Παρασκευή 30 Ιουνίου 2023

Ἰωάννα Γαλανάκη: Τὸ παιδὶ ποὺ ξεδιψοῦσε τὰ πουλιά

 Ἰωάννα Γαλανάκη: Τὸ παιδὶ ποὺ ξεδιψοῦσε τὰ πουλιά

Ἰωάννα Γαλανάκη

Τὸ παιδὶ ποὺ ξεδιψοῦσε τὰ πουλιά

ΤΗ ΜΑΚΡΙΝΗ Ζαν­σκάρ, στὰ Ἰ­μα­λά­ϊ­α, σχε­δὸν τέσ­σε­ρις χι­λιά­δες μέ­τρα πά­νω ἀ­πὸ τὴ θά­λασ­σα βρί­σκε­ται τὸ χω­ριὸ ποὺ γεν­νή­θη­κε ὁ μι­κρὸς Κεν­ράπ. Τὰ κα­λο­καί­ρια ὁ Κεν­ρὰπ θέ­ρι­ζε χόρ­τα στὰ πλα­τώ­μα­τα τρι­γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ χω­ριό του μα­ζὶ μὲ τὰ με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­δέλ­φια του, τοὺς γο­νεῖς του καὶ τὴν ὀ­γδον­τά­χρο­νη τυ­φλὴ για­γιά του. Ὅ­πως ἄλ­λω­στε καὶ ὅ­λοι στὸ χω­ριό του. Ἀ­πὸ τὸ πρω­ῒ ὣς τὸ βρά­δι, χω­ρὶς στα­μα­τη­μὸ θέ­ρι­ζαν καὶ ἔ­φτια­χναν δε­μά­τια. Νὰ προ­λά­βουν πρὶν τοὺς βροῦν τὰ χι­ό­νια τοῦ Σε­πτέμ­βρη νὰ μα­ζέ­ψουν ἀρ­κε­τὰ χόρ­τα καὶ νὰ τὰ στοι­βά­ξουν πά­νω στὶς στέ­γες τῶν σπι­τι­ῶν τους. Μὰ τὰ δε­μά­τια δὲν ἦ­ταν πο­τὲ ἀρ­κε­τά, κι ἂς ἔ­μοια­ζαν τὰ σπί­τια καὶ τὸ χω­ριὸ ὁ­λό­κλη­ρο κα­μιὰ φο­ρὰ χορ­τα­ρέ­νιοι λό­φοι ἀ­π’ τὸ ὑ­περ­βο­λι­κὸ φορ­τί­ο τους. Κι αὐ­τὸ σή­μαι­νε πὼς ὅ­ταν τὸ χι­ό­νι θὰ γι­νό­ταν βα­θὺ καὶ τὰ γιὰκ δὲν θὰ μπο­ροῦ­σαν πιὰ νὰ βροῦν τί­πο­τα νὰ βο­σκή­σουν καὶ τὸ χορ­τά­ρι στὸ χω­ριὸ θά ’­χε σω­θεῖ, τό­τε, τὰ γιὰκ θὰ πέ­θαι­ναν. Κι ἂν πέ­θαι­ναν τὰ γιὰκ τό­τε θὰ πει­νοῦ­σε καὶ ἴ­σως νὰ πέ­θαι­νε κι­ό­λας ὁ­λό­κλη­ρο τὸ χω­ριό. Ἀ­φοῦ ἡ μό­νη τρο­φὴ ποὺ ὑ­πῆρ­χε γιὰ νὰ τοὺς θρέ­ψει ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸ γά­λα τους ἦ­ταν τὸ κρι­θά­ρι.

       Για­τὶ ἡ ζω­ὴ στὰ ἀ­πο­μο­νω­μέ­να χω­ριὰ τῶν Ἰ­μα­λα­ΐ­ων δὲν συγ­χω­ροῦ­σε λά­θη καὶ δὲν σ’ ἄ­φη­νε ν’ ὀ­νει­ρευ­τεῖς. Κι ἂς ἦ­ταν τοῦ­το τὸ μέ­ρος τό­σο πο­λὺ κον­τὰ στὸν οὐ­ρα­νό. Ὁ Κεν­ρὰπ λοι­πὸν κά­θε πρω­ῒ ὅ­λο το κα­λο­καί­ρι κρα­τών­τας μὲ τὸ ἕ­να χέ­ρι τὴν τυ­φλὴ για­γιὰ καὶ μὲ τὸ ἄλ­λο τὸ μι­κρὸ δρε­πά­νι ποὺ τοῦ ’­χε χα­ρί­σει ὁ πα­τέ­ρας του μό­λις ἔ­γι­νε τεσ­σά­ρων χρο­νῶν ἔ­βγαι­νε νὰ θε­ρί­σει.

       Μὰ ἕ­να πρω­ὶ ξύ­πνη­σε ἀλ­λι­ώ­τι­κος. Δὲν εἶ­χε ὄ­ρε­ξη νὰ φά­ει τὸν κρι­θα­ρέ­νιο χυ­λὸ μὲ γι­α­ούρ­τι ποὺ τοῦ ’­χε ἑ­τοι­μά­σει ἡ μά­να του. Δὲν ἤ­θε­λε νὰ ἀ­κουμ­πή­σει τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο του δρε­πά­νι καὶ δὲν ἄ­κου­γε τὶς προ­τρο­πὲς τῆς τυ­φλῆς για­γιᾶς του. Δὲν θέ­λη­σε κὰν νὰ βγεῖ ἀ­πὸ τὸ σπί­τι καὶ ὅ­λοι νό­μι­σαν πὼς ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος.

       Ὅ­μως, ὁ Κεν­ρὰπ εἶ­χε δεῖ ἕ­να ὄ­νει­ρο ποὺ τὸν ἔ­κα­νε κά­τι νὰ θυ­μη­θεῖ…

       Ἔ­τσι τὸ βρά­δι ὅ­ταν γύ­ρι­σε ἡ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­π’ τὸ θέ­ρι­σμα καὶ κά­θι­σαν ὅ­λοι γύ­ρω ἀ­π’ τὴ χα­μη­λὴ σόμ­πα γιὰ νὰ βρά­σουν τὸν χυ­λό τους εἶ­πε πὼς θὰ πή­γαι­νε σὲ μο­να­στή­ρι. Σ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ κον­τι­νὸ μο­να­στή­ρι ποὺ ἦ­ταν καὶ ὁ θεῖ­ος του μο­να­χὸς καὶ ποὺ γιὰ νὰ πᾶς ἔ­πρε­πε νὰ περ­πα­τή­σεις πολ­λὲς ὧ­ρες ἀ­κο­λου­θών­τας ἕ­να ἐ­πι­κίν­δυ­νο στε­νὸ μο­νο­πά­τι πά­νω στὸ φρύ­δι τοῦ γκρε­μοῦ κα­τὰ μῆ­κος τοῦ με­γά­λου πο­τα­μοῦ. Σὲ κεῖ­νο τὸ μο­να­στή­ρι τοὺς εἶ­πε πὼς κά­τι εἶ­χε ξε­χά­σει, πὼς εἶ­χε ἀ­φή­σει μιὰ δου­λειὰ στὴ μέ­ση κι ἔ­πρε­πε ὁ­πωσ­δή­πο­τε νὰ τὴ συ­νε­χί­σει. Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του δὲν λυ­πή­θη­κε κα­θό­λου. Δὲν ἔ­δω­σαν βέ­βαι­α με­γά­λη ση­μα­σί­α στὰ λό­για αὐ­τὰ τοῦ παι­διοῦ μὰ στὸ μο­να­στή­ρι ἡ ζω­ή του θὰ ἦ­ταν πιὸ ἄ­νε­τη καὶ πιὸ ἐ­ξα­σφα­λι­σμέ­νη. Κι ὕ­στε­ρα δὲν θὰ ἦ­ταν μό­νο του. Καὶ θὰ ’ρ­χό­ταν του­λά­χι­στον μιὰ φο­ρὰ τὸ χρό­νο νὰ τοὺς δεῖ ὅ­πως κά­νουν ὅ­λοι οἱ μο­να­χοὶ στὰ χω­ριὰ τῶν Ἰ­μα­λα­ΐ­ων.

       Ἀ­φοῦ ἦρ­θε τὸ παι­δὶ στὸ μο­να­στή­ρι οἱ με­γα­λύ­τε­ροι στὴν ἡ­λι­κί­α μο­να­χοὶ πα­ρα­ξε­νεύ­τη­καν ὅ­ταν ἕ­να πρω­ῒ εἶ­δαν τὸν Κεν­ρὰπ νὰ παίρ­νει τὸ με­γά­λο πλα­στι­κὸ μπι­τό­νι, νὰ κα­τε­βαί­νει στὴν πη­γή, νὰ τὸ γε­μί­ζει κι ὕ­στε­ρα νὰ τὸ κου­βα­λᾶ καὶ νὰ τὸ ἀ­δειά­ζει σὲ πολ­λὰ μι­κρὰ δο­χεῖ­α στὸν πιὸ ψη­λὸ ἐ­ξώ­στη τοῦ μο­να­στη­ριοῦ. Ἐ­κεῖ ποὺ κά­πο­τε, ὅ­ταν ζοῦ­σε ἐ­κεῖ­νος ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος μο­να­χὸς ποὺ τὸν κα­τά­πι­ε ἡ χι­ο­νο­θύ­ελ­λα, πή­γαι­ναν τὰ που­λιὰ νὰ ξε­δι­ψά­σουν. Οἱ μο­να­χοὶ κοι­τά­χτη­καν με­τα­ξύ τους μὲ νό­η­μα κι ὅ­ταν τέ­λει­ω­σε ὁ μι­κρὸς Κεν­ρὰπ τὸν φώ­να­ξαν κον­τά τους.

       — Πῶς ἤ­ξε­ρες ποῦ εἶ­ναι ἡ πη­γή, Κεν­ράπ; Καὶ για­τί ἀ­νέ­βα­σες τὸ νε­ρὸ στὸν ἐ­ξώ­στη; Καὶ για­τί τὸ ἄ­δεια­σες μέ­σα στὰ πή­λι­να; τὸν ρώ­τη­σαν.

       Κι ἔ­πει­τα προ­σποι­ού­με­νοι πὼς εἶ­χαν θυ­μώ­σει μα­ζί του τοῦ εἶ­παν:

       — Δὲν ἔ­μα­θες, Κεν­ράπ, πὼς τὸ νε­ρὸ δὲν σπα­τα­λι­έ­ται ἔ­τσι ἄ­σκο­πα;

       Ὁ Κεν­ρὰπ ὄ­χι μό­νο δὲν τοὺς φο­βή­θη­κε μὰ γέ­λα­σε κι­ό­λας μα­ζί τους μ’ ὅ­λη του τὴν καρ­διά. Κι ἀ­φοῦ κου­ρά­στη­κε πιὰ νὰ γε­λᾶ τοὺς εἶ­πε:

       — Μο­να­χοί, μά ἐ­πι­τέ­λους τί ἔ­χε­τε πά­θει; Δὲν μὲ θυ­μᾶ­στε; Εἶ­μαι ἐ­γὼ ὁ χα­μέ­νος σας ἀ­δελ­φὸς ποὺ μὲ κα­τά­πι­ε ἐ­κεῖ­νο τὸ βα­ρὺ χει­μώ­να ἡ χι­ο­νο­θύ­ελ­λα! Δὲν ἄ­κου­σα τὶς συμ­βου­λές σας καὶ σᾶς λύ­πη­σα. Ὅ­μως νὰ ποὺ τώ­ρα γύ­ρι­σα καὶ σᾶς ζη­τῶ νὰ μὲ συγ­χω­ρέ­σε­τε καὶ νὰ μὲ δε­χτεῖ­τε πά­λι ἀ­νά­με­σά σας. Γύ­ρι­σα γιὰ νὰ ξε­δι­ψά­σω τὰ που­λιά.

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἰ­ω­άν­να Γα­λα­νά­κη. Γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε σ’ ἕ­να μι­κρὸ χω­ριὸ κον­τὰ στὰ Χα­νιά. Σπού­δα­σε Ἱ­στο­ρί­α, Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α καὶ Ἱ­στο­ρί­α τῆς Τέ­χνης στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ἀρ­χαι­ο­λό­γο­ς καὶ ἐ­ρευ­νή­τρια. Συ­νέ­χι­σε τὶς σπου­δές της μὲ ὑ­πο­τρο­φί­ες στὴν Ἀγ­γλί­α. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει μιὰ ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ (Ἀ­ρα­δήν). Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν ἐ­πί­σης δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Νέα Εὐ­θύ­νη. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει καὶ δη­μο­σι­εύ­σει στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Τὸ Δέν­τρο ποί­η­ση τῆς σύγ­χρο­νης Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας ποι­ή­τρια­ς Jes­si­ca Green­ba­um. Μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι καὶ με­τα­φρα­σμέ­να στὰ ἀγ­γλι­κὰ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Two Words For. Κεί­με­νά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κά Li­foMo­nu­men­ta καὶ σε blogs. Αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­ο­δο ζεῖ στὸ Σα­ου­θάμ­πτον τῆς Ἀγ­γλί­ας καὶ ἑ­τοι­μά­ζει μιὰ μι­κρὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των γιὰ δη­μο­σί­ευ­ση.


https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το χωριό της Μαγνησίας που φημίζεται για το καλό φαγητό με θέα τον Βόλο

  Το χωριό της Μαγνησίας που φημίζεται για το καλό φαγητό με θέα τον Βόλο Δημοσιεύθηκε  18/05/2024 21:30 Τροποποιήθηκε  21:38 Η Άλλη Μεριά ε...