Yannis Ritsos-Poems, Selected Books, Volume III
YANNIS RITSOS-POEMS, Selected Books, Volume III
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ/PERSEPHONE
(Απόσπασμα//excerpt)
Δω πέρα, ένα σωρό φωνές κι ανταύγειες, απ’ αντίθετες μεριές, σε καλούν, σε μοιράζουν,
σαν όταν μπαίναμε στο Στάδιο —θυμάσαι;— καυτερά απογεύματα,
το μάρμαρο ζεστό — μας έκαιγε τα πόδια· οι κερκίδες αχνίζαν· δεν ξέραμε
ποιό απ’ όλα εκείνα τα γυμνά κορμιά ν’ απομονώσουμε· — ένα ατέλειωτο τέντωμα·
πληθαίνανε τα μάτια μας, μας κύκλωναν το πρόσωπο
πασκίζοντας να δουν κυκλικά, γύρω γύρω τα σώματα. Τ’ ακόντια ζυγιάζονταν·
ένα πόδι τινάζονταν στον αέρα· ο δίσκος άστραφτε·
χιλιάδες πέλματα έλαμπαν πετώντας· ένα κάθιδρο στήθος
άγγιζε λαχανιάζοντας το νήμα· — δεν πρόφταινες.
Ποτέ δεν επαρκούμε στις επιθυμίες μας. Η επιθυμία δεν επαρκεί. Απομένει
η κούραση, η παραίτηση, — μια ευτυχισμένη σχεδόν αβουλία,
ο ιδρώτας, η διάσπαση, η ζέστη. Ώσπου φτάνει, επιτέλους, η νύχτα
να σβήσει τα πάντα, να τα σμίξει σ’ ένα στέρεο και άυλο σώμα, δικό σου,
να φυσήξει μια στάλα απ’ το πευκοδάσος ή κάτω απ’ τη θάλασσα,
να βουλιάξουν τα φώτα, να βουλιάξουμε.
Έξω απ’ τα παράθυρα
ακούς να περνάει ο πλανόδιος βιολιστής, ο κουτσός φανοκόρος,
εκείνοι οι αμίλητοι, αργοπορημένοι οδοιπόροι κρατώντας στα χέρια τους
δρύινα κιβώτια δεμένα με κόκκινες ταινίες, και οι άλλοι
πεσμένοι μπρούμυτα, χτυπώντας με τις δυο παλάμες τους το χώμα.
Here, a variety of voices and reflections, coming
from different directions, call you, share you,
like when we entered the Stadium, remember,
during the hot afternoon, the warm marble seats
burnt our legs; the stands steamed; we didn’t know
which of those naked bodies to isolate, a constant
stretching, our eyes expanded, surrounded our faces
trying to see in a circular fashion the bodies all
around. The spears were balanced; one leg was
raised up in the air; the discus sparkled; thousands
of soles shone as if flying; a sweaty breast touched
the finishing thread; you had no time.
We never felt content with our desires. Desire isn’t
enough. Tiredness remains, the let-down, an almost
happy inactivity, the sweat, the friction, the heat.
Until, finally, night comes to erase everything
to mix them all together in a firm flesh-less body,
yours, to bring a light breeze from the forest or
the sea to sink all the lights, so that we sink too.
You hear the passing violin player out of the windows,
the limping lamppost attendant, those voiceless walkers
having boxes made of oak wood with red ribbons
in their hands and the others facing the ground,
pounding the soil with their palms.
https://vequinox.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου