Διήγημα: “Ο τρύπιος κουβάς”
Γράφει η Ιωάννα Μαρία Νικολακάκη //
Το παλληκάρι της θείας μου της Λαμπρινής δεν ήτανε παιδί. Ήτανε γαϊδούρι! Και ξέρω πως -έτσι όπως σάς το γράφω τώρα ‘δα- μερικοί θα βάλετε τα γέλια, μα τι να γίνει; Σ’ ετούτο το ντουνιά, τα πράματα εγώ έμαθα να τα λέω ίσα: το παιδί: παιδί και το γαϊδούρι: γαϊδούρι. Ήτανε λοιπόν που λέτε εκεί απάνου στα Γιάννενα, ένα μικρό χωριό που δεν το πιάνει το μάτι σου, που το λένε Παπίγκο. Ωραίος τόπος, καθαρός και ξάστερος σαν τον αέρα το βουνίσιο, που σε φυσάει και λες τώρα-δα μάνα μου ξαναγεννιέμαι. Έτσι ένιωσα κι εγώ όταν έμαθα πως πέρασα στο πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων και σήκωσα πανιά για πάνω: ξαναγεννημένος. Μα, δεν ήτανε μόνο το κλίμα του τόπου, όχι, όχι μόνο αυτό. Ήτανε κι οι άνθρωποι. Και φυσικά, η θειά μου. Δεκαεφτά χρόνια χήρα, ξεχασμένη εκεί απάνου κι από τον ίδιο το Θεό (που λέει ο λόγος, γιατί ο Θεός κανέναν δεν ξεχνά), με μόνη της παρέα μια φούχτα ζωντανά της στάνης που, τώρα που το καλοσκέφτομαι, δεν ήσανε και λίγα ζωή να ‘χουν: τέσσερις κατσίκες, ένα τραγί, δέκα κότες, τρείς κοκόροι, εφτά κουβιά*, ένα ζευγάρι κουνέλια κι ένα σκυλί ψωραλέο και μισότυφλο που ‘φερνε βόλτα στην αυλή της, στη χάση και στη φέξη, και τρομάζαμε τα γαφ και τα γουφ του τις αλεπούδες και τα τσακάλια του βουνού. Τ’ αγάπαγε τα ζώα η θεία μου. Αμέ. Μεγάλη καρδιά. Όλα τ’ αγάπαγε, και για όλα φρόντιζε: σα να ‘τανε μάνα τους και πιο καλά τα ‘χε. Μα, πιο πολύ απ’ όλα, αγάπαγε τον Σορόπη της.
Ο Σορόπης ήτανε το παλληκάρι της, που λέγαμε και στην αρχή. Ένας γκαρής από τους λίγους, τροφαντός δεμένος, με τα καπούλια του τα ψωμωτά, τα πόδια του τα χάλκινα, την κεφαλή του την πλατιά, θεριό σκέτο. Τ’ όνομα Σορόπης τού το ‘χανε δώκει -πάνε χρόνια τώρα- τα παιδιά της, γιατ’ ήτανε λέει γλυκός σαν το σορόπι του γαλακτομπούρεκου: χρώμα ντενεκεδένιο, δυό αυτάρες κατά πάνω σαν βελούδινες όρθιες αιώρες, κάτι ρουθούνια μαλακούτσικα που όλη την ώρα ατμίζανε μια ζεστασιά κάλλιο από χνώτο ανθρωπινό και δυό μάτια.. αχ κάτι μάτια! Μεγάλα, στρογγυλά, με μια ιδέα κλίση προς τα κάτω σα να ‘τανε μονίμως λυπημένα, αχ, δυό φθόγγοι παραπονιάρικοι τα μάτια του Σορόπη της. Αφού -σαν τώρα-δα το θυμότανε: όταν ήσαν τα παιδιά μικρά, τήν είχε ρωτήσει μια βολά** ο Νικόλας της «Τι πάει να πει παράπονο, καλέ μάνα;» κι εκείνη, η κακορίζικη, ούτε και ξέρει πώς τής ήρθε να το πει: «Τράβα στη στάνη μας» τού λέει, «να δεις τα μάτια του γαϊδάρου, και θα καταλάβεις». Πήγε το παιδί, εφτά χρονώ τσιλιβήθρας τι να σκαμπάσει, και γυρνάει πίσω και τής λέει «Κατάλαβα» κι από τότε, αυτό ήτανε, δεν τήν ξαναρώτησε άλλο τίποτα.
Πέρασαν τα χρόνια, η κόρη της η Βάνα έφυγε για σπουδές στην Αθήνα, τα ‘παιρνε τα γράμματα το πουλάκι της, ο δε άντρας της είχε χρόνια που συχωρέθηκε, τι να κάνει κι αυτή, ξώμεινε πίσω στο χωριό να τσουγκρανίζει κοπριές και να φυτεύει σπόρους για να γεμίσει το τσουκάλι της χειμώνα-καλοκαίρι. Τής άρεσε τούτη η ζωή, η βουκολική, η γνήσια. Σάματι, είχε μάθει να ζει κι αλλιώτικα; Εβδομήντα τέσσερα χρόνια τώρα, εκεί δανά, σ’ εκείνη την τρύπα του χωριού τα ‘χε περάσει. Τα γεροντάματα ήρθαν και τη βρήκαν και δεν έβγαλε τσιμουδιά. Συνέχιζε τη ζωή της σα να ‘τανε παιδούλα και μόνο καμιά φορά-σαν τώρα-δα που το γαϊδούρι της αρρώσταινε ή τρέκλιζε, θυμότανε και τα δικά της βάσανα κι αναστέναζε, αχ κάτι αναστεναγμούς σαν μαύρες θυμωμένες θύελλες έβγαζε η κακομοίρα, η ψυχή μου τή λυπότανε άμα τύχαινε και τήν έβλεπα έτσι μπαϊλντισμένη.
Έτσι και τώρα. Το κατάλαβα πως κάτι είχε συμβεί γιατί, στις εφτά παρά είκοσι το πρωί που είδα την κλήση της στο κινητό μου, είπα μέσα μου «να δεις, δε θα ‘ναι για καλό». Και δεν έπεσα έξω.
-Θανάση αγόρι μου, καλημέρα. Σε ξυπνώ, ε;
-Όχι μωρέ θεία. Κάτι διαβάσματα είχα και το ξημέρωσα πάλι. Τι κάνεις, πώς και μάς θυμήθηκες;
-Καλά παιδί μου. Όπως τα ξέρεις.
-Η Βάνα; Στην Αθήνα;
-Η Βάνα στην Αθήνα, με τα δικηγορικά της. Μωρέ.. ντρέπομαι να σε πιλατεύω πρωινιάτικο. Αλλά επειδή εσύ, παιδί μου, μένεις πιο κοντά.. Στα Γιάννενα σπουδάζεις είπαμε, ε;
-Ναι, βρε θεία. Πόσες φορές το ‘χουμε πει. Ό,τι θες, να μού λες. Μια πόρτα είμαστε. Έγινε τίποτα;
-Ο Σορόπης μωρέ παιδί μου… δεν είναι καλά τελευταία. Δεν έρχεσαι να τόνε πάμε στο Δελακούρα;
Ο Ιάσονας Δελακούρας ήταν ένα ντερέκι δύο και είκοσι, σπουδές στις Ελβετίες, ειδικεύσεις, παραειδικεύσεις, ένα κάρο κορνίζες είχε το γραφείο του, τόσες που έμπαινες μέσα και το περνούσες για τζαμάδικο. Ο γάιδαρος όμως-και δη, ένας γάιδαρος άρρωστος- δεν είναι και το πιο εύκολο πράμα του κόσμου να μετακινηθεί. Πώς θα τον σέρναμε μέχρι το κεφαλοχώρι, που είχε το κτηνιατρείο ο Δελακούρας; Ήξερα πόσο σημαντικός ήταν ο Σορόπης για τη θεία μου. Το ‘κλεισα, φόρεσα ό,τι βρήκα κι έτρεξα από ‘κει.
Τούς βρήκα και τούς δυό στο παχνί, τη θεία στα γόνατα χάμω και μ’ έναν κουβά κόκκινο τρύπιο να προσπαθεί να τού δώσε να πιει μια στάλα νερό, και το ζωντανό να μην έχει κουράγιο μήτε το κεφάλι του να σηκώσει. Θα μού πεις, τέτοιο θωρακισμένο κεφάλι που ‘χε- σαν ορθογώνια μπετονιέρα- πού να το σηκώσει. Δε βγήκε τυχαία η παροιμία «Είπ’ ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα», κάτι ξέραν οι παλιοί. Φαινόταν όμως το δύστυχο πως δεν ήτανε καλά. Πήγα κοντά, φίλησα τη θειά μου που μόνο υπόκλιση δε μού ‘κανε και χάιδεψα ήσυχα το λαιμό του ζωντανού, έναν λαιμό ξανθοστάχινο, αραιοφυτεμένο και μαλακό που μύριζε τραγίλα, αλλά δε μ’ ένοιαζε. Γλύκας ήτανε, ο κερατάς. Τού πήγαινε γάντι το «Σορόπης» που τόν είχε βγάλει τότε η πιτσιρικάδα.
Φωνάξαμε το γιατρό, ήρθε, τόν είδε. «Αρθριτικά, ρευματικά, κάτι δέκατα…Κι καρδιά του..χμ… σα να μη μού τα λέει καλά. Γεροντάματα!» λέει, και βγάνει απ’ την τσέπη του ένα κιτρινόασπρο χαρτί με τη τυπωμένη απάνω σφραγίδα του «Θα τού γράψω βέβαια κάτι βιταμίνες, αλλά -να ξέρετε- δεν έχει πολλά ψωμιά». Η θεία έγινε παπόρι.
-Εγώ, θα τόνε κάμω καλά! Τ’ άκουσες, ντοτόρε; Κι αυτά που λες εσύ, για γεροντάματα και κουραφέξαλα, εγώ δεν τα καταλαβαίνω. Τι πάει να πει, δηλαδή; Μίλα καθαρά! Θα πεθάνει ο Σοροπάκος μου, αυτό μού λες;
Ο Δελακούρας τα χρειάστηκε. Δεν ήτανε καλή στιγμή για κανέναν μας. Τού ‘βαλα στην τσέπη ένα εικοσάρι στη ζούλα και τού ‘γνεψα να φύγει.
Την επόμενη μέρα, η θεία έπεσε στο κρεβάτι με πυρετό. Κι έκατσα εγώ, δυό μέτρα παλληκάρι και μ’ ένα κάρο διαβάσματα στο Γεωπονικό, να νταντεύω απ’ το πρωί ως το βράδυ μια γιαγιά κι ένα γαϊδούρι που -λες κι ήτανε συνεννοημένοι, ρε παιδί μου δηλαδή- κανείς από τούς δυό δεν έλεγε να πάρει τα πάνω του. Κάποια μέρα, αποφάσισα να τηλεφωνήσω στην κόρη της. Να ξέρει, μη και πει μετά πως δεν την ειδοποίησα. Η μάνα της είχε μείνει πετσί και κόκαλο κι ο «παιδιόθεν» γαϊδαράκος τους έπνεε τα λοίσθια -που λένε και στην καθαρεύουσα οι γραμματιζούμενοι.
Στο μήνα απάνω, τούς χάσαμε και τούς δυό. Δυό μέτρα γης και μια μαρμαρόπλακα με σταυρό για τη θεία, μισό μέτρο γης κι ένα ομορφοκαμωμένο περβολάκι με χαλίκια περασιά για τον έρμο το Σορόπη.Την επομένη της ταφής, τούς είδα και τους δύο στον ύπνο μου. Καρδαμωμένοι και οι δυό, η θειά μου ροδαλή σαν κοριτσόπουλο κι ο γαϊδαράκος ντούρος σαν πουλάρι, στέκαν αγκαλιασμένοι μέσα στο παχνί: εκείνη, μ’ εκείνο το γνώριμο κόκκινο τρύπιο κουβά τού ‘βαζε νερό να πιει, να δροσιστεί το μέσα του. Κι αυτός έπινε, έπινε και δεν ξεδίψαγε ο καψερός.
-Έλα παλληκάρι μου. Λίγο ακόμα πιες… Έτσι μπράβο γιαβρί μου, που ‘σαι καλός.. χρυσός σαν το φλουράκι το άγιο είσαι, ψυχούλα μου. Νεράκι… νεράκι του Θεού.
Τι κι αν ο Σορόπης είχε ρίξει το γιό της το Νικόλα απ’ τη σέλα και τον είχε αφήσει τον τόπο, είκοσι οχτώ χρονώ ανθό. Τον είχε κλάψει καλά η θειά μου η Λάμπη το μονάκριβό της. Κι είχε συγχωρέσει το ζωντανό γι’ αυτή του την απρέπεια. Απ’ την άλλη πάλι πλευρά, ο Θεός, κανέναν από τους δύο δεν άφηκε έτσι: ο Σορόπης τής πήρε το γιό, ο Σορόπης θα τήν βοηθούσε τώρα να πάει να τον βρει.
Και τον βρήκε.
Θα κάναν τώρα εκεί ψηλά, στα σύγνεφα, πολύ καλή παρέα οι τρεις τους: μάνα, γιος και ζωντανό.
Ο Δελακούρας παντρεύτηκε τη Βάνα ένα χρόνο μετά, και μόλις εκείνη πήρε το πτυχίο της στα νομικά, ήρθε ο διορισμός της στο δήμο κι ανέβηκαν ν’ ανοίξουν σπίτι απάνω στο χωριό, στο πατρικό της. Στο εικονοστάσι τους, έκαιγε μέρα-νύχτα το καντήλι της μάνας και του αδερφού της. Και στην αυλή, δεν πείραξαν ποτέ το περβολάκι του Σορόπη, όσος καιρός κι αν πέρασε.
Αγόρασαν και καινούργιο γαϊδουράκι. Αμέ!
Τον είπανε «Καρυδένιο»
και για τα επόμενα τριάντα χρόνια, τόν είχανε πιο καλά κι απ’ τα κουτσούβελά τους.
Από ‘κείνο τον κόκκινο τρύπιο κουβά του δίνανε κι αυτουνού να πιεί νεράκι, όταν ήταν αρρωστούλης.
Νεράκι του Θεού. Νεράκι να πλυθεί το μέσα του, να καρδαμώσει.
* κουβιά: γαλοπούλες
** βολά: φορά
ΠΗΓΗ : https://www.fractalart.gr/
https://georgepelagia.wordpress.com/
11 ΙΟΥΛΙΟΥ, 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου