Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
‘Η Αστυνομία της Μνήμης’ είναι μια συναρπαστική δυστοπική παραβολή της γνωστής γιαπωνέζας συγγραφέως Γιόκο Ογκάουα (Yōko Ogawa, Οκαγιάμα 1962 -). Ένα βιβλίο στο οποίο η συγγραφέας σκύβει με αγωνία πάνω στους ίδιους προβληματισμούς που την έχουν απασχολήσει και στα περισσότερα από τα άλλα της έργα δηλαδή την τέχνη, την αγάπη, τα γηρατειά, την απώλεια. Πέρα από αυτά όμως είναι και μια διερεύνηση των συνεπειών που μπορεί να έχει η απώλεια της μνήμης στον πολιτισμό, την κοινωνία και τελικά στο άτομο.
Η ιστορία σχετίζεται με μια φανταστική κοινωνία με έντονα σκοτεινή ατμόσφαιρα, σε ένα νησί που δεν προσδιορίζεται ιστορικά ή γεωγραφικά ενώ οι περισσότεροι από τους χαρακτήρες του είναι ανώνυμοι.
Σ’ αυτό το νησί κάθε τόσο κάτι εξαφανίζεται· ένα αντικείμενο ή μια αίσθηση, και οι κάτοικοι σύντομα το ξεχνούν. Σε λίγο χρόνο μετά την εξαφάνιση δεν μπορούν να θυμηθούν τι είναι ένα καπέλο και ποια είναι η χρήση του. Το ίδιο έχει συμβεί και με τα πουλιά, τους πολύτιμους λίθους, τα αρώματα, τη μουσική, τα λουλούδια. Οι αναμνήσεις τους που συνδέονται μ’ αυτά χάνονται αιφνίδια κι έτσι τα αντικείμενα παραμένουν άχρηστα κατάλοιπα ενός παρελθόντος που δεν έχει πια σημασία για κανέναν. Όταν οι αναμνήσεις για κάτι που εξαφανίστηκε αρχίζουν να χάνονται, οι κάτοικοι του νησιού μαζεύουν ομαδικά ό, τι έχει απομείνει από αυτό για να το κάψουν, να το θάψουν ή να το πετάξουν στο ποτάμι. Όταν, για παράδειγμα, η έννοια του τριαντάφυλλου αρχίζει να ξεγλιστράει από το μυαλό των κατοίκων του νησιού, οι άνθρωποι μαζεύονται κατά συρροή στο κέντρο της πόλης για να σκορπίσουν τα πέταλα από τα τριαντάφυλλα στο ποτάμι και να τα αφήσουν να γλιστρήσουν στον ωκεανό. Σ’ αυτή την ‘εκκαθάριση’ υποχρεώνονται από την αυταρχική Αστυνομία της Μνήμης. Μια μυστική αστυνομία που διασφαλίζει ότι δεν θα μείνει καμία ανάμνηση από αυτό που κάθε φορά εξαφανίζεται και η οποία τρομοκρατεί όσους προσπαθούν να τα διαφυλάξουν. Ο δεσποτικός αυτός μηχανισμός είναι τόσο καλά λαδωμένος που ενώ οι εξαφανίσεις γίνονται ασταμάτητα εντούτοις δεν συναντούν αντιδράσεις. Έτσι οι άνθρωποι αδειάζουν σταδιακά από τις αναμνήσεις τους, λυγίζουν και συρρικνώνουν ό,τι αποτελεί την ύπαρξή τους μέχρι να εξαφανιστούν. Αυτή είναι η καρδιά της ιστορίας της Ογκάουα. Μια δυστοπία που πέρα από ένα σχόλιο για τον ολοκληρωτισμό και την υπεράσπιση των ατομικών ελευθεριών, μας καλεί να δούμε τι μας ορίζει, τι μας κάνει ανθρώπους. Η απάντηση της συγγραφέως είναι αναμφίβολα ‘η μνήμη’.
Η κεντρική ηρωίδα της ιστορίας και αφηγήτρια είναι μια συγγραφέας. Ζει σ’ ένα άνετο σπίτι κοντά στο ποτάμι και είναι μια γυναίκα που σιγά σιγά χάνει τη μνήμη της. Υπάρχουν όμως άνθρωποι στο νησί που δεν μπορούν να στερηθούν τις αναμνήσεις τους. Με αυτούς τους ανθρώπους η διαγραφή των αναμνήσεων δεν λειτουργεί και έτσι η Αστυνομία της Μνήμης, που τους θεωρεί απειλή για το κράτος, τους καταδιώκει. Γι’ αυτούς, τα ίδια τα αντικείμενα γίνονται φυλαχτά που προσπαθούν να τα κρύψουν και να τα προστατέψουν. Η μητέρα της αφηγήτριας που ήταν γλύπτρια ανήκε σ’ αυτούς που δεν μπορούσαν να χάσουν τη μνήμη τους. Προσπαθούσε να διαφυλάξει κρυμμένα δείγματα των αντικειμένων που εξαφανιζόντουσαν μέσα στα γλυπτά της και προσκολλήθηκε σ’ αυτό το σκοπό για μεγάλο χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα να εντοπισθεί από την Αστυνομία της Μνήμης και στη συνέχεια να συλληφθεί και να εξαφανιστεί. Η Ογκάουα δεν ξεκαθαρίζει ποια ακριβώς είναι η τύχη των ανθρώπων που συλλαμβάνονται από την Αστυνομία της Μνήμης, και αυτό κάνει τη πορεία τους στην αφάνεια ακόμη πιο τρομακτική.
‘Εκεί σ’ αυτό το μυστικό μέρος, η μητέρα μου έκρυβε πολλά από τα πράγματα που είχαν εξαφανιστεί από το νησί στο παρελθόν.
Όταν τελικά έκανα την επιλογή μου και άνοιγα ένα συρτάρι, εκείνη χαμογελούσε και ακουμπούσε το περιεχόμενο στην απλωμένη μου παλάμη.
«Αυτό είναι ένα κομμάτι ύφασμα που λεγόταν ‘κορδέλα’ και εξαφανίστηκε όταν εγώ ήμουν επτά. Το χρησιμοποιούσες για να δέσεις τα μαλλιά σου ή για να στολίσεις μια φούστα.
»Και αυτό λεγόταν ‘κουδουνάκι’. Κούνησέ το λίγο, βγάζει όμορφο ήχο.
»Α, διάλεξες ωραίο συρτάρι σήμερα. Αυτό ονομάζεται ‘σμαράγδι’, και είναι το πιο πολύτιμο πράγμα που έχω εδώ. Είναι ενθύμιο από τη γιαγιά μου. Τα σμαράγδια είναι όμορφα και τρομερά πολύτιμα, και κάποια εποχή ήταν τα ακριβότερα πετράδια στο νησί. Αλλά η ομορφιά τους έχει πλέον ξεχαστεί.’
Όταν η ηρωίδα ανακαλύπτει ότι ο Ρ, ο επιμελητής της κινδυνεύει επειδή δεν χάνει τη μνήμη του, οργανώνει ένα σχέδιο διάσωσής του το οποίο φέρνει εις πέρας με τη βοήθεια ενός ηλικιωμένου φίλου της οικογένειας. Ο ηλικιωμένος και η συγγραφέας αδειάζουν ένα πατάρι που βρίσκεται ανάμεσα στους δύο ορόφους του σπιτιού και το μεταμορφώνουν σε καταφύγιο για τον Ρ. Η αφηγήτρια, ο Ρ και ο ηλικιωμένος σχηματίζουν μια μικρή ομάδα και προσπαθούν να ζήσουν τη ζωή τους όσο καλύτερα μπορούν, κάτω από τις περίεργες αυτές συνθήκες. Η αντίστασή τους στην απώλεια μνήμης γίνεται μέσα από τα μικρά, καθημερινά πράγματα αλλά και μια νοσταλγική αγάπη για τα απλά, παλιά αντικείμενα. Γιορτάζουν τα γενέθλια του ηλικιωμένου, παρόλο που δεν υπάρχουν πλέον ημερολόγια για να ξέρουν ακριβώς την ημερομηνία. Η ηρωίδα καταφέρνει να φτιάξει ένα γιορταστικό δείπνο με τα ελάχιστα τρόφιμα που μπορεί να εξοικονομήσει ενώ δοκιμάζουν καραμέλες από λεμόνι που βρήκαν κρυμμένες σε ένα γλυπτό της μητέρας της ηρωίδας.
Αγωνιούν μετά από κάθε επίσκεψη της Αστυνομίας της Μνήμης και παρακολουθούν ανίσχυροι τις συχνές συλλήψεις γύρω τους. Ο Ρ προσπαθεί να τους κάνει να θυμηθούν όλα όσα έχουν ξεχάσει. Είναι ιδιαίτερα συγκινητική η στιγμή που χαρίζει στον ηλικιωμένο ένα μουσικό κουτί και προσπαθεί να τον κάνει να θυμηθεί τη μουσική.
Καθώς ο φόβος και η απώλεια τους κυκλώνουν, προσκολλώνται στη γραφή της αφηγήτριας ως τον τελευταίο τρόπο διατήρησης του παρελθόντος.
Το μυθιστόρημα που γράφει η αφηγήτρια είναι ένας παραλληλισμός με τη δική της ζωή αφού και σ’ αυτό υπάρχει μια ανώνυμη αφηγήτρια που έχει χάσει τη φωνή της και μαθαίνει να επικοινωνεί μόνο με τη βοήθεια μιας γραφομηχανής. Όταν η γραφομηχανή χαλάει η ηρωίδα χάνει και την ελευθερία της.
Με κάθε νέα απώλεια, οι κάτοικοι του νησιού συμβιβάζονται με έναν μικρότερο κόσμο ενώ απομακρύνονται όλο και περισσότερο από την ταυτότητά τους. Όταν ένα πρωί εξαφανίζονται τα μυθιστορήματα όλοι βγαίνουν στους δρόμους και καίνε σε μεγάλες φωτιές τα βιβλία τους. Με την εξαφάνιση των μυθιστορημάτων όμως χάνεται και η συγγραφική ικανότητα της αφηγήτριας και μόνο με την επιμονή και την ενθάρρυνση του Ρ που επιμένει ότι ακόμα κι αν αυτά που γράφει δεν φαίνονται σημαντικά, εντούτοις τα συναισθήματα που ένιωσε όταν τα έγραφε διατηρούνται με κάποιο τρόπο μέσα της, αρχίζει πάλι να βρίσκει τις λέξεις για να τις κάνει προτάσεις που θα εκφράσουν τη σκέψη της.
Ενώ η ιστορία επικεντρώνεται στη σκέψη ότι οι λέξεις που εξαφανίζονται παρασύρουν και την ικανότητα των ανθρώπων να τις λένε, ο αναγνώστης έρχεται μοιραία αντιμέτωπος με τις ιστορίες που ο ίδιος έχει χάσει ή έχει ξεχάσει. Οι αναμνήσεις εδώ γίνονται αντικείμενο φιλοσοφικού και σχεδόν μεταφυσικού προβληματισμού. Αν ο άνθρωπος δεν θυμάται τίποτα, αν διαγράφει τα πάντα από την καρδιά του, μπορεί η γλώσσα να συνεχίσει να υπάρχει; Σε τι χρησιμεύει αν δεν ορίζει πλέον τίποτα; Εάν η μνήμη διαγραφεί τότε τι είναι η ύπαρξη αφού αυτή ορίζεται από το συναίσθημα, την αίσθηση και τα συναισθήματα που την περιβάλλουν δίνοντάς της υπόσταση; Η παρατήρηση της αφηγήτριας είναι πολύ ενδιαφέρουσα όταν συνειδητοποιεί τον κίνδυνο: »Και τι θα συμβεί αν εξαφανιστούν οι λέξεις;» Η απώλεια του παρελθόντος, της ύπαρξης και επομένως τελικά της ελευθερίας είναι το κύριο θέμα αυτού του βιβλίου.
Το βιβλίο της Γιόκο Ογκάουα ‘Η Αστυνομία της μνήμης’ κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ σε ωραία μετάφραση της Χίλντας Παπαδημητρίου.
https://passepartoutreading.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου