Ο Βάρναλης για τον Σικελιανό – Μικρό αφιέρωμα – Φωτογραφικό άλμπουμ
Μια υπέροχη ποιητική μορφή του καιρού μας, τον Άγγελο Σικελιανό γεμάτο δόξα, αλλά κι άξιον της δόξας, θρηνούνε από χτες τα ταλαιπωρημένα ελληνικά γράμματα. Ένας ποιητής τόσο πληθωρικός και μεγαλόστομος, τόσο αληθινός κι αυτάρκης, τόσο εμπνευσμένος κι αριστοτέχνης, που δεν έχει τον όμοιό του. Αλλά και τόσο Έλληνας και τόσο άντρας, που μόνον αυτές του οι δυο ιδιότητες φτάνουνε να εξηγήσουνε το μίσος, που είχαν εναντίον του οι έμποροι του εθνισμού και της φυλετικής καθαροαιμίας˙ αυτοί οι επίσημοι Έλληνες, που δε ντραπήκανε να εμποδίσουνε την απονομή του βραβείου Νόμπελ στο Σικελιανό (εθνική τιμή) και δε ντρεπόντανε να του κλείσουνε την πόρτα της Ακαδημίας Αθηνών (εξαγνισμός της Ακαδημίας)!
Και γιατί; Γιατί ο Σικελιανός είχε τη συνείδηση της ευθύνης απέναντι του Έθνους σαν ένας από τους πνευματικούς του ηγέτες. Και δεν πλεύρισε στον καιρό της κατοχής τον καταχτητή. Αλλά στάθηκε δίπλα στο λαό, που αγωνιζότανε για τη λευτεριά του, κυνηγημένος από τους ξένους και τους ντόπιους εχθρούς. Τα λίγα τρανταχτά του ποιήματα, που κυκλοφορούσανε χειρόγραφα τότες από χέρι σε χέρι, δίνανε κουράγιο στο «δυστυχισμένο και ηγαπημένο λαό, τον πάντα ευκολοπίστευτο και πάντα προδομένο», όπως τόνε θρήνησε κι ο Σολωμός˙ κι αυτά τα λίγα ποιήματα της φωτιάς δώσανε στο Σικελιανό τον τιμημένο τίτλο του εθνικού ποιητή.
Το έργο του Σικελιανού είναι και ποσοτικά και ποιοτικά πολύ και μέγα. Η είσοδός του στη Γραμματεία μας υπήρξεν άξαφνη κ’ εκρηχτιχή. Ο «Αλαφροήσκιωτός» του με την πλημμύρα του λυρισμού και τους πρωτάκουστους ήχους του, με τα θαμπωτικά χρώματά του και την ασυγκράτητη χαρά της ζωής και της φύσης — της νιότης, της ζωής και της φύσης — αρχίζει μ’ έν’ αριστούργημα (αξεπέραστο κι από τον ίδιον) στην αριστουργηματική του σταδιοδρομία.
Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της Ποίησής του είναι η λατρεία της φύσης και του εαυτού του. Τη φύση τήνε νιώθει μέσα του σαν ένας αρχαίος θεός και την αναπαρασταίνει σε μεγαλειώδεις πίνακες τόσον οπτικούς σα να ‘τανε ζωγραφιστοί. Μέσα σ’ αυτήν τη φύση μόλις χωράει ο αχώρετος εαυτός του — το άτομό του, γιορτάσιμο και θριαμβικό.
Στο έργο του Σικελιανού μπορεί να υπήρχε το Έθνος με τη φύση του και με τα μυθικά και ιστορικά του θάματα˙ μπορεί να διεκδικεί τον τίτλο της πιο αυθεντικής «ελληνικότητας», αλλά για πολύν καιρό έλειπε απ’ αυτό τα έργο ο άλλος. Ο πόνος του άλλου. Η συμπόνοια για τα όντα, που δεν είναι στοιχεία της φύσης, του θεού και του εγώ. Και τον άλλον αυτόν (δηλαδή το λαό) τον έμπασε στη ζεστή του καρδιά και στο φλογερό του έργο η συμφορά της δουλείας.
Στο θαρραλέο, στον ακέραιο, στον Έλληνα, στον τίμιο πνευματικό πρωταγωνιστή του καιρού του, θα χρωστάει το Έθνος παντοτινήν ευγνωμοσύνη, τόσο παντοτινή κ’ αθάνατην, όσο το έργο του Ποιητή. Η άδολη γρήγορη κι ασημένια κλαγγή των στίχων του θ’ ακούγεται πάντα σε καρδιές και σε ρουμάνια σ’ ευτυχίες και δυστυχίες, σ’ όνειρα και σε πράξη — πάντα παλιά και πάντα νεανική.
Ο Σικελιανός πέθανε χωρίς να γεράσει και θα μείνει δίπλα στο μέγα έργο του κι ο ίδιος ολόρθος και στητός σαν υπόδειγμα «Συνείδησης» πνευματικού ηγέτη.
Απόσπασμα από το βιβλίο Αισθητικά – Κριτικά, Τόμος Β΄
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου