ενώνουν. Γιατί ο βασιλιάς μου θεωρεί τους Τούρκους και τους υπηκόους λαούς των φίλους του γκαρδιακούς».

Ο Διζάβουλος απάντησε σ’ αυτά με ανάλογα φιλοφρονητικά λόγια κι ύστερα καθίσανε όλοι τους στο τραπέζι, όπου τρώγανε και πίνανε όλη μέρα. Η σκηνή ήτανε κανωμένη από ολομέταξα πολύχρωμα υφάσματα. Αλλά το κρασί που πίνανε το «βαρβαρικόν» δεν ήτανε από σταφύλι: «οὐ γὰρ δὴ ἀμπελοφόρος αὐτοῖς ἡ γῆ», δηλ. στον τόπο τους δεν ευδοκιμούσανε τ’ αμπέλια.

Το βράδυ οι Έλληνες πρέσβεις κοιμηθήκανε σε ιδιαίτερα καταλύματα. Και την άλλη μέρα ο Τούρκος ηγεμών τούς δέχτηκε σε άλλη σκηνή, που κι’ αυτή ήτανε ολομέταξη. Ο Διζάβουλος ήτανε ξαπλωμένος σ’ ένα μεγάλο μαλαματένιο κρεβάτι και στη μέση της σκηνής υπήρχανε μυροθήκες μαλαματένιες, ραντιστήρια μαλαματένια και πιθάρια επίσης μαλαματένια.

Την τρίτη μέρα τούς δέχτηκε σε άλλη σκηνή «ἔνθα ξύλινοι κίονες ἦσάν τινες ἐνδεδυμένοι χρυσῷ, χρυσήλατός τε κλίνη ὁμοίως» [Όπου υπήρχαν ξύλινοι κίονες με επένδυση από χρυσό κι ένα κρεβάτι δουλεμένο με χρυσάφι] στηριγμένη σε τέσσερα μαλαματένια παγώνια. Και μπροστά στη σκηνή είχε παρατάξει ο Διζάβουλος μια μακριά σειρά αμάξια γεμάτα από ασημικά: δίσκους και πανέρια «οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τετραπόδων ἰνδάλματα (= είδωλα) πλεῖστα, καὶ αὐτά γε δήπουθεν ἀργυροποίητα». Αλλ’ ό,τι κυρίως μας κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι η πληροφορία, πως τα «ινδάλματα» αυτά ήσαν εξόχου τέχνης, διόλου κατώτερα από τα ελληνικά: «οὐδέν τι ἀποδέοντα τῶν παρ’ ἡμῖν».

Με αυτές του τις επιδείξεις και τα ατέλειωτα φαγοπότια ήθελε ο Διζάβουλος να θαμπώσει τους Έλληνες, όπως ο Ιουστίνος εθάμπωσε τους Τούρκους πρέσβεις. Για να περιγράψουν αργότερα στον κύριό τους όταν θα ξαναγυρίζανε στην Πόλη πόσος ήτανε ο πλούτος και η χλιδή της τουρκικής «αυλής» ‒ αν μπορούμε να ονομάσουμε έτσι τις «σκηνές» όπου κατοικούσε ο αρχηγός των Τούρκων τότε.

Και για να ευχαριστήσει περισσότερο τον αρχηγό της ελληνικής πρεσβείας, τον Ζήμαρχο, και για να δείξει το φημισμένο τούρκικο «αρχοντιλίκι», του έδωσε 20 υπηρέτες και ακολούθους να τον φροντίζουν και μαζί μ’ αυτούς και μια μικρούλα σκλάβα, «δορυάλωτον» (αιχμάλωτον πολέμου) που λεγόταν Χερχίς.

Αν λοιπόν ο Ζήμαρχος δεν ευχαριστήθηκε από όλες αυτές τις περιποιήσεις, θα πει πως ήτανε «ζόρικος άνθρωπος».

Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου " Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία "

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πάτρα: Ανήλικοι πιάστηκαν στα «πράσα» να κλέβουν μηχανάκι - Δείτε βίντεο ντοκουμέντο

Πάτρα:  Ανήλικοι πιάστηκαν στα «πράσα» να κλέβουν μηχανάκι  -  Δείτε βίντεο ντοκουμέντο Φωτογραφία flamis Επιχείρησαν να κλέψουν και βέσπα Δ...