Τὶμ Τόμλινσον (Tim Tomlinson):
Ἕνας ψυχίατρος στὸ κάτω Μανχάταν
Τὶμ Τόμλινσον (Tim Tomlinson)
Ἕνας ψυχίατρος στὸ κάτω Μανχάταν
(A Psychiatrist in Lower Manhattan)
ΞΕΡΑ ἕναν ψυχίατρο ποὺ ζοῦσε στὸ κάτω Μανχάταν. Τὸ γραφεῖο του ἦταν στὸ σπίτι καὶ τὸ σπίτι του δὲν εἶχε παράθυρα. Βρισκόταν σὲ ἕνα τεράστιο κτίριο χωρὶς χαρακτήρα, ποὺ ἡ βάση του ἔμοιαζε τόσο πλατιὰ καὶ τόσο τετράγωνη ὅσο τὰ τέσσερα τετράγωνα ποὺ τὸ περιέκλειαν. Τὰ ἐσωτερικὰ διαμερίσματά του ἦταν ἐπίσης τεράστια, ἀλλὰ ὅλος αὐτὸς ὁ χῶρος εἶχε τὸ μειονέκτημα τῆς ἔλλειψης φυσικοῦ φωτός. Ἀπέναντι ἀπὸ τὸ κτίριο, πέρα ἀπὸ μιὰ στενὴ λωρίδα πάρκου, μὲ μιὰ σειρὰ παγκάκια ποὺ ἔβλεπαν πρὸς τὶς λεωφόρους, βρισκόταν τὸ J&R Music World. Ἂν τὸ διαμέρισμά του εἶχε παράθυρα, ἔλεγε ὁ ψυχίατρος, θὰ ἀνέβαζε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ καὶ θὰ χτυποῦσε τὸ J&R μὲ ἕνα χάρτινο ἀεροπλανάκι. Τόσο κοντὰ ἦταν. Πήγαινε ἐκεῖ σχεδὸν κάθε μέρα. Ἐπισκεπτόταν τὸ ἐξαιρετικὸ τμῆμα κλασικῆς μουσικῆς καὶ τὶς περισσότερες μέρες ἔφευγε μὲ ἀρκετὲς καινούριες ἀγορές. Ἀγαποῦσε τὴν ὄπερα, τὴν ὀρχηστρικὴ μουσική, τὴ φωνητική, τὴν πρώιμη, τὰ πλῆκτρα, τὴ σύγχρονη κλασικὴ – ὅλα αὐτά, ὥστε νὰ πείθεται πάντα ἀπὸ τοὺς ὑπαλλήλους ὅτι ὑπῆρχε μιὰ ἠχογράφηση ποὺ ἦταν ἀπαραίτητο νὰ ἔχει. Τὶς καλὲς μέρες καθόταν μὲ τὶς ἀγορές του σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ παγκάκια στὴ στενὴ λωρίδα πάρκου, ἔσκιζε τὸ περιτύλιγμα ἀπὸ τοὺς δίσκους ἢ τὸ κουτὶ καὶ μελετοῦσε τὶς σημειώσεις ἢ ὁτιδήποτε εἶχε στὸ ἐσωτερικό. Ὁ ψυχίατρος μιλοῦσε Ἰταλικὰ καὶ Γερμανικά, λίγα Γαλλικὰ καὶ λίγα Ρωσικά. Τοῦ ἄρεσε νὰ διαβάζει τὶς μεταφράσεις τῶν δισκογραφικῶν. Τοῦ ἄρεσε νὰ βλέπει πόσο κοντὰ ἦταν οἱ μεταφράσεις τους σὲ αὐτὲς ποὺ ἐκεῖνος θὰ ἔκανε ἂν ἦταν μεταφραστής. Ἤξερε τὶς ἱστορίες ἀπὸ τὶς περισσότερες ὄπερες καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ λιμπρέτα τους ἀρκετὰ καλὰ ὥστε νὰ τὰ μεταφράζει ἀπὸ τὸ πρωτότυπο στὰ Ἀγγλικὰ καὶ μερικὰ ἀπὸ τὰ Ἀγγλικὰ (ὅπως τὸ Ὄνειρο Θερινῆς Νυκτός τοῦ Μπρίτεν) στὰ Ἰταλικὰ ἢ τὰ Γερμανικά.
Ὁ ψυχίατρος μοιραζόταν τὸ δίχως παράθυρα σπίτι του μὲ τὴ σύζυγό του, μιὰ εἰκαστικό. Ἐκείνη ἔκανε ἐγκαταστάσεις. Στοίβαζε καμιὰ φορὰ κάτι σὲ μιὰ γωνία στὸ πάτωμα μιᾶς γκαλερί, ὅπως ἄπλυτα ροῦχα ἢ σκουπίδια (τὰ ὁποῖα ἀποκαλοῦσε «ἀντικείμενα ποὺ ἔχουν βρεθεῖ») καὶ αὐτὸ ἀποτελοῦσε τὴν ἐγκατάστασή της. Ἔφτιαχνε κι ἄλλα ἀντικείμενα, ἀπὸ πηλὸ ἢ νῆμα ἢ καμβά. Μερικὰ τὰ κάρφωνε σὲ κόντρα πλακὲ καὶ τὰ κρεμοῦσε στὰ δωμάτια δίχως παράθυρα. Κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἦταν αἰσθητικὰ εὐχάριστο, τουλάχιστον ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς ὀμορφιᾶς. Ἴσως ἦταν αἰσθητικὰ εὐχάριστα ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς ἰδέας. Ἕνα ἀπὸ τὰ δωμάτια στὸ δίχως παράθυρα διαμέρισμα ἦταν τὸ στούντιό της. Κατὰ κάποιον τρόπο, ἔμοιαζε μὲ παιδικὸ δωμάτιο, τὸ δωμάτιο ἑνὸς παιδιοῦ ποὺ δὲν μαζεύει τὰ πράγματά του. Ἔλεγε ὅτι μᾶλλον θὰ ζωγράφιζε, μᾶλλον θὰ ἦταν ζωγράφος, ἂν τὸ στούντιο εἶχε παράθυρα, ἀλλὰ χωρὶς αὐτὰ δὲν ὑπάρχει φῶς, τουλάχιστον ὄχι φῶς ποὺ ἀξίζει νὰ ζωγραφίσεις. Κι ἂν μὴ τί ἄλλο, ἔλεγε, ἡ ζωγραφικὴ εἶχε νὰ κάνει μὲ τὸ φῶς. Τὸ ἴδιο κι ἡ ψυχανάλυση, ἔλεγε ὁ σύζυγός της, ἀλλὰ ἐκείνη διαφωνοῦσε. Θεωροῦσε ὅτι θὰ ἔχει σχέση μὲ κάτι ἄλλο, γιατὶ ὁ σύζυγός της ἐξασκοῦσε ἐξαιρετικὴ ψυχανάλυση, παρὰ τὴν ἀπουσία φωτὸς στὸ γραφεῖο του.
Στὸ δωμάτιο ποὺ ὁ ψυχίατρος χρησιμοποιοῦσε γιὰ λημέρι του, μισὸ τετράγωνο περίπου ἀπὸ τὸ γραφεῖο του, εἶχε ἕνα στερεοφωνικὸ ὑψηλῆς τεχνολογίας ἀπὸ τὴ Γερμανία, τὴν Αὐστρία καὶ τὴν Ἰαπωνία. Τὰ ἠχεῖα του —ἕνα ζευγάρι— εἶχαν τὸ μέγεθος ψυγείου. Ὁ ἐνισχυτὴς καὶ ὁ προενισχυτής του τοὺς ἔδινε τόση ἐνέργεια ποὺ ἐκεῖνος ἦταν σίγουρος πὼς θὰ ἀκούγονταν ὣς τὸ Κόνι Ἄιλαντ, ὅπου εἶχε γεννηθεῖ καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶχε ἀποδράσει. Κάποτε ἔβαλε νὰ παίξει τὴν «Κάστα Ντίβα» τῆς Μαρίας Κάλας γιὰ μένα – καὶ ἔκανε τὸ μπουφάν μου νὰ φαίνεται σὰν νὰ περπατοῦσα ἐνάντια σὲ ἰσχυρὸ ἄνεμο. Ἡ βλεφαρίδα στὰ αὐτιά μου παρέμεινε πεσμένη γιὰ μέρες. Στὴ ρὸκ μουσική, ὑπέθετε, μόνο οἱ The Who μποροῦσαν νὰ παίξουν δυνατότερα. Ἤμουν εὐγνώμων ποὺ δὲν εἶχε δίσκο τῶν The Who, ἢ τίποτε ἄλλο ἀπὸ ρόκ, ἡ ἀλήθεια εἶναι. Ὅλα ἦταν κλασικὴ γιὰ τὸν ψυχίατρο.
Συχνὰ ἀναρωτιόμουν γιὰ τὴν ἐπίδραση τῆς ζωῆς δίχως παράθυρα. Στὴν πραγματικότητα, δὲν ἀναρωτιόμουν ἀλλὰ ἤμουν σχεδὸν σίγουρος πὼς ἡ ἐπίδραση θὰ ἦταν ἀρνητική. Πίστευα πὼς σίγουρα ἦταν ἔτσι γιὰ τὰ παιδιὰ τοῦ ψυχιάτρου, ἕνα ἀγόρι τριῶν ἐτῶν, ποὺ ἦταν ἀλλεργικὸ στὰ πάντα, ἀκόμα καὶ στὸ γάλα τῆς μητέρας του, καὶ ἕνα κορίτσι ἕξι ἐτῶν, ποὺ κάποιες φορὲς ἐρχόταν ἀπὸ τὸ πάρκο μὲ μιὰ πέτρα καὶ σοῦ τὴν ἔδινε λέγοντας «ὁρίστε, σοῦ ἔφερα αὐτὴ τὴν πέτρα ἀπὸ τὸ πάρκο», κι ἐσὺ ἔπρεπε νὰ ἀπαντήσεις «πωπῶ, εὐχαριστῶ» καὶ νὰ τὴ βάλεις στὴν τσέπη, ἐφόσον δὲν ὑπῆρχαν παράθυρα ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσες νὰ τὴν πετάξεις ἔξω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου