Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

ΗΤΟΝ ΦΟΝΙΑΣ; (ΔΙΉΓΗΜΑ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΜΑΤΗ)

 ΗΤΟΝ ΦΟΝΙΑΣ; 

(ΔΙΉΓΗΜΑ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΜΑΤΗ)

Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"

Δημοσιεύσαμε τις προηγούμενες εβδομάδες λογοτεχνικά κείμενα εμπνευσμένα από τη Μικρασιατική Καταστροφή κι ύστερα περάσαμε σε άλλη θεματολογία. Όμως ο φίλος μας ο Γιάννης Π., που έχει φτιάξει το καταπληκτικό Λογοτεχνικό Ιστολόγιο, με ενημέρωσε ότι έχει ανεβάσει στο Λ.Ιστ. δύο σχετικά διηγήματα, από τα οποία διαλέγω να παρουσιάσω σήμερα το πρώτο (αρχική δημοσίευση εδώ), ένα διήγημα γύρω από ένα τραγικό περιστατικό από την υποχώρηση, τον Αύγουστο του 1922. 

Ο συγγραφέας του διηγήματος είναι ο δημοσιογράφος Χρήστος Εμμ. Αγγελομάτης (1899-1979) γεννημένος στη Σμύρνη με καταγωγή από τη Χίο. Μετά την Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες -ανάμεσά τους με την Πρωία την ίδια εποχή με τον Βάρναλη. Έγραψε το βιβλίο Χρονικόν μεγάλης τραγωδίας για τη Μικρασιατική Καταστροφή καθώς και άλλα ιστορικά και αθηναιογραφικά κείμενα. 

Εδώ πρέπει να ανοίξω παρένθεση. Το 1934-36 ο Ριζοσπάστης δημοσίευε σε συνέχειες τον Καλό στρατιώτη Σβέικ, του Γιάροσλαβ Χάσεκ. Στην οικογένειά μας λατρεύαμε τον Σβέικ και ο παππούς μου με τον πατέρα μου πάντοτε έλεγαν ότι η καλύτερη μετάφραση, δυστυχώς χαμένη, ήταν «του Αγγελομάτη στον Ριζοσπάστη». Και στο ιστολόγιο το έχω αναφέρει. Ωστόσο, δεν έχω βρει κανένα άλλο στοιχείο που ν’ αποδίδει τη μετάφραση του Σβέικ στον Χρήστο Αγγελομάτη. Στην εφημερίδα όνομα μεταφραστή δεν αναφέρεται. Κυκλοφόρησε και σε βιβλίο αυτή η μετάφραση αλλά δεν ξέρω αν εκεί μνημονευεται μεταφραστής. Επίσης, δεν βρίσκω πουθενά κανένα στοιχείο για συνεργασία του Χρ. Αγγελομάτη με τον Ριζοσπάστη ή με αριστερά έντυπα, οπότε αν δεν βρεθεί κάποιο άλλο στοιχείο η μαρτυρία του πατέρα μου πρέπει να θεωρηθεί αμφίβολη. Κλείνω την παρένθεση. 

Το διήγημα που θα διαβάσουμε σήμερα δημοσιεύτηκε αρχικά στη συλλογή ΝΕΟΙ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ, ΔΙΑΛΕΧΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, που εκδόθηκε από τον οίκο Μ. Σαλίβερου γύρω στο 1926 (διαθέσιμο στην Ανέμη, εδώ). (Παρά τον τίτλο του δεν είχε μόνο νεους σε ηλικία συγγραφείς, αφού έχει και διηγήματα του Βουτυρά, του Στέφ. Δάφνη ή του Ξενόπουλου). Δημοσιεύτηκε με αφιέρωση στον Δ. Κόκκινο, τον μετέπειτα ιστορικό και ακαδημαϊκό. Η ορθογραφία έχει εκσυγχρονιστεί.

Ήτον φονιάς;

[Του διαλεχτού τεχνίτη Δ. Κόκκινου].

Στην ταβέρνα του μπαρμπ’-Αυγουστή σχηματιζόταν η παρέα το βραδάκι. Πέντε παλιοί συντρόφοι, αδελφωμένοι στις μπόρες, που περάσαμε τα τελευταία χρόνια, μαζευόμαστε και κουτσοπίνοντας λέγαμε τα δικά μας. Ε! τι τα θέλετε, άνθρωποι που έζησαν χρόνια στον ίδιο λόχο, που βοηθήθηκαν στη μάχη και που ίσως ο ένας να χρώσταγε τη ζωή του στον άλλο, είχαν πολλά να πουν. Πολλά, μα πάρα πολλά, τη στιγμή μάλιστα που ο πόλεμος και στους πέντε είχε χαρίσει κάτι, μιαν αγάπη, ένα αισθηματάκι και, ο πόλεμος πάλι τους το πήρε!
― Καλησπέρα μπαρμπ’-Αυγουστή.
― Καλώς τα, τα παιδιά.
Ο καλός αυτός ανθρωπάκος, από τη Νιο, με τα εβδομήντα σπαρταριστά του χρόνια, με την αιώνια νέα καρδιά, μας δεχόταν με το χαμόγελο και με την καλή λέξη στο στόμα.

     Το τραπέζι στρωμένο όξω στην αυλή μας περίμενε. Κι άμα αργούσαμε καμιά φορά, ο μπαρμπ’-Αυγουστής με τα χέρια στους γοφούς και με τη χρωματιστή του ποδιά, έβγαινε στην πόρτα. Μας είχε μάθει και δε μπορούσε να του λείψουμε κανένα βράδυ. Κοντά μας ξυπνούσαν μέσα του τα νιάτα του ―όχι πως ήτον γέρος και τώρα· η καρδιά του ήτον καρδιά λυκόπουλου― κι όταν άκουε για πολέμους θυμόταν κι αυτός τα δικά του, τα μάτια του πετούσαν αστραπές κι άρχιζε αμέσως να μας λέει για τις όμορφες μέρες της κατάληψης της Θεσσαλίας κι ύστερα πάλιν όταν εθελοντής τραυματίστηκε βαριά στο Δομοκό.
Μα το βράδυ εκείνο ―πριν πεντ’ έξι μέρες― δεν ξέρω γιατί η παρέα όλη ήτον πολύ μελαγχολική. Μια βαριά δυσθυμία πίεζε όλων τα στήθη. Η λάμπα κρεμασμένη από ένα ξύλο έριχνε ένα αρρωστιάρικο φως και οι σκιές που σχηματίζονταν λες κι έχυναν στις ψυχές κάτι το πένθιμο. Εμείς, που χρόνια ζήσαμε μακριά από τα σπίτια μας, με το καθημερινό ανατρίχιασμα του χάρου, έχομε κάποιες προλήψεις και κάποιες προαισθήσεις που ποτέ δε μας γελούν. Όλοι καταλαβαίναμε πως κάτι θα γινόταν. Μα κανένας δεν είπε λέξη.
Το γιοματάρι του μπαρμπ’-Αυγουστή μας άνοιξε το στόμα και σιγά σιγά, κουβέντα την κουβέντα φθάσαμε στο συνηθισμένο μας θέμα. Στον πόλεμο. Οι άνθρωποι των πόλεων δεν πρέπει να μας παρεξηγούν. Πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια για να σβήσει από τις ψυχές μας ο ιδιαίτερος κόσμος, που μέσα μας δημιουργήθηκε.
Μιλούσαμε για τα δράματα του πολέμου. Και πόσα δεν είδαμε!
Ξάφνου, πριν προφθάσει ακόμα κανένας από την παρέα να βγάλει καμιά κρίση για μιαν ιστορία, ιστορία φρικιαστική που αφηγόταν κάποιος, μια ξένη φωνή ακούστηκε.
― Αυτό δεν είναι τίποτα, μπρος σ’ εκείνο που είδα εγώ.
Γυρίσαμε όλοι κατά το μέρος, που ακούστηκεν η φωνή. Δεν ήτον άγνωστος αυτός που είπε τα λόγια αυτά. Ήτον ένα παλικάρι καμιά τριανταριά χρονώ θλιμμένο πάντα, μ’ ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη. Βαθιές ρυτίδες σκαμμένες στο μέτωπό του έδειχναν πως κι αυτό είχε περάσει πολλές μπόρες, πολλά δράματα ζωής. Καθόταν πάντα απόμονος, όπως και σήμερα, χωμένος σε μια γωνιά κάτω από μια βαρέλα. Δεν ξέρω αν ζήταγε να είναι πάντα κοντά μας, εγώ όμως δεν έλειψε βράδυ που να μην τον ιδώ στην ίδια θέση. Μου φαίνεται, μάλιστα, πως πολλές φορές, ενώ σιωπηλά κατέβαζε το κατοστάρι του, είδα τα μάτια του ν’ αστράφτουν καθώς άκουε τις πολεμικές μας ιστορίες.
Στρέψαμε λοιπόν τα βλέμματα κατά τη γωνιά του. Το πρόσωπό του, καθώς χωρίς άλλη κουβέντα σηκώθηκε για να ‘ρθει κοντά μας, φωτίσθηκε από το ανήμπορο φως της λάμπας. Είχε μιαν αλλόκοτη έκφραση. Ήτον ξαναμμένο, μα και μαζί μιαν απέραντη θλίψη ήτον χυμένη στα χαρακτηριστικά του.
― Έτσι που λέτε, είπε πάλι, σιμώνοντας και παίρνοντας ένα κάθισμα για να καθίσει κοντά μας, αυτά δεν είναι τίποτα, μπροστά σ’ εκείνο που είδα εγώ. Κάθισε και χωρίς άλλο προοίμιο άρχισε την ιστορία του, με μια υπόκωφη σχεδόν βραχνή φωνή.
Ήτον η εικοστή εβδόμη Αυγούστου του 1922. Από τις 17 Αυγούστου ο στρατός μας, τι λέω ο στρατός, ο περισσότερος ένα μάζεμα ανθρώπων που τους έσπρωχνε μαζί το αίσθημα που σπρώχνει τα ζώα σαν σκορπίσει το κοπάδι να πηγαίνουν πέντε πέντε, τέσσαρα τέσσαρα μα σπάνια ένα ένα, κυλούσεν αδιάκοπα από τα υψίπεδα της Μικράς Ασίας κατά τη θάλασσα. Από κει τα καράβια θα τον έφερναν στα γαλανά ακρογιάλια της άλλης Ελλάδας, στα ήσυχα νησιά και στα ισκιωμένα χωριά του. Λες κι ήτον μια θάλασσα που ασυγκράτητα ξεσπούσε μανιασμένη. Από κάθε φαράγγι, από κάθε μονοπάτι, από κάθε δημοσιά, ένδεκα μέρες τώρα περνούσαν, περνούσαν στρατιώτες, περνούσαν κοπάδια ασύνταχτα κι ο κουρνιαχτός σηκωνόταν ψηλά ως τα μεσούρανα και η χλαλοή βούιζε ως πέρα, πέρα από τα άγρια βουνά, που κάθε λίγο και υψώνονταν μπροστά στους φυγάδες, σαν τοίχος ακλόνητος. Κάπου κάπου, κάποιο απόσπασμα συντεταγμένο περνούσε. Τα χείλη των στρατιωτών και των αξιωματικών του σουφρώνονταν σε μα πτυχή πικρή, αλλά στα χείλη των φυγάδων ένα χαμόγελο άνθιζε, γεμάτο αόριστη ειρωνεία καθώς τους αντίκριζαν.
Για μια στιγμή τα κοπάδια των φυγάδων, των ξυπόλητων και κουρελιασμένων από το αδιάκοπο φευγιό, στέκονταν για να πάρουν ανάσα ή για να δροσίσουν τα φρυμένα χείλη τους σε καμιά βρύση από κείνες που οι Τούρκοι συνήθιζαν να χτίζουν στους δρόμους ή σε κανένα πηγάδι κάτω από ένα ξεμοναχιασμένο πλατάνι. Κι εκεί έγερναν το κουρασμένο τους κεφάλι για να ξαποστάσουν μια στιγμή. Μα ξάφνου ορθώνονταν και πάλι, αυτιαζόνταν και παίρναν γρήγορα το δρόμο της φυγής σα ν’ άκουαν πίσω τους το ποδοβολητό του εχθρικού ιππικού. Ο αυγουστιάτικος ήλιος φλογερός εσκόρπιζε δέσμες αχτίδων και έδινε μιαν όψην άλλη στο τραγικόν αυτό θέαμα.
Κι έτσι κυλούσαν ανάκατα στους λόγγους και στις δημοσιές οι φυγάδες και οι φτωχοί χωριάτες που δεν κρατούσαν άλλο, γυναίκες και άντρες, παρά κανένα βυζασταρούδι ή κανένα δέμα ρούχα. Μα κι αυτά ―ρούχα και παιδιά― τα πετούσαν πολλές φορές, τρελοί από το φόβο κι από τον κίνδυνο που ολοένα εσίμωνε. Κάπου κάπου ένα «δε μπορώ πια» ακουόταν και κανένας από τους φυγάδες σωριαζόνταν χάμου. Πάει κι αυτός. Οι άλλοι αν ήτον στενό το μονοπάτι τον δρασκέλιζαν κι αν ήτον στη δημοσιά περνούσαν πλάγια, δάγκωναν τα χείλη κι ανάδευε περισσότερο μέσα τους ο φόβος τα δάχτυλά του. Καθώς προχωρούσαν, τίναζαν ξάφνου το κεφάλι και κοίταζαν πίσω, τα μάτια τους έπαιρναν μιαν έκφραση αγωνίας και τ’ αδυνατισμένα πρόσωπά τους επλημμυρούσεν η φρίκη. Κάπου κάπου μια ντουφεκιά ακουόταν. Τότε ο τρόμος γινόταν πιο ζωηρός και τα ματωμένα πόδια τους παίρναν καινούριες δυνάμεις για τη φυγή. Σαν κάποιος να ‘ρχονταν πίσω κι αδιάκοπα κι αλύπητα να τους μαστίγωνε. Μάταια τα συντεταγμένα τμήματα προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τη φυγή
Έτσι έντεκα μέρες κυλούσαμε, σπέρνοντας πτώματα το δρόμο της φυγής. Κι οι νύχτες, ατελείωτες νύχτες, τι φρίκη και τι αγωνία έκρυβαν κι αυτές. Σε κανένα λαγκάδι ή σε καμιά ρεματιά ξαπλωνόμασταν το βράδυ κι όσοι διατηρούσαμε ακόμα κάποια δύναμη, όσοι διατηρούσαμε ακόμα τα όπλα αναλαμβάναμε τη φρούρηση των άλλων. Μα ποιος μπορεί ποτέ να ξεδιαλύνει τα μυστήρια του πανικού; Εκεί μέσα στη σιγαλιά του σκοταδιού πετιόνταν όλοι, σηκώνονταν και χωρίς άλλο τίποτε να πουν ή να περιμένουν και το κύμα της φυγής άρχιζε πάλι να πλημμυρά τα μονοπάτια και τις δημοσιές. Κι όλο νόμιζαν ότι πίσω από τα δέντρα, πίσω από τους βράχους, έστηνε το καρτέρι του ο εχθρός.
― Είμαστε κι εμείς σ’ αυτή τη φυγή, είπε κάποιος από την παρέα. Μα δε νικηθήκαμε. Μέσα στον πανικό δεν ήμασταν λίγοι που διατηρούσαμε ακλόνητη την πεποίθηση πως δεν νικηθήκαμε. Στ’ αλήθεια είναι αξεδιάλυτα τα μυστήρια του πανικού, είπεν ύστερα μονολογώντας.
― Τέλος την εικοστή έκτη Αυγούστου ένα δειλινό εφθάσαμε σ’ ένα χωριό, δυτικά της Σμύρνης, τον Γκιοζ-τεπέ, τραβώντας για τον Τσεσμέ που μας περίμεναν τα καράβια μας. Όλη τη νύχτα ένα βουητό μονότονο, που ανάδιναν οι ρόδες από τα βαριά κάρα που ‘σερναν πελώριοι ταύροι πλημμυρούσε την ατμόσφαιρα. Ο στριγκός ήχος απλωνόταν έτσι διαπεραστικός που λες κι ετρυπούσεν αυτήν τη ψυχή. Στους δρόμους του ελληνικού αυτού χωριού οι κάτοικοι έδιναν νερό στους στρατιώτες, κανένα κομμάτι ψωμί, κανένα ρούχο στους γυμνούς, με τα μάτια βουρκωμένα. Κάποια γαλήνη είχε χυθεί στα πρόσωπα και στις ψυχές. Το αντίκρισμα της θάλασσας, ο ουρανός αυτός που δεν τον τρυπούσαν οι μιναρέδες οι συντροφευμένοι από κυπαρίσσια, έδωσαν τη γλυκιάν ελπίδα της σωτηρίας.
Κι ολοένα ο στριγκός ήχος από τις ρόδες των βοϊδαμαξών κυλούσε παντού, ανατριχιαστικός…. Περνούσαν, περνούσαν όλη νύχτα, τα χθεσινά ατρόμητα φουσάτα.
Χαρά θεού η μέρα που ξημέρωσε. Το γαλάζιο και το πράσινο, τι πικρή αντίθεση με τη μαυρίλα των ψυχών!
Να και μια ορειβατική πυροβολαρχία! Μα πού είναι τα κλείστρα των κανονιών; Ιππείς και άλογα δεν τους λείπει τίποτε. Λες πηγαίνουν σε παράτα. Μόνο τα κλείστρα των κανονιών που δεν υπάρχουν… Και οι καβαλάρηδες τι στυγνή μορφή που έχουν!
Είμαστε δέκα άντρες μαζί. Δυο χρόνια τώρα στο μέτωπο στιγμή δεν χωρίσαμε, μόνο σαν ήτον να νοσηλευθεί κανείς στο νοσοκομείο. Κι ως αυτή την ώρα της δοκιμασίας είμαστε μαζί. Δεν ξέρω γιατί τις ώρες εκείνες θυμόμουν μερικές άλλες στιγμές, κι εκείνες οδυνηρές, όταν βαριά τραυματισμένος έπεφτα στο δρόμο καθώς γυρίζαμε απ’ το Σαγγάριο στο Εσκί-Σεχίρ. Έτσι και τότε ενωμένοι, οι άλλοι εννιά με πήραν στα χέρια και μ’ έφεραν στο ορεινό χειρουργείο. Μα τώρα εκτός από το άγνωστο και τον πόνο για την κατάντια ενός στρατού που τόσο δοξάστηκε, χρόνια ολόκληρα τέσσερα, στην παλιάν αυτή ελληνική γη και για τα κορμιά που σωριαζόνταν δεξιά και αριστερά, είχαμε και την έννοια ενός των συντρόφων μας, που η μητέρα, η αδελφή και ο πατέρας του, είχαν φθάσει πριν λίγες μέρες στη Σμύρνη για να τον ιδούν και που ασφαλώς τώρα φυγάδες κάπου θα σερνόντουσαν.
Και προχωρούσαμε μέσα στη φουρτουνιασμένη αυτή θάλασσα, παρασυρμένοι, ανίσχυροι, προχωρούσαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε να φθάσουμε στο τέλος του σκληρού αυτού μαρτυρίου. Δεξιά μας η ακύματη θάλασσα κι απάνου μας ο μπλάβος ουρανός μας υπόσχονταν το λυτρωμό. Σ’ όλο το μάκρος του απέραντου άσπρου δρόμου ένα βουητό ακουόταν μόνο και μια μαύρη κορδέλα ζωγραφίζονταν, όσο κι αν έφθανε το μάτι. Πόσες ώρες περπατούσαμε την ημέρα αυτή! Πότε τέλος θα φθάναμε στο λαιμό της Ερυθραίας όπου οι συντεταγμένες δυνάμεις ασφάλιζαν την υποχώρηση;
Νυχτώνει αργά… Για περισσότερη ασφάλεια αφήνουμε το δρόμο και παίρνουμε ένα μονοπάτι. Η νύχτα με τα σκοτάδια φέρνει πάλι το δέος στις ψυχές των φυγάδων. Από παντού φαντάζονται ότι θα ξεπροβάλει ο εχθρός. Μακριά ακουόνταν μερικοί πυροβολισμοί και κάτι περίεργοι κρότοι, δεν ξέρει κανείς από πού βγαλμένοι, συνόδευαν τον δρόμο μας. Περίεργες σκιές αναδεύονταν και σαν κυλά κανένα λιθάρι όλοι αναταράζονται. Δεν πρέπει ν’ απέχουμε πολύ από το λαιμό της Ερυθραίας, γι’ αυτό αποφασίζουμε για να μη περιπλανηθούμε να κονέψουμε σ’ ένα ψήλωμα, εμείς οι δέκα τουλάχιστο. Όσο περνά η ώρα σβήνει κάθε θόρυβος, λιποθυμά κάθε κρότος και μια γαλήνη απλώνεται παντού. Αργά βγαίνει το φεγγάρι και σκορπάει το αχνό του φως ολόγυρα. Ξαπλωνόμαστε χάμου και αφήνομε να περνά η ώρα, με το νου παραδομένο σε σκέψεις, αμίλητοι και το δάχτυλο στη σκανδάλη. Θα πέρασαν ως δυο ώρες χωρίς να βγάλουμε άχνα. Μακριά από τη δημοσιά εξακολουθεί να φθάνει ο αχός της φυγής. Κάποιος στρατιώτης δικός μας πέφτει επάνω μας. Μας λέει ότι ο εχθρός φάνηκε πίσω μας. Δεν τον πιστεύουμε και μένουμε εκεί, ενώ αυτός εξακολουθεί το δρόμο του. Δε μπορούμε να ξέρουμε τι ώρα είναι, μ’ από τ’ αστέρια και το φεγγάρι υπολογίζουμε πως θα ‘ναι δυο το πρωί. Περνά καμιά ώρα ακόμα και το φεγγάρι αργά τραβιέται. Ο βράχος που μας χρησιμεύει για πρόχωμα μοιάζει μ’ ένα πελώριο τέρας. Νόμιζα ότι άκουα και τους χτύπους της καρδιάς μου ακόμα. Ξάφνου μέσα στη σιγή ακούονται κάποιες φωνές κι ο σάλαγος ανθρώπων που ανεβαίνουν στο ψήλωμά μας. Ώστε είχε δίκιο ο στρατιώτης, ο εχθρός είναι πίσω μας. Όσοι περάσανε στιγμές παρόμοιες με τις δικές μας ξέρουν τι ρόλο παίζει η παραίσθηση. Μάρτυς μου ο Θεός πως τη στιγμήν εκείνη πιστεύαμε ότι ο εχθρός είχε κυκλώσει το ψήλωμά μας. Στη ρίζα κάτου του βράχου ακούμε καθαρά τα βήματα. Ανεβαίνουνε. Στο άσπρο φως του φεγγαριού μου φαίνοταν ότι έβλεπα τις κόρες των ματιών των συντρόφων μου να έχουν γίνει τεράστιες. Κι ολοένα πλησιάζουν οι εχθροί.
― Παρά να πεθάνουμε ατιμασμένοι, αιχμάλωτοι του καταχτητή, καλύτερα να σκοτωθούμε αντρίκια λέει εκείνος που είχε τους γονείς του στη Σμύρνη.
Όλοι καταλάβαμε.
Τώρα άρχισαν να διαγράφονται και οι σκιές των εχθρών. Ανεβαίνουν αργά σαν κουρασμένοι κι αυτοί
― Μπρος παιδιά! λέει κάποιος.
Και τα δέκα όπλα αδειάζονται πάνω στον εχθρό.
Ο ξηρός κρότος των όπλων σχίζει την σιγή σαν σκουξιά κοράκων. Κάποια μουγκρητά ακούονται, κατρακύλισμα λιθαριών και λάκισμα ανθρώπων δειλών. Περίεργο όμως, ούτε μια σφαίρα δεν μας έστειλεν ο εχθρός· θα νόμιζε πως βαστιόταν καλά το ψήλωμα.
Με το δάχτυλο στη σκανδάλη, τ’ αυτιά στημένα περιμένουμε. Πού να κινήσουμε να φύγουμε αν είμαστε κυκλωμένοι;

***

… Και ξημέρωσεν αυτή η καταραμένη εικοστή εβδόμη Αυγούστου. Αργά τραβιόταν οι πέπλοι της νύχτας και ανήμπορο το φως στην αρχή απλωνόταν στις ράχες. Πέρα ασπρογάλιαζεν η θάλασσα. Τη σιωπή έσπασαν χιλιάδες πουλιών και το ελληνικό ξημέρωμα χύθηκε παντού. Και τότε τα μάτια μας αντίκρισαν τα καράβια μας αραγμένα εκεί στ’ ανοιχτά. Ο λυτρωμός.
Μα τι έγινε με τους εχθρούς τη νύχτα; Αρχίζουμε να κατεβαίνουμε την πλαγιά. Αμέσως βλέπουμε κάμποσα κορμιά σωριασμένα, άλλα μπρούμυτα, άλλα ανάσκελα. Μα τι περίεργος εχθρός είναι αυτός; Καπέλα βρίσκονται κοντά στα κορμιά. Ώστε δεν είναι εχθροί; Ήταν δικοί μας; Πλησιάζουμε. Πώς σπαρταρά η ψυχή! Τα πτώματα είναι καμιά δεκαριά. Πλημμυρισμένα από αίμα όλα γύρω, που καθώς ξεράθηκε έγινε κοκκινόμαυρο. Ώστε δεν ήμασταν μόνο φυγάδες, ήμασταν και φονιάδες.
Ξάφνου φωνάζει εκείνος από τους συντρόφους μας που ‘χε τους γονείς του στη Σμύρνη:
― Η μάνα μου! ο πατέρας μου! η αδελφή μου!
Είδατε ποτέ σας δέντρο να το πελεκούν και να πέφτει αργά; Έτσι ήτον και ο σύντροφός μας. Το κίτρινο από τη κακουχία πρόσωπο του έγινεν άσπρο, το κορμί ελύγισε, με το χέρι εζήτησε κάποιο αποκούμπι και σωριάστηκε χάμου. Εμέναμε βουβοί· κανείς δεν εζήτησε να τον συγκρατήσει. Ήταν στ’ αλήθεια η μάνα του, ο πατέρας του και η αδελφή του. Η μάνα του κείτοταν με μια σφαίρα στα στήθια και τη φωτογραφία του στα χέρια, ο πατέρας του με μια σφαίρα στο κεφάλι και μ’ ένα εικόνισμα στο χέρι και η αδελφούλα του κρατούσε σφιχτά ένα μενταγιόν, που η φωτογραφία που είχε μέσα ήτον όπως μάθαμε αργότερα του αρραβωνιαστικού της. Στα ξανθά της μαλλιά είχε πήξει το αίμα που έτρεξε από το τραύμα που είχε στο μέτωπο. Μείναμε πολλή ώρα βουβοί, ως που μας ξύπνησε κάποιο μούγγρισμα που ανάδινε για ύστατη πνοή ένα παλικάρι, παρακάτου σωριασμένο
Σηκώσαμε στα χέρια τον σύντροφό μας κι εφύγαμε. Τραβούσαμε για τα καράβια του λυτρωμού, ασυναίσθητα. Κάπου μακριά το κανόνι ούρλιαζε, το βουητό της φυγής ακουόταν πάλι, μα τώρα πνιγόταν στο φοβερό σάλαγο του κεφαλιού μου.
Η αφήγηση αυτή μας επάγωσε. Στην ταβέρνα του μπαρμπ’-Αυγουστή δεν έμεινε πια πελάτης κι έτσι μόνο η βραχνή και υπόκωφη φωνή του θλιμμένου παλικαριού ακουόταν.
― Η ιστορία που σας είπα, να μην νομίσετε πως έχει και την παραμικρή φαντασία, συνέχισε το παλικάρι. Αν καμιά μέρα βρεθείτε κατά το τρελοκομείο και ακούσετε κάποιον τρελό να φωνάζει: εγώ τους εσκότωσα! Εγώ τους εσκότωσα! να ξέρετε πως είναι ο σύντροφός μας. Όταν φθάσαμε στην Αθήνα εσκορπίσαμε εμείς οι αχώριστοι. Σαν να μας διώχνει τον ένα από τον άλλον η ανάμνηση του δράματος. Μα πείτε μου σεις: Είμαι τάχα φονιάς, γιατί μια νύχτα σ’ ένα ψήλωμα στην Μικρά Ασία σκοτώσαμε, τη μάνα, τον πατέρα και την αδελφή του τρελού σήμερα συντρόφου μας, παίρνοντάς τους για εχθρούς;
Όλοι σκύψαμε τα κεφάλια και δεν απαντήσαμε, μέσα στην ταβέρνα του μπαρμπ’-Αυγουστή.
Αλήθεια ήτον φονιάς;

Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πόσα λεπτά χρειάζεται για να βράσετε σωστά ένα αυγό

  Πόσα λεπτά χρειάζεται για να βράσετε σωστά ένα αυγό Το βράσιμο ενός  αυγού  μπορεί να φαίνεται απλό, αλλά στην πραγματικότητα είναι μια δι...