Σωτήρης Δημητρίου
Ἀπών
ΙΑ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ξεκίνησε καὶ βρέθηκε νὰ σκουπίζει τήν Τούσα Μπότσαρη, Νότη καὶ Μάρκου Μπότσαρη καὶ κάτι Ἀνδρούτσους στὸ Κουκάκι. Ὁ πρόεδρος τοῦ χωριοῦ τοῦ ‘πε «εἶσαι ἐθνικόφρων, θὰ σὲ πάρουν». Παρουσιάστηκε στὴν ἐπιτροπή, ξεβρακώθηκε καὶ κάτι ξένοι τοῦ ἄνοιξαν μὲ χάρακα τὸ στόμα καὶ κοίταξαν τὰ δόντια του. Ἄκουσαν τὴν καρδιά του, τὸν πέρασαν ἀπὸ ἀκτίνες καὶ τέλος τὸν ἀπέρριψαν.
Ἦταν τσίμα-τσίμα καὶ στὴν ἡλικία.
«Εἶμαι ἐθνικόφρων» τόλμησε νὰ ψελλίσει καὶ πῆρε κατσούφης τοὺς δρόμους.
Πῶς νὰ γυρίσει πίσω! Ἐκεῖ, μόλις νύχτωνε, ἔπεφταν τὰ βουνὰ κι ἡ βουβαμάρα νὰ σὲ πλακώσουν.
Τὰ λαμπόγυαλα γιόμιζαν τὰ πρόσωπα ἴσκιους καὶ λύπη.
Τὸ καφενεῖο καὶ τὸ οὖζο τὸν περίμεναν. Μεροκάματο στὴ χάση καὶ στὴ φέξη, ὅταν κάνας ὁμογενὴς ἀπ’ τὴν Ἀμερικὴ ἔφτιαχνε, στὰ γύρω χωριά, ἐκκλησία γιὰ τὴν ψυχή του.
Καὶ ποιός ἀκούει τὶς κοροϊδίες, ποὺ τὸν ἔβγαλαν ἄχρηστο οἱ Γερμαναράδες!
Πῆγε στὸ βουλευτή. Εἶχαν κοινοὺς γνωστούς, τοῦ ‘πε πὼς εἶναι καὶ ἐθνικόφρων.
Βρέθηκε δουλειὰ στὸ Δῆμο. Ὁδοκαθαριστής. Δὲν τοῦ ‘ρθε καλὰ ἀλλά, ὅπως τοῦ ‘πε καὶ τὸ τσιράκι τοῦ βουλευτῆ, «μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει…» Τοῦ ‘δωσε καὶ συγχαρτήρια κιόλας. Ἄκου πράματα. Συγχαρτήρια γιὰ σκουπιδιάρης.
Τὴν πρώτη μέρα, ν’ ἀνοίξει ἡ γῆ νὰ τὸν καταπιεῖ. Ποῦ ἀκούστηκε, ἄντρας μὲ σκούπα, στοὺς δρόμους! Λούφαξε σ’ ἕνα παρκάκι τοῦ Δήμου.
«Ἐδῶ ‘σαι, ρὲ παλιομαλάκα; Ὧρες σὲ ψάχνω. Γιατί δὲ σκουπίζεις, ρέ;» Ἦταν ὁ ἐπιστάτης του.
«Δὲν εἶμαι καλά, ἀφεντικό.»
«Νὰ πᾶς σπίτι σου, ρέ! Στὰ τσακίδια! Ἢ σκουπίζεις καὶ κάνεις τοὺς δρόμους ἀεροδρόμιο ἢ λέω καὶ σ’ ἀπολύουν. Στὸ διάολο, πρωῒ-πρωΐ, καριόλια!»
Κι ἔφυγε ἀπειλητικός. Παρακάτω κοντοστάθηκε.
«Θὰ ξαναπεράσω. Πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι σου θά ‘μαι. Μαλάκα, ἔ μαλακά!»
Τί νὰ κάνει. Λύσσαγε, μὰ τί νὰ κάνει!
Τὸ βράδυ ἤπιε, ἤπιε, κι ὅλη τὴ νύχτα ἔβλεπε γουρλωμένα τὰ μάτια τοῦ ἐπιστάτη. Τὴν ἄλλη μέρα ἀγόρασε ἕνα στρατιωτικὸ καπέλο ἀγγαρείας —ἀπ’ αὐτὰ μὲ τὸ μεγάλο γεῖσο— καὶ τὸ κατέβασε νὰ τοῦ κρύψει τὰ μάτια, ποὺ τά ‘χε πιὰ μονίμως καρφωμένα στὰ πόδια του, στὰ σκουπίδια. Τόσο τοῦ ‘γινε συνήθεια πού, κι ἐχτὸς δουλειᾶς, δὲν κοίταζε τοὺς ἄλλους στὰ μάτια.
Πάει, τοῦ κόλλησε ἡ ντροπή.
Τρεῖς φορὲς τὴ μέρα πέρναγε ὁ ἐπιστάτης νὰ βάλει ὑπογραφὴ στὴν κάρτα, πὼς εἶναι παρών.
Δὲν ἤξερε γράμματα κι ἔβαζε πλάι στ’ ὄνομά του σταυρό.
Ἡ κάρτα κι ὁ σταυρός, μὲ τὸν καιρό, ἀπέκτησαν στὰ μάτια του μιὰ ἰδιαίτερη δύναμη. Ἦταν τὸ ἀναγκαστικό, ἄρα σπουδαῖο, σημεῖο ἐπαφῆς μὲ τὸν ἐπιστάτη, μὲ τὴν ὑπηρεσία. Μετὰ ἀπὸ κάθε σταυρὸ ποὺ ἔβαζε, ἔνιωθε πιὸ σίγουρος.
«Ἄιντε, στοῦρνο! Τέλειωνε» τὸν ἀπόπαιρνε μαλακὰ ὁ ἐπιστάτης. Ὂχ ὀρέ, μόλις τοῦ ‘λεγε κάνα τέτοιο μισογλυκόλογο! Χτύπαγε ἡ καρδιά του.
«Μάλιστα, ἀφεντικό. Μάλιστα. Μάλιστα.»
«Θὰ κάνεις καὶ συντήρηση. Σπιρτόξυλο νὰ μὴ μείνει. Ἄντε, γειά σου.»
«Χαίρετε. Οὔτε σπίρτο. Χαίρετε. Χαίρετε.»
Τοῦ ‘πε καὶ «γειά σου» ὅταν ἔφυγε. Βρέ, βρὲ πράματα. Χαμογελοῦσε γιὰ πολλὴ ὥρα, σκουπίζοντας μ’ ἐπιμέλεια.
Μιὰ στὸ καρφὶ καὶ μιὰ στὸ πέταλο ὁ ἐπιστάτης.
Ἀλλὰ κι ὅταν τὸν ἔβριζε ὅμως, δοκίμαζε μιὰ διαφορετικὴ ταραχὴ – περιέργως, ὄχι δυσάρεστη. Ἔνιωθε ἕρμαιο στὰ χέρια του. Τὸ ἀφεντικό. Τὸ κράτος.
Τὸν θαύμαζε ὅταν τοῦ ‘βαζε τὶς φωνές, χαιρόταν ὅταν τοῦ πέταγε κάνα κόκαλο καλοσύνης, εὐχαριστιόταν καὶ τὸ θεωροῦσε δίκαιο ὅταν τοῦ ‘παιρνε μίζα ἀπ’ τὶς ὑπερωρίες καὶ τὶς Κυριακάδες ποὺ δούλευε.
Ὅλα αὐτὰ τὰ συναισθήματα μούδιαζαν, ἀλάφιαζαν, μερμήγκιαζαν, φόβιζαν, γλύκαιναν τὸ κορμί του. Στὸ σταυρό, ἔφταναν στὴν κορύφωσή τους.
Ὅ,τι ἔβγαζε πιά, τ’ ἀκούμπαγε στὸ οὖζο. Ὅταν ποτίστηκε γιὰ τὰ καλά το κορμί του, ζήταγε καὶ στὴ δουλειά. Ἔπαιρνε μαζί του, σὲ μποτίλια ἐμφιαλωμένου νεροῦ, κι ἔπινε.
Ὁ ἐπιστάτης τὸν σκυλόβριζε, συχνὰ πυκνὰ τὸν ἔδιωχνε καὶ τοῦ ‘κοβε τὸ μεροκάματο, μὰ στὸ τέλος τὸν ἄρχισε στὴν πλάκα.
Ποῦ νὰ χάνει τώρα τὴ μίζα του καὶ ποιός ξέρει ποιό μοῦτρο θὰ ‘ρθεῖ στὴ θέση του! Ἔγινε ὁ καραγκιόζης του. «Ἀντρίκο, μαλακαντρίκο;»
«Διατάξτε, ἀφεντικό.»
«Σοῦ σηκώνεται, ρέ; Σοῦ σηκώνεται;»
Ἔγινε τὸ νούμερο στὴν περιοχή, γιατὶ τρέκλιζε καὶ γιατὶ ἀπ’ τὴν ἀφαγία ἔμεινε πετσὶ καὶ κόκαλο καὶ μονάχα ἡ μύτη του φούσκωνε, σὰν μελιτζάνα.
Τὰ παιδιὰ πετροβόλημα, κι οἱ μεγάλοι: «Σούρα; χῶμα; λιῶμα; Πάλι πορτοκαλάδα ἤπιες, ρέ;»
Μιὰ μέρα ἔπεσε στὸ δρόμο ἀναίσθητος. Τὸν πῆγαν στὸ νοσοκομεῖο. Συκώτι. Βαριὰ μορφή.
Μόλις βγῆκε, ὁ Δῆμος τοῦ ‘δωσε σύνταξη λόγω ἀναπηρίας.
Ἐκεῖ γύρναγε, στὸ Κουκάκι, ἀπὸ καφενεῖο σὲ καφενεῖο.
Ἔνιωθε κι ἀμυδρὰ κάποια προστασία, ἀπ’ τὴν ὑπηρεσία ἀπ’ τὸν ἐπιστάτη. Τὸ χωριὸ τὸ λησμόνησε τελείως. Τὸ κορμί του ζητοῦσε μόνο οὖζο. Οὔτε σχέδια οὔτε ἀναμνήσεις. Οὖζο.
Ὁ ἐπιστάτης ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τὸν περνάει στὴν κάρτα σὰν ἀπόντα, γιὰ ἕνα ἑξάμηνο ἀπ’ τὴ διακοπὴ τῆς δουλειᾶς. Μιὰ μέρα συναντήθηκαν.
«Ἀντρίκο, σοῦ κάνει νιάου, ρέ; Πῶς τὴ βγάζεις, ρὲ σούρα; Τὴ βαρᾶς καθόλου;»
«Ἀφεντικό, νὰ ὑπογράψω. Δώσ’ μου νὰ ὑπογράψω.»
«Γιατί, μὴ χάσεις τὸ μεροκάματο; Ρὲ τὸ μαλάκα! Ξέρεις τί γράφει ἐδῶ, δίπλα στ’ ὄνομά σου; Ἀπών.»
Ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του. Ὥστε τὸ ἀφεντικὸ ἔγραφε τ’ ὄνομά του καὶ δίπλα «ἀπών»;
Γιόμισε περηφάνια καὶ σιγουριά. Σὰν τότε ποὺ τοῦ ‘πε ὁ πρόεδρος πὼς εἶναι ἐθνικόφρων.
Νὰ ποὺ τὸν νοιάζονται ἀκόμα! Ἀπὸ κείνη τὴ μέρα πέρναγε ἀπ’ τὸ γραφεῖο τῶν ἐπιστατῶν κάθε πρωΐ, ἄνοιγε δειλὰ τὴν πόρτα κι ἔλεγε:
«Ἀφεντικό, εἶμαι σήμερα ἀπών;»
Ἐκεῖνος τὸν ἔλουζε, γιατὶ τὸν βαρέθηκε.
Καὶ τί δὲν τοῦ ‘λεγε: ποδοπατημένε, ξεφτιλισμένε, μουνόσκυλο. Μὰ ὅσο τοῦ ‘λεγε, τόσο δὲν κουνιόταν καὶ κάπου κάπου ρώταγε:
«Ἀφεντικό, εἶμαι σήμερα ἀπών;»
«Εἶσαι, ρὲ βλάχο! Εἶσαι, ρὲ ἀρχίδι! Ἄ σιχτίρ!»
Τότε φωτιζόταν τὸ πρόσωπό του κι ἐπαναλάμβανε, τονίζοντας κι ἀπολαμβάνοντας τὶς συλλαβές:
«Εἶμαι ἀπών. Εἶμαι ἀπών.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου