ΟΙ ΥΠΟΛΗΨΕΙΣ
Ένα βασικό θέμα για τους πολιτικούς γελοιογράφους είναι η διατήρηση της αμεροληψίας τους ή τουλάχιστον η διατήρηση της πίστης του κοινού σ’ αυτή. Κι αυτό γιατί είναι δύσκολο να διακωμωδήσεις κάποιον για τον χαρακτήρα ή τις πράξεις του όταν αμφισβητείται η ακρίβεια της δικής σου κρίσης. Με αυτό τον ηθικό προβληματισμό ασχολείται το μυθιστόρημα ‘Οι Υπολήψεις’ του Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες (Juan Gabriel Vasquez, Μπογκοτά 1973 -) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη.
Ο Χαβιέρ Μαγιαρίνο είναι ο πιο επιτυχημένος πολιτικός σκιτσογράφος της Κολομβίας˙ ένας καλλιτέχνης που μέσα από μια πορεία σαράντα ετών έχει γίνει ‘η κριτική συνείδηση της χώρας’ επηρεάζοντας με τα σκίτσα του την πολιτική της ζωή, αναδεικνύοντας ή καταστρέφοντας την υπόληψη και τη δημόσια εικόνα αρκετών κρατικών λειτουργών. Ακολουθώντας τον κανόνα του δασκάλου του Ρικάρδο Ρεντόν ότι κάθε γελοιογραφία πρέπει να είναι ‘ένα κεντρί βουτηγμένο στο μέλι’, συνοδεύει κάθε χιουμοριστικό σκίτσο του με υπονομευτική κριτική˙ μια τακτική που εκτός από μεγάλη επιτυχία τον έχει φέρει αντιμέτωπο και με αρκετούς κινδύνους. Ο Μαγιαρίνο θυσίασε στον βωμό της τέχνης του την οικογένειά του, από την οποία απομακρύνθηκε όταν δέχθηκε απειλές για τη ζωή της γυναίκας και της κόρης του, αλλά και από αρκετούς συγγενείς ‘που τον χαιρετούσαν λιγότερο θερμά’ και φίλους που ‘δεν τον προσκαλούσαν πια για δείπνο’. Πεπεισμένος ότι υπηρετεί την αλήθεια, έμεινε πιστός στην ακλόνητη στάση του και απομονώθηκε σ’ ένα σπίτι στα βουνά δουλεύοντας απρόσκοπτα και προστατεύοντας ταυτόχρονα τον εαυτό του από την επικίνδυνη αναγνωρισιμότητα.
‘Οι σπουδαίοι γελοιογράφοι δεν περιμένουν χειροκρότημα από κανέναν, κι ούτε σκιτσάρουν για να το κερδίσουν˙ σκιτσάρουν για να ενοχλήσουν, για να φέρουν σε αμηχανία, για να τους βρίσουν.’
Τώρα, στα 65 του, με την ευκαιρία μιας μεγάλης γιορτής που διοργανώνεται προς τιμήν του στην κεντρική σκηνή του Teatro Colón και ακούγοντας τους επαίνους που του απευθύνουν οι ίδιοι άνθρωποι που είχε στοχοποιήσει στο παρελθόν, ο Μαγιαρίνο αναλογίζεται τη διαδρομή του, γνωρίζοντας πόσο αχάριστη είναι η ανθρώπινη μνήμη και συνειδητοποιεί ότι τίποτα δεν διαρκεί για πάντα. Αφού κανείς πια δεν θυμάται τον μεγάλο Ρεντόν, ποιος άραγε θα θυμάται το δικό του όνομα σε λίγα χρόνια;
Την ανησυχία του διάσημου γελοιογράφου για τη συντήρηση της φήμης του, κλονίζει η συνάντησή του με μια νεαρή γυναίκα που είχε συναντήσει για λίγες ώρες, πριν από πολλά χρονιά, όταν εκείνη ήταν ακόμη παιδί και είχε επισκεφθεί το σπίτι του σαν φίλη της κόρης του. Μέσα από ένα αβέβαιο περιστατικό που αποτυπώθηκε σε γελοιογραφία οδηγώντας στην αυτοκτονία έναν πιθανά παιδόφιλο πολιτικό, ο Μαγιαρίνο αναγκάζεται να ανασυνθέσει το παρελθόν του και να αμφισβητήσει τις αλήθειες του. Παγιδευμένος σε μια ηθική σύγκρουση με τον εαυτό του, αναρωτιέται αν τελικά η δύναμη της πένας του να καταστρέφει την υπόληψη των άλλων δεν ήταν όλα αυτά τα χρόνια τίποτα άλλο παρά ένας τρόπος να διευρύνει το δικό του εγώ.
Και ενώ στη γιορτή της βράβευσής του, μιλώντας στο κοινό που τον αποθέωνε είπε ότι «οι πολιτικές γελοιογραφίες μπορεί να μεγαλοποιούν την πραγματικότητα, αλλά δεν την επινοούν. Μπορεί να διαστρεβλώνουν, αλλά δεν ψεύδονται ποτέ», τώρα αναρωτιέται αν ήταν σίγουρος γι’ αυτό που κατήγγειλε με εκείνη τη γελοιογραφία του, αν είχε καταλάβει σε τι μπορούσε να οδηγήσει αυτή η έμμεση καταγγελία, αν είναι ένας σπουδαίος αναλυτής των γεγονότων ή απλώς ένας υποκριτής του οποίου η δύναμη έγκειται στο να καταστρέφει τις ζωές άλλων ανθρώπων και αν τελικά μπορεί να συνεχίσει να ζει όπως πρώτα μ’ αυτές τις αμφιβολίες και τα ερωτήματα. Επιστρέφοντας νοερά στο παρελθόν, αυτός που κατηγορεί τη χώρα του για αμνησία, πιέζει τον εαυτό του να θυμηθεί τα γεγονότα που οδήγησαν στη διαπόμπευση και τελικά στο θάνατο έναν άλλο άνθρωπο ˙ γεγονότα που είχε εξορίσει από τη μνήμη του όλα αυτά τα χρόνια. Ο Μαγιαρίνο για πρώτη φορά στη ζωή του αμφισβητεί την ορθότητα της κρίσης του, επαναξιολογώντας ταυτόχρονα τις συνέπειες της τέχνης του στη ζωή των άλλων.
‘Η μνήμη έχει τη θαυμαστή ικανότητα ν’ αναθυμάται τη λήθη, την ύπαρξή της, την καραδοκία της, κι έτσι μας επιτρέπει να είμαστε σ’ εγρήγορση όταν δεν θέλουμε να ξεχάσουμε, και να ξεχνάμε όποτε θέλουμε.’
Σε μια εποχή που οι κανόνες της δημοσιογραφικής ηθικής και δεοντολογίας παραμένουν έννοιες αφηρημένες και επιδέχονται ποικίλες ερμηνείες, το θέμα της ευθύνης στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, προσεγγίζεται από τον Βάσκες με σεβασμό και εξερευνάται επιδέξια μέσω του βασικού ήρωα του βιβλίου. Ο Μαγιαρίνο είναι παρατηρητικός, αναλυτικός, εντοπίζει το διαφορετικό, το ασυνήθιστο, αντιλαμβάνεται τις προθέσεις, εξετάζει και δίνει νόημα και συνάφεια στα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που συναντά, ερμηνεύει γρήγορα τις κινήσεις τους, τα λόγια, το βλέμμα. Είναι αυτός ο τρόπος σκέψης του γελοιογράφου που παρακολουθεί και ο αναγνώστης, ο οποίος ανακαλύπτει τις διαδρομές του μυαλού του, τις αμφιβολίες και τα προσκόμματα πίσω από την ασπίδα του ηθικού σθένους, και τον συντροφεύει στην άβυσσο στην οποία βυθίζεται σιγά σιγά όταν κλονίζεται η σιγουριά του και η πίστη στο αλάθητο της κρίσης του.
‘Οι Υπολήψεις’ είναι ένα σύντομο, πυκνό και καλογραμμένο μυθιστόρημα που εξερευνά μια σειρά θεμάτων, όπως η αγωνία της λήθης, η ευθύνη όσων διαμορφώνουν την κοινή γνώμη αλλά και η ηθική πολυπλοκότητα της ζωής. Γραμμένο χωρίς περιττές περιγραφές και σχολιασμούς παρακολουθεί τον εσωτερικό μονόλογο ενός ανθρώπου που μοιάζει αποφασισμένος να φτάσει στην αλήθεια ακόμη κι αν αυτή η αλήθεια καταστρέψει τη δική του υπόληψη. Γιατί ενώ ο Μαγιαρίνο είναι ένας κατασκευασμένος χαρακτήρας, εντούτοις ο Ρεντόν, ο οποίος αυτοκτόνησε για ανεξήγητους λόγους στο απόγειο της καριέρας του, είναι αληθινός και η ιστορία του αιωρείται δυσοίωνα μέσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου.
https://passepartoutreading.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου