ΜΝΗΜΗ ΡΟΒΗΡΟΥ ΜΑΝΘΟΥΛΗ (1929 - 2022)
Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"
Πριν από δύο μήνες έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών ο σημαντικός σκηνοθέτης και συγγραφέας Ροβήρος Μανθούλης. Δεν είχα μπορέσει τότε να γράψω κάτι στο ιστολόγιο. Ένας φίλος του ιστολογίου, που μας διαβάζει από ένα γαλατικό χωριό, που γνώριζε τον εκλιπόντα, προθυμοποιήθηκε να μας στείλει το υλικό για τη σημερινή δημοσίευση. Έτσι, θα παρουσιάσουμε σήμερα την εισαγωγή από το βιβλίο του Ρ. Μανθούλη «Το ημερολόγιο του εμφύλιου διχασμού 1900-1974» (εκδόσεις Καστανιώτη).
Πρώτα όμως ένα σύντομο βιογραφικό.
Ο Ροβήρος Μανθούλης γεννήθηκε στην Κομοτηνή το 1929. Μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου γνώρισε, από πρώτο χέρι, τη μεταξική δικτατορία, την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο Πόλεμο. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Πάντειο, κινηματογράφο και θέατρο στο Πανεπιστήμιο Syracuse της Νέας Υόρκης, διεθνείς σχέσεις στη Σχολή Maxwell του ίδιου Πανεπιστημίου.
Έχει βραβευθεί τρεις φορές στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, καθώς και από την Ένωση Κριτικών, για την ταινία «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ». Το πραξικόπημα του 1967 τον βρήκε στο Φεστιβάλ της Ιέρ και στις Κάνες, με την ταινία «Πρόσωπο με πρόσωπο». Η χούντα την απαγόρευσε και του αφαίρεσε το διαβατήριο.
Η γαλλική τηλεόραση του πρότεινε συνεργασία, η οποία κράτησε πολλά χρόνια. Γύρισε πολλά εθνολογικά ντοκιμαντέρ και στις πέντε ηπείρους, την ταινία «Μπλουζ με σφιγμένα δόντια» στην Αμερική, καθώς και τις «Ακυβέρνητες Πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα στα Ιεροσόλυμα, έργο που μεταδόθηκε πενήντα φορές από τη γαλλική τηλεόραση. Γι’ αυτή την ταινία άρχισε να συλλέγει το υλικό που οδήγησε στο παρόν Ημερολόγιο του Εμφύλιου Διχασμού.
Με την επάνοδο της δημοκρατίας στην Ελλάδα, από τη θέση του γενικού διευθυντή Προγράμματος και Εκπομπών, συνέβαλε στη μετατροπή του ΕΙΡΤ σε ΕΡΤ και, αργότερα, της ΥΕΝΕΔ σε ΕΡΤ2. Ανάμεσα στις πρόσφατες ταινίες του περιλαμβάνονται: «Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος», «Η δικτατορία των συνταγματαρχών», «Η δική μου Γιάφα» (με θέμα τη διασπορά των Παλαιστινίων) και η ελληνογαλλική συμπαραγωγή «Lilly’s story», που πήρε μέρος στο Φεστιβάλ Βενετίας. Έχει μετάσχει σε κριτικές επιτροπές πολλών διεθνών φεστιβάλ, εξέδωσε έξι βιβλία, προϊόν των εμπειριών και των ιστορικών του μελετών, και χρημάτισε, για μια δεκαετία, εκλεγμένος πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας του Παρισιού. Τιμήθηκε με το Μετάλλιο της Πόλεως του Παρισιού για τη συμβολή του στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων και τεχνών στη Γαλλία.
Η εισαγωγή του Ροβήρου Μανθούλη από το βιβλίο του
Μου δόθηκε η ευκαιρία να γυρίσω μερικές ταινίες που αγγίζουν την πολιτική ιστορία της χώρας μας, την οποία ωστόσο έχω ζήσει και ο ίδιος από κοντά, πολύ κοντά. Οι ταινίες αυτές είναι: «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ», «Πρόσωπο με πρόσωπο», «Η Ελλάδα του Καραμανλή», «Οι ναυαγοί της Ιστορίας», «Ακυβέρνητες πολιτείες» (από το σχεδόν αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Στρατή Τσίρκα), «Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος», «Βίοι παράλληλοι του Εμφυλίου», «Η δικτατορία των συνταγματαρχών» και το —σχεδόν αυτοβιογραφικό— «Lilly’s story». Μερικές άλλες ταινίες, παράλληλα, οι οποίες απαιτούν ιστορική τεκμηρίωση, αναφέρονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, την Γαλλία, την Αγγλία, την (τότε) Σοβιετική Ένωση, την Ιταλία, τη Ρουμανία, την Ιρλανδία, την Αυστραλία, την Κούβα, την Αργεντινή, την Αίγυπτο, τον Λίβανο, την Ιορδανία, το Ισραήλ και την επικράτεια της Παλαιστίνης, πρόσφατα. Προσθέτω δύο ακόμα έρευνες, για το Κυπριακό πρόβλημα και για την ανάμιξη της ελληνικής χούντας στο σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ, που οδήγησε στην αποπομπή του Νίξον από την προεδρία των ΗΠΑ. Πριν καταπιαστώ με το σενάριο τους, φρόντιζα πάντα να συλλέξω όλα εκείνα τα ιστορικά δεδομένα που σχετίζονται κάθε φορά με το θέμα και να τα καταγράψω με μια ημερολογιακή διάταξη, χρόνο με το χρόνο, μήνα με το μήνα, μέρα με τη μέρα όπου χρειαζόταν, ακόμα και ώρα με την ώρα καμιά φορά. Υπάρχει ο κίνδυνος, σε μια ταινία, τόσο η δράση όσο και οι διάλογοι ή η αφήγηση να είναι ανακριβείς ως προς την ιστορική αλήθεια, αν δεν βρεθεί τρόπος να ελέγχονται διαρκώς.
Οι ταινίες, όπως και τα μυθιστορήματα, είναι, ή πρέπει να είναι, μαρτυρίες μιας εποχής, μιας γενιάς, ενός μέρους της ανθρωπότητας. Ο ιστορικός μελετάει τα γεγονότα μέσα από τα ντοκουμέντα, ο σκηνοθέτης μέσα από τον άνθρωπο που τα έζησε. Οι ιστορικοί ειδικεύονται συνήθως σε ένα μέρος της Ιστορίας και έχουν ως σημείο αναφοράς τις χρονολογίες που αντιστοιχούν σ΄ αυτό το κομμάτι. Όμως ο άνθρωπος, όπου και αν βρίσκεται, είναι συνισταμένη πολλών συντεταγμένων της Ιστορίας, πολλές από τις οποίες δεν είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού. Ένα ημερολόγιο πρέπει να συμπεριλαμβάνει όλα τα γεγονότα που μπορεί να υποψιαστεί κανείς πως είναι καθοριστικά για την εποχή του. Όταν καταχωρηθούν χρονολογικά και έρθουν δίπλα-δίπλα γεγονότα που μοιάζουν άσχετα μεταξύ τους, συμβαίνει καμιά φορά να βρεθείς μπροστά σε αποκαλυπτικές ιστορικές εκπλήξεις. Αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος που με έκανε να ξεκινάω κάθε φορά με την προετοιμασία ενός όσο γινόταν πιο ολοκληρωμένου ημερολογίου. Χρονολόγιο θα ήταν ο σωστός όρος, αν το προσωπικό βίωμα δεν συνόδευε τις τρέχουσες ημερομηνίες —τουλάχιστον από το 1936 και ύστερα— και αν δεν συμπληρωνόταν από τα βιώματα των γονιών μου, προσφύγων του 1922, και ιδιαίτερα του πατέρα μου, που έζησε έντονα τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη μνήμη του οποίου και αφιερώνεται το παρόν πόνημα.
Αυτές οι χρονολογίες και τα γεγονότα που συνδέονται μαζί τους έχουν βέβαια την αξία ότι επιλέχθηκαν, μέσα από ένα αχανές υλικό, με προσωπικά και υποκειμενικά κριτήρια. Από αυτές που αναφέρονται στην ελληνική ιστορία, οι περισσότερες συνδέονται βασικά με την εξέλιξη του εθνικού Διχασμού και τη μετατροπή του σε στυγνές δικτατορίες και γενικευμένο εμφύλιο πόλεμο. Η αντικειμενικότητα και η ακρίβειά τους είναι συνάρτηση της πηγής από όπου προέρχεται το υλικό αυτό (γιατί, όπως ξέρουμε, τα ιστορικά πονήματα, ακόμα και τα τεκμήρια, δεν στερούνται λαθών). Όμως, στο σύνολο τους, δεν μπορεί παρά να είναι χρήσιμες τόσο γι΄ αυτόν που θέλει να τοποθετήσει χρονολογικά κάποια ιστορικά γεγονότα όσο και γι΄ αυτόν που θέλει να προβεί σε μια στοιχειώδη ανάγνωση του 20ού αιώνα, του ελληνικού αλλά και του ευρωπαϊκού —γιατί ό,τι γίνεται στην Ελλάδα είναι άμεσα εξαρτημένο από τις παράλληλες πολιτικές και πολεμικές εξελίξεις στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο.
Η πιο αμφιλεγόμενη περίοδος, όχι τόσο για τις ιστορικές χρονολογίες όσο για τις πολιτικές παρατηρήσεις, είναι η Εθνική Αντίσταση (1941-1944) και ο Εμφύλιος, ο οποίος ξεκινάει ουσιαστικά από τον Δεκέμβρη του 1944. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι, λόγω της μυστικότητας της δράσης και της παράνομης λειτουργίας των οργανώσεων της Αριστεράς, τα γεγονότα και η αποτίμησή τους δεν αποτυπώνονται πάντοτε στα αρχεία (αν και πολλά από τα αρχεία του ΚΚΕ και του Δημοκρατικού Στρατού έχουν διασωθεί). Άλλωστε, ακόμα και τα ελληνικά κρατικά αρχεία είναι ελλιπή, ιδιαίτερα τα στρατιωτικά. (Είναι γνωστό ότι η χουντική διοίκηση του στρατού προέβη στην καταστροφή πολλών αρχείων, και όχι μόνο οπτικοακουστικού υλικού). Για τις περιόδους αυτές, πολύτιμες είναι οι προσωπικές μαρτυρίες, πολλές από τις οποίες έχουν δημοσιευθεί. Για την περίοδο του Εμφυλίου ιδιαίτερα, έχουν εκδοθεί τα τελευταία χρόνια αρκετές σοβαρές ιστορικές μελέτες· μια από τις πιο εμπεριστατωμένες είναι το βιβλίο του Βασιλείου Κόντη Η αγγλοαμερικανική πολιτική και το ελληνικό πρόβλημα, 1945-1949 (Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1984), το οποίο υπήρξε πολύτιμος οδηγός και για το παρόν χρονολόγιο.
Όταν ετοίμαζα την ταινία για τον Εμφύλιο του 1946-1949, το πρώτο ερώτημα που ορθώθηκε μπροστά μου ήταν από πού έπρεπε να αρχίσει η εξιστόρηση. Πόσο πίσω έπρεπε να πάω; Στο Λιτόχωρο, την πρώτη αυτή επίθεση των ανταρτών που συμπίπτει με την ημέρα των εκλογών, δηλαδή με την αποχή της Αριστεράς, στις 31 Μαρτίου του 1946; Στη Συμφωνία της Βάρκιζας, που είχε προηγηθεί, και συμπίπτει με τη Συμφωνία της Γιάλτας, δηλαδή στις 12 Φεβρουαρίου του 1945; Στα Δεκεμβριανά, που ήταν βέβαια ο πρώτος Εμφύλιος, δηλαδή στις 3 Δεκεμβρίου του 1944 όταν η Αστυνομία πυροβόλησε τους διαδηλωτές στην πλατεία Συντάγματος, αφήνοντας περί τους τριάντα νεκρούς; Αλλά τι οδήγησε στα Δεκεμβριανά; Δεν εμφανίζεται έτσι στα ξαφνικά μια εμφύλια σύγκρουση… Μήπως έπρεπε να πάμε πιο πίσω, στο αντιβασιλικό κίνημα της Μέσης Ανατολής, στο πρώτο του 1943 και στο δεύτερο του Μαρτίου και Απριλίου του 1944; Ή μήπως ακόμα πιο πίσω, στη μεγάλη εμφύλια σύρραξη ανάμεσα στις αντάρτικες ομάδες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ στα βουνά της Ηπείρου; Σε όλες αυτές τις συρράξεις πλανάται η σκιά του εξόριστου στο Λονδίνο βασιλιά Γεωργίου Β΄, τον οποίο ο Τσόρτσιλ βιάζεται να ξαναφέρει στην Ελλάδα χωρίς δημοψήφισμα —ενός βασιλιά ο οποίος, με την πίεση των Άγγλων, είχε ήδη επιστρέψει από την πρώτη του εξορία, το 1935, για να επιβάλει το 1936 την «4η Αυγούστου», δηλαδή τη δικτατορία του Μεταξά.
Από κάπου, βέβαια, έπρεπε ν΄ αρχίσει αυτή η ταινία! Γιατί όχι από το μεγάλο γεγονός που οδήγησε στην πανελλήνια αντίσταση της Αριστεράς (στο ΕΑΜ, και το σημαντικό ένοπλο τμήμα του, τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, σε όλα σχεδόν τα ελληνικά βουνά), από την κατάληψη δηλαδή της Ελλάδας απ’ τον γερμανικό χιτλερικό στρατό; Και, φυσικά, από την είσοδο της Βέρμαχτ στην Αθήνα, την 27η Απριλίου του 1941. Πώς εξηγείται όμως η άνοδος της Αριστεράς και η ανάδειξή της σε αποκλειστική σχεδόν αντιστασιακή δύναμη, καθοδηγούμενη από ένα κόμμα, το ΚΚΕ, που πριν από τον πόλεμο δεν επηρέαζε πάνω από το 10 % του ελληνικού λαού;
Η Ελλάδα ήταν βασικά χωρισμένη —και μάλιστα από καιρό— σε βασιλικούς συντηρητικούς (αντιβενιζελικούς) και βενιζελικούς φιλελεύθερους (αντιβασιλικούς, που αποτελούσαν σίγουρα την πλειοψηφία του ελληνικού λαού, στην οποία και στηρίχτηκε το ΕΑΜ). Μήπως λοιπόν θα έπρεπε να είχαμε πάει ακόμα πιο πίσω, στη δικτατορία του Μεταξά που εκτόπισε πολλούς φιλελεύθερους ηγέτες, μαζί με τους κομμουνιστές; Αλλά πώς θα εξηγηθεί αυτή η δικτατορία της βασιλικής Δεξιάς αν δεν μιλήσουμε για το αιματηρό και αποτυχημένο «βενιζελικό» κίνημα του 1935; Και, φυσικά, για την κορυφαία εμφύλια σύγκρουση, την πιο βίαιη, αυτήν που σφράγισε με αίμα τις προσωπικές αντιπαλότητες και προκάλεσε μισό ακόμα αιώνα πολιτικής αλληλοεξόντωσης, δηλαδή για την αντιβασιλική επανάσταση του 1922, η οποία δίκασε και οδήγησε στο εκτελεστικό απόσπασμα τη βασιλική κυβέρνηση, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, εξόρισε τη βασιλική οικογένεια καν οδήγησε στην ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας του 1924. Η εκτέλεση, ουσιαστικά, μιας ολόκληρης κυβέρνησης (βλ. «Δίκη των Έξ») ένα αποτέλεσμα μπορούσε, ασφαλώς, να έχει: τον Εμφύλιο Διχασμό. Ένα διχασμό που είχε αρχίσει νωρίτερα, αμέσως μετά το ξέσπασμα του πολέμου του 1914, με το όνομα «εθνικός», γιατί η χώρα οδηγήθηκε σε αυτόν από τις πιέσεις των αντίπαλων Μεγάλων Δυνάμεων, που προκάλεσαν τη διχοτόμηση όχι μόνο της εξωτερικής πολιτικής αλλά και της ίδιας της χώρας. «Η προσωπικότης του Βενιζέλου», γράφει ο Γρηγόριος Δαφνής (Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων), «είχε χωρίσει την Ελλάδα εις δύο στρατόπεδα, αλληλοϋποβλεπόμενα, αλληλοκατηγορούμενα, αλληλομισούμενα. Οι Έλληνες εγεννώντο και απέθνησκον βενιζελικοί ή αντιβενιζελικοί. Είχον παύσει να σκέπτονται πολιτικά. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος εσκέπτετο διά λογαριασμόν όλων των Ελλήνων». Κάπως έτσι έγινε και στην Κατοχή, με την Αριστερά, τη Δεξιά και τους αρχηγούς τους.
Μοιάζει βέβαια παράδοξο ν’ αρχίσει κανείς μια ταινία που έχει για θέμα της τον Εμφύλιο του 1946-1949 από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο του 1914! Ωστόσο, ο Εμφύλιος δεν ήταν παρά ένας («ψυχρός») πόλεμος των Μεγάλων ανταγωνιστικών Δυνάμεων που περνούσε μέσα από τα ελληνικά κορμιά. Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν η συνέχεια του Β’ Παγκόσμιου, που ήταν συνέχεια του Α΄ Παγκόσμιου. Έτσι και ο Εμφύλιος Πόλεμος ήταν η συνέχεια των εθνικών και εμφύλιων διχασμών του αιώνα.
Μια Ελλάδα «υπό προστασία»
Όταν μια χώρα είναι «προστατευόμενη», στη διεθνή διπλωματική γλώσσα ονομάζεται προτεκτοράτο. Αυτό ήταν ουσιαστικά η Ελλάδα μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου που εξασφάλισε την ανεξαρτησία, αλλά όχι και την ακεραιότητά της. Οι ξένες δυνάμεις, δηλαδή η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία, έθεσαν το νέο επαναστατικό κράτος, που αποσχίσθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπό την προστασία τους και εγγυήθηκαν την ανεξαρτησία του, υπό όρους, απέναντι στον Σουλτάνο. (Ακόμα πιο προβληματική ήταν η αυτονομία της Κρήτης, παρά τις επανειλημμένες εξεγέρσεις των Κρητικών, στις οποίες αντιτάχθηκαν οι Σύμμαχοι για να μη δυσαρεστήσουν τον Σουλτάνο). Όμως, η Ελληνική Επανάσταση δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμη. Το μεγαλύτερο μέρος της «γεωγραφικής Ελλάδας» παρέμεινε κάτω από τον οθωμανικό ζυγό. Μάλιστα, θα μπορούσε να πει κανείς πως μέχρι σήμερα η Ελληνική Επανάσταση του ’21 δεν έχει ολοκληρωθεί, και αυτό είναι η αιτία πολλών παθών της χώρας μας σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Για παράδειγμα, η Κύπρος —που ανήκε μόνιμα στη «γεωγραφική Ελλάδα», μαζί με την Ίμβρο και την Τένεδο— έχουν μείνει απέξω. Η Κρήτη ενώθηκε με την Ελλάδα μόλις το 1912, και η Δωδεκάνησος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1945!
Το Ανατολικό Ζήτημα
Καταρχάς, μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό, οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αυστρία, Ρωσία, Πρωσία, Γαλλία, Αγγλία), με πρωτοβουλία του Μέτερνιχ, συνέπραξαν σε μια «Ιερά Συμμαχία», σκοπός της οποίας ήταν να καταπολεμήσουν τις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης, να προλάβουν εθνικές εξεγέρσεις οπουδήποτε στην Ευρώπη και να διατηρήσουν παντού τα παραδοσιακά μοναρχικά καθεστώτα. Άλλωστε, αυτός είναι και ο λόγος που ανάγκασαν αργότερα την Ελλάδα—που δεν είχε αριστοκρατική τάξη και βασιλική οικογένεια— να δεχτεί ξένο μονάρχη: τον Όθωνα στην αρχή και, μετά την εκδίωξή του, τη βασιλική οικογένεια των Γλίξμπουργκ. Όμως η εξασθένιση, στη νοτιοανατολική Ευρώπη, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (του «Μεγάλου Ασθενούς», όπως την ονόμαζαν) οδηγούσε αναπόφευκτα σε ανακατατάξεις στα Βαλκάνια, που εντείνονταν λόγω των εξελίξεων που είχε δρομολογήσει η Γαλλική Επανάσταση. Το μέλλον της περιοχής αυτής και οι καινούριες σφαίρες επιρροής που προσφέρονταν, χωρίς να ξεχάσουμε τα Στενά, δηλαδή τα Δαρδανέλια, για την τύχη των οποίων ενδιαφέρονταν όλες οι ναυτικές δυνάμεις, με πρώτη τη Ρωσία, όλα αυτά —αν προσθέσουμε και την «προώθηση προς Ανατολάς» (Drang nach Osten), παραδοσιακή πολιτική της Αυστρίας και της Πρωσίας— πήραν το όνομα «Ανατολικό Ζήτημα».
Το Ανατολικό Ζήτημα όμως έρχεται να το περιπλέξει η Ελληνική Επανάσταση και η τάση της για «προώθηση προς Βορράν», δηλαδή προς τη Θεσσαλονίκη —και πέραν αυτής—, γεγονός που έκλεινε το δρόμο στην Αυστρία και τη Γερμανία, γιατί η «προώθηση προς Ανατολάς» υπολόγιζε και στο «πέρασμα» που προσέφεραν οι πεδιάδες της ευρύτερης Μακεδονίας. Στο συνέδριο του Βερολίνου (1878) ο Μπίσμαρκ δήλωνε: «Αυτός που κατέχει τη Μακεδονία εξουσιάζει τα Βαλκάνια». Όπως γράφει ο Νίκος Σβορώνος στο βιβλίο του Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, η Μακεδονία αποβαίνει στο εξής το καίριο σημείο του Ανατολικού Ζητήματος γιατί αποτελεί την οδό του Drang nach Osten…
Προς το τέλος του 19ου αιώνα, η Ελλάδα αναμένει κάθε ρωσοτουρκικό πόλεμο για να προωθηθεί σε καινούρια εδάφη. Ο 20ός αιώνας βρίσκει και την Ελλάδα και την Τουρκία χρεωμένες βαθύτατα: την Ελλάδα στους Αγγλογάλλους (που οργανώνουν το στρατό και το Ναυτικό της), την Τουρκία και στους Γερμανούς (που οργανώνουν τον δικό της στρατό και ενισχύουν την οικονομία της). Ο Γερμανός στρατηγός Λίμαν φον Ζάντερς είναι ο πραγματικός αρχηγός των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων.
Είναι πια φανερό πως η Γερμανία και οι Δυνάμεις που την περιβάλλουν ασφυκτικά οδηγούνται σε πόλεμο. Στην αντιδικία τους για τις αφρικανικές αποικίες και στην «προώθηση προς Ανατολάς» (που αργότερα ο Χίτλερ θα ονομάσει «ζωτικό χώρο») έρχεται να προστεθεί η πρώτη ανακάλυψη κοιτάσματος πετρελαίου, το 1901, στο Ιράκ, το οποίο ήταν ακόμα επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Αγγλία δεν είναι μακριά. Έχει ήδη βάλει πόδι στην Αίγυπτο —μετά την αποτυχημένη εκστρατεία του Ναπολέοντα— και ελέγχει τα απέναντι Στενά, δηλαδή το κανάλι του Σουέζ.
Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου