«Τα χαΐρια μας εδώ» (Αφηγείται η Αγγέλα Παπάζογλου )
Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου " Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία
Τις τρεις προηγούμενες Κυριακές παρουσιάσαμε κείμενα σχετικά με τη Μικρασιατική Καταστροφή: αποσπάσματα από δυο κορυφαία μυθιστορήματα, τα Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου και το Στου Χατζηφράγκου του Κοσμά Πολίτη, κι έπειτα αναμνήσεις του Κώστα Βάρναλη για τις ειδήσεις από τη Μικρασία.
Το σημερινό κείμενο μιλάει όχι για την καταστροφή αλλά για τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς στους συνοικισμούς της Αθήνας, όπως τα αφηγείται η Σμυρνιά τραγουδίστρια Αγγέλα Παπάζογλου (1899-1983), στο μνημειώδες έργο της «Τα χαΐρια μας εδώ», που το κατέγραψε ο γιος της ο Γιώργης Παπάζογλου.
Η Αγγέλα Παπάζογλου ήταν η σύζυγος του πολύ αξιόλογου συνθέτη Βαγγέλη Παπάζογλου (1896-1943). Γεννημένη σε οικογένεια μουσικών της Σμύρνης, ήταν γνωστή τραγουδίστρια στη Σμύρνη πριν από την Καταστροφή. Μετά τον γάμο της (το 1927) σταμάτησε να τραγουδάει και λίγο αργότερα τυφλώθηκε από ασθένεια που είχε, οπότε στη δισκογραφία υπάρχει μόνο ένα τραγούδι με τη φωνή της και έξι αμανέδες.
Η αφήγηση της Αγγέλας Παπάζογλου στο βιβλίο «Τα χαΐρια μας εδώ» έχει διασκευαστεί σε θεατρικό έργο/μονόλογο της Άννας Βαγενά με μεγάλη επιτυχία, ενώ τώρα βλέπω ότι ο ακάματος Γιώργης Παπάζογλου, που διανύει πια τη δέκατη δεκαετία της ζωής του, εξέδωσε φέτος νέα επαυξημένη έκδοση, από την οποία είναι και η εικόνα του εξωφύλλου -ωστόσο, εγώ πήρα το κείμενο που θα διαβάσετε από την πρώτη έκδοση.
Χαΐρι είναι η προκοπή, αλλά συνήθως η λέξη χρησιμοποιείται αρνητικά ή με μια δόση ειρωνείας -και στο βιβλίο η κυρα Αγγέλα συχνά συγκρίνει τη ζωή στην πολιτισμένη Σμύρνη με την κατάσταση που βίωσε στην προσφυγική Καλλιθέα. Διάλεξα δυο αποσπάσματα, ένα που περιγράφει τον πρώτο καιρό της προσφυγιάς (σελ. 70-75 της έκδοσης που έχω) και την υποδοχή από τους ντόπιους, κι ένα όπου αφηγείται πώς ξανάρχισε να τραγουδάει (σελ. 102-106).
Στο τέλος του πρώτου αποσπάσματος, γίνεται λόγος για ένα επεισόδιο στο μπακάλικο της γειτονιάς, όπου η μπακάλισσα απαιτούσε από τη μητέρα της Αγγέλας να ζητήσει τη σκούπα «στα τούρκικα», όπως τη λένε οι «πρόσφυγγες», δηλαδή «φροκαλιά», και όχι «σκούπα». Η ειρωνεία είναι ότι η φροκαλιά είναι λέξη ελληνικής ετυμολογίας ενώ η σκούπα ιταλικής. Στο ίδιο σημείο, παραπονιέται για τη μειωτική παραφθορά «πρόσφυγγες» που παραπέμπει σε «σφίγγες» (όπως γράφει στο βιβλίο). Το άλλαξα σε «σφήγκες». Τέλος, σε άλλο σημείο μιλάει για μια προσφυγίνα που είχε μανάβικο, χρησιμοποιώντας τον τύπο «η πρόσφυγια» που ξέρω πως ακουγόταν τότε.
Δεν υπάρχει μάλλον ανάγκη για περισσότερο γλωσσικό σχολιασμό, πέρα από τις σμυρνέικες ιδιοτυπίες στη γραμματική. Να πω όμως ότι εκεί που λέει ότι «ήταν όλοι Μαρωνίτες» δεν εννοεί τη θρησκευτική κοινότητα της Κύπρου αλλά απλώς ότι ήταν σόι του πατέρα της, ο οποίος λεγόταν Δημήτρης Μαρωνίτης. Έχω κάνει ελάχιστο ορθογραφικό εκσυγχρονισμό.
Εγώ με τη μαμά μου δεν τους ντρεπούμαστε ούτε μια καρφίτσα. Μια κουβέρτα είπανε πως θα μας δώκουνε, κι ηπήγαμε στα παλαιά ανάκτορα κι ηγραφτήκαμε, και κάθε μέρα ηπήγαινε η μαμά μου επί έξι μήνες… κάθε μέρα ν’ ακούσει το όνομά μας… Τίποτα… Στο τέλος κοντέψαμε να χάσωμε και το βιβλιάριο.
Αμέσως όμως άρχισα κι ηδούλευα εγώ, κι ησιάξαμε μια παράγκα στην Τροχιοδρόμων που πήγαινες ίσια για τη Βαγγελίστρα, οδός Βενιζέλου, και κάτσαμε. Ύστερα ηπήραμε ένα οικόπεδο με τα λεπτά που ηδούλευα -με δόσεις- απ’ τα οικόπεδα του Χριστοδούλου, κι ηδουλεύαμε όλη τη βδομάδα και κάθε Κυριακή ηβγάζαμε τα κουρελάκια μας έξω και χτίζαμε μισό-μισό ντουβάρι, και πάλι τα κουρελάκια μας μέσα.
Κοιμούμαστε μέσα στις λάσπες, αλλά δεν παραπονιούμαστε, γιατί είχαμε γλυτώσει τη σφαγή. Μας έφτανε που ’μασταν ζωντανές… Άλλοι δεν ήρθανε καθόλου κι άλλοι είχανε μείνει πίσω. Τι να κάναμε… Αυτή την τυραννία ητραβήξαμε κι ηπηγαίναμε απ’ το Φάληρο άμα νύχτωνε και κλέβαμε άμμο με σακούλια -αλευροσάκουλα γιατί απαγορευόντανε να πάρεις άμμο. Γινήκαμε εδώ πέρα κι εμείς κλέφτες, όπως όλοι… Είναι κολλητικό φαίνεται…
Αμ την αποζημίωση; Εκεί να δεις απάτη… Σου λέω… δεν ντρεπόμαστε το κράτος ούτε μία καρφίτσα… Αποζημίωση μας δώκανε αυτά τα λίγα πού μας δώκανε, και τα πήραμε ένα χιλιάρικο την ομολογία, και ήτανε απ’ έξω οι αγοραστές, οι ίδιοι δηλαδή -μαύρος Γιάννης κερνά, μαύρος Γιάννης πίνει- και μας τσι παίρνανε ένα πεντακοσάρικο τη μια. Από έξω μέχρι μέσα χάναμε τα μισά… Κι ο κόσμος είχε ανάγκη και τσι χάλαγε αμέσως. Τι να κάνει…
Είδαμε και πάθαμε να το τελειώσομε το σπιτάκι, ύστερα που κάτσαμε. Δεν ήτανε μόνο οι δυσκολίες, αλλά μας τσαντίζανε άσχημα οι ντόπιοι, πού περνούσαμε δίπλα τως φορτωμένες. Καθούντουστε απ’ έξω στο δρόμο στολισμένοι και καμαρώνανε, και δουλειά τίποτα…
Τα πιο πολλά σπίτια ήτανε ασουβάντιστα… καταστρεμμένα… ρημαγμένα… Σπασμένα τζάμια… είχανε τεντωμένα πανιά με πινέζες… Είχανε τα πιο πολλά σπίτια απ’ όξω μεγάλες πέτρες για καρέκλες. Τεμπελχανάδες ήτανε. Κι εσύ που ηδούλευες τους έμπαινες καρφί στο μάτι. Δεν μας χωνεύανε, γιατί ξέρανε πως είμαστε όλοι βενιζελικοί. Και να μην ήσουνα σ’ επαιρνε το ποτάμι.
Προτού να μας φέρουνε ακόμα, τα ’χανε κανονίσει ποιοι θα πάνε να κάτσουνε στην Κοκκινιά, ποιοι θα πάνε στη Νέα Σμύρνη και ποιοι θα πάνε στη Δραπετσώνα. Δεν ημποροΰσες να ζήσεις αλλού από εκεί που σε προορίζανε. Σε τυραννούσανε… Όλοι πέφτανε απάνω σου… τα λεφτά σου δεν ηπερνούσανε. Υποφέρναμε πολύ… δεν τους πιάναμε κακία… Φτωχοί άνθρωποι ήτανε. Στο ίδιο καζάνι βράζαμε, αλλά δεν το καταλαβαίνανε. Τους είχανε κάνει τόση προπαγάνδα, τους είχανε μπουγαδιάσει τόσο πολύ το νου, σα να τους είχανε μαστουρώσει, και μας βλέπανε σαν τους οχτρούς. Μας υποστήριζε, βλέπεις εμάς ο Πλαστήρας, κι αυτοί δεν τον ηχωνεύανε. Θέλανε να μας αφήσει στην Τουρκιά να μας σφάξει…
Και δεν ηφτάνανε τα τόσα βάσανά μας… Ανήμερα του Ευαγγελισμού το εικοσιτρίω, ηγύρισε το ημερολόγιο το παλιό με το νέο. Και τι φταίγαμε οι πρόσφυγες γι’ αυτό; Τίποτα… μας βλαστημάγανε… Βλαστημάγανε και τον Πλαστήρα, αιτία ηγυρεύανε… μας φράγκεψε ο μαύρος καβαλάρης -λέγανε- που να μαυρίσουνε τα κρεάτά του… και δώσ’ του πάλι μίσος και κακία… Τώρα μας κυνηγούσανε κι οι παπάδες… Άστα… Ό,τι και να γινούντανε στον κόσμο, εμείς οι αθώοι την πληρώναμε… οι πρόσφυγες ηβρίσκαμε το μπελά μας…
Κάναμε την παράγκα μόνοι μας. Ήτανε ένας ο καημένος μπαρμπα-Αντώνης -ήτανε απ’ την Καισάρεια- κι εκείνος μας την έκανε. Τόνε πληρώσαμε. Και πήρε η μάνα μου τα ξύλα και κάναμε την παράγκα. Μια παράγκα τέσσερα επί τέσσερα. Εκειδά μαγειρεύαμε, εκειδά ηκοιμούμαστε, εκειδά πλέναμε, εκειδά όλα…
Ήτανε ένα ποτοποιείο και πήγαμε κι ηβρήκαμε το νοικοκύρη και τον ηρωτήσαμε, κι ήτανε καλός άνθρωπος. «Κάντε την παραγκίτσα -μάς λέει- και μη φοβούσαστε… δεν θα σας μιλήσει κανείς… Δίκιά μου είναι η μάντρα».
Κι ακουμπήσαμε στη μάντρα του ποτοποιείου. Θα ’ναι αυτό το εργοστάσιο βέβαια… μεγάλο εργοστάσιο… η φάτσα του ήτανε από μπροστά που πέρναε το τραμ. Στο πλάι του ήτανε που κάναμε εμείς την παράγκα. Κι ύστερα ήφυγε η διπλανή μας -ήφευγε για την Κόρινθο- και την αγοράσαμε εμείς, κι ανοίξαμε ένα σανίδι και κάναμε πόρτα και μπαινοβγαίναμε, κι είχαμε δύο παράγκες. Κι ύστερα πήραμε το οικόπεδο, το πήρα με πενήντα δραχμές τον πήχυ. Ήταν διακόσιες εικοσιπέντε πήχες, αλλά δεν είχε πρασιά. Όλο φάτσα ήτανε. Ήτανε η γέφυρα η πρώτη, όπως πας για τσι Τζιτζιφιές. Όχι μπροστά στο ποτάμι… το πίσω μέρος… ακόμα προς τα πάνω να πούμε όπως περνάς. Οδός Φιλελλήνων ήτανε, αριθμός τριαντατρία. Γλυκά νερά ήτανε η σύσταση. Νέο Φάληρο.
Πάει μια μέρα η μαμά μου ν’ αγοράσει μια σκούπα και τηνε βλέπω κι έρχεται καταστεναχωρημένη. Σαβούρντισε τη σκούπα, κι ήκατσε σαν το άδειο σακούλι πάνω στο γιούκο.
– Μανούλα μου… Τι έπαθες; Τση λέω και μπήγω τσι φωνές.
Έπεσα στα γόνατά της, την αγκάλιασα, τήνε χάιδευα, ζάφτι δεν μ’ έκανε…
– Γιατί είσαι έτσι; Τι άκουσες; Άσχημα νέα; οι δικοί μας;
– Όχι… όχι… Δεν είναι χαμός… Άλλο είναι… Τώρα που ηπήγα για τη σκούπα, είχε πεντέξι και διάλεγα. Έρχεται η μπακάλισσα αγριεμένη σαν να της είχα σκοτώσει τον πατέρα, μου αρπάει τη σκούπα απ’ τα χέρια, και με ρωτάει άγρια:
– Τι θες;
Ηφοβήθηκα… Έκανε σα θηρίο που είναι βρεγμένο το κεφάλι του και το τινάζει για να φύγουνε τα νερά. Τα σάλια της πετάχτηκαν στα μούτρα μου.
– Μια σκουπίτσα… είπα.
Σήκωσε τη σκούπα να μου τη φέρει στο κεφάλι.
– Σε ξαναρωτάω, είπε. Τι θες;
– Μια σκούπα θέλω χριστιανή μου… Τι κάνεις έτσι; Νομίζεις πως δε θα στην πλερώσω; Να… έχω λεπτά… πόσα θες;
– Αν δε μου τήνε ζητήσεις μωρή τούρκικα, να φύγεις από δω. Δεν έχει σκούπα… Παλιοτουρκάλα…
– Παλιοτουρκάλα εγώ; Τούρκικα εγώ;
– Ναι, εσύ… μου ’πε.
– Δεν ξέρω, τση λέω. Δεν μιλούσαμε εμείς τούρκικα στη Σμύρνη. Οι Τούρκοι μιλούσανε ελληνικά και συνεννογιόμασταν. Εγώ είμαι Σμυρνιά.
– Τον κακό σου τον καιρό, είμαι Σμυρνιά. Κοκκόνα πουτανο-Σμυρνιά είσαι… Όχι σκέτο Σμυρνιά… Κι αφού είσαι Σμυρνιά μωρή, τί παριστάνεις τη δίκιά μας τη ντόπια; «Θέλω μια σκούπα»… και κορόιδευε τη φωνή μου. Οι πρόσφυγες μωρή, ξέρεις πώς τήνε ζητάνε οι πρόσφυΓΓΕΣ τη σκούπα;
Να δεις πώς ήλεγε το «πρόσφυΓΓΕΣ»… σα μαχαιριά μού το κάρφωνε… Σαν να ’θελε να με πει σφήγκα…
…«Φροκαλιά» μου φώναξε μες στα μούτρα. Κι ήβγαζε αφρούς απ’ το στόμα.
Τι θα γίνομε; Τι θα γίνομε με τόση κακία εδώ; Φύγαμε απ’ τη Σμύρνη να μη μας σφάξουνε οι Τούρκοι, κι ηγλυτώσαμε κι ήρθαμε εδώ στον Πειραιά, μες στην καρδιά τσ’ Ελλάδας, να μας πεθάνουνε.
Βλέπεις εδώ τώρα μάθαμε και το διχασμό που δεν τον ξέραμε. Ακόμα και οι ίδιοι οι ντόπιοι σιχαίνουνται ο ένας τον αλλονε. Δε βλέπεις που οι περισσότεροι σκοτωμοί γίνουνται από ανθρώπους τση φαμέλιας τους; Δε βλέπεις που σκοτώνει ο αδρεφός τον αδρεφό; Ο γιος το μπαμπά κι ο μπαμπάς το γιο; Δε βλέπεις που στσι κηδείες τους βάζουνε τα πιο καλά τους ρούχα που έχουνε και κρεμνάνε απάνω τους όλα τα χρυσαφικά, και πάνε μπροστά οι μεγάλες οι μπουκάλες για να πιούνε στην κηδεία τα μαύρα κρασιά; Λες και πάνε σε κανένα γάμο η σε χαρά; Δεν είδες που ο φτωχός εδώ έχει μίσος με τον πλούσιο, κι ο πλούσιος με το φτωχό; Όλοι αυτοί γινήκανε τώρα το ένα και πέσανε απάνω μας. Αυτοί είναι οι διχασμοί. Οι βενιζελικοί να μη χωνεύουνε τους άλλους γιατί είναι βασιλικοί, κι οι βασιλικοί να μη χωνεύουνε τους άλλους μισούς, γιατί είναι βενιζελικοί. Και πού θα πάει αυτό το πράμα; Αυτό δεν έπρεπε να το λένε διχασμό… αυτό ’ναι τρέλα… αρρώστια μεγάλη… είναι χτικιό… σκέτη κατάρα…
Σκέψου τι μίσος είχανε βρε Γιώργο οι βασιλικοί στους πρόσφυγες, που τα πήγανε τα παιδάκια να τους βάλουνε κολλύριο στα ματάκια τους, και τα στράβωσε ο γιατρός…
Είχανε γιατρό για να βλέπει τα παιδάκια. Κι αντί για κολλύριο καφεδί – χάλασε ο κόσμος τότε. Ξεσηκώθηκε η προσφυγιά. Λέγανε πως επίτηδες το ’κανε. Λέγανε το ιώδιο έχει άλλο χρώμα. Στραβός ήτανε; Κι άμα ήτανε στραβός, τί τόνε βάλανε να γιατρεύει τα παιδάκια; Τους έβαλε ιώδιο και στράβωσε εκατό παιδιά σε μια μέρα… Εκατό εκριβώς…
Τότε στραβώσανε και τα δυο αδέλφια τούς μουσικούς και την Ευαγγελία του Σασλόγλου. Αυτουνοϋ την ανιψιά, του Μιχάλη του Σταμνά. Από τότε είναι.
Στα προσφυγάκια στη Δραπετσώνα γινήκανε τα λάθη και τα στραβώσανε τα παιδάκια; Φώωωναζε ο κόσμος… Κι άμα δεν ήτανε επίτηδες -λέγανε- να στραβώσει τα προσφυγάκια, γιατί δε στραβώσανε -να πούμε- άλλου παιδιά; Σ’ άλλη συνοικία; Στη Δραπετσώνα; Στα προσφυγάκια έγινε το λάθος; Στα κατατρεγμένα τα κλωναράκια τα φτωχά; Άμα δεν ήτανε διορισμένος θα το ’κανε;
Τζιτζιφιές – Βαγγέλης
Καμιά φορά, τη μέρα τ’ Άϊ-Κωνσταντίνου, το εικοσιτρία, ήτανε Κυριακή, βλέπομε το θείο Σωτήρη κι ηρχούντανε. Του Μιχαλάκη τ’ οδοντογιατρού τον αδρεφό. Ήπαιζε σαντούρι αυτός. Τον είδε η μαμά από μακριά… Ήτανε τέσσερα αδρέφια. Ήτανε κι ο Δημητρός κι ο Γιανκής. Όλοι Μαρωνίτες ήτανε. Ο Μιχαλάκης το ’χε κάνει Φιλίππου για να μην πάει στρατιώτης. «Θα σε θέλει φαίνεται για δουλειά -μου λέει η μάνα μου- γιατί το βλέπω το Σωτηράκη κι έρχεται κατά δω».
Ήτανε μικροκαμωμένος… Εμάς ηγύρευε. Έτσι κι έτσι μας λέει. «Οι πελάτες που πάνε σ’ ένα μαγαζί, είναι οι ίδιοι που πηγαίνανε στου Περίχαρου, και σε ζητάνε να λες παλιά σμυρνέικα. Όποιοι οργανοπαίχτες να πάνε για δουλειά εκεί, οι πελάτες σε γυρεύουνε… να φέρτε -λέει- την Αγγελίτσα να μας τραγουδήσει πάλι το «μπάρμπα Γιαννακάκη», τη «Λούλα» να τραγουδήσει… «Το τρεις πήχες φίδι θα γενώ Λούλα μου… Λούλα μου». Μπίρα είναι το μαγαζί και μας θέλει για δουλειά. Μας είπανε επειδή είσαι δικό μας κορίτσι, μας θένε και μας μαζί. Άμα θες έλα να δουλέψεις να κονομηθείτε… Είναι και κοντά από δω. Το λένε το μέρος Τζιτζιφιές.
Μου λέει λοιπόν ο θείος Σωτήρης: «Άμα θες έλα να δουλέψουμε στσι Τζιτζιφιές, και θα δουλέψεις καλά γιατί σε ζητάνε».
Άλλο που δεν ήθελα… Ήτανε απόγεμα που ήρθε, και το βράδυ πήγαμε στη δουλειά. Τήνε λέγανε του «Θεόφραστου» τη μπίρα. Δίπλα ακριβώς είχε μια πρόσφυγια ένα μαναβιό. Ένα καμαράκι εκειδά είχε κάνει η γυναίκα, κι εκειδά ήτανε όλα. Εκειδά εκοιμούντανε, εκειδά ήτανε και το μαναβιό. Και πήγαινε η μαμά μου και καθούντανε και περίμενε να με πάρει να φύγομε.
Ήτανε είκοσιμία Μαΐου, τ’ αγίου Κωνσταντίνου, που ήπιασα δουλειά. Δούλεψα εκεί τρία καλοκαίρια.
Και πήγα κι άρχισα πάλι να τραγουδάω τη «Λούλα». Δεν ξέρω πώς τους φάνηκε… Τήνε γυρεύανε πολύ. Αφού και δυο λογάκια τούρκικα που έχει μέσα, τα ’χανε μάθει και τα τραγουδάγανε από κάτω όλοι μαζί. Να εκεί που λέει:
«Τρεις πήχες φίδι θα γενώ
Λούλα μου… Λούλα μου…
την πόρτα σου να ζώσω
λέι λέι λέι λέι λέι κουρμπάμ.
Κι αυτόν το βλάμη π’ αγαπάς
Λούλα μου… Λούλα μου…
θα τόνε θανατώσω
λέει…………
Άντε-άντε μπαρμπα-Γιαννακάκη
πού’ν’το-πού’ν’το πού’ν’ το Μαρικάκι.
Κι ύστερα λέει:
«Ψαράκια τηγανίζει…».
Κι ύστερα λέει:
«Ντό ντουριά καμπί ροκά
άλτα γκέλ γιαριμοκά.
Τσαχπίνη τόνε θέλω εγώ
τον αγαπητικό μου
να βάζει λάδι στα μαλλιά
να βρίζει το σταυρό μου…».
Είναι μεγάλο το τραγούδι αυτό και μπορείς να πεις άνάμεσα ό,τι θέλεις. Άμα κάναμε κοντσέρτο στο «Μέλης», όλ’ αυτά τα παλιά τραγούδια τα λέγαμε κι ηρχούντουστε πια η γης κι ο κόσμος να μας ακούσει. Κάναμε κοντσέρτο το λέγαμε – με όλα τα τραγούδια τα παλιά.
Κι εδώ άμα ήρθαμε παιδί μου, μας τα γυρεύανε αυτά τα παλιά. Μόνο εγώ κι ο Βαγγέλης τα ξέραμε. Ήμαστε βλέπεις Σμυρνιοί εμείς, επαγγελματίες στη δουλειά. Τι να σου κάνουνε οι ανθρώποι… με την προσφυγιά όποιος ήπαιζε για το γούστο του κάνα βιολάκι, ήρθε δω κι έκανε τον οργανοπαίχτη. Αυτοί όλοι μας τριγυρίζανε κι από μας τα μαθαίνανε. Εγώ τα ’ξερα απ’ τον παππού μου, όλα τα πιο παλιά. Είχαμε μεγάλη σιρμαγιά. Ήτανε κι άλλοι μουσικοί Σμυρνιοί που ξέρανε πολλά. Αυτοί όμως δεν κατεβαίνανε να παίξουνε στα πάλκα, κι όπως δεν τα παίζανε τα ξεχνάγανε, κι υστέρα ηρχούντουστε και μας ακούγανε και τα ξαναθυμούντουστε από μάς. Μας κυνηγούσανε από πίσω οι δικοί μας. Εμείς τους τα θυμίζαμε. Και τα λόγια και όλα… Κι ύστερα τα κλέβανε. Τα γράφανε στ’ όνομά τως, λέγανε πως ήτανε νούτικά τους, και καμαρώνανε και κάνανε τους μεγάλους συνθέτες και μουσικούς. Γιατί τα τραγούδια τση Σμύρνης δεν είχανε πατέρα να πούμε. Δεν βγαίνανε τότε πλάκες να γράφεται επάνω το όνομά σου και να ξέρουνε πως είσαι σύ ο μπαμπάς τους. Βγάζανε τραγούδια γιατί τα χρειαζούντουστε για τη δουλειά τους να τα λένε, να μη λένε τα ίδια και τα ίδια. Κι άλλος τραγουδούσε τη γειτόνισσά του, κι άλλος ητραγουδούσε την πελάτισσά του, κι άλλος τη συνοικία του. Έτσι βγαίνανε τα τραγούδια τής Σμύρνης… δεν έγραψε κανένα ο Μπετόβεν, ούτε οι Τούρκοι, ούτε οι συνθέτες… οι οργανοπαίχτες τα βγάζανε… οι τραγουδιστάδες… να… εσύ κι εγώ. Και δεν κοκορευούσουνα πως ήβγαλες τραγούδι. Το ’λεγες, το μαθαίνανε κι άλλοι, και πάει καλιά του. Ούτε ξέρανε ποιανού ήτανε… Όλα τα τραγούδια τση Σμύρνης Έλληνες τα βγάζανε. Αλλά ποιοι Έλληνες… Όχι αυτοί που μπήκανε διευθυντές στου Στρίγγου και στην προσφυγική αποκατάσταση και στσ’ εταιρείες δίσκων και γυρίζανε στα πάλκα και σου λέγανε: «Φέρε πέντε τραγούδια, να σου βάλομε τα δυο και τα τρία δικά μας… Εμείς θα διαλέξομε…».
Και βιάζανε τον κόσμο και τους κάνανε όλους συνθέτες και κλέφτες και βρεθήκανε μετά με χίλια τραγούδια ο καθένας δικά του… Αυτοί όλοι δεν τσ’ ήξερε κανείς για συνθέτες στη Σμύρνη… Πώς γινήκανε ξαφνικά;… Μπορείς εσύ να γίνεις χειρούργος και να πα’ να χειρουργεΐς καρδιές, επειδή ξέρεις με το μαχαίρι να κόβεις ψωμί;
Αυτοί όλοι, ήτανε παιχνιδιατόροι μουσικοί, τεχνίτες καλοί… μαστόροι… Παίζανε τση Παναγίας τα μάτια, αλλά δεν ηανακατευούντουστε με τα δημοτικά και τη σμυρνέικη τη μουσική. Δε χαμπαρίζανε απ’ αυτά… Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε… Πηγαίνανε Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία και κάνανε περιοδείες και κοντσέρτα. Αλλά από σμυρνέικη μουσική, πέρα βρέχει… Λες και την αντιπαθούσανε. Λέγανε: «Εμείς δεν παίζομε στα σαντουρόβιολα…».
Στα μέρη που πηγαίνανε αυτοί και παίζανε, όλο το πρόγραμμα ήτανε με καθαρή ευρωπαϊκή μουσική, όπως εδώ προπολεμικά, που παίζανε όλο ταγκό απ’ την Αργεντινή κι απ’ το άλλο, πώς το λένε… Από κει που βγαίνουνε οι μπαλαδόροι οι καλοί… απ’ τη Νότια Αμερική. Και ιταλικά και σπανιόλικα παίζανε, και γαλλικά… Μόνο εγγλέζικα δε λέγανε.
Ό Βαγγέλης όταν ηπήγε κι έπαιξε μαζί τους, ήτανε ο πιο καλός κοπανιαδόρος. Δεν είχε άλλονε. Ο Σκαρβέλης σ’ όλες τσι πλάκες που έγραφε η εταιρεία του, καλούσε το Βαγγέλη κοπανιαδόρο. Αν είχε δουλειά ο Βαγγέλης, ήπαιζε ο ίδιος. Δεν ήβαζε άλλονε. Αν θες να δεις πώς ο Βαγγέλης κοπανιάριζε, βάλε ν’ ακούσεις μια πλάκα που γράφει απάνω «Διεύθυνσις Σκαρβέλη». Εννιά στις δέκα παίζει ο Βαγγέλης κιθάρα… Κοπανιάριζε κι άλλους στσι εγγραφές. Όποτε ήρχούντανε το μηχάνημα για εγγραφές, τον ήχανα τον Βαγγέλη.
Ό Βαγγέλης έγραφε τραγούδια απ’ τη Σμύρνη. Τόνε πήρανε κι ήπαιζε στα «πολιτάκια», αλλά δεν ήξερε να γράφει νότες στην ευρωπαϊκιά τη μουσική, και του ’δειξε ο Σπύρος Περιστέρης. Μια φορά μόνο του ’δειξε, είχε πει ο Βαγγέλης στο Χρόνη. Κι ύστερα βάζανε το Βαγγέλη και τρανσπορτάριζε όλες τσι πάρτες στον τόνο που ημπορούσε ο τραγουδιστής να τραγουδήσει. Αμέσως έγραφε ό,τι άκουε στο κλειδί του σολ. Άμα ήθελε, ύστερα έβαζε κοπανιαμέντα, αλλά πρώτα έκανε τη διαμοίραση, μια μια νότα στο κλειδί του σολ.
Έπαιζε δεύτερο μαντολίνο. Πρώτο έπαιζε ο Περιστέρης κι ο Τούντας. Αλλά του Βαγγέλη η αξία δεν ήτανε που ήπαιζε όλα τα όργανα. Η αξία του ήτανε που ήσιαζε ολόκληρα τραγούδια. Με τα λόγια τους και τη μουσική τους. Όχι ευρωπαϊκά… Σκέτα σμυρνέικα και δημοτικά.
Μπήκε δεύτερο μαντολίνο στα «πολιτάκια», γιατί ήτανε τεχνίτης. Και το δεύτερο μαντολίνο εκείνο τον καιρό -δεν ξέρω για τώρα- στα πιο πολλά τραγούδια ήτανε δυσκολότερο το παίξιμό του απ’ το πρώτο. Κανένας δάσκαλος δεν ήβαζε το μαθητή του να παίξει δεύτερο. Ήτανε δύσκολο το δεύτερο. Μόνο που δεν είναι αρχηγός να πούμε, αλλά είναι χειρότερα. Κάνεις δεύτερες φωνές, κοπανιάρεις, καθόλου δε σταματάς.
Αυτοί όλοι που κάνουνε τους Σμυρνιούς, ηρχούντουστε που παίζαμε εδώ και τα σμυρνέικα τα μάθανε από μάς. Μας κυνηγούσανε από πίσω όπου παίζαμε. Άμα θες μην το πιστεύεις… αλλά ήτανε οι πιο καλοί μουστερήδες μας… Καλά κάνανε… αφού μπορούσανε… Εμάς όμως το φιλότιμο δεν μας άφηνε.
Ο Βαγγέλης μέχρι σε πάρτες τους τα ’γραφε και τους τα ’δινε. Και κομμάτια που του ζητούσανε δήθεν άλλες κομπανίες για να τα παίξουνε, όλοι καινούργια του γυρεύανε, κι ύστερα τ’ ακούαμε σε δίσκους με τα ονόματα αυτωνών που ’χανε πιάσει τα πόστα σε εταιρείες τα γερά. Δε ντρεπούντουστε… Πάει… τέλειωσε…
Μες στα μούτρα μας και τ’ αυτιά μας τα κάνανε αυτά. Εκείνοι πλουτίσανε με αλλωνώνε σιρμαγιές, και μας, που ’τανε δικές μας, τους τα χαρίζαμε να τα βγάζουνε πλάκες να τ’ ακούει ο κόσμος… να παίρνει δόξα η Σμύρνη…
Εμείς εδώ φτωχύναμε. Τι να γίνει… η ζωή τάχει αυτά… δεν παραπονιέμαι… Η κουβέντα το ’φερε τώρα. Δεν αλλάζουμε εμείς την καρδιά μας με λεπτά… δεν πουλάμε την Σμύρνη.
…Το «Χαρικλάκι» είναι σμυρνέικο τραγούδι ντάμ-μπαμπαντάμ. Με τούρκικα λόγια όμως. Βγάζαμε και για τους Τούρκους τραγούδια. Κι αυτοί πληρώνανε κι ήτανε πελάτες. Και είναι ακριβώς όπως είναι. Μόνο μεταφρασμένα τα λόγια ελληνικά είναι: «Ζηλεύω και κλαίω». Κι η «Δημητρούλα» είναι με τούρκικα λόγια τραγούδι: «Ανταναλίμ γκιοζλέριν τάσλαρ». Το τραγουδούσαμε με τούρκικα λόγια. Μας το είχε μάθει ο Μουσιού Ρουμπέν και το λέγαμε μόνο άμα το παράγγελνε κανένας. Το ίδιο και το «ζηλεύω και κλαίω». Μόνο με παραγγελιά. Με παραγγελιά λέγαμε κι αυτό που λένε τώρα: «Είμαι εργάτης τιμημένος», το τραγούδι… το «εκατό δραχμές τη μέρα» δηλαδή… Είναι ο «Κιόρογλους» το τούρκικο τραγούδι, «του στραβού ο γιος». Όχι ο «Χορχόρ αγάς». Τα λόγια δεν τα θυμούμαι καθόλου, αλλά λέγαμε: «Άι χάι… γινετέμ χάι χάι μπαμπάμ… γινετέ χάι χάι».
Το «καναρίνι μου γλυκό» είναι το σμυρνέικο, κι ύστερα νησιώτικο -όλα τα σμυρνέικα τα παίρνανε τα νησιά. Και τσι μπάλοι και τσι καρσιλαμάδες… γινήκανε ύστερα νησιώτικα. «Κάτω στη Ρόδο στο ροδονήσι ήτανε. Κι εμείς δεν λέγαμε «καναρίνι μου γλυκό», λέγαμε: «καναρίνι μούλικο». Δηλαδή μπαστάρδικο… δυνατό… Τα κλέβανε και τα καταστρέφανε τα τραγούδια. Ό,τι θέλανε κάνανε.
Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου " Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου