Τζόι Οὐίλιαμς (Joy Williams): Ἑωθινό
Τζόι Οὐίλιαμς (Joy Williams) [Ἀφιέρωμα, 4/11]
[Μικρὴ ἐκλογὴ ἀπὸ τὶς Ἐνενήντα ἐννιὰ ἱστορίες τοῦ Θεοῦ (Ninety-Νine Stories of God)]
Ἑωθινό
(Aubade)
ΝΑΣ ΣΗΜΑΙΝΩΝ ἀνθρωπιστὴς προσκλήθηκε νὰ λάβει μέρος σὲ μιὰ συζήτηση γύρω ἀπὸ τὶς ἀπειλὲς ἀλλὰ καὶ τὶς εὐκαιρίες ποὺ θὰ παρουσιαστοῦν ἂν τυχὸν ἀνακαλύψουμε πὼς ὑπάρχουν νοήμονες μορφὲς ζωῆς σ’ ἄλλους πλανῆτες. Οἱ παρατηρήσεις του, ἂν καὶ κανένας δὲν διαφώνησε μ’ αὐτές, διατυπώθηκαν μὲ τέτοια θέρμη, ὥστε ἀργότερα οἱ παραγωγοί, συνυπολογίζοντας ὅ,τι εἶχε συμβεῖ, ἀποφάσισαν νὰ μὴν τὸν συμπεριλάβουν στὸ πρόγραμμα.*
Ὑπῆρξε γενικὴ συμφωνία ὡς πρὸς τὸ ὅτι εἶναι πιθανό, ἴσως δὲ καὶ ἀναγκαῖο γιὰ τὸ ἀνθρώπινο ἐγχείρημα, ν’ ἀνακαλυφθοῦν νοήμονες μορφὲς ζωῆς σὲ ἄλλους πλανῆτες, ὡστόσο μεγάλο μέρος τῆς κουβέντας εἶχε νὰ κάνει μὲ τὸ ἂν μπορεῖ ν’ ἀνακαλυφθεῖ μορφὴ ζωῆς ἐφάμιλλη τῆς ἀνθρώπινης νοημοσύνης καὶ δημιουργίας.
Ὁ ἀνθρωπιστής, ποὺ ἦταν ἐπίσης καὶ διαπρεπὴς ἀκαδημαϊκός, ὑποστήριξε ὅτι τίποτε δὲν θὰ μποροῦσε ν’ ἀνακαλυφθεῖ ποὺ νὰ εἶναι σὲ θέση εἴτε νὰ συνθέσει μιὰ συμφωνία σὰν κι αὐτὲς ποὺ ἔγραψαν τόσοι λαμπροὶ συνθέτες μας εἴτε νὰ ἐκτιμήσει τὴ συμφωνία. Ἡ ἱκανότητα νὰ ἐκτιμήσει κανεὶς τὴ συμφωνία τοῦ φαινόταν ἐξίσου σπουδαία μὲ τὴν ἴδια τὴ σύνθεση.
Ὁ ἀνθρωπιστὴς/ἀκαδημαϊκὸς μίλησε πολὺ φορτισμένα ὅταν ἔφερε στὸν νοῦ τοῦ τὴν εἰκόνα ἑνὸς κόσμου δίχως ἀνθρώπους, σενάριο ποὺ δὲν ἀποκλείεται νὰ πραγματοποιηθεῖ ἐξαιτίας τῆς μιᾶς ἢ τῆς ἄλλης καταστροφῆς τὶς ὁποῖες προξενοῦν —κι αὐτὸ πρέπει νὰ εἰπωθεῖ— οἱ δικές μας πράξεις. Ἦταν ὅ,τι χειρότερο μποροῦσε νὰ φανταστεῖ – κόσμοι δίχως ἀνθρώπους, ἀκόμη κι ἂν οἱ κόσμοι αὐτοὶ κατοικοῦνταν ἀπὸ ἄλλες νοήμονες καὶ εὑρηματικὲς μορφὲς ζωῆς.
Μόλις ὁλοκληρώθηκε τὸ γύρισμα, ὁ ἀνθρωπιστὴς/ἀκαδημαϊκὸς ὀνόματι Τσὰρλς Θάξτερ Ὄρμαντ, τὸ ἀκρωνύμιο τοῦ ὁποίου στὸ ὁλοένα ἐξελισσόμενο καὶ παλλόμενο πεδίο τῆς ἐπικοινωνίας μέσῳ μηνυμάτων θὰ ἦταν τσέκαρέ το**, πῆγε νὰ γευματίσει σὲ κάποιο ἀπ’ τὰ πολλὰ μικρά, καλὰ ἑστιατόρια τῆς πόλης. Παρήγγειλε τὸ πιάτο ἡμέρας. Ὅταν τοῦ τὸ ἔφεραν, μαγειρεμένο στὴν ἐντέλεια καὶ ὄμορφα σερβιρισμένο, στάθηκε μιὰ στιγμὴ νὰ τὸ μελετήσει προτοῦ ξεκινήσει νὰ τρώει.
Ἄκουσε νά ’ρχεται ἀνεπαίσθητα μέσ’ ἀπ’ τὸ πιάτο ὁ ἦχος τῆς πιὸ ὄμορφης μουσικῆς, κι αὐτὸ τὸν ἔκανε νὰ νιώσει ἄβολα. Ἦταν μουσικὴ ἐξαίσια, εὐφρόσυνη ἀλλὰ καὶ σπαραξικάρδια, μιὰ λεπτὴ συνύφανση εὐγνωμοσύνης καὶ ἐγκωμίου ποὺ λίγο-λίγο χαμήλωνε, ὥσπου ἔσβησε τελείως.
Τρομοκρατημένος, δὲν ἔπαψε νὰ κοιτᾶ τὴν πιτσιλωτὴ πέστροφα πού, ὅπως τοῦ εἶπε ὁ σερβιτόρος, τὴν εἶχαν ἀποσπάσει λίγες μόλις ὧρες πρὶν στὰ βουνὰ ἀπ’ τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ της. Τότε, κραυγάζοντας, ἔτρεξε στὴν κουζίνα, ὅπου ἐπιτέθηκε στὸν σερβιτόρο καὶ στὸν ἀρχιμάγειρα χρησιμοποιώντας διάφορα βαριὰ σκεύη πρὶν τὸν καταστείλουν καὶ τὸν ὁδηγήσουν γιὰ παρακολούθηση στὴν πλησιέστερη ψυχιατρικὴ κλινική. Τὰ παραληρήματά του γιὰ τὴν πέστροφα δὲν τὸ ἐκτίμησαν περισσότερο ἀπὸ τὰ παραληρήματα τῶν ἄλλων παραφρόνων ποὺ κρατοῦνταν ἐκεῖ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου