Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2022

ΕΠΙΦΑΝΙΑ 1937 -- George Seferis-Collected Poems

 George Seferis-Collected Poems

18/02/2022

 ΕΠΙΦΑΝΙΑ 1937

Τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ’ ασφοδίλια
το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου
χρυσά’ τ’ άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ’ άστρο ο Αλδεβαράν.

Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,
καμιά φωτιά στην κορυφή τους’ βραδιάζει.
Κράτησα τη ζωή μου. στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί που φύσηξε ο βοριάς καθώς ακούω
γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.
Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν μήτε η γυναίκα
περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της.
Ανεβαίνω τα βουνά. μελανιασμένες λαγκαδιές. ο χιονισμένος
κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν
μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκλήσια μήτε
τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι  δρόμοι.
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ. ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω απ’ τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες  που μου ξεφεύγουν
εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος
που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.
Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που σ’ αγγίζει
στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου
μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή
βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του,
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.

Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο  γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τούς πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου,
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή. κράτησα τη ζωή μου.

                                                                                    Το χιόνι
και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.
 
 -------------------------------------------------------------------------------------

EPIPHANY 1937
 
 
The flowering sea and the mountains in the waning
            moon
the great rock near the cactus pear trees and the asphodels
the water pitcher that wouldn’t go dry at the end of the day
and the empty bed near the cypresses and your hair
golden, the stars of the Swan and that star, Aldebaran.
I got hold of my life, I got hold of my life traveling
among yellow trees in the slanting rain
in silent slopes loaded with beech-tree leaves
no fire on their peaks; it’s getting dark.
I got hold of my life; a line on your left hand
on your knee a scar, perhaps they still exist
in the sand of last summer, perhaps
they’re still there where the north wind blew and I hear
the unfamiliar voice around the frozen lake.
The faces I see don’t ask questions nor does the woman
stooping as she walks breastfeeding her baby.
I climb the mountains; bruised ravines; the snow
           covered
plain, up to the far end the snow-covered plain, they ask nothing
nor does the time enslaved in silent chapels, nor
do the hands outstretched to beg, nor the roads.
I got hold of my life whispering in the boundless silence
I no longer know how to speak nor how to think; whispers
like the cypress’ breath that night
like the human voice of the night sea on pebbles
like the memory of your voice saying ‘happiness’.
I close my eyes searching for the secret encounter of waters
under the ice , the smile of the sea, the closed water wells
groping with my veins those veins
           that escape me
there, where the water lilies end and this man
who saunters as though blind on the snow of silence.
I got hold of my life, with him, searching for the water
           that touches you
heavy drops on the green leaves, on your face
in the vacant garden, drops on the motionless cistern
discovering a dead swan with its snow-white wings
living trees and your eyes fixated.
This road has no end, doesn’t change, no matter
           how hard you try
to recall your childhood years, the ones who left
            those
who got lost in their sleep, the pelagic graves
no matter how hard you ask the bodies you loved to stoop
under the hardened branches of the plane trees there
where the naked sunray stood
and a dog leaped and your heart shuddered
the road has no change; I got hold of my life.
            The snow
and the frozen water in the horses’ hoof-marks.
https://vequinox.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γρίπη Α και Γρίπη Β: Διαφορές σε συμπτώματα και αντιμετώπιση

  Γρίπη Α και Γρίπη Β: Διαφορές σε συμπτώματα και αντιμετώπιση Bigstock Μιχάλης Θερμόπουλος Πέμπτη, 23 Ιανουαρίου 2025 19:00 Η κοινή γρίπη π...