Μὰτ Μπελ (Matt Bell): Ὁ Ἀχόρταγος
Μὰτ Μπέλ (Matt Bell)
Ὁ ἀχόρταγος
(The Hungerer)
ΠΕΙΔΗ ὁ μεγάλος δὲν ἤξερε ἄλλον τρόπο γιὰ νὰ προστατεύσει τὴ μικρὴ —σίγουρα ὄχι μὲ τὸ πλαδαρὸ καὶ παχουλὸ κορμί του, τὴν πρώτη καὶ διαρκῆ πηγὴ ντροπῆς γι’ αὐτόν— παγίδεψε τὴν ἀδερφὴ του μέσα στὸν φοῦρνο τοῦ ἀγροτόσπιτου κρατώντας κλειστὴ τὴν πόρτα, ἐνῶ ἐκείνη πάλευε νὰ βγεῖ, καὶ διαβάζοντάς της τὴν ἀγαπημένη της Πλὰθ γιὰ νὰ τὴν νανουρίσει. Ἀφοῦ πρῶτα τὴν ζέστανε ὁμοιόμορφα καὶ τὴν ἀκινητοποίησε, τὴν ἔριξε μέσα του μὲ πιρούνι καὶ μαχαίρι, καταβροχθίζοντας τὸ νοστιμότατο κρέας της, μασουλώντας καὶ τὸ παραμικρὸ ὄργανό της, σπάζοντας τὰ κόκαλα καὶ γλείφοντας τοὺς χόνδρους καὶ τὴν κριτσανιστὴ πέτσα ὥσπου νὰ ἀδειάσει τὸ πιάτο του. Ὕστερα ἡ κοιλιὰ τοῦ μεγάλου πόνεσε τόσο πολὺ ποὺ νόμισε πὼς ἴσως καὶ νὰ πέθαινε ἐκεῖ στὸ τραπέζι, ἀλλὰ δὲν πέθανε. Ἡ ζωή του τράβηξε σὲ μάκρος, ἐπώδυνα θλιβερὴ δίχως τὴ ζωντανὴ συντροφιὰ τῆς μικρῆς, καὶ παρὰ τὴν ἀστείρευτή του ὄρεξη —τρώω γιὰ δύο, φώναζε συχνὰ καθισμένος στὸ τραπέζι πού ’χε στρώσει γιὰ ἕναν, κι ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης τὸν ἔπαιρναν γιὰ ἠλίθιο ὀλκῆς— ὁ μεγάλος δὲν γεύτηκε ποτὲ ξανὰ τόσο νόστιμο γεῦμα ἕως ὅτου ἔφτασε σὲ προχωρημένη ἡλικία, καὶ τότε ἔφερε ἐπιτέλους τὸ μαχαίρι του στὴν παραφουσκωμένη μέχρι κι ἐκείνη τὴ μέρα κοιλιά του, πιστεύοντας πὼς ἡ ἀδερφή του —ποὺ τὴν εἶχε καταπιεῖ—, γκριζομάλλα ἐπιτέλους κι ἀσφαλὴς ὅπως κι ὁ ἴδιος, ἀρκούντως ἀπωθητικὴ ἐπιτέλους ὥστε νὰ ἀφεθεῖ ἐλεύθερη, θὰ πάρει τὴ θέση της στὸ τραπέζι τῆς ζωῆς. Κι ἀπὸ τὴν πληγὴ τὴν ὁποία ἄνοιξε στὸν ἑαυτό του, ξεχύθηκε ὄντως ἡ ζωντανὴ ἀδερφή του – μόλις ὅμως ἡ μικρὴ ξεπρόβαλε βουτηγμένη στὸ αἷμα τοῦ ἀδερφοῦ της, ὁ μεγάλος εἶδε μιὰ κοπέλα ποὺ δὲν εἶχε μεγαλώσει καθόλου, ἀντιθέτως ἦταν τόσο νέα ὅσο καὶ τὴν τελευταία φορὰ ποὺ τὴν εἶχε δεῖ: μιὰ παρθένα γεμάτη αἷμα, ἕτοιμη νὰ μπεῖ ἐπιτέλους σὲ μιὰ ὑπερβολικὰ ἀργοπορημένη ἐφηβεία, ἔκπαγλη ὡραιότητα γεννημένη δυὸ φορὲς σ’ ἕναν κόσμο ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὁ —ἡλικιωμένος τώρα πιὰ— μεγάλος, ὅ,τι κι ἂν ἔκανε, δὲν θὰ κατάφερνε νὰ τὴν προφυλάξει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου