Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

ΔΥΟ ΕΡΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ

 ΔΥΟ ΕΡΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ

Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"


Κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Αρχείο και σε δική μου επιμέλεια, ένας τόμος με 181 χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη. Ο τίτλος του βιβλίου είναι «Ερωτικά» ή, όπως λέει ο υπότιτλος, χρονογραφήματα που έχουν θέμα τον έρωτα, τον γάμο και τις σχέσεις των δύο φύλων.

Στο πρόσφατο αυτό άρθρο δεν είχα βάλει κάποιο χρονογράφημα για να πάρετε μια γεύση. Επανορθώνω τώρα και μάλιστα πλειοδοτώντας, αφού θα βάλω δύο χρονογραφήματα -ένα θα ήταν πολύ σύντομο.

Και τα δύο χρονογραφήματα γράφτηκαν μέσα στην Κατοχή και δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Πρωία, στην οποία ο Βάρναλης είχε καθημερινή στήλη με χρονογράφημά του (από τον Αύγουστο του 1939). Και η διάσταση του πολέμου και των ειδικών συνθηκών υπάρχει και στα δύο κείμενα.

Μεταφέρω το κείμενο από ένα αρχείο word, όπου δεν υπάρχουν οι τελικές διορθώσεις που έγιναν στο βιβλίο, οπότε αν βρείτε κανένα λάθος μπορεί να έχει διορθωθεί στο μεταξύ.

Το πρώτο χρονογράφημα δημοσιεύτηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1941

Αίνος

Ο πόλεμος ήρθε ν’ αποδείξει, όχι πόσο δυνατοί είναι οι άντρες, αλλά πόσο ανίκητες είναι οι γυναίκες. Οι άντρες παλεύουνε με το Χάρο στα μαρμαρένια αλώνια των διαφόρων μετώπων, με την αγωνία στα μάτια, οι γυναίκες τον παλεύουνε στα ασφαλτοστρωμένα… σαλόνια των πόλεων με το χαμόγελο στα χείλη.

Λαφροντυμένες, ανάερες, λαχταριστές, φριζαρισμένες, παρφουμαρισμένες και βαμμένες στην τρίχα, περνούνε από τα πεζοδρόμια σαν φτερωτά οράματα αλλουνού κόσμου. Από πού έρχονται και πού πάνε; Από την αιωνιότητα στην αιωνιότητα. Κύματα από αρώματα κι από λαχτάρες είναι το πέρασμά τους. Τίποτα δεν τις έχει αγγίξει από το δράμα της ζωής! Κι η παρουσία τους μεταμορφώνει την πραγματικότητα σε όνειρο – όπως πάντα.

Βλέπετε τους άντρες σοβαρούς να τους βαραίνει η έγνοια τόσων προβλημάτων. Αυτές δεν έχουν ούτε προβλήματα, ούτε έγνοιες. Τα έχουνε φορτωθεί όλα αυτά οι άντρες για λογαριασμό τους. Στολίζονται άψογα. Πηγαίνουνε χωρίς να πατάνε στη γης. Δεν ενδιαφέρονται παρά για τα νιάτα τους και την ομορφιά τους. Και δε μιλάνε για τίποτες άλλο παρά για αισθήματα και μόδες. Δεν βλέπουνε τίποτα· γιατί ο ρόλος τους είναι να βλέπονται από τους άλλους. Κι αυτό γίνεται. Στους δρόμους, στα κοσμικά κέντρα, στα τρένα  ̶  όπου πάνε κι όπου σταθούν, προκαλούνε το θαυμασμό και το καρδιοχτύπι. Αυτός είναι ο ρόλος τους πάντα και δεν εννοούνε να τον αλλάξουν. Και ευτυχώς που δεν τον αλλάζουν.

Άγγελοι βέβαια, αλλά και τι αδάμαστοι! Οι άντρες έχουνε την καθημερινή σκοτούρα του πώς θα ενώσουν, που λέει ο λόγος, τις δυο άκρες του σκοινιού. Πώς θα τα βγάλουνε πέρα. Ξεθεώνονται στα τρεχάματα. Διπλασιάζουνε τις ώρες δουλειάς. Παραμελούνε το ντύσιμό τους. Οι γυναίκες φροντίζουνε περισσότερο από άλλοτες το ντύσιμό τους. Πληθαίνουνε τις ώρες της επίδειξής τους στον κόσμο. Και δεν εννοούνε να περπατήσουνε παρά για ν’ «αξιοποιήσουν» τη χάρη της περπατησιάς τους και ν’ αποκαλύψουνε την τελειότητα της γυμνής των κνήμης. Κι αν δεν αναλαβαίνανε μονάχες να μας ξαναφέρνουνε στα «Ηλύσια περιβόλια» και να μας τονώσουνε το θάρρος της ζωής, θα έπρεπε να τις υποχρεώσουμε «διά νόμου» να είναι ωραίες και να φαίνονται ωραιότερες!

Από τις αγγελίες των εφημερίδων θα μπορούσε κανείς να μελετήσει  την κοινωνική κατάσταση μιας εποχής. Από το τι ζητείται και τι προσφέρεται στο κοινόν φαίνονται ποιες είναι οι ζωτικότερες ανάγκες του. Πουλιούνται κι αγοράζονται οικόπεδα, σπίτια, αγροκτήματα, αντλίες βαθέων φρεάτων, αντισάπωνες («ειδικόν παρασκεύασμα εις κόνιν»), ηλεκτρικές συσκευές… σαμάρια! Αλλά κοντά σ’ αυτά προσφέρεται και «πλουσία παρακαταθήκη των τελειοτέρων και πλουσιοτέρων φιγουρινίων και περιοδικών μόδας». Δηλαδή μαζί με τα είδη της απολύτου πρακτικής ανάγκης και της απολύτου θεαματικής ανάγκης. Αυτό θα πει πως η «αιωνία γυναίκα» εξακολουθεί να είναι αιωνία. Και πως αν η Τροία καίγεται, η ωραία Ελένη είναι ο νικητής!

Αυτές σήμερα συνεχίζουν την «κοσμική κίνηση» έξω από τα σπίτια. Από αριστοκρατική την κάνανε λαϊκή. Όλος ο κόσμος γιορτάζει μαζί τους. Αυτές γεμίζουνε τα ζαχαροπλαστεία, τους κινηματογράφους, τα θέατρα, τις ακτές του Φαλήρου και όπου πάνε μαζεύουνε γύρω τούς άντρες, όπως οι λάμπες της ασετυλίνης μαζεύουνε τα ψάρια γύρω από τα γρι-γριά τις αφέγγαρες νύχτες. Αυτές βαστούνε τη ζωή στον κανονικό της ρυθμό και καταλαγιάζουνε τα κύματα του σάλου. Και είναι αδύνατο ο άνθρωπος, που τον άγγιξε για λίγο η μαγεία μιας ωραίας γυναίκας, να μην είναι χαρούμενος όλην την ημέρα και να μην έχει τα μάτια του τη νύχτα γεμάτα φως και αστράμματα.  Είναι και μερικοί, που δεν τις βλέπουνε μονάχα τις γυναίκες, παρά και τις ανασαίνουνε. Αυτοί κρατάνε περισσότερον καιρό μέσα τους τη ζέστα της χαράς που περνά – και που είναι η μόνη χαρά, που μένει!

Αυτόν τον εξαγνιστικό ρόλο που παίζει η γυναίκα στη ζωή και μεταβάλλει τον αγώνα της σε… ποίημα, τον έχει εκφράσει με τα πιο λαμπερά μέσα ο ποιητής, που πάντα του επερπάτησε το δρόμο της αρετής κι από την κορφή της έπεσε σαν ήρωας στα βάθη της θεϊκής «ανυπαρξίας»  ̶  ο Μαβίλης.

Σε σταυροδρόμια αγέλαστα, όπου σκλάβοι
της δουλειάς τυραγνιούνται στο λιοβόρι
σαν κολασμένοι, εμπόροι και μαστόροι,
κι όλους, από το κτίστη ως το μανάβη

διάφορου δίψα μόνο τους ανάβει
περνάς εσύ, τόμου σκολάσεις κόρη,
σαν περιστέρι και τ’ αγνό σου θώρι
τέλεια καθ’ άλλη επιθυμία τούς παύει.

Μακριά από τ’ ανθισμένα περιβόλια
κι αφώτιστοι απ’ της τέχνης την αχτίδα
όμως για σε ξεχνούν καθ’ έγνοια δόλια

και ειρηνεμένοι σαν από άγια ελπίδα
σε καμαρώνουν μουρμουρίζοντάς σου:
«Η Παναγία, πιτσούνι μου, κοντά σου!»

Ο Βάρναλης παραθέτει το σονέτο «Ομορφιά» του Λορέντζου Μαβίλη, με ασήμαντες διαφορές σε σχέση με το τυπωμένο κείμενο στα Άπαντα του ποιητή. Διάφορο: το κέρδος, τόμου: μόλις.

Το δεύτερο χρονογράφημα δημοσιεύτηκε στις 16 Μαρτίου 1944 και έχει τίτλο «‘Ερως». Εδώ ο Βάρναλης αρχίζει με έναν στίχο από ευχετήριο άσμα που τραγουδιόταν στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, όπως το παραδίδει ο Πορφυρογέννητος στο Περί τελετών (Για την ακρίβεια: Ίδε το έαρ το καλόν…»)

Έρως

«Ιδού το έαρ το καλόν πάλιν επανατέλλει…». Το φέρανε όχι τα χελιδόνια παρά οι κάμπιες. Ωστόσο αν γυμνωθήκανε τα πεύκα από τα χρυσά τους κρόσσια και τα κλαριά τους ανεμίζονται στον αέρα σκελετωμένα, ζωντάνεψε η γης, οι λεύκες γεμίσανε φύλλα κι οι δαμασκηνιές λουλούδια. Κι ο έρωτας; Είναι κι αυτός κάμπια, που την φέρνει η Άνοιξη για να τρώγει τις καρδιές. Βέβαια δεν κάνει διάκριση, προτιμάει όμως τις καρδιές των νέων. Τις τρώγει για να πλημμυρίσουνε άνθη! Αν έλειπε αυτή η κάμπια, θα σταματούσε η ζωή.

Τα αίματα των νέων αρχίζουνε να βράζουν. Η ανάσα γίνεται πιο γρήγορη. Ο ύπνος δύσκολος. Τα μάτια γεμίζουν οράματα, το στόμα αναστεναγμούς, κι η ψυχή, νοσταλγία του απείρου. Μελαγχολία που εγκυμονεί θυέλλας!

Τι γίνεται λοιπόν;

Οι περισσότεροι νέοι δεν περιμένανε τον Καζαμία να τους δώσει το σύνθημα του ξεκινήματος για τη μεγάλη υπόθεση. Από το χειμώνα χτυπάνε τα πόδια τους όπως τα δεμένα άλογα που ζητάνε διάστημα… Αλλά μονάχα τώρα μπορούνε να τρέξουν. Όλη η πλάση, όπως θα λέγανε οι παλιοί ρομαντικοί, γιορτάζει και τους περιμένει σημαιοστόλιστη. Όλο το ύπαιθρο σκεπάστηκε με πράσινο ουρανό και κάτου απ’ αυτήν τη τραγουδίστρα σκεπή, που μοσκομυρίζει, δημιουργήθηκε πλήθος άντρα των Νυμφών και των Σατύρων.

Πρωί πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, σούρουπο, νύχτα, όλοι οι δρόμοι φέρνουνε στο δάσος. Φαντασία και καρδιά! Και την άλλη μέρα το πρωί το δάσος μυρίζει… στάχτη. Από κει πέρασε η φωτιά… Άφησε μονάχα τη μυρωδιά της, αλλά δεν καίει τίποτε άλλο από τον εαυτό της. Τουναντίον ανασταίνει ό,τι αγγίζει!

̶ Αυτή είναι η μόνη διέξοδο του έρωτα των σημερινών νέων, έλεγε παλιός παρατηρητής των εγκοσμίων. Άλλοτες παίρνανε το τραμ και τα λεωφορεία και κατεβαίνανε στα Φάληρα, στη Γλυφάδα, στη Βουλιαγμένη ή ανεβαίνανε στην Αγία Παρασκευή, στο Χαλάντρι, στο Μαρούσι. Παντού υπήρχανε εξοχικά κέντρα για να καθίσουνε, να φάνε, να πιούνε, να φλυαρήσουν και να ζαχαρώσουν. Όλη αυτή η ιστορία δεν κόστιζε και πολλά πράματα. Κι ο τελευταίος υπάλληλος μπορούσε να προσφέρει στην αγάπη του αυτήν τη στοιχειώδη περιποίηση. Κι ύστερα ακουμπώντας τα ζαλισμένα μέτωπά τους ο ένας στον ώμο του αλλουνού, οδεύανε σα μαγεμένοι το πεπρωμένο τους προς τις πλαγιές και την εξοχή.

Τώρα όμως η σκηνοθεσία έχει πολύ απλουστευθεί. Από ανώτερη βία. Δεν μπορεί ένας νέος να προσφέρει κάθε τόσο στην αγάπη του ένα γεύμα. Όλο του το μηνιάτικο δεν φτάνει για ένα τέτοιο απονενοημένο διάβημα. Πήγαινε, αν θες, στις κοσμικές ή στις λαϊκές ταβέρνες. Θα ιδείς μονάχα… γέρους. Δηλαδή παραλήδες. Κι αν δεις και καμιά γυναίκα, θα είναι με τον άντρα της. Όλοι αυτοί έχουνε τον τρόπο να πάνε να γλεντήσουν. Οι νέοι όχι. Γι’ αυτό παίρνουνε κι αυτοί τα βουνά και τα δάση, όπου όλες οι χαρές δίνονται τζάμπα: μεθύσι, αισιοδοξία, πάθος, λυρισμός και μουσική. Για όλα εφρόντισε η Φύση, το μεγάλο αυτό εργοστάσιο των ηδονών.

̶ Αυτή είναι η καλύτερη λύση, απήντησε ο άλλος. Άμποτε να μπορούσαμε κι εμείς να… μεθάμε με τον αέρα…

Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Νέος ψευτογιατρός: Πουλάει 120 ευρώ «αντίδοτο» για εμβόλια κορονοϊού - «Έσωσα δύο ετοιμοθάνατους»

  Νέος ψευτογιατρός: Πουλάει 120 ευρώ «αντίδοτο» για εμβόλια κορονοϊού - «Έσωσα δύο ετοιμοθάνατους» (ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ/EUROKINISSI) Υποστηρίζε...