Ἱωάννα Γαλανάκη: ὅ,τι κι ἄν ἔπαθες
Ἰωάννα Γαλανάκη
ὅ,τι κι ἂν ἔπαθες
ΤΑΣΑΜΕ ΣΤΟ ΜΠΑΛΟΥΚΛΙ βαρὺ ἕνα αὐγουστιάτικο ἀπομεσήμερο. Προσκυνήσαμε, ἤπιαμε ἁγίασμα ἀπὸ τὴν πηγή. Κάθισα ἔπειτα παράμερα σὲ μιὰ δροσιὰ κι ἐκείνη ἄρχισε νὰ τραβᾶ φωτογραφίες. Φωτογράφισε τὴν δεξαμενὴ μὲ τὰ μισοτηγανισμένα ψάρια, τὸ τέμπλο τοῦ ναοῦ, τὴν ἐσωτερικὴ αὐλὴ μὲ τοὺς τάφους τῶν Πατριαρχῶν κι ἄλλων ἐπιφανῶν, τὸν μεγάλο πλάτανο, τὰ παγκάκια μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Zeytinburnu», τὶς στρωμένες στὴν μπροστινὴ αὐλὴ ταφόπλακες μὲ λαξευμένα πάνω τους ἕνα-ἕνα ὅλα τὰ σύνεργα τοῦ ἐπαγγέλματος τῶν νεκρῶν ποὺ κάποτε προστάτευαν, τὸ φτερωτὸ ἄγαλμα ποὺ στόλιζε τὸν τάφο ἑνὸς νεαροῦ κοριτσιοῦ ποὺ εἶχε ἄδικα χαθεῖ, τὰ δυὸ παπαγαλάκια στὰ κρεμασμένα κλουβιὰ στὸν τοῖχο δίπλα ἀπ’ τὴν κουζίνα τοῦ μοναστηριοῦ.
Πάνω ποὺ νόμισα πὼς ἡ μανία της ἐκείνη ποὺ ὧρες-ὧρες μὲ περίζωνε ἀκόμη πιὸ πολὺ κι ἀπὸ τὴν πνιγερὴ ὑγρασία τῆς πολίτικης ζέστης εἶχε ἐπιτέλους χορτάσει, τὴν εἶδα νὰ γυρνάει πρὸς τὰ πίσω. Λὲς καὶ θυμήθηκε ἀπότομα πὼς κάπου εἶχε ξεχάσει κάτι ἐξαιρετικὰ πολύτιμο. Ἴσως τὸ κινητό της. Στὴν πίσω αὐλὴ ἕνα σχοινὶ περασμένο σὲ μεταλλικὸ κρίκο ἔφραζε ἐμποδίζοντας τὴν διέλευση τῶν ἐπισκεπτῶν πρὸς μιὰ μαρμάρινη σκάλα. Ἀπὸ μακριὰ τὴν εἶδα νὰ ἀφαιρεῖ τὴν θηλιὰ τοῦ σχοινιοῦ ἀπὸ τὸν κρίκο. Ὁ φύλακας τῆς φώναξε αὐστηρὰ «ἀπαγορεύεται ἀπὸ κεῖ καὶ πάνω». «Και γιατί;» ἀντέτεινε ἐκείνη ἐκνευρισμένη. «Ἀπαγορεύεται! Ἀπὸ κεῖ εἶν’ τὰ κελιά!»
Διάβασα τὸ θυμὸ ἀνάμεσα στὰ φρύδια της ποὺ ἔσμιξαν ἀστραπιαῖα τὶς ρηχὲς ρυτίδες τους, γύρω ἀπ’ τὸ στόμα της ποὺ βίαια συγκράτησε τὰ λόγια ποὺ τόσο ἤθελε νὰ τοῦ ἐκτοξεύσει. Προσποιήθηκε τὴν ἀδιάφορη. Κι ὅταν λίγο ἀργότερα ὁ φύλακας ἀπορροφήθηκε σὲ μιὰ κουβέντα του μὲ τὸν παπὰ ἐκείνη ἐκδικητικὰ τοῦ ξεγλίστρησε. Κι ἀνέβηκε τὴν ἀπαγορευμένη σκάλα.
Εἶχε ξεκρεμάσει τὸ λουρὶ τῆς Nikon ἀπὸ τὸ λαιμό της καὶ εἶχε σκύψει πάνω σὲ κάτι γλάστρες μὲ τριαντάφυλλα νὰ τὰ φωτογραφίσει ἀπὸ κοντά. Τὸ λουρὶ πιάστηκε στὰ ἀγκάθια μιᾶς τριανταφυλλιᾶς, καὶ μόλις πῆγε νὰ ἀνασηκωθεῖ ἡ μηχανὴ τραβήχτηκε ἀπότομα ἀπ’ τὰ χέρια της καὶ ἔπεσε στὶς πλάκες κάτω ἀπὸ τὴν σκάλα. Χωρίστηκε στὰ δυό, τὸ ἕνα κομμάτι ἔκανε γκὲλ καὶ προσγειώθηκε μὲς στὸν κουβὰ μὲ τὸ νερὸ ποὺ εἶχαν ἀφήσει γιὰ τὸ πότισμα. Τὸ μπλοὺμ ἀπὸ τὸ βάπτισμα τῆς μηχανῆς ἀκούστηκε δυνατά, τρέξαμε ὅλοι καὶ ἀκολούθησε καβγὰς τρικούβερτος.
Τὸ βράδυ μοῦ ’πε παντελῶς ἀπελπισμένη: «καὶ νὰ φανταστεῖς τό ’ξερα, τὸ ’ξερα πὼς δὲν θά ’χε τίποτα νὰ δεῖς ἐκεῖ ἐπάνω… Ὅμως ἐκεῖνο τὸ σκοινὶ ποὺ ἔφραζε τὴ σκάλα τὸ ἔνοιωσα σὰ νὰ τυλίγεται τριγύρω ἀπ’ τὸ λαιμό μου κι ἔπρεπε νὰ ἐλευθερωθῶ πάσῃ θυσίᾳ.» Ὕστερα ἄρχισε νὰ κλαίει γιὰ ὅλες τὶς χαμένες πιὰ φωτογραφίες τοῦ ταξιδιοῦ, γιὰ τὴν κατεστραμμένη μηχανή, γιὰ τὶς προσβολὲς ποὺ ἀναγκάστηκε νὰ ὑποστεῖ σιωπηλά, γιὰ ὅσα θλιβερὰ τῆς εἶχαν συμβεῖ ὣς τώρα στὴ ζωή της ποὺ ὅπου κι ἂν ταξίδευε τὴν ἀκολουθοῦσαν. Καὶ δὲν τῆς ἄφηναν χαρά.
Γιὰ νὰ τὴν παρηγορήσω σκέφτηκα νὰ τῆς πῶ μιὰ ἱστορία ποὺ εἶχα ἠχογραφήσει ἀπὸ ἕνα γηραιὸ Πολίτη στὸ προηγούμενο ταξίδι μου στὴν Ἴστανμπουλ:
«Πολύ παλιά, στὸν τόπο ποὺ τώρα λένε Μπαλουκλὶ βρέθηκε λένε κάποιος ποὺ εἶχε χάσει τὴν ὅρασή του. Ξέπλυνε τὰ μάτια του στὸ νερὸ τῆς πηγῆς καὶ λίγο μετὰ γιατρεύτηκε. Αὐτὸ τὸ ἄκουσε ὁ βασιλιὰς Ἰουστινιανὸς καὶ πίστεψε πὼς ἦταν θαῦμα ἐνῶ οἱ περισσότεροι ἂν καὶ μιλοῦσαν μὲ εὐλάβεια θεωροῦσαν αὐτὴν τὴν ἱστορία ἕναν ἀκόμη παλιὸ θρύλο. Ἔτσι ἐπειδὴ πίστεψε στὴν ἁγιότητα τοῦ τόπου ὁ βασιλιὰς ὅ,τι ὑλικὰ περίσσεψαν ἀπὸ τὸ χτίσιμο τῆς Ἁγιὰ Σοφιᾶς διέταξε νὰ τὰ μεταφέρουν ὅλα ἐκεῖ, ἔξω ἀπὸ τὰ στερεὰ τείχη τῆς Πόλης, στὸ κατάφυτο ἐκεῖνο μέρος μὲ τὶς πηγές, τὰ ψηλὰ κυπαρίσσια, τὰ συμμετρικὰ πλατάνια, τὰ ἄνθη καὶ τὸν καλὸ ἀέρα ποὺ ἔκανε τοὺς ἀνθρώπους τόσο πολὺ νὰ ξεχνοῦν τὶς φροντίδες τους ὥσπου στὸ τέλος θεραπεύονταν ἀπ’ τὸ κάθε τί ποὺ τοὺς βασάνιζε. Κάποτε ἀκόμη κι ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες. Ἐκεῖ ὁ Ἰουστινιανὸς ἔφτιαξε ἐκκλησία καὶ καθώς μοῦ ’λεγε ὁ ἡλικιωμένος ἐκεῖνος Πολίτης μπορεῖ νὰ ἦταν βέβαια ὁ βασιλιὰς περήφανος γιὰ τὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ μὰ ἀγαποῦσε περισσότερο αὐτὸν τὸν μικρὸ ναὸ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Ἐκεῖ λέει ἔνοιωθε ἐλευθερωμένος ἀπ’ τὶς ἔγνοιες του, ἐκεῖ ἔνοιωθε σὰν νὰ ἦταν πάλι παιδὶ καὶ ὄχι ὁ βασιλιάς. Τὰ βασίλεια ἄλλωστε στὰ παιδιὰ ἀνήκουν, κατέληξε ὁ ἡλικιωμένος ἐκεῖνος Πολίτης. Κι ἦταν ἀκλόνητος στὴν πεποίθησή του πὼς ἔξω ἀπ’ αὐτὴν τὴν Πόλη δὲν ὑπάρχουν καὶ πολλὲς ἀλήθειες γι’ αὐτὸ κι ἀξίζει νὰ θυμόμαστε τὸ κάθε της κομμάτι.»
Κι ἀφοῦ τῆς τέλειωσα τὴν ἱστορία τῆς εἶπα: Νὰ ξέρεις καλύτερα ποὺ δὲν ἄφησες ἐκεῖνο τὸ σχοινὶ νὰ σὲ σταματήσει. Ἄξιζε ὅ,τι κι ἂν ἔπαθες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου