Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 2 Απριλίου 2023

Ἰωάννα Γαλανάκη: Λαβύρινθος

 

Ἰωάννα Γαλανάκη: Λαβύρινθος



Ἰωάννα Γαλανάκη

 

Λα­βύ­ριν­θος

ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΟΣ μέ­σα σ’ ἕ­να ξε­ρό­λακ­κο, ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος, ἡ­μι­λι­πό­θυ­μος ἀ­π’ τὴν κού­ρα­ση καὶ τὴν προ­σπά­θεια νὰ σκαρ­φα­λώ­σει ἔ­ξω, στὰ πρό­θυ­ρα τοῦ θα­νά­του, ἕ­νας ἐ­λέ­φαν­τας ἀρ­χί­ζει νὰ θυ­μᾶ­ται. Μιὰ πα­λιὰ δι­α­δρο­μὴ μέ­σα στὴν ἔ­ρη­μο Να­μίμπ. Τοῦ τὴν εἶ­χε δεί­ξει ἡ μά­να του προ­τοῦ χα­θεῖ καὶ μεί­νει ὀρ­φα­νός, τὴ χρο­νιὰ τῆς φο­βε­ρῆς ξη­ρα­σί­ας. Ἔ­πει­τα εἶ­χε βρε­θεῖ σ’ ἕ­να μέ­ρος ποὺ οἱ ἐ­λέ­φαν­τες τῆς νέ­ας του ἀ­γέ­λης τὸ λέ­γα­νε λα­βύ­ριν­θο. Ἡ βλά­στη­ση ἐ­κεῖ ἦ­ταν πο­λὺ πυ­κνή. Στὸ λα­βύ­ριν­θο κά­πο­τε πρέ­πει νὰ κρα­τᾶς ἀ­κό­μη καὶ τὴν ἀ­να­πνο­ή σου, τοῦ ’­λε­γε ἡ ἀρ­χη­γὸς τῆς ἀ­γέ­λης. Τοῦ ἄ­ρε­σε νὰ μπερ­δεύ­ε­ται ἀ­νά­με­σα στὰ πό­δια της ἔ­τσι κα­θὼς τὸ κο­πά­δι βά­δι­ζε, νὰ νοι­ώ­θει τὴν προ­βο­σκί­δα της νὰ τοῦ ἀ­να­δεύ­ει τὶς βα­ρι­ὲς βλε­φα­ρί­δες. Στὸ λα­βύ­ριν­θο πρέ­πει νά ’­σαι ἀ­πό­λυ­τα συγ­κεν­τρω­μέ­νος. Ν’ ἀ­κοῦς τὶς στριγ­γι­ὲς κραυ­γὲς τῶν που­λι­ῶν, τὸ φτε­ρού­γι­σμα τοῦ καλ­πα­σμοῦ τῆς ἀν­τι­λό­πης, τὸν κο­φτε­ρὸ ἦ­χο ποὺ κά­νουν τὰ σπα­θέ­νια κέ­ρα­τα τοῦ ὄ­ρυ­γα κό­βον­τας τὰ κλα­διὰ τῶν δέν­τρων. Νὰ μὴ βλέ­πεις τὸ σα­γη­νευ­τι­κὸ χρῶ­μα τοῦ κρό­κου στὰ μά­τια τῆς ἀ­φρι­κα­νι­κῆς κου­κου­βά­γιας, τὸ μι­σο­βυ­θι­σμέ­νο στὸ χῶ­μα σκο­τει­νὸ καύ­κα­λο τοῦ σκα­θα­ριοῦ καὶ τὴν ὑ­γρὴ ὁ­μί­χλη ποὺ κά­πο­τε πέ­φτει κου­βα­λών­τας μέ­σα της θα­λασ­σι­νὲς ἱ­στο­ρί­ες. Ἡ νέ­α του μά­να ἀ­κο­λου­θοῦ­σε τὰ βή­μα­τα τῶν συγ­γε­νῶν της, δι­ά­βα­ζε τὰ ση­μά­δια μιᾶς ἀρ­χαί­ας γρα­φῆς ποὺ ἐ­κεῖ­νοι τῆς εἶ­χαν δι­δά­ξει γιὰ νὰ τοὺς ἀ­κο­λου­θεῖ καὶ μά­θαι­νε τὰ μυ­στι­κὰ στὸ κο­πά­δι. Ἤ­ξε­ρε τὰ πιὸ με­γά­λα μυ­στι­κὰ τῆς ζούγ­κλας ἡ νέ­α του μά­να, δὲν εἶ­χε χα­θεῖ οὔ­τε μιὰ φο­ρὰ στὴ ζω­ή της, θυ­μό­ταν ὅ­λους τους ἱ­ε­ροὺς τό­πους τοῦ νε­ροῦ, τοὺς λάκ­κους μὲ τὰ λα­σπό­νε­ρα, τὶς λί­μνες μὲ τὰ φλα­μίν­γκος. Τοῦ φαί­νον­ταν πὼς τὰ βα­ριὰ σὰ κορ­μοὶ δέν­τρων πό­δια της ἐμ­πό­δι­ζαν τοὺς ἐ­πι­κίν­δυ­νους ἤ­χους νὰ τὸν φτά­σουν καὶ ἔ­νοι­ω­θε ἀ­νά­με­σά τους σί­γου­ρος γιὰ τὸ μέλ­λον. Ὑ­πνω­τι­σμέ­νος ἀ­π’ τὴν ἀ­νά­σα της πά­νω στὶς βλε­φα­ρί­δες του τὴν ἀ­κο­λου­θοῦ­σε σι­ω­πη­λός. Κά­πο­τε, σὲ μιὰ στά­ση τοῦ κο­πα­διοῦ, ἐ­κεί­νη σή­κω­σε ἕ­να ξε­ρα­μέ­νο κλα­δὶ μὲ τὴν προ­βο­σκί­δα της καὶ τοῦ ζω­γρά­φι­σε ἕ­να πα­ρά­ξε­νο σχῆ­μα πά­νω στὸ κα­τα­κόκ­κι­νο χῶ­μα. Ἔ­μοια­ζε μὲ μα­κρό­στε­νο φύλ­λο δέν­τρου ποὺ ἡ μιά του πλευ­ρὰ εἶ­χε δαν­τε­λω­τὲς ἀ­πο­λή­ξεις ἐ­νῶ ἡ ἄλ­λη ἦ­ταν μυ­τε­ρὴ κι μοιά­ζε μὲ ἀν­τί­χει­ρα πι­θή­κου. Τοῦ ‘πε «αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ σχῆ­μα τοῦ τό­που μας παι­δί μου, νὰ ἀ­πὸ ἐ­δῶ καὶ πέ­ρα ἀρ­χί­σει ἡ με­γά­λη ἔ­ρη­μος. Μὴν δι­α­σχί­σεις πο­τὲ τὸ σύ­νο­ρο ποὺ δεί­χνει ὁ πί­θη­κος καὶ θὰ ζή­σεις μιὰ κα­λὴ καὶ μα­κριὰ ζω­ή, γε­μά­τη φρέ­σκα πρά­σι­να κλα­διά, νε­ρὸ κα­θα­ρὸ καὶ τα­χτι­κὰ λα­σπό­λου­τρα». Εἶ­χαν πε­ρά­σει τριά­ντα χρό­νια ἀ­πὸ τό­τε κι ἀ­κό­μη θυ­μό­ταν ἐ­κεῖ­νον τὸ χάρ­τη στὸ χῶ­μα μα­ζὶ καὶ τὰ λό­για τῆς μά­νας «λα­βύ­ριν­θος-νε­ρὸ-ζω­ή, ἔ­ρη­μος-θά­να­τος».

       Δὲν ξέ­ρει οὔ­τε κεῖ­νος πῶς ἀ­πο­μο­νώ­θη­κε ἀπ΄τοὺς ὑ­πό­λοι­πους ἐ­λέ­φαν­τες, πῶς ἔ­χα­σε τὸ σω­στὸ δρό­μο. Ὕ­στε­ρα σκο­τεί­νια­σε καὶ εἶ­δε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὸν ἀ­στρα­φτε­ρὸ γα­λα­ξί­α τῆς ἐ­ρή­μου νὰ ἀ­κον­τί­ζει μὲ φῶς τὸ οὐ­ρά­νιο στε­ρέ­ω­μα, εἶ­δε τὸ σα­γη­νευ­τι­κὸ χρῶ­μα τοῦ κρό­κου στὰ μά­τια τῆς ἀ­φρι­κα­νι­κῆς κου­κου­βά­γιας, εἶ­δε τὸ φί­δι νὰ τι­νά­ζε­ται καὶ νὰ γλι­στρᾶ λο­ξὰ ἐ­πά­νω στοὺς ἀμ­μό­λο­φους, τρό­μα­ξε ὅ­ταν κα­τά­λα­βε πῶς ἕ­να τό­σο δὰ πλά­σμα σὰν τὸ σα­μι­α­μί­δι μπο­ρεῖ νὰ ζεῖ μέ­σα στὴν ἔ­ρη­μο. Τὸν πε­ρι­έ­ζω­σε ἡ ἀ­νοι­χτο­σύ­νη τῆς ἐ­ρή­μου, τὸ ἅ­πλω­μα τῆς νύ­χτας της. Μιὰ σι­ω­πη­ρὴ ὀ­μορ­φιὰ φτι­αγ­μέ­νη ἀ­πὸ κα­θα­ροὺς ἤ­χους. Ὥ­στε ὑ­πάρ­χει ζω­ὴ λοι­πὸν στὴν ἔ­ρη­μο! Κι ὅ­λα μέ­σα σ’ αὐ­τὴν μοιά­ζουν και­νούρ­για! Ὥ­στε ὁ λα­βύ­ριν­θος ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νο τὸ στέ­νε­μα χω­ρὶς στα­μα­τη­μό, ἐ­κεῖ­νος ὁ φό­βος ν’ ἀ­να­σά­νεις. Για­τί ἄ­ρα­γε ἡ μά­να νὰ μοῦ πεῖ ἕ­να τέ­τοι­ο ψέ­μα; Κι εἶ­ναι στ’ ἀ­λή­θεια τό­σο ἀ­λη­θι­νὴ ἡ ἔ­ρη­μος ἢ μή­πως ὀ­νει­ρεύ­ο­μαι; Ἀ­πο­κοι­μή­θη­κε. Ὅ­ταν ξύ­πνη­σε κα­τά­λα­βε ὅ­τι ἦ­ταν μέ­σα σ’­ ἕ­να λάκ­κο καὶ δὲν μπο­ροῦ­σε πιὰ νὰ βγεῖ. Τρεῖς μέ­ρες πά­λευ­ε μὲ νύ­χια καὶ μὲ προ­βο­σκί­δα. Τὶς νύ­χτες ἔ­με­νε ξά­γρυ­πνος καὶ ἀ­πο­θαύ­μα­ζε τὸ μέ­γα του κό­σμου μυ­στή­ριο. Στὸ τέ­λος τῆς τρί­της μέ­ρας ἄρ­χι­σε νὰ θυ­μᾶ­ται. Θυ­μή­θη­κε τὴν πρώ­τη, τὴν ἀ­λη­θι­νή του μά­να. Νὰ πα­λεύ­ει καὶ κεί­νη νὰ βγεῖ ἔ­ξω ἀ­πὸ ἕ­να λάκ­κο. Θυ­μή­θη­κε πὼς δὲν ὑ­πῆρ­χαν τρι­γύ­ρω τους δέν­τρα, πὼς τὸ πέλ­μα του βυ­θί­ζον­ταν στὴν ἄμ­μο κα­θὼς περ­πα­τοῦ­σε πλά­ι της. Θυ­μή­θη­κε πῶς ἐ­κεί­νη ἀ­κουμ­ποῦ­σε πά­νω στὴν καυ­τὴ ἐ­ρη­μιὰ τὴν προ­βο­σκί­δα της γιὰ νὰ ἀ­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σει τὰ ση­μά­δια ποὺ ὁ­δη­γού­σα­νε στὴ μα­κρι­νὴ ἐλ­πί­δα τοῦ νε­ροῦ. Κι ἀ­φοῦ ἡ ἔ­ρη­μος ἔ­χει τέ­τοι­α κρυ­φὴ ζω­ὴ ἐν­τός της, τὴν κου­κου­βά­για καὶ τὸ φί­δι καὶ τὸ σα­μι­α­μί­δι, τό­τε, μή­πως ἄ­ρα­γε; Τριά­ντα χρό­νια μέ­σα στὸ λα­βύ­ριν­θο κι οὔ­τε τοῦ πέ­ρα­σε ἀ­π’ τὸ νοῦ. Τέ­λος ἔ­κλει­σε τὰ μά­τια του ἀ­πο­κα­μω­μέ­νος. Ἔ­νοι­ω­σε τό­τε κά­τι νὰ τοῦ ἀ­να­δεύ­ει τὶς βα­ρι­ὲς βλε­φα­ρί­δες. Ἦ­ταν μιὰ τε­ρά­στια προ­βο­σκί­δα, ἕ­νας ἐ­λέ­φαν­τας, ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο κο­πά­δι ἔ­σκυ­βε πά­νω του. Τὸν ἀ­κουμ­ποῦ­σαν τρυ­φε­ρὰ μὲ τὶς προ­βο­σκί­δες τους, πά­λευ­αν νὰ τὸν κρα­τή­σουν στὴ ζω­ή. Τὸ δι­κό του κο­πά­δι – οἱ ἐ­λέ­φαν­τες τῆς ἐ­ρή­μου!

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἰ­ω­άν­να Γα­λα­νά­κη. Γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε σ’ ἕ­να μι­κρὸ χω­ριὸ κον­τὰ στὰ Χα­νιά. Σπού­δα­σε Ἱ­στο­ρί­α, Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α καὶ Ἱ­στο­ρί­α τῆς Τέ­χνης στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ἀρ­χαι­ο­λό­γο­ς καὶ ἐ­ρευ­νή­τρια. Συ­νέ­χι­σε τὶς σπου­δές της μὲ ὑ­πο­τρο­φί­ες στὴν Ἀγ­γλί­α. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει μιὰ ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ (Ἀ­ρα­δήν). Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν ἐ­πί­σης δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Νέα Εὐ­θύ­νη. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει καὶ δη­μο­σι­εύ­σει στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Τὸ Δέν­τρο ποί­η­ση τῆς σύγ­χρο­νης Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας ποι­ή­τρια­ς Jes­si­ca Green­ba­um. Μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι καὶ με­τα­φρα­σμέ­να στὰ ἀγ­γλι­κὰ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Two Words For. Κεί­με­νά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κά Li­foMo­nu­men­ta καὶ σε blogs. Αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­ο­δο ζεῖ στὸ Σα­ου­θάμ­πτον τῆς Ἀγ­γλί­ας καὶ ἑ­τοι­μά­ζει μιὰ μι­κρὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των γιὰ δη­μο­σί­ευ­ση.


https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Καίτη Γκρέυ: Πέθανε σε ηλικία 101 ετών η σπουδαία τραγουδίστρια

  Καίτη Γκρέυ: Πέθανε σε ηλικία 101 ετών η σπουδαία τραγουδίστρια NDP Εδινε μάχη με διάφορα προβλήματα υγείας τους τελευταίους μήνες Έφυγε ...