Νάνσυ Ἀγγελῆ Μιὰ ἐπίσκεψη ἀπὸ τὸ παρελθόν |
Νάνσυ Ἀγγελῆ
Ο ΠΑΡΕΛΘΟΝ μοῦ χτύπησε τὴν πόρτα τὶς προάλλες. Ἦρθε ἀπρόοπτα, ὅπως συνηθίζει, κι ἐγὼ ἀναγκάστηκα νὰ τοῦ πῶ πὼς ἑτοιμαζόμουν νὰ βγῶ. Μὲ κοίταξε γιὰ λίγο σκεπτικό, κι ὕστερα μοῦ πρότεινε νὰ βγοῦμε παρέα. Ἐγὼ δέχτηκα, κυρίως ἀπὸ φιλοπονιά, γιατί ξέρω πόσο μόνο του νιώθει τὸ παρελθόν. Οἱ περισσότεροι φίλοι του ἔχουν πεθάνει καὶ πολὺ λίγοι ἀπ’ ὅσους ζοῦν ἀκόμα, τὸ θυμοῦνται καμιὰ φορά. Ἀλλά, κι αὐτοὶ μὲ τὴ σειρὰ τους εἶναι τόσο ἡλικιωμένοι ὥστε κανεὶς δὲν δίνει πιὰ σημασία σ’ αὐτὰ ποὺ λένε. Ὅταν πεθάνουν κι αὐτοὶ οἱ λιγοστοὶ ποὺ τοῦ ἔχουν ἀπομείνει, τὸ παρελθὸν θὰ πεθάνει μαζί τους. Βέβαια, νέα παρελθόντα γεννιοῦνται, ἀλλὰ εἶναι ὅλα καταδικασμένα στὴν ἴδια μοίρα. Ὅπως καὶ νὰ τὸ δεῖ κανείς, ἕνα παρελθὸν ὑποφέρει πάντα ἀπὸ μοναξιά. Ὅσο πιὸ μακρινὸ εἶναι μάλιστα, τόσο τὸ χειρότερο. Αὐτὸ τὸ παρελθὸν γιὰ τὸ ὁποῖο σᾶς μιλῶ, μοῦ τὸ σύστησε ἡ γιαγιά μου. Ἡ μαμὰ ἐπίσης τὸ γνώρισε, ἀλλὰ ὄχι τόσο καλά. Ἀπὸ τότε ποὺ ἡ γιαγιὰ πέθανε, πᾶνε λίγα χρόνια τώρα, τὸ παρελθὸν ἔρχεται καὶ μὲ ἐπισκέπτεται καμιὰ φορὰ γιατὶ ξέρει πόσο ἀγαποῦσα τὶς ἱστορίες ποὺ μοῦ διηγιόταν ἡ ἀγαπημένη μου γιαγιά. Ἔτσι, παίρνει τὸ θάρρος καὶ μοῦ χτυπᾶ τὴν πόρτα καμιὰ φορὰ ὅταν νιώθει ἀπελπιστικὰ μόνο ἢ πολὺ θλιμμένο. Τὸ παρελθὸν ἔχει ἀνάγκη τὴν φιλοξενία τῶν νέων, γι’ αὐτὸ ἔρχεται σ’ ἐμένα καὶ δὲν πάει στῆς μαμᾶς. Ἡ μαμὰ δὲν θέλει νὰ θυμᾶται. Τὸ γνωρίζει λέει τὸ παρελθόν, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι τῆς γενιᾶς της παλεύανε πάντα γιὰ ἕνα καλύτερο μέλλον. Τόσο πολὺ παλέψανε γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ ποὺ ὅταν τελικὰ ἦρθε, ξεχάσανε ὅλα τ’ ἄλλα. Ὅταν κάνουμε αὐτὲς τὶς κουβέντες θυμώνει λίγο, ἐπισφραγίζει τὴν θέση της μὲ μιὰ μομφή, λέγοντας πάντα τὴ φράση «γιὰ σᾶς τὰ κάναμε ὅλα, γιὰ νὰ ζήσετε ἐσεῖς καλύτερα». Τὴν καταλαβαίνω τὴ μαμά, εἶναι ἐκείνη ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει ὅτι χωρὶς παρελθὸν δὲν ὑπάρχουν ρίζες, δὲν ὑπάρχει μέλλον. Γι’ αὐτὸ δέχομαι πάντα τὶς ἐπισκέψεις τοῦ καημένου τοῦ παρελθόντος τῆς γενιᾶς τῆς γιαγιᾶς, κι ἄς γίνεται πληκτικὸ καὶ φορτικὸ καμιὰ φορά. Ὅπως ὅλοι ὅσοι νιώθουν παραμελημένοι ἢ παραγκωνισμένοι, ἀρέσκεται νὰ ἐπαναλαμβάνει τὰ μακρινὰ κατορθώματά του. Συνηθίζει νὰ λέει ὅτι ἄλλαξε τὸν ροῦ τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ παραδέχεται μὲ πίκρα ὅτι ὅσο κι ἂν προσπαθήσει, ὅ,τι καὶ νὰ κάνει, τὸ παρὸν θὰ κλέβει πάντα τὶς ἐντυπώσεις. Πῶς γίνεται, μὲ ρωτᾶ καὶ μιὰ ἀδύναμη σπίθα θυμοῦ ἀστράφτει στὰ θολά του μάτια, νὰ εἶναι πανταχοῦ παρόν, ὅπου κι ἂν γυρίσει κανεὶς νὰ κοιτάξει, κι ὅμως κανεὶς νὰ μὴν τὸ βλέπει; Στοὺς ἀνθρώπους ἀρέσει νὰ κάνουν πάντα τὰ ἴδια λάθη, τοῦ ἀπαντῶ. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ξεχνοῦν κι εὔκολα. Χειρότερα κι ἀπὸ χρυσόψαρα, μοῦ λέει ἐκεῖνο. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ χειρότερο, συμπληρώνει κουνώντας διδακτικὰ μπροστὰ στὴ μύτη μου τὸ ζαρωμένο του δάχτυλο: ἡ λήθη. Ἡ ἀπώλεια τῆς συλλογικῆς μνήμης.
Κατηφορίσαμε ἀργὰ μέχρι τὴν κεντρικὴ πλατεία. Ἐκεῖ ποὺ κάποτε ἦταν χωμάτινη ἀλάνα σήμερα ὑπάρχει μόνο ἡ σκόνη τῶν αὐτοκινήτων. Τὸ παρελθὸν θυμᾶται τὴν πέτρινη βρύση, τὶς στάμνες, τοὺς γυμνοὺς ἀστραγάλους... Ἀργότερα ἦρθαν ταραγμένοι καιροί. Ἡ πλατεία μετατράπηκε σὲ πεδίο μάχης. Τὸ παρελθὸν θυμᾶται. Σήμερα στὴ μέση τῆς πλατείας δεσπόζει τὸ μπρούτζινο ἄγαλμα κάποιου ἀγωνιστῆ. Μὴ μὲ ρωτήσετε ποιός ἀκριβῶς εἶναι, δὲν ξέρω νὰ σᾶς πῶ, ἡ ἐπιγραφὴ εἶναι ἄλλωστε μισοσβησμένη καὶ τὸ παρελθὸν διψάει. Αὐτὸ ποὺ ξέρω, καὶ σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἡ ἐπιγραφὴ δὲν ἀφήνει περιθώρια γιὰ παρανοήσεις, εἶναι ὅτι ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπ’ τὸ ἄγαλμα ἔχει ἀνοίξει ἕνα ἐκπληκτικὸ «cafe» ποὺ σερβίρει οἰκολογικὰ ροφήματα ἀπ’ ὅλο τὸν κόσμο καὶ εὐφάνταστα κρύα σνάκς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου