Nτάϊαν Ἄντριους Χένινγκφέλντ (Diane Andrews Henningfeld):
Τραγικά καί κωμικά στοιχεῖα στήν ἱστορία Λόφοι σάν λευκοί ἐλέφαντες
Τραγικά καί κωμικά στοιχεῖα
στήν ἱστορία Λόφοι σάν λευκοί ἐλέφαντες
Ο 1927 ὁ Ernest Hemingway ὁλοκλήρωσε καί ἐξέδωσε μιά συλλογή μικρῶν ἱστοριῶν του, μέ τίτλο Ἄνδρες χωρίς γυναῖκες. Ἡ συλλογή περιεῖχε ἀρκετές ἀξιόλογες ἱστορίες, τίς ὁποῖες οἱ κριτικοί ἔχουν ἐξετάσει προσεκτικά σχεδόν ἀπό τήν πρώτη μέρα τῆς ἔκδοσής τους. Ἀνάμεσά τους ἡ πλέον εὐρέως ἀνθολογημένη καί ἡ πιό συχνά διδασκόμενη, ἀκόμα καί τώρα, εἶναι ἡ ἱστορία Λόφοι σάν λευκοί ἐλέφαντες, πού συνεχίζει νά προκαλεῖ τό ἐνδιαφέρον τῶν εἰδικῶν καί τήν θερμή ἀντιγνωμία τῶν φοιτητῶν.
Πρόκειται γιά μιά παρά πολύ μικρή ἱστορία, περίπου χίλιες λέξεις, σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου διάλογος. Ἄν καί ὑπάρχει θέμα, ἀπουσιάζει ἡ πλοκή· ἄν καί ἀνάμεσα στούς κύριους χαρακτῆρες ἀνταλλάσσονται κουβέντες, καμιά λύση δέν δίδεται. Τό θέμα τῆς συζήτησής τους, δηλαδή ἡ ἔκτρωση, ποτέ δέν ἀναφέρεται ὀνομαστικά ἀπό κανέναν τους. Παρά τήν συντομία τῆς ἱστορίας, καί παρά τά κενά πού δημιουργεῖ ὁ διάλογος, οἱ λόγιοι συνεχίζουν νά γράφουν σελίδες ἐπί σελίδων κριτικοῦ σχολιασμοῦ. Ἕνα τόσο μεγάλο ἐνδιαφέρον γι’ αὐτήν, τό λιγότερο δείχνει πώς ἡ ἱστορία εἶναι πλούσια, ἀνοιχτή ὡς κείμενο, καί προσκαλεῖ τήν ἀναγνωστική συμμετοχή στήν διαδικασία ἀνεύρεσης νοήματος.
Ἐμφανίζεται παραπλανητικά ἁπλή. Ἕνας ἄνδρας καί μιά γυναίκα κάθονται σ’ ἕνα τραπέζι κάποιου ἱσπανικοῦ σιδηροδρομικοῦ σταθμοῦ, περιμένοντας τό τραῖνο. Μέ τήν συζήτηση στήν ὁποία ἐμπλέκονται, ὁ Hemingway φαίνεται νά ὑπαινίσσεται πώς πρόκειται γιά κουβέντα πού ἔχει ξεκινήσει καί συνεχίζεται. Ὁ ἀναγνώστης ρίχνεται στό μέσο τῆς κουβέντας χωρίς συμφραζόμενα καί πρέπει νά ἀποσπάσει ὅποια πληροφορία μπορεῖ ἀπό ὅσα λέγονται. Τό σκηνικό τῆς ἱστορίας εἶναι σύγχρονο μέ τήν γραφή της· δηλαδή, ἄν καί δέν σημειώνεται συγκεκριμένη ἡμερομηνία, μοιάζει νά τοποθετεῖται κάπου μεταξύ τῶν χρόνων μετά τόν Πρῶτο Παγκόσμιο, ἀλλά πρίν ἀπό τόν Ἱσπανικό Ἐμφύλιο. Ἐπιπλέον ἡ σκηνοθεσία εἶναι ἐξαιρετικά περιορισμένη, τόσο χρονικά ὅσο καί τοπικά. Στήν πρώτη κιόλας παράγραφο δίδεται τό πλαίσιο τῆς ἱστορίας μέ τήν ἀφηγηματική ἀναγγελία πώς «τό ἐξπρές ἀπό τήν Βαρκελώνη φτάνει σέ σαράντα λεπτά», καί ,πρός τό τέλος τῆς ἱστορίας, ἀναγγέλεται ἀπό τήν Ἱσπανίδα σερβιτόρα πώς «Τό τραῖνο φτάνει σέ πέντε λεπτά». Ἄρα, ὅλα τά τῆς ἱστορίας συμβαίνουν ἐντός τῶν τριαπέντε λεπτῶν. Ἐπιπρόσθετα οἱ χαρακτῆρες ποτέ δέν ἐγκαταλείπουν τόν συγκεκριμένο σιδηροδρομικό σταθμό.
Οἱ κριτικοί ἔχουν ἀναγνώσει τό διήγημα μέ διάφορους σημαντικούς τρόπους. Ἄλλοι ἐπικεντρώνονται στήν δομή του, σημειώνοντας τήν χρήση τοῦ διαλόγου καί τήν θέση τῶν λίγων καί σύντομων περιγραφικῶν σημείων. Ὁ John Hollander, γιά παράδειγμα, προτείνει τήν ἰδέα πώς ἡ ἱστορία ἐξελίσσεται ὅπως ἕνα φίλμ ἤ θεατρικό ἔργο καί πώς τά σύντομα περιγραφικά σημεῖα μποροῦν νά ἀναγνωσθοῦν ὡς σκηνοθετικές ὁδηγίες. Ἄλλοι ἀναπτύσσουν προσεκτικές καί περίπλοκες ἀναγνώσεις βασισμένες στό γλωσσικό ἐπίπεδο ἀνάλυσης τῶν λέξεων, ἐξετάζοντας τό πῶς ὁ Ηemingway χρησιμοποιεῖ τίς νύξεις, τίς παρομοιώσεις, τήν εἰκονοποιΐα καί τόν συμβολισμό. Κάποιοι ἀπ’αὐτούς ἐξετάζουν τίς πηγές του συνδέοντας τήν ἱστορία μέ τό νεωτεριστικό ἀριστούργημα τοῦ Τ.S. Eliot Ἔρημη Χώρα. Μιά ὁμάδα λογίων, πιό πρόσφατα, συγκεντρώνει τό ἐνδιαφέρον της στό φυλετικό λεξιλόγιο, παρατηρώντας πολύ προσεκτικά τούς διαφορετικούς γλωσσικούς τρόπους ἐπικοινωνίας πού χρησιμοποιοῦν ὁ Ἀμερικάνος καί ἡ Zίγκ. Κι ἀκόμα ἄλλοι ἐπιχειροῦν νά κάνουν χρήση τῶν αὐτοβιογραφικῶν χειρογράφων καί ἐπιστολῶν τοῦ Hemingway γιά νά ἀναγνώσουν μέρη τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς του μέσα στήν ἱστορία. Ὅπως καί νά ἔχει τό πράγμα τό γεγονός τῶν πολλαπλῶν τρόπων προσέγγισης τῆς ἱστορίας δέν σημαίνει πώς ἡ ἱστορία εἶναι ἐλαττωματική· περισσότερο σημαίνει πώς εἶναι ἕνα κείμενο πού προσκαλεῖ σέ συμμετοχή.
Σύμφωνα μέ τό ἐπιχείρημα τοῦ Paul Smith, ὁ Ηemingway δέν λέει στόν ἀναγνώστη «πῶς ἔφτασαν οἱ ἥρωες στήν παρούσα κατάσταση, ἤ πῶς θά λύσουν τήν σύγκρουση· δέν τό χρειαζόμαστε νά μᾶς εἰπωθεῖ, γιατί οἱ ἀπαντήσεις βρίσκονται ἐνσωματωμένες σέ ὅ,τι βλέπουμε καί ἀκοῦμε μέ τόση συντομία». Ἄν καί ὁ Smith μοιάζει μ’ αὐτήν τήν θέση νά προτείνει πώς οἱ «ἀπαντήσεις» βρίσκονται ἐκεῖ πρός ἀνάγνωση, ὑπάρχει ἡ πιθανότητα πολλαπλῶν ἀπαντήσεων χρησιμοποιώντας τίς ἴδιες ἀράδες τοῦ κειμένου.
Ἡ Dorothy Parker, σέ μιά ἀπό τίς πρῶτες κριτικές γιά τήν ἱστορία Λόφοι σάν λευκοί ἐλέφαντες, τήν περιέγραψε ὡς «εὐαίσθητη καί τραγική». Ἄν καί εἶναι ἀπίθανο νά ἐννοοῦσε ὅτι στούς Λόφους ἔβλεπε μιά τραγωδία μέ τήν κλασική Ἑλληνική σημασία, ἡ πρότασή της μπορεῖ νά ἀποτελέσει σημεῖο εἰσαγωγῆς στήν ἱστορία. Μιά ἐξέταση τόσο τῶν κωμικῶν ὅσο καί τῶν τραγικῶν στοιχείων ἀποκαλύπτει πῶς λειτουργοῦν αὐτές οἱ ἰδέες μέσα στήν ἱστορία, καί πῶς ὁ μοντερνισμός ἔχει μεταμορφώσει τίς ἴδιες αὐτές ἰδέες.
Ξεκινώντας, εἶναι σημαντικό νά ξεκαθαρίσουμε πώς ὁ ὅρος «κωμικό» δέν συνεπάγεται ἐδῶ χιοῦμορ, ἤ γέλιο. Σ’ αὐτήν τήν συζήτηση ἡ «κωμωδία» δέν παραπέμπει σέ τηλεοπτικές κωμωδίες σχεδιασμένες γιά νά εἶναι ἀστεῖες. Σύμφωνα μέ τόν σκοπό αὐτῆς τῆς συζήτησης, ἡ κωμωδία περισσότερο συνιστᾶ μορφή πού μπορεῖ νά λάβει τό μυθιστόρημα. Ἔχει τίς ρίζες της στίς ἀνοιξιάτικες τελετές γονιμότητας. Πανηγυρίζει τόν γάμο, τήν σεξουαλική ἕνωση, τήν γέννηση καί τήν συνέχεια τῆς κοινωνίας. Ὡστόσο δέν εἶναι πάντοτε ἀνάλαφρη· συχνά φέρει μαζί της τόν πόνο, τήν ματαίωση, καί μιά κοντινή καταστροφή. Ἡ ἀπειλή τοῦ θανάτου βρίσκεται πάντοτε ἐγκαταστημένη στήν ἀθέατη ἄλλη πλευρά τῆς κωμωδίας. Ἐν κατακλείδι, ὡστόσο, ὁ θρίαμβος πάνω στόν θάνατο εἶναι αὐτός πού δίνει στήν κωμωδία τήν χαρακτηριστική της φόρμα.
Ἡ τραγωδία ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ριζώνει στόν θάνατο καί τήν στειρότητα. Ἀναγγέλλει τό τέλος μιᾶς γενιᾶς, τό τέλος μιᾶς οἰκογένειας, τό τέλος τῆς κοινωνίας. Χαρακτηριστικές της εἰκόνες εἶναι ὁ χειμώνας καί ἡ ἄγονη γῆ. Στόν μοντερνισμό, τήν λογοτεχνική περίοδο πού ἡ ἔναρξή της τοποθετεῖται γενικῶς μέσα στόν Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ἀντανακλᾶται ἡ ἀπώλεια τῆς κουλτούρας στήν ἱστορία, ἡ ἀπώλεια τῆς παράδοσης καί τῆς βεβαιότητας μπροστά στό μακελειό τοῦ Πολέμου, περισσότερο πιθανό πλέον λόγῳ τῆς ἀνθρωπογενοῦς τεχνολογίας.
Ὁ μοντερνισμός μειώνει τό πεδίο τοῦ τραγικοῦ στήν λογοτεχνία, ἑστιάζοντας σέ ἐλάσσονες χαρακτῆρες μέσα σέ πιό περιορισμένες σκηνοθεσίες. Σέ ἀντίθεση μέ τίς τραγωδίες τοῦ παρελθόντος, οἱ ἥρωες πλέον δέν χρειάζεται νά εἶναι μεγαλύτεροι ἀπό τήν ζωή, παγιδευμένοι στά δικά τους τραγικά λάθη. Ἡ τραγική κίνηση μπορεῖ μᾶλλον νά ἐντοπισθεῖ στήν ἀλλοτρίωση καί ἀπομόνωση τῆς σύγχρονης ζωῆς. Ἡ μοντερνιστική τραγωδία τείνει νά δώσει ἔμφαση στήν εἰρωνική ἀποστασιοποίηση, καί στό ἥσυχο ἐλιοτικό τέλος «ὄχι μέ ἕνα μπάμ ἀλλά μ’ ἕνα κλαψούρισμα».
Περισσότερο προσεκτική ἐξέταση τῶν Λόφων ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ Ζίγκ καί ὁ Ἀμερικάνος βρίσκονται σέ μιά στιγμή πού παραπαίει στό ὅριο μεταξύ κωμικοῦ καί τραγικοῦ. Εἶναι ἡ στιγμή μιᾶς ἀπόφασης πού θά τούς σπρώξει πρός τήν μιά ἤ τήν ἄλλη κατεύθυνση. Τό τοπίο ὁλόγυρά τους ἀντανακλᾶ καί τά δύο πιθανά μελλούμενα. Ἀπό τή μιά πλευρά τοῦ σταθμοῦ ἡ γῆ εἶναι εὔφορη καί πράσινη. Τό νερό τοῦ ποταμοῦ τρέφει τήν νέα ζωή. Αὐτή εἶναι ἡ κωμική τοπογραφία, ἡ τοπογραφία τῆς ἀναγέννησης. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τοῦ σταθμοῦ ἡ γῆ εἶναι γυμνή, ἀφιλόξενη καί σκονισμένη, δέν τρέφεται καί δέν ἔχει καί ζωή. Ὁ Ἀμερικάνος, ἕνας τύπoς μέ σημαντικά ψεγάδια, ἀποτυγχάνει νά παρατηρήσει τήν διχοτόμηση τοῦ τοπίου. Ἡ ὀπτική του περιορίζεται ἀπό τίς ἀνάγκες καί τίς ἐπιθυμίες του. Ζεῖ τό διαρκές «τώρα» θέλοντας μόνο στιγμιαῖες ἀπολαύσεις, καί καμιά ἀνάπτυξη διαρκείας. Ἡ ἐγκυμοσύνη τοῦ κοριτσιοῦ, κατάσταση πού κατ’ ἀνάγκη δείχνει πρός τό μέλλον, ἔχει διαταράξει τήν τωρινή του ἰσορροπία. Ἡ ἀναγνώριση τῆς ἐγκυμοσύνης τόν πιέζει νά ἀναγνωρίσει τό μέλλον. Εἶναι ἐντυπωσιακό πώς ποτέ σ’ὁλόκληρη τήν ἱστορία δέν ἀναφέρει τήν λέξη «ἐγκυμοσύνη» λές καί μόνο τό νά τήν προφέρει θά ἐμπλέξει καί θά περιπλέξει τήν ζωή του.
Ἡ Ζίγκ ἀπό τήν ἄλλη, μοιάζει νά ἔχει ὑψηλή ἐπίγνωση τοῦ γκρεμοῦ πάνω ἀπ’ τόν ὁποῖο στέκεται. Ὅ,τι εὔχεται εἶναι ἡ κωμική λύση, πώς ὁ Ἀμερικανός θά τήν παντρευτεῖ, θά ἐπιστρέψουν στήν πατρίδα, καί θά δημιουργήσουν οἰκογένεια. Θά ἔχει συμμετοχή στή γέννηση τῆς ἑπόμενης γενιᾶς, καί ἡ προσοχή της θά ἑστιάζεται μπροστά. Ἐντούτοις, συνειδητοποιεῖ ἐπίσης ὅτι αὐτό πού εὔχεται νά συμβεῖ δέν ὁμοιάζει μέ αὐτό πού θά ἀποκτήσει. Ὅταν σηκώνεται καί περπατᾶ ὥς τήν ἄκρη τοῦ σταθμοῦ, παρατηρεῖ τήν εὔφορη κοιλάδα τοῦ Ἴμπρο μπροστά της, καί καταλαβαίνει τήν σύνδεση ἀνάμεσα στό τοπίο καί τό μέλλον πού ἐπιθυμεῖ. Σύμφωνα μέ τό ἐπιχείρημα τοῦ Barry Stampfl, «Ἡ Ζίγκ μέ τήν κουβέντα της γιά τό τοπίο ὑποδεικνύει τήν ἀλήθεια γιά τήν σχέση της μέ τόν Ἀμερικάνο καί γιά τά συναισθήματά της πρός τό ἀγέννητό της μωρό».
Kατά κάποιο τρόπο, αὐτή ἡ στιγμή εἶναι χορική, μέ τήν ἔννοια τοῦ χρονικοῦ σημείου ὅπου ὁ ἀποστασιοποιημένος παρατηρητής ἐκφράζει μιά κρίση γιά τούς χαρακτῆρες καί τίς πράξεις τους. Σ’ αὐτήν τήν τόσο μικρή, ἐλάχιστη, ἱστορία ἡ Ζίγκ πρέπει νά ἀναλάβει τόν ρόλο τοῦ ἴδιου τοῦ δικοῦ της χορικοῦ. Αὐτήν τή στιγμή, ἡ Ζίγκ βγαίνει ἀπό τόν ἑαυτό της καί βλέπει τήν εὐρύτερη κατάσταση. Κοιτάζοντας πέρα στήν κοιλάδα λέει: «Καί θά μπορούσαμε νά τά ἔχουμε ὅλα αὐτά… Καί θά μπορούσαμε νά ἔχουμε τό κάθε τι, καί κάθε μέρα τό κάνουμε καί πιό ἀπίθανο.» Εἶναι σάν νά συνειδητοποιεῖ ὅτι τό κωμικό τέλος ξεγλιστράει μακριά της. Ἴσως μπορεῖ νά παίξει ἕναν ρόλο στήν μοντερνιστική τραγωδία, μιά τραγωδία ὅπου, στήν καλύτερη περίπτωση, βρίσκει τόν ἑαυτό της ἀποξενωμένο καί μόνο μέ ἔντονη τήν ἐπίγνωση τῆς ἀπουσίας ζωῆς στήν μήτρα της. Στήν χειρότερη, πεθαίνοντας κατά τήν διάρκεια τῆς ἔκτρωσης σέ κάποια κλινική, μπορεῖ νά βρεθεῖ τριγυρισμένη ἀπό ἀνθρώπους πού δέ μιλοῦν τήν γλώσσα της.
Σέ ἀντίθεση, πάντως, μέ τίς παραδοσιακές κωμωδίες καί τραγωδίες, οἱ Λόφοι σάν λευκοί ἐλέφαντες δέν προσφέρουν μιά ἀναγνωρίσιμη λύση. Τό τέλος τῆς ἱστορίας μᾶλλον παραμένει δίχως συμπέρασμα, οἱ πιθανές λύσεις κατακερματισμένες. Γιά τήν Zίγκ, ἡ λαχτάρα γιά τήν εὔφορη κοιλάδα εἶναι καί ἡ λαχτάρα γιά ἕνα Ἐδεμικό παρελθόν καί ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐγκυμοσύνης ἡ ἐπιθυμία ἀπογόνων γιά τήν προέκταση στό μέλλον. Καμιά ἀπό τίς λύσεις δέν προσφέρουν τήν ἐκπλήρωση τῆς λαχτάρας της, καί τό γνωρίζει. Ὁ Ἀμερικάνος μέ τήν ματιά του στίς βαλίτσες τους, πού εἶναι γεμάτες ἀπό ταμπέλες ξενοδοχείων, σηματοδοτεῖ τόν πόθο του νά παραμείνει στό παρόν διαρκείας, ἕνα παρόν δίχως παρελθόν ἤ μέλλον. Καί πάλι, ἀνεξαρτήτως τῆς ἐπιλογῆς τους, ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνδρός θά παραμείνει ἀνεκπλήρωτη.
Ἡ ἱστορία τελειώνει, τό τραῖνο στάσιμο, ἀκινητοποιημένο γιά πέντε λεπτά στίς σιδηροδρομικές γραμμές. Παγωμένοι στό μεσοδιάστημα ἀνάμεσα στήν κωμική καί τήν τραγική λύση, οἱ χαρακτῆρες παραμένουν ἡ Ζίγκ καί ὁ Ἀμερικάνος, μέ τόν διάλογο σταματημένο. Ἄν καί κριτικοί, πανεπιστημιακοί, ἀναγνῶστες, φοιτητές μποροῦν νά διαφωνοῦν γιατί τό «τί θά συμβεῖ στή συνέχεια», ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς τίποτα δέν συμβαίνει στούς χαρακτῆρες μετά τό τέλος τῆς ἱστορίας. Ὁ Ηemingway ἀφήνει τούς χαρακτῆρες του ὅπως τούς βρῆκε, στό μέσον ἑνός εὐρύτερου κάτι , ἔξω ἀπό τά περιθώρια τῆς ἱστορίας. Πραγματικά ἡ Ζίγκ και ὁ Ἀμερικάνος φτάνουν στό σημεῖο νά ἐκπροσωποῦν αὐτή τή στιγμή τήν χαμένη γενιά. Δίχως λύση, ἀπομονωμένοι καί ἀποξενωμένοι μεταξύ τους, παραμένουν στόν ἐρημότοπο τοῦ ἀτελέσφορου, μέ τό ἐνδεχόμενο τῆς παράδοσης καί τῆς συνέχειας, ὅπως ἀναπαρίσταται στήν εὔφορη κοιλάδα, ἐντελῶς ἀπρόσιτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου