BOURNVILLE
ΤΟ ΔΙΑΙΡΕΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
Παρακολουθώντας στιγμιότυπα από την πρόσφατη τελετή στέψης του Καρόλου ΙΙΙ στο Ηνωμένο Βασίλειο και παρατηρώντας πλήθη κόσμου να συνωστίζονται και να κοιμούνται για μέρες σε πάρκα και πλατείες προκειμένου κάποιοι από αυτούς να δουν για μια στιγμή τις χρυσές άμαξες με τους βασιλείς, ενώ κάποιοι άλλοι να διαμαρτυρηθούν για τη βασιλεία, σκέφτηκα ότι το τελευταίο βιβλίο του Τζόναθαν Κόου (Jonathan Coe, Birmingham 1961-) με τίτλο ‘Bournville – Το διαιρεμένο βασίλειο’ δεν θα μπορούσε να έχει διαβαστεί σε πιο κατάλληλη εποχή.
Όπως έχει κάνει στα περισσότερα από τα προηγούμενα έργα του ο Κόου, έτσι και σ’ αυτό, δένει την ιδιωτική ζωή των χαρακτήρων του με τη δημόσια ζωή της χώρας. Ευγενικά αυστηρός με τους συμπατριώτες του, αλλά αδίστακτα σατιρικός απέναντι στους θεσμούς, στέκεται με σκεπτικισμό τόσο απέναντι σε πολιτικές επιλογές όσο και στη μοναρχία, αφήνοντας ίσως να εννοηθεί ότι αυτό το ξεπερασμένο σύμβολο μπορεί να είναι το μόνο που έχει απομείνει για να κρατάει ενωμένο αυτό το ‘διαιρεμένο βασίλειο’.
Ξεκινώντας από τους ξέφρενους πανηγυρισμούς της ημέρας της Νίκης των συμμαχικών δυνάμεων στην Ευρώπη, στις 8 Μαΐου του 1945, το ‘Bournville’ διατρέχει την πορεία της Μ. Βρετανίας σε μια διάρκεια 75 ετών και μαζί την πορεία της οικογένειας Λαμπ που εξελίσσεται, μεγαλώνει, αποχαιρετά αγαπημένους και καλωσορίζει νέα μέλη. Μέσα από επτά σημαντικές στιγμές που σημάδεψαν την Αγγλία με αλλαγές στον πολιτισμό, τη νοοτροπία και την πολιτική παρατηρεί τις αντιφάσεις και τις πολλές ταυτότητες που συνθέτουν τη χώρα με ένα αίσθημα νοσταλγίας που απηχεί την αίσθηση του τέλους μιας εποχής.
Η αφήγηση ξεκινά τον Μάρτιο του 2020 όταν η νεαρή μουσικός Λόρνα ξεκινάει για μια σειρά συναυλιών στην Αυστρία και τη Γερμανία αλλά η χαρά της για την πρώτη της εμφάνιση στο εξωτερικό μετριάζεται από την διάχυτη ανησυχία για την εξάπλωση του Covid. ‘Εβδομάδες αργότερα, η Lorna θυμόταν ακόμα την ατμόσφαιρα εκείνη την ημέρα στο εστιατόριο, και γενικά στην πόλη, μια περίεργη ατμόσφαιρα, ανήσυχη, γεμάτη ένταση, σαν να άρχιζαν να αντιλαμβάνονται ότι κάποια αλλαγή, κάποιο επικείμενο γεγονός και αόρατο επρόκειτο να συμβεί. διαταράσσουν την καθημερινότητά τους με αφανείς ακόμα τρόπους για τους οποίους δεν ήταν προετοιμασμένοι. Ένα αίσθημα αόριστης ανησυχίας δύσκολο να προσδιοριστεί, αλλά χειροπιαστό.’
Στο δείπνο που ακολουθεί την πρώτη συναυλία της στη Βιέννη, ο ιδιοκτήτης της δισκογραφικής εταιρείας φέρνει τη συζήτηση στην πολιτική κατάσταση της Βρετανίας και αναρωτιέται τι συμβαίνει στη χώρα που θαύμαζαν όλοι για ένα σωρό επιτεύγματα ˙ μια χώρα που κατέληξε να ψηφίζει Brexit και Μπόρις Τζόνσον. Την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα ψάχνει και ο Κόου σ’ αυτό το βιβλίο γυρίζοντας πίσω στο Μπόρνβιλ.
Το Μπόρνβιλ είναι ο τόπος στον οποίο αρχίζει και τελειώνει αυτή η οικογενειακή σάγκα, μια μικρή πόλη που δημιουργήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, λίγο έξω από το Μπέρμιγχαμ, για να στεγάσει τους εργαζόμενους στο εργοστάσιο της περίφημης σοκολάτας Cadbury. Ένα χωριό μέσα στο πράσινο που ‘δεν μύριζε σοκολάτα, αλλά η σοκολάτα ήταν παντού.’
Στις 8 Μαΐου 1945, η οικογένεια Λαμπ,- μέλη και παρακλάδια της οποίας συναντάμε σε προηγούμενα μυθιστορήματά του Κόου – συμμετέχει στους πανηγυρισμούς για το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί η δεκάχρονη Μαίρη συναντά για πρώτη φορά τον Τζέφρι Λαμπ. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1953, η Μαίρη, που βρίσκεται στο Λονδίνο για σπουδές, είναι μέσα στο πλήθος που κατακλύζει την Βρετανική πρωτεύουσα για να γιορτάσει τη στέψη της Ελισάβετ ΙΙ, ενώ οι γονείς της παρακολουθούν από το Μπόρνβιλ την τελετή στην νεοαποκτηθείσα τηλεόρασή τους. Τον Ιούλιο του 1966 η Μαίρη που πλέον είναι παντρεμένη με τον Τζέφρι και έχουν τρείς γιούς, φιλοξενούν τους Γερμανούς συγγενείς τους που έχουν έρθει στη Βρετανία για να παρακολουθήσουν από κοντά τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλου ανάμεσα στην Αγγλία και τη Γερμανία. Το 1969 οι Λαμπ κάνουν διακοπές στην Ουαλία λίγο πριν την ανακήρυξη του Καρόλου σε Πρίγκιπα της Ουαλίας. Το 1997 την ημέρα της κηδείας της πριγκίπισσας Νταϊάνα η οικογένεια μαζεύεται στο καινούριο σπίτι του Μάρτιν, του δεύτερου γιού τους που ζει με την κοπέλα του. Μέσα από τα διάφορα στιγμιότυπα της πορείας της οικογένειας Λαμπ ο Κόου δεν παραλείπει να αναφερθεί και σε εμβληματικές στιγμές του πολιτισμού, της τέχνης ή της τεχνολογίας, αποτυπώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο την ατμόσφαιρα κάθε ιστορικής φάσης της μεταπολεμικής Βρετανίας. Η ίδια η Μαίρη το 1952 παρακολουθεί μια από τις πρώτες θεατρικές παραστάσεις της Ποντικοπαγίδας της Άγκαθα Κρίστι στο Λονδίνο. Το 1953, ο Τζέφρι διαβάζει το Casino Royale, ένα μυθιστόρημα για έναν γενναίο και γοητευτικό κατάσκοπο, και στις Βρυξέλλες, στα μέσα της δεκαετίας του 60 ο Τζον Λένον λέει σ’ όλο τον κόσμο ότι οι Beatles είναι πιο δημοφιλείς από τον Ιησού, ενώ τριάντα χρόνια αργότερα, ο Μάρτιν ακούει στα Βρυξέλλες απίστευτες ιστορίες για έναν δημοσιογράφο της Daily Telegraph που ενδιαφέρεται ελάχιστα για την αλήθεια, αλλά του αρέσει να φαντασιώνεται τις ζουμερές λεπτομέρειες, να διασχίζει την πόλη με μια κόκκινη Alfa Romeo και να ακούει στο όνομα Μπόρις. ‘Ακολουθεί τους δικούς του κανόνες’, λέει κάποιος ‘Έπειτα, αν αποφασίσει ότι δεν του αρέσουν οι κανόνες του, τους παραβιάζει’.
Ο δυνατός χαρακτήρας αυτού του μυθιστορήματος είναι η Μαίρη που μεγαλώνει, κάνει επιλογές, οικογένεια, όνειρα και συμβιβασμούς. Η Μαίρη που αγαπάει τη μουσική και τη γρήγορη οδήγηση που είναι ο στυλοβάτης της οικογένειας και η εγγυήτρια των παραδόσεων. Είναι εκείνη που σαν κοριτσάκι κρατούσε κρυμμένα σ’ ένα κουτί αναμνηστικά της ζωής της. Εκείνη που αφήνει μια σοκολάτα Cadbury κοντά στη φωτογραφία του καθενός από τους γιους της, ακόμα κι όταν έχουν φύγει από το σπίτι για να φτιάξουν τη δική τους οικογένεια. Εκείνη που αγαπά βαθιά τα παιδιά της, – τόσο διαφορετικά μεταξύ τους – χωρίς να κρίνει και να κατηγορεί ποτέ κανέναν για τις αποφάσεις του ή τις επιλογές του.
Η Μαίρη Λαμπ σε όλη την αφήγηση περιβάλλεται από φίλους, γείτονες και συγγενείς, οι διαφορετικές οπτικές και αντιλήψεις των οποίων αντικατοπτρίζουν και τις αλλαγές στη νοοτροπία της χώρας. Μέσα από τον χαρακτήρα του Τζακ, του μεγάλου γιου της περιγράφεται ο εγωκεντρισμός, η αγάπη στην αυτοπροβολή και η αδιαφορία για τα προβλήματα της ανθρωπότητας. Η φιλοσοφία του Τζακ είναι ότι ‘Το βασικότερο είναι να μη σπαταλάς ενέργεια ανησυχώντας για πράγματα που δεν θα μπορέσεις ποτέ να αλλάξεις. Η ζωή είναι πολύ μικρή.’ Αντίθετα τα αδέρφια του – τόσο ο Μάρτιν όσο και ο Πήτερ – είναι πιο ευαίσθητοι˙ είναι άνθρωποι που υπηρετούν τα πιστεύω τους δουλεύοντας αθόρυβα, άνθρωποι που κάνουν τις δικές τους επαναστάσεις ήσυχα αλλά σταθερά. Ο Μάρτιν που εργάζεται για την Cadbury υπερασπίζεται με όλες του τις δυνάμεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την τιμή της αγγλικής σοκολάτας. Βοηθός του σ’ αυτή τη ‘μάχη της σοκολάτας’ που μαίνεται στην Ευρωβουλή, η σύζυγός του Μπρίτζετ, την οποία αρκετά μέλη της οικογένειας, συμπεριλαμβανόμενου και του πατέρα του Μάρτιν, ποτέ δεν αποδέχτηκαν επειδή είναι έγχρωμη. ‘ Γνωριζόμασταν τριάντα δύο χρόνια. Τριάντα δύο χρόνια. Και σε όλο αυτό το διάστημα, ξέρεις τι έγινε; Ποτέ, ούτε μία φορά -ούτε μία φορά – δεν με κοίταξε στα μάτια. Δεν μπορούσε να το κάνει. Δεν μπορούσε να βρει το κουράγιο να το κάνει.’ λέει για τον πεθερό της. Ο τρίτος γιός, ο Πήτερ, ο εσωστρεφής μουσικός, ανακαλύπτει σιγά σιγά τον εαυτό του και την ομοφυλοφιλία του και προσπαθεί, να ανασυνθέσει το οικογενειακό παρελθόν, παρά τις μητρικές σιωπές, θλιμμένος για ‘κάθε απώλεια που είχε βιώσει ποτέ ο ίδιος και οποιοσδήποτε άλλος – απώλεια της αθωότητας, απώλεια της παιδικής ηλικίας, της ευκαιρίας, της ελπίδας – […] το απλούστερο και σκληρότερο γεγονός από όλα : αυτό καθαυτό το πέρασμα του χρόνου’.
Γύρω από τα μέλη της οικογένειας βρίσκονται άλλοι δευτερεύοντες χαρακτήρες με αξίες, χαρίσματα ή αδυναμίες και γύρω τους ένας μεταβαλλόμενος κόσμος με καινούργια χαρακτηριστικά, που δεν μπορούν να κατανοήσουν˙η χαμένη εθνική αυτοπεποίθηση, οι διακρίσεις, οι νέες μορφές αμφισβήτησης ή μίσους που έχουν αντικαταστήσει τις προηγούμενες και τέλος το φιλοευρωπαϊκό συναίσθημα που ήταν πάντα πηγή σύγκρουσης μεταξύ δύο πολύ διαφορετικών αντιλήψεων. Η εθνική υπερηφάνεια για το ρόλο της χώρας στους δύο παγκόσμιους πολέμους και για τα επιτεύγματα στον αθλητισμό, ανασύρεται πλέον με νοσταλγία αλλά και δυσπιστία για τις λιγότερο εποικοδομητικές πτυχές της χώρας όπως η πολιτική άνοδος του Μπόρις Τζόνσον, το Brexit ή η ελαφρότητα με την οποία λειτούργησε η κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
O Τζόναθαν Κόου με το Bournville, τιμώντας τις προσδοκίες των πιστών αναγνωστών του, παρέδωσε άλλο ένα, τόσο πολιτικό όσο και κοινωνικό, βιβλίο που πέρα από την απολαυστική αφήγηση αποτελεί και αφετηρία για προβληματισμό σχετικά με τις σύγχρονες δομές εξουσίας παγκοσμίως.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ σε προσεγμένη μετάφραση της Άλκηστης Τριμπέρη.
https://passepartoutreading.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου