Γιώργος Θέμελης: I. Σκηνές από την έκπτωση

I. Σκηνές από την έκπτωση

Δεν κρύβεται και δε σκεπάζεται
Τίποτα∙ είναι ένας καθρέφτης
Και μας βλέπει, καθρεφτιζόμαστε.

Είδωλα είμαστε, ινδάλματα απατηλά.

Πηγαίνουμε τάχα, γυρίζουμε πίσω
Στη γη που γεννηθήκαμε.
Ξανακάνουμε τα βήματά μας.

Υπάρχουμε μες στον καθρεφτισμό μας.

Καθώς σηκώνεις το σώμα σου
Και πας, ως να σηκώνεις
Τον ίσκιο σου, τον άλλο ίσκιο.

Ως να ’σαι ο ίσκιος ενός ίσκιου.

Βλέπεις τον ήλιο που έβλεπες, τον ουρανό,
Έναν άλλο ήλιο, ψεύτικο ουρανό,
Ουρανό ουρανού μέσα στη μνήμη.

Το φως είναι ένα άλλο φως,
Μια άλλη λύπη, άλλη μοναξιά.
Το πρόσωπο είναι ένα άλλο πρόσωπο.

Έσκυψα, είδα τη γύμνια μου και ντράπηκα.

Δε σε ξέρει κανείς εδώ που γύρισες,
Ψυχή δε σ’ έχει δει, έχεις χαθεί,
Όπως νεκρός με τους νεκρούς.

Παράξενη είναι η όψη ενός νεκρού.

Σκιές περνούν και μας αγγίζουν,
Μας προσπερνούν, κατατομές, αντικατοπτρισμοί,
Καθώς σε διάφανη και φωτισμένη νύχτα,
Καθώς μέσα στον Άδη που διαβαίνουν οι ψυχές.

Δεν έχω πρόσωπο για να φανώ,
Δεν έχω φως, δεν έχουν μάτια να με δουν.,
Σκύβουν στη θλίψη τους, κοιτάζουν
Μέσα στη θλίψη τους, χαμογελούν.

Δε βάλαμε στην όψη μας μαύρη καπνιά,
Να ’μαστε αγνώριστοι και σκοτεινοί.
Δεν αρνηθήκαμε την ψυχή μας.
Είμαστε ξένοι κι άγνωστοι, ένοχοι.

Είμαστε από σκιά και δε φαινόμαστε.

Ως να ’χω ξεχάσει πώς μιλούν,
Τα λόγια μου είναι λόγια ενός άλλου,
Κάποιου που ήταν, κάποιου που δεν είναι.

Κινώ το χέρι, ξεκλειδώνω,
Σα να ξεθάβω ένα νεκρό
Μέσα απ’ τη μνήμη, πίσω από τους τοίχους.

Όλα είναι ωραία, πολύ ωραία,
Μέσα σ’ αυτό το σπίτι που μας γέννησε.
Όλα είναι ωραία και παγερά.

Ο ήλιος μας είδωλο ήλιου και σκιά φωτός,
Ο χρόνος μας μες στον ακίνητο άπειρο χρόνο,
Το σπίτι μας σκιά σπιτιού μέσα στον χρόνο.

Τ’ άδεια καθίσματα σαν τα μεγάλα κενά,
Σαν όταν έξαφνα σπάνουν οι χορδές
Και σταματούν τα όργανα, σβήνουν τα φώτα.

Σαν τ’ άδεια μεγάλα βήματα του θανάτου.

Κι εγώ δεν είμαι τάχα εγώ, δεν έχω σώμα
Για να υπάρχω: είμαι ένα κάθισμα,
Σηκώνω απάνω μου τ’ αφανισμένα σώματα.
Ανασηκώνονται μέσα μου, μετατοπίζουν
Τον χρόνο, ετοιμάζουν τη σάρκα να πεθάνουν.

Κυλούνε πάνω μου, πέφτουν βροχή
Τα ειπωμένα λόγια, τα συρμένα βήματα.
Αυτά που έγιναν, αυτά π’ ακούστηκαν.

Άλλα χείλη δε θα τα πουν,
Δε θα τα κάμουν άλλα χέρια.

Ούτε ζώα, ούτε άνθρωποι, ούτε Άγγελοι.

Όπου κι αν πας, σε δείχνει το είδωλό σου.
Φαινόμαστε, φαίνονται οι ντροπές,
Φαίνεται μέσα η φοβερή παραμόρφωση.

Δεν είσαι αυτός που είσαι, αυτός που φαίνεσαι
Στα γυμνά μάτια, στο γυμνό φως.

Τάχα μας γδύνουν, μας ντροπιάζουν.
Τάχα μας ξεγυμνώνει κάποιο ανήλεο χέρι,
Ψάχνει τη σάρκα, αγγίζει τη συνείδηση,
Την ξύνει τη συνείδηση, πονεί.

Ανοίγουν οι πληγές, μετριούνται τα κόκαλά μας.

(Τόσες πλευρές, τόσες αρθρώσεις,
Τόσες χορδές μέσα στο δέρμα.)

Όπως χωρίζουν το ψαχνό απ’ το κόκαλο,
Έτσι θα μας χωρίσουν
Την ψυχή απ’ το σώμα, τη σάρκα από το πνεύμα.

Θα πάρει ο δαίμονας, θα πάρει ο Άγγελος.

Δεν είναι μάτια να μας δουν, να μας γνωρίσουν,
Η αμίλητη μάνα, η γυμνή γυναίκα,
Να μας κοιτάξουν στα μάτια να φανούμε.

Ως να ’ναι κάποιοι να φανούν, έχουν κληθεί,
Δεν πρόφτασαν, είναι να ’ρθουν, κλείστηκαν έξω.
Όπου να ’ναι θα φτάσουν, όπου να ’ναι θα ’ρθουν,
Τους πήρε κάπου η νύχτα κι όλο αργούν.

Όσες ψυχές γνώρισαν την ψυχή μας.

Ακούγονται πίσω μες στον καθρέφτη,
Μας έρχονται ως εδώ οι φωνές, τα ποδοβολητά,
Καθώς γεμίζουν τους δρόμους και περνούν,
καθώς κινούν τα πόδια χωρίς να προχωρούν.
Μιλούν και δε μιλούν, τρέμουν τα χείλη.

Παίζουν τα βλέφαρα δίχως να βλέπουν φως.

Οι τοίχοι φυλάν τα μυστικά μας.
Είναι όπως οι τάφοι ή όπως οι θάλασσες.
Η σκιά μάς προσπερνά και μεγαλώνει,
Αυτός που περπατεί κι έρχεται πίσω μας.

Αυτός που ταξιδεύει μαζί μας το ταξίδι μας.

Όπως βλέπεις τον εαυτό σου στον ύπνο
Κι είναι σαν ένας άλλος, άλλο σώμα
Και κάποτε σε φοβίζει, κάποτε σου χαμογελά.
Ή όταν έξαφνα κάποιος σε κοιτάζει
Από μακριά και χάνεται μέσα στη νύχτα.

Δε μας αφήνει να μείνουμε μόνοι, να πεθάνουμε μόνοι.

Τον βλέπουμε κάποτε και τον ακούμε
Να περνά, τον συναντήσαμε κάποτε
Μέσα στη θλίψη μας, μέσα στον ύπνο.

Τι σώμα, τι κάθισμα.
Τι πρόσωπο, τι καθρεφτισμός.

Και ο Θεός θα ’ναι μια λάμψη,
Ένα σώμα ή ένα κάθισμα,
Ο Θεός και ο άνθρωπος.

Θα φεύγει και θα γυρίζει,
Θα κάθεται και θα σηκώνεται.

Θ’ ανάβει και θα σβήνει, θα φύεται
Και θα μαραίνεται, όπως η χλόη.
Θα λιώνει, θα φθείρεται, όπως τα ρούχα μας.
Θα κοιτάζεται γυρεύοντας τον εαυτό του
Μες σε σκοτάδια, φώτα και κατοπτρισμούς.
Θ’ αντανακλάται και θα εξαφανίζεται.

Θα γυρίζει μόνος μες σε χίλιους ουρανούς.

Τι να πούμε: τα ’παμε όλα,
Τα χείλη μας δεν έχουν τι να πουν,
Τα χέρια μας δεν έχουν τι να κάνουν,
Τα κάναμε όλα: τι να κάνουμε.
Πήγαμε παντού, γυρίσαμε πίσω,
Τα μάτια μας δεν έχουν τι να δουν.

Οι πράξεις μας σωριάστηκαν η μια πάνω στην άλλη.

Φαίνονται μέσα ήλιοι και ουρανοί,
Όσους αγνάντεψα, πέρασα,
Κοιταγμένοι μες σ’ ένα γλήγορο φως.

Εκεί που βλέπεις το πρόσωπό σου,
Το χάνεις, σα να το παίρνουν και το κρύβουν
Προσωπιδοφόροι αγνώριστοι, ζητιάνοι.

Κάποιος φορεί τα ρούχα σου και πάει
με σκεπασμένο πρόσωπο, μ’ έναν καθρέφτη.
Γυρεύει τον ίσκιο του, τον άλλο ίσκιο.

Φαίνονται μέσα νεκροί και ζωντανοί.

Τάχα θα μας καλέσει κάποτε κάποια φωνή
Καθώς σε δείπνο γάμου ή σε γιορτή;
Και να μας δείξει, να μας φανερώσει ως εν εσόπτρω;

Ίδε η όψη σου, ίδε το πρόσωπό σου.

Οι φωνές, π’ ακούστηκαν, ξανάρχονται,
Θρήνοι και όργανα μες στον αγέρα.

Η άνοιξη έρχεται, ξαναγυρίζει,
Δέντρα σαν πετρωμένα μες σ’ ένα σκληρό φως.

Είναι σκληρό το φως και μας αλλάζει,
Μας καίει το πρόσωπο, μας τρώει το δέρμα.

Έρχεται η βροχή και πέφτει μες στη μνήμη,
Τοίχοι κατάβρεχτοι και μουλιασμένοι.
Βρέχεται μέσα η σάρκα, βρέχεται η ψυχή.

Η βρύση που πίναμε δεν τρέχει.
Ακούς τον ήχο, βλέπεις το νερό
Να κρέμεται, να γέρνει προς τη γη,
Καθώς ένα ξερό κλαδί απ’ το δέντρο.

Ακούς τ’ αηδόνια, π’ άκουγες, δεν παύουν
Στην ακοή την άγρυπνη, στα νυχτωμένα δάση.
Ακούς τα λόγια που έπεσαν μέσα στη νύχτα.

Τι να την κάμω την ψυχή μου, πού να την πάω.

Χέρια που σας κράτησα μες στα δικά μου,
Χέρια, δάχτυλα μέσα στα δάχτυλα
Κι έχετε μείνει στην αφή σαν τις κηλίδες
Που δε βγαίνουν, σαν αίμα στα ρούχα.
Χείλη στα χείλη μου σμιχτά.
Σμιχτή ψυχή μες στην ψυχή μου.

Θάλασσα αντηχημένη στον ύπνο, θάλασσα πλατιά.

Τάχα κρατώ ένα σώμα
Και το πάω: πού να το πάω.
Τάχα σηκώνω μια ψυχή,
Μια θάλασσα, μια πέτρα στον λαιμό.
Μαλλιά ξέπλεκα, μάτια στεγνά.

Ξαναγυρίζουν, μας ακολουθούν
Οι φωνές, οι χτύποι μας, οι μεταμέλειες.

Τάχα θα σταθούμε πουθενά,
Μες σ’ έναν ύπνο ή σ’ ένα θάνατο;
Τάχα θα πάψει αυτή η βροχή μες στον αγέρα;

Δεν έχουμε άλλη σάρκα από τη σάρκα μας,
Άλλον αιώνα ή άλλον ουρανό.

Ό,τι έγινε, δεν έχει πάψει,
Γίνεται, ξαναγίνεται.
Είναι ένα πράγμα-φάντασμα,
Τελειώνει-αρχίζει απ’ την αρχή.
Είναι σαν ένας τροχός ή ένας κύκλος.

Μη βλέπεσαι στον καθρέφτη.

Μας παίρνει ο δρόμος και μας πάει,
Ο δρόμος που πήραμε
Μας πηγαίνει, μας γυρίζει.

Μας φυσάει ο αγέρας που μας φυσούσε.

Αυτό που βλέπεις είναι η αληθινή σου εικόνα,
Όπως μας βλέπει, μας γεννά κάθε στιγμή ο καθρέφτης.

Είσαι αυτός εδώ κι ο άλλος εκείνος,
Αλλάζεις ρούχα, ντύνεσαι, ξεντύνεσαι.

Ακούς τα λόγια σου, τα βήματά σου.

Ακούς τις πέτρες που κροτούν,
Τα πράγματα όλα,
Ακίνητα, αμετάθετα,
Ψάρια ζωντανά σταματημένα σε μια θάλασσα.

Όλα είναι παρόντα, καθρεφτίζονται,
Όσα μας πλησίασαν, όσα μας τριγύρισαν.
Σαν κάτι αγαθά περίεργα ζώα μάς ακολουθούν.
Ακόμα και νεκρούς δε μας αφήνουν μόνους,
Καθώς όταν γκρεμίζεται ένα σπίτι και σκορπούν οι πέτρες.
Ως να ’χασαν την ψυχή τους άχρηστα, περιπόθητα.

Έχουν ψυχή τα πράγματα και τη γυρεύουν.

Απλώνουμε τα χέρια να τα πιάσουμε,
Για να τα σώσουμε και να μας σώσουν,
Να τα κερδίσουμε, να μας κερδίσουν.

Ως να ’χουμε χάσει όλα τα πράγματα μες απ’ τα χέρια.

Όπου κι αν δεις, ξαναπροβάλλεις,
Μια άλλη εικόνα πίσω από τις άλλες,
Πίσω από τόσες όψεις, όσες δοκίμασες.

Βλεπόμαστε απ’ έξω, δε φαίνεται η ψυχή.

Γυρεύουμε να βρούμε τον εαυτό μας,
Γυρεύουμε ο ένας τον άλλο, φωνάζουμε.
Γυρεύει η μια ψυχή την άλλη.

Χάνεσαι αδιάκοπα, την χάνεις την ψυχή
Και τη γυρεύεις, ψάχνεσαι αδιάκοπα.
Η έγνοια της δε σ’ αφήνει να κοιμηθείς.

Το σώμα σου είναι μια άλλη έγνοια,
Η θλίψη είναι μια άλλη, ο θάνατος.

Αν χάσουμε την ψυχή μας, τι θα γίνουμε
Χωρίς ψυχή, τι πράγμα
Θα παραδώσουμε στον θάνατο
Αντί για την ψυχή, με τι πρόσωπο
Θα τον υποδεχτούμε, δίχως πρόσωπο.

Πώς να εμφανιστούμε δίχως ψυχή
Και πρόσωπο με τα οστά μονάχα
Και τη σάρκα: πώς να πεθάνουμε.

Γύρισα πίσω, ξανάζησα,
Ξανάκαμα τα βήματά μου.
Ξεγύμνωσα τη σάρκα μου, έγινα θέαμα,
Να με βλέπουν οι άνθρωποι, να με κοιτούν τα ζώα
Και να φοβούνται, να τρέμουν οι Άγγελοι.

Είμαστε ωραίοι και τρομεροί.
Είμαστε τρομεροί μέσα στη γύμνια,
Την ανθρώπινη γύμνια, τη θεϊκή.

Η αθωότητά μας πνίγεται στο αίμα.

Αν με φτύσουν, δε θα λερωθώ,
Πίσω απ’ τη λάσπη και το ψέμα.
Δε θα ντροπιάσω το έκπαγλο πρόσωπό μου.
Αν με ραπίσουν, δε θα ραγίσω.

Η ψυχή μου είναι ακίνητη, κλειστή.

Σέρνεται και δε λερώνεται,
Σταυρώνεται, δεν παραδίνει το πνεύμα.

Αν με ρωτήσουν, θ’ αποκριθώ:
Εγώ δεν είμ’ εγώ, δεν είμαι αυτός,
Αυτή η σκιά, τούτο το σχήμα.
Δεν είπα τίποτα, δεν έπραξα τίποτα.
Δεν φάνηκα σ’ αυτό τον δρόμο.

Δεν είμ’ εγώ, δεν ήμουνα για να φανώ.

Ένας άλλος ήταν μες στο σώμα.
Πίσω απ’ αυτή την όψη, αυτό το πρόσωπο,
Μια άλλη όψη, ένα άλλο πρόσωπο.
Μες σ’ αυτά τα ρούχα, τούτα τα μαλλιά,
Άλλα ρούχα, άλλα μαλλιά.

Ένας άλλος, ένας άφαντος και ξένος.

Εγώ γυρεύω τα ρούχα μου και τα μαλλιά μου,
Τα δικά μου ρούχα, τ’ αληθινά μου τα μαλλιά.

Από τη συλλογή Το πρόσωπο και το είδωλο (1959) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

https://thepoetsiloved.wordpress.com/