Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 7 Αυγούστου 2022

Οἱ μι­κρό­κο­σμοι τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ

 Μα­ριά­ννα Χά­λα­ρη: Οἱ μι­κρό­κο­σμοι τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ

Μα­ριά­ννα Χά­λα­ρη [Adelheid Duvanel, Ἀ­φι­έ­ρω­μα 11/11]

Οἱ μι­κρό­κο­σμοι τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ

«Ο ΓΚΑΣΤΟΝ κα­θό­ταν μπρο­στὰ στὸν κο­μὸ καὶ εἶ­χε στυ­λώ­σει τὸ βλέμ­μα στὸν κα­θρέ­φτη ποὺ ἦ­ταν ἐν­σω­μα­τω­μέ­νος σὲ ἕ­να ξύ­λι­νο κα­σε­λά­κι, φτι­αγ­μέ­νο ἀ­πὸ ἕ­ναν κα­τα­σκευα­στὴ ἐγ­χόρ­δων ὀρ­γά­νων.» («Ὁ ξέ­νος»)

       «Τοῦ Κά­σπαρ δὲν τοῦ ἄ­ρε­σε κα­θό­λου ὅ­ταν ἡ ὁ­μί­χλη ἔ­κρυ­βε τὶς κο­ρυ­φὲς τῶν δέν­τρων καὶ ὁ ἄ­νε­μος ἔ­κλει­νε τῶν λου­λου­δι­ῶν τὸ στό­μα, ἔ­τσι ποὺ τε­λι­κὰ ἀ­πέ­με­ναν πε­τα­μέ­να στὴ γῆ σὰν νε­κρὰ που­λιά, τοῦ ἄ­ρε­σε ὅ­μως καὶ μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω το ἐκ­θαμ­βω­τι­κὸ φῶς κα­θὼς δι­α­χε­ό­ταν πά­νω ἀ­πὸ τὶς κο­ρυ­φὲς τῶν καμ­πα­να­ρι­ῶν, τὰ λι­κνι­στι­κὰ κύ­μα­τα τοῦ πο­τα­μοῦ ὅ­πως ἕ­σφιγ­γαν πά­νω τους τὶς κοι­λι­ὲς τῶν πλοί­ων, τὸ δι­α­πε­ρα­στι­κὸ τρα­γού­δι­σμα τῶν που­λι­ῶν.» («Τὸ κα­πέ­λο»)

       «Τὸ παι­δὶ-θαῦ­μα μπο­ροῦ­σε τώ­ρα νὰ ἀν­τέ­ξει τὴ σι­ω­πή, τὸν οὐ­ρα­νὸ ἀ­πὸ χρυ­σά­φι, τὰ φεγ­γο­βό­λα δέν­τρα καὶ τὰ μα­ρα­μέ­να τρι­αν­τά­φυλ­λα μπρο­στὰ στὸ σπί­τι ποὺ τὸ φι­λο­ξε­νοῦ­σε ἐ­δῶ καὶ μῆ­νες.» («Ἡ σι­ω­πή»)

       «Ξέ­ρω τὰ πάν­τα γιὰ τὴ γει­τό­νισ­σά μου.» («Ἡ γει­τό­νισ­σα»)

Οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες στὰ κεί­με­να τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νὲλ βγαί­νουν ἀ­πὸ τὴν ἀ­φά­νεια μὲ ἐ­κρη­κτι­κό, ἐ­κτυ­φλω­τι­κὸ τρό­πο. Παι­διά, γυ­ναῖ­κες, ἄν­τρες ἀ­πο­κα­λύ­πτον­ται πο­λὺ συ­χνὰ ἤ­δη ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη πρό­τα­ση, ἔ­χουν συ­νη­θι­σμέ­να μι­κρὰ ὀ­νό­μα­τα καὶ ἡ εἴ­σο­δός τους στὸ προ­σκή­νιο συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πὸ λί­γες, ἀλ­λὰ πο­λὺ συγ­κε­κρι­μέ­νες πλη­ρο­φο­ρί­ες γιὰ τὴ ζω­ή τους, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἐ­νερ­γο­ποι­οῦν στὴν ἀ­να­γνώ­στρια καὶ τὸν ἀ­να­γνώ­στη μιὰ σει­ρὰ ἀ­πὸ κυ­ρί­ως δυ­σά­ρε­στες εἰ­κα­σί­ες γιὰ τὰ μέ­χρι τώ­ρα βι­ο­γρα­φι­κὰ στοι­χεῖ­α τους. Σὲ κά­θε ἱ­στο­ρί­α πλά­θε­ται μέ­σα σὲ ἐ­λά­χι­στες σε­λί­δες ἕ­νας ὁ­λό­κλη­ρος μι­κρό­κο­σμος ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ μο­να­δι­κοὺς χα­ρα­κτῆ­ρες. Ἡ ἀ­φή­γη­ση δὲν ξε­κι­νᾶ ὁ­πωσ­δή­πο­τε in medias res: Οἱ εἰ­σα­γω­γι­κὲς προ­τά­σεις αἰχ­μα­λω­τί­ζουν τὴν προ­σο­χή μας, χω­ρὶς ὡ­στό­σο νὰ ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ τὸ ἐ­πί­κεν­τρο τῆς πλο­κῆς ἢ τὸ κέν­τρο βά­ρους τοῦ ἀ­φη­γη­μα­τι­κοῦ νή­μα­τος. Οἱ τί­τλοι ἔ­χουν ἐ­πί­σης τὴ δι­κή τους ξε­χω­ρι­στὴ ὑ­πό­στα­ση. Δι­α­βά­ζον­τας ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ τὶς ἱ­στο­ρί­ες ἀ­πο­κτᾶ κα­νεὶς τὴν ὑ­πο­ψί­α ὅ­τι τὰ κεί­με­να ἐ­πι­γρά­φον­ται πό­τε-πό­τε μὲ προ­σε­χτι­κὰ ἐ­πι­λεγ­μέ­να πα­σπαρ­τού. Στὸ κεί­με­νο «Ἡ γει­τό­νισ­σα», γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ὁ τί­τλος μπο­ρεῖ νὰ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴ γυ­ναί­κα ἡ ὁ­ποί­α πε­ρι­γρά­φε­ται, εἶ­ναι ὅ­μως ἐ­ξί­σου πι­θα­νὸ νὰ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν ἴ­δια τὴν ἀ­φη­γή­τρια. Ὁ ποι­η­τὴς στὴν ὁ­μώ­νυ­μη ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι κα­τὰ τὰ φαι­νό­με­να καὶ τὰ συμ­φρα­ζό­με­να ὁ ἀ­φη­γη­τής· μή­πως ὅ­μως εἶ­ναι καὶ τὸ παι­δὶ ποὺ ἔ­γρα­ψε ἐ­κεί­νη τὴ λέ­ξη στὸ κα­πὸ τοῦ αὐ­το­κι­νή­του καὶ πυ­ρο­δό­τη­σε τὴ συ­νέ­χεια καὶ κο­ρύ­φω­ση τῆς ἱ­στο­ρί­ας; «Τὸ Κα­τα­φύ­γιο», «Τὸ κα­πέ­λο», «Μιὰ ἐν­τε­λῶς συ­νη­θι­σμέ­νη μέ­ρα μπου­γά­δας», «Ἡ σι­ω­πή»: Τί­τλοι «ἐν­τε­λῶς συ­νη­θι­σμέ­νοι», ἕ­να κλεί­σι­μο τοῦ μα­τιοῦ γιὰ τὴν ἰ­δι­αί­τε­ρη χρή­ση καὶ θέ­ση ποὺ τοὺς ἐ­πι­φυ­λάσ­σε­ται στὴν πο­ρεί­α τῆς κά­θε ἱ­στο­ρί­ας.

       Γιὰ νὰ ἀ­πο­τυ­πω­θεῖ ἕ­νας μι­κρό­κο­σμος χρει­ά­ζε­ται ἐκ τῶν πραγ­μά­των ὑ­ψη­λὸς βαθ­μὸς πα­ρα­τη­ρη­τι­κό­τη­τας καὶ ἐν­συ­ναί­σθη­σης. Πῶς ἀλ­λι­ῶς θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ γρα­φτοῦν προ­τά­σεις ὅ­πως: «Οἱ ψυ­χί­α­τροι μα­δᾶ­νε τὰ δέρ­μα­τα τῶν ἀ­σθε­νῶν, τὸ ἕ­να με­τὰ τὸ ἄλ­λο, κι ἔ­πει­τα τὰ κα­τα­βρο­χθί­ζουν» («Τὸ μου­σεῖ­ο μὲ τὰ γυα­λιὰ ὁ­ρά­σε­ως») ἢ «(Ἡ νυ­χτε­ρί­δα) ἔ­φα­γε ἄ­σπρο ψω­μί, ἤ­πι­ε γά­λα καὶ κοί­τα­ξε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, ἐ­κεῖ ὅ­που οἱ χι­ο­νο­νι­φά­δες στρο­βι­λί­ζον­ταν γύ­ρω ἀ­πὸ μιὰ χει­μω­νι­ά­τι­κη νύ­χτα ὅ­λο μά­τια καὶ τὰ δέν­τρα πρό­βα­λαν μέ­σα ἀ­πὸ τὴ γῆ σὰν χέ­ρια θαμ­μέ­νων» («Τὸ κα­πέ­λο»); Ἢ ἐ­κεῖ­νες οἱ ποι­η­τι­κὲς πε­ρι­γρα­φὲς στὸ ἴ­διο κεί­με­νο, ὅ­ταν τὸ κα­πέ­λο τῆς μη­τέ­ρας ἀ­πο­κτᾶ τὴ δι­κή του ζω­ή, ἢ οἱ σα­ρω­τι­κῆς ἔν­τα­σης εἰ­κό­νες στὸ ἀ­πό­σπα­σμα ποὺ κλεί­νει τὴν ἱ­στο­ρί­α «Ὁ ποι­η­τής»; Ἂς στα­θῶ λί­γο, μὲ αὐ­τὴ τὴν ἀ­φορ­μή, στὰ ἀν­τι­κεί­με­να ποὺ δι­α­γρά­φουν τὴ δι­κή τους ξε­χω­ρι­στὴ τρο­χιὰ στὰ πε­ζά τῆς Ντυ­βα­νέλ: ἕ­να κα­πέ­λο ποὺ πε­τά­ει καὶ χά­νε­ται στὸν οὐ­ρα­νό, μιὰ παρ­τι­τού­ρα ποὺ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ξαφ­νι­κὰ στὸ σκοι­νὶ τῆς μπου­γά­δας, «ἕ­να μο­να­δι­κὸ ζευ­γά­ρι γυα­λιά, τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν ὑ­πάρ­χει ἀ­κό­μη» εἶ­ναι κά­ποι­α ἀ­πὸ αὐ­τὰ ποὺ συ­ναν­τᾶ κα­νεὶς στὶς ἱ­στο­ρί­ες οἱ ὁ­ποῖ­ες ἔ­χουν ἐ­πι­λε­γεῖ γιὰ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα αὐ­τό. Ὅ­πως ἔ­χει ση­μει­ώ­σει σὲ κεί­με­νά του ὁ Peter von Matt (ἐν­δει­κτι­κά: Matt, στὸ Duvanel 2004: 169 κ.ἑξ., κα­θὼς καί: Matt 2001: 302-303), τὰ κα­θη­με­ρι­νὰ πράγ­μα­τα ἀ­πο­κτοῦν τὴ δι­κή τους ἰ­δι­όρ­ρυθ­μη μοί­ρα ἐν­τὸς τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν. Ὅ­σο καὶ ἂν ἡ προ­σκόλ­λη­σή μας σὲ σχο­λι­κὲς με­θό­δους ἀ­νά­γνω­σης μᾶς δε­λε­ά­ζει νὰ τὰ θε­ω­ρή­σου­με σύμ­βο­λα, ἡ αὐ­τό­νο­μη ὕ­παρ­ξή τους ἀν­τι­στέ­κε­ται, ξε­φεύ­γει πέ­ρα ἀ­πὸ τὰ πλέγ­μα­τα καὶ τὰ πλαί­σια μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α εἴ­μα­στε ἐ­ξοι­κει­ω­μέ­νοι.

       Αὐ­τὴ ἡ αἴ­σθη­ση τοῦ ἀ­πρό­βλε­πτου, τοῦ ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτου ἐ­πι­κρα­τεῖ στὰ κεί­με­να τῆς Ντυ­βα­νὲλ καὶ μᾶς πα­γώ­νει. Ὁ τό­νος ἐ­πί­σης: Στα­κά­τος χά­ρη στὴ συ­νή­θως κα­τὰ πα­ρά­τα­ξη ἀ­νά­πτυ­ξη τῶν προ­τά­σε­ων, φυ­σι­κὸς καὶ τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ ἀ­νη­συ­χα­στι­κός. Ὑ­πάρ­χει δια­ρκῶς ἡ αἴ­σθη­ση τῆς ἐ­πι­κεί­με­νης ἀ­πει­λῆς, ἡ ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι τὰ πράγ­μα­τα δὲν θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ἐ­ξε­λι­χθοῦν ἀλ­λι­ῶς, μὰ εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να καὶ τό­σο ἀλ­λό­κο­τα, σὰν νὰ τὰ ἔ­χει πλά­σει κα­νεὶς μὲ τὴ φαν­τα­σί­α του. Τὰ ὅ­ρια με­τα­ξὺ φαν­τα­σί­ας καὶ πραγ­μα­τι­κό­τη­τας εἶ­ναι ἐ­ξάλ­λου μᾶλ­λον δυσ­δι­ά­κρι­τα καὶ δι­α­πε­ρα­τά, ὅ­πως φαί­νε­ται καὶ ἀ­πὸ τὰ στιγ­μι­ό­τυ­πα στὰ ὁ­ποῖ­α συγ­χέ­ε­ται ἡ εἰ­κό­να μὲ μιὰ ψυ­χο­λο­γι­κὴ προ­βο­λή: «(…) κι ὅ­ταν ἀ­κό­μα δι­α­σχί­ζει τὴ με­γά­λη πλα­τεί­α κά­τω, ταυ­τό­χρο­να βρί­σκε­ται πά­νω, στὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιό της, στὸ γρα­φεῖ­ο τῶν ὀ­νεί­ρων της, καὶ στέ­κε­ται στὸ πα­ρά­θυ­ρο. Πα­ρα­τη­ρεῖ τὸν ἑ­αυ­τό της κα­θὼς κά­θε­ται σὲ μιὰ ἀ­πὸ τὶς λευ­κὲς πλα­στι­κὲς κα­ρέ­κλες, ἀ­πο­μί­μη­ση ἂρ νου­βό, μπρο­στά σε ἕ­να κα­φέ, πί­νει μιὰ κό­κα κό­λα καὶ κα­πνί­ζει» («Τὸ μου­σεῖ­ο μὲ τὰ γυα­λιὰ ὁ­ρά­σε­ως»)· ἤ, ἀλ­λοῦ, μέ­σα ἀ­πὸ κά­ποι­ο ἄλ­λο πα­ρά­θυ­ρο: «Μιὰ φο­ρά, τὴν ὥ­ρα ποὺ ἡ “ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου” στε­κό­ταν στὸ πα­ρά­θυ­ρο, εἶ­δε πε­σμέ­νο στὸν δρό­μο τὸν ἴ­σκιο ἑ­νὸς δέν­τρου καὶ σκέ­φτη­κε πὼς ἦ­ταν τά­χα ἡ ἴ­δια πε­σμέ­νη ἐ­κεῖ κά­τω» («Ἡ “ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου”»). Δυ­σερ­μή­νευ­τες οἱ ἱ­στο­ρί­ες, δὲν ἔ­χουν κά­ποι­α δι­α­φω­τι­στι­κὴ «γραμ­μή», κά­ποι­ο προ­γραμ­μα­τι­κὸ μο­τί­βο, κά­ποι­α πε­πα­τη­μέ­νη τὴν ὁ­ποί­α μπο­ρεῖ κα­νεὶς εὔ­κο­λα νὰ ἀ­κο­λου­θή­σει προ­κει­μέ­νου νὰ φτά­σει σὲ κά­ποι­ον ὑ­πο­τι­θέ­με­νο προ­ο­ρι­σμό.

       Τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ γνω­ρί­σμα­τα τῶν κει­μέ­νων τῆς Ντυ­βα­νὲλ εἶ­ναι αὐ­τὰ ποὺ προσ­δι­ο­ρί­ζουν τὶς δυ­σχέ­ρει­ες καὶ στὶς με­τα­φρα­στι­κὲς ἐ­πι­λο­γές. Ἡ πυ­κνό­τη­τα καὶ ἡ ἀ­κρί­βεια τοῦ λό­γου εἶ­ναι αὐ­τὰ ποὺ πρέ­πει πρω­τί­στως νὰ γί­νουν ἀν­τι­λη­πτὰ καὶ νὰ ἀ­πο­δο­θοῦν στὴ συ­νέ­χεια καὶ στὴ με­τά­φρα­ση, κά­τι ποὺ μπο­ρεῖ νὰ δη­μι­ουρ­γεῖ δυ­σκο­λί­ες, δε­δο­μέ­νης τῆς συ­χνῆς χρή­σης γραμ­μα­τι­κῶν καὶ συν­τα­κτι­κῶν δο­μῶν οἱ ὁ­ποῖ­ες στὴ γερ­μα­νι­κὴ γλώσ­σα εἶ­ναι φύ­σει πιὸ πυ­κνές, ἐ­νῶ στὸν ἑλ­λη­νι­κὸ λό­γο δι­α­τυ­πώ­νον­ται κυ­ρί­ως πε­ρι­φρα­στι­κὰ (π.χ. κά­ποι­ες με­το­χὲς ποὺ ἀ­να­λύ­ον­ται ἀ­να­πό­φευ­κτα σὲ ἀ­να­φο­ρι­κὲς προ­τά­σεις). Ἡ ἀ­προσ­δό­κη­τη χρή­ση τῆς γλώσ­σας σὲ ἀρ­κε­τὰ ση­μεῖ­α, ὅ­πως συμ­βαί­νει στὶς πιὸ ποι­η­τι­κὲς πε­ρι­γρα­φὲς τῶν κει­μέ­νων, ἐ­πί­σης προ­κα­λεῖ μιὰ κά­ποι­α ἀ­μη­χα­νί­α κα­τὰ τὴ με­τά­φρα­ση. Ἡ λεί­αν­ση, ὡ­στό­σο, τοῦ λό­γου προ­κει­μέ­νου νὰ κα­τα­στεῖ ἐν­δε­χο­μέ­νως πιὸ προ­σι­τὸ τὸ κεί­με­νο δὲν ὑ­φί­στα­ται ὡς δυ­να­τό­τη­τα: Ἡ ὁρ­μη­τι­κό­τη­τα καὶ ἡ ἰ­δι­ορ­ρυθ­μί­α ὀ­φεί­λουν μὲ κά­ποι­ον τρό­πο νὰ βροῦν δι­έ­ξο­δο καὶ στὸ ἑλ­λη­νι­κὸ κεί­με­νο.

       Ἡ ἀ­νά­γνω­ση τῶν πε­ζῶν της Ντυ­βα­νὲλ προ­σκα­λεῖ σὲ ἐκ νέ­ου ἀ­νά­γνω­ση, σὲ λί­γη ἀ­κό­μα ἀ­νά­γνω­ση, σὲ πολ­λὲς δι­α­φο­ρε­τι­κὲς ἀ­να­γνώ­σεις· ὡ­στό­σο ἡ σφο­δρό­τη­τα καὶ ἡ πυ­κνό­τη­τα τῶν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ σύν­το­μων κει­μέ­νων της μπο­ρεῖ νὰ μὴν τὸ ἐ­πι­τρέ­πει πάν­το­τε – του­λά­χι­στον αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ δι­κή μου ἐν­τύ­πω­ση. Νι­ώ­θει κα­νεὶς τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ ἀ­φή­σει λί­γο χρό­νο νὰ πε­ρά­σει, νὰ πά­ρει ἀ­πο­στά­σεις, ἴ­σως καὶ νὰ συ­νέλ­θει ἀ­πὸ τὴν ἔν­το­νη ἀ­να­γνω­στι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α. Ταυ­τό­χρο­να ὅ­μως προ­κύ­πτει καὶ μιὰ ἰ­δι­ό­τυ­πη ἕ­ξη, ἐ­ξαι­τί­ας ἀ­κρι­βῶς αὐ­τῶν τῶν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν. Συ­νει­δη­το­ποι­ῶ ἐ­πί­σης ὅ­τι ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο δι­α­βά­ζω κεί­με­νά της τό­σο ἐν­το­νό­τε­ρη γί­νε­ται ἡ πα­ρα­δό­ξως ὄ­χι ἰ­δι­αί­τε­ρα ὀ­ξύ­μω­ρη αἴ­σθη­ση πὼς κα­τα­νο­ῶ τί συμ­βαί­νει καὶ συγ­χρό­νως χά­νω τὴν ἐ­πο­πτεί­α. Πα­ρό­μοι­α σκέ­ψη δι­α­τυ­πώ­νει ὁ Pino Dietiker σὲ πρό­σφα­το κεί­με­νό του (Dietiker 2021: 194-201): Ὅ­ταν δι­α­βά­ζει Ντυ­βα­νὲλ ξέ­ρει πῶς λει­τουρ­γοῦν τὰ κεί­με­νά της, ὅ­ταν ὅ­μως θέ­λει νὰ τὸ ἐ­ξη­γή­σει σὲ κά­ποι­ον δὲν ξέ­ρει πῶς νὰ τὸ κά­νει. Ποῦ ὀ­φεί­λε­ται αὐ­τό; Ὁ Ντί­τι­κερ ἐν­το­πί­ζει ὁ­ρι­σμέ­να ση­μαν­τι­κὰ στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ἐ­ξη­γή­σουν αὐ­τὴ τὴν ἀ­δυ­να­μί­α τοῦ ἀ­να­γνώ­στη: ἡ πλη­θώ­ρα τῶν προ­σώ­πων, τὰ ὁ­ποῖ­α σπά­νια μπο­ροῦν νὰ θε­ω­ρη­θοῦν γνή­σια πρω­τα­γω­νι­στι­κὰ κι ἔ­τσι εἶ­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­να νὰ πα­ρα­δο­θοῦν στὴ λή­θη· ἡ μο­να­δι­κό­τη­τα, σχε­δὸν αὐ­θυ­παρ­ξί­α τῶν προ­τά­σε­ων· ἀλ­λὰ καὶ ἡ ἀ­πε­ραν­το­σύ­νη τῶν πι­θα­νῶν συ­σχε­τι­σμῶν, ποὺ ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται με­τα­ξὺ ἄλ­λων μὲ τὴν προ­σφι­λῆ στὴν Ντυ­βα­νὲλ πα­ρα­τα­κτι­κὴ σύν­δε­ση, κα­θὼς ἔ­τσι δὲν ὁ­ρί­ζε­ται αὐ­στη­ρὰ ἡ χρο­νι­κὴ ἢ αἰ­τι­ο­λο­γι­κὴ συ­νά­φεια τῶν «γε­γο­νό­των» καὶ δη­μι­ουρ­γοῦν­ται ἄ­λυ­τες ἀ­πο­ρί­ες. Μὲ αὐ­τοὺς τοὺς καί­ριους προ­βλη­μα­τι­σμοὺς τὰ πράγ­μα­τα μοιά­ζουν νὰ μπαί­νουν καὶ γιὰ μέ­να σὲ μιὰ σει­ρά. Λύ­σεις καὶ δι­α­πι­στώ­σεις μὲ κα­θο­λι­κὴ ἰ­σχὺ ὡ­στό­σο δὲν ὑ­πάρ­χουν, ὅ­πως ἄλ­λω­στε δὲν ὑ­πάρ­χουν λύ­σεις, ἀ­λή­θει­ες καὶ ἠ­θι­κὰ ἢ ἄλ­λου εἴ­δους δι­δάγ­μα­τα στοὺς μι­κρό­κο­σμους τῆς Ντυ­βα­νέλ. Ἁ­πλῶς εἶ­ναι ἔ­τσι.

Μα­ζὶ μὲ ἕ­να κεί­με­νό της πρὸς δη­μο­σί­ευ­ση, ἡ συγ­γρα­φέ­ας εἶ­χε στεί­λει κά­πο­τε στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα WOZ (4.2.1994, Gloor & Kretzen 2021: 207) ἕ­να συ­νο­δευ­τι­κὸ κεί­με­νο, στὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­νέ­φε­ρε με­τα­ξὺ ἄλ­λων τὸ ἑ­ξῆς ἀ­φο­πλι­στι­κὰ δι­α­φω­τι­στι­κό: «Θὰ ἤ­θε­λα νὰ τὰ κά­νω ὅ­λα νὰ γί­νουν πιὸ ξε­κά­θα­ρα – κι ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη πά­λι ὄ­χι.»

Βι­βλι­ο­γρα­φί­α
– Dietiker, Pino: Was bleibt von Adelheid Duvanel? Versuch einer Spu­ren­suche. In: Narr. Das narrati­visti­sche Literatur­magazin 33, S. 194-201. Das Verlag, Basel 2021.
– Duvanel, Adelheid: Beim Hute meiner Mutter. Erzäh­lungen. Mit einem Nachwort von Peter von Matt. Nagel & Kimche im Carl Hanser Verlag, München 2004.
– Gloor, Lukas & Kretzen, Friederike: Sechs Briefe zu Adelheid Duvanel. In: Narr. Das narrativistische Literatur­magazin 33, S. 202-218. Das Verlag, Basel 2021.
– Matt, Peter von: Schreiben und Sterben einer Au­torin: Adelheid Duvanel. In: Die tintenblauen Eidgenossen. Über die literarische und po­litische Schweiz. Carl Hanser Verlag, München 2001.

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Μα­ριά­ννα Χά­λα­ρη (Ἀ­θή­να 1983). Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α καὶ Με­τά­φρα­ση-Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α, φοί­τη­σε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ ἐρ­γα­στή­ρια λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης. Σὲ με­τά­φρα­σή της ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κὰ κυ­κλο­φο­ροῦν ἔρ­γα φι­λελ­λή­νων τοῦ 19ου αἰ­ώ­να καὶ ἕ­να ἱ­στο­ρι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα. Συ­νερ­γά­ζε­ται μὲ τὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Γκαῖ­τε καὶ μὲ με­τα­φρα­στι­κὲς ἑ­ται­ρεῖ­ες. Με­τα­φρά­σεις της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἱ­στο­σε­λί­δες καὶ μπλόγκ.

Εἰκόνα: Ἡ συγ­γραφέ­ας, πιθα­νόν τέλη ’70 – ἀρ­χές ’80. Φωτο­γρα­φία: An­dré Muehl­haupt. Πηγή: ἐφη­μερί­δα Neue Zür­cher Zei­tung,

https://nzzas.nzz.ch/kultur/adelheid-duvanel-die-beharrlichkeit-verlorener-seelen-ld.1632254?reduced=true


https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Steven Brill – Ο Θάνατος της Αλήθειας

  Steven Brill   Ο Θάνατος της Αλήθειας Αντικλείδι Ο Θάνατος της Αλήθειας : Το βιβλίο του  Steven Brill  για την παραπληροφόρηση στα social ...