Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 25 Απριλίου 2021

Tελευταία βόλτα (διήγημα του Μανώλη Σημαντήρα)

  ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ  ΒΟΛΤΑ (διήγημα του Μανώλη Σημαντήρα)


Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"

Με χαρά και συγκίνηση παρουσιάζω σήμερα το διήγημα ενός παιδικού φίλου. Με τον Μανώλη ήμασταν συμμαθητές στην Ιωνίδειο -σε άλλα τμήματα, εκείνος ήταν του κλασικού, αλλά επειδή ήταν κοντά τα σπίτια μας κάναμε πολλή παρέα ιδίως στις τελευταίες τάξεις του (εξαταξίου) γυμνασίου. Συνεχίσαμε να κρατάμε επαφή τα επόμενα χρόνια έστω και (πολύ) πιο αραιά από τότε που έφυγα από την Ελλάδα. Τις προάλλες ο Μανώλης μού έδειξε μια συλλογή διηγημάτων που έχει στα σκαριά.

Μου άρεσαν και σκέφτηκα να διαλέξω ένα για το ιστολόγιο. Όχι εκείνο στο οποίο εμφανίζεται ένας που μου μοιάζει, αλλά ένα διήγημα από την ενότητα «Τρία ιστορικά διηγήματα», που αναφέρεται σε ένα ιστορικό γεγονός, από την Κατοχή. Σχεδόν υποχρεωτικά το διάλεξα, μια και κατοικώ στην οδό Ήβης Αθανασιάδου. Αλλά δεν το διάλεξα μόνο γι’ αυτό -μου αρέσει που βλέπει τα πράγματα από άλλη οπτική γωνία από την αναμενόμενη.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΟΛΤΑ

Ακολουθούσε το ίδιο πρόγραμμα εδώ και τρία χρόνια. Κατηφόριζε  με το ποδήλατό του την οδό Ευτέρπης μέχρι την παραλία  πολύ νωρίς το πρωί, φορώντας τη στολή του. Εποχούμενος  κοιτούσε τους χρωματισμούς της Ανατολής όπως καθρεφτίζονταν στη θάλασσα που  ακινητούσε. Του θύμιζε τις λίμνες.  Μετά πήγαινε στη δουλειά του.  Αργά το απόγευμα, βραδάκι πολλές φορές, επαναλάμβανε την διαδρομή:  ποδηλατούσε  κατά μήκος της ακτής για να χαλαρώσει  από την ένταση της ημέρας. Τον τελευταίο καιρό του τύχαιναν  περιπτώσεις δύσκολες. Βαριά τραυματισμένα κορμιά που απαιτούσαν ιδιαίτερη φροντίδα : πολύωρες επεμβάσεις  και   ακρωτηριασμοί.  Το νοσηλευτικό προσωπικό ήταν  λιγοστό και  δυσεύρετο. Τις  ελάχιστες διαθέσιμες  νοσοκόμες τις χρειάζονταν σε μεγαλύτερες μονάδες.  Προσπάθησε να στρατολογήσει  ντόπιες γυναίκες όμως εκείνες  εύρισκαν προφάσεις για να αρνηθούν:  “δεν ξέρω τη γλώσσα” ή  “όταν βλέπω αίμα , λιποθυμώ” .  Ο ίδιος  είχε εισηγηθεί να τις φέρουν με το ζόρι,  όμως ο Διοικητής  ήταν διστακτικός, φοβόταν για την υγεία των αντρών. “Γκόντφριντ”, του έλεγε, “μην εμπιστεύεσαι παρά μόνο τις δικές μας”.

Ας τις άφηναν στα χέρια του. Θα τις εκπαίδευε ο ίδιος. Νεαρές κοπέλες  που  αντί  να χάνουν  άσκοπα τον καιρό τους θα εργάζονταν κάτω από τις διαταγές του.

Οπως εκείνες που είχε κουβαλήσει ο Χανς στο γραφείο του τη μέρα που είχε εφημερία:  τρία κορίτσια,  17-18 χρονών, αναψοκοκκινισμένες, όλο νεύρο και φωνή. Είχαν προσπαθήσει να το σκάσουν αλλά ο Χανς που έκανε περιπολία ντυμένος με πολιτικά  τις  τσάκωσε και τις έσυρε μέσα.

Βρήκαν  προκηρύξεις στα παλτά τους .

Τις πήρε με το καλό. Προσπάθησε να τους εξηγήσει ότι δεν υπήρχαν άλλα διαθέσιμα κτίρια στην περιοχή, οι ανάγκες του πολέμου επέβαλαν την επίταξη του σχολείου τους, την μετατροπή του σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Άλλωστε οι Αρχές δεν απαγόρευαν την διεξαγωγή των μαθημάτων, μπορούσαν να μαζευτούν σε κάποιο σπίτι ή στην Εκκλησία.

Τον κοίταζαν προκλητικά, δεν απαντούσαν στις ερωτήσεις του. Στο τέλος αγρίεψε. Τις απείλησε ότι αν τις έπιαναν ξανά θα τις οδηγούσαν κατευθείαν στην Kommandantur – και εκεί δεν υπήρχε έλεος.

Μετά τις άφησε να φύγουν.  Εκείνη που έμοιαζε επικεφαλής, την μελαχρινή, σαν να την είχε ξαναδεί .

Η Ηβη γύρισε στο σπίτι  απογοητευμένη. Οχι μόνο δεν κατάφερε να μοιράσει τις προκηρύξεις αλλά ήρθε φάτσα με φάτσα με τον ναζί γιατρό, αυτόν που έβλεπε κάθε μέρα, πρωί και απόγευμα, να κατεβαίνει  με το ποδήλατό του τον δρόμο: έμενε δυο τετράγωνα πιο πάνω από το σπίτι της, σε τρία επιταγμένα δωμάτια της μονοκατοικίας του Αργυρόπουλου.Τι θα έλεγε τώρα στον “σύνδεσμό” της; Την είχε προειδοποιήσει να μη πλησιάζει πολύ στο σχολείο αλλά εκείνη τον αψήφισε. Θα την κατέκρινε, σίγουρα. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της, όλο φούρκα.  Δεν τους φοβόταν. Η εκείνοι ή εμείς. Το είχε πάρει απόφαση από την προηγούμενη χρονιά όταν πήγε στη μαζική διαδήλωση του Ιουλίου. Οταν είδε την κοπέλα μέσα στα αίματα, μπροστά από τις ερπύστριες του τανκ που είχε βγει στην Πανεπιστημίου  για να αναχαιτίσει το πλήθος. Χιλιάδες κόσμου  που χύθηκαν  στους δρόμους της Αθήνας για να μη παραδοθεί η Μακεδονία και η Θράκη στους Βούλγαρους .

Και από τότε που  οι Γερμανοί τούς έδιωξαν από το Γυμνάσιο – το μοναδικό του Φαλήρου –  και  σταμάτησαν οριστικά τα μαθήματα, αποφάσισε να κάνει κάτι, οτιδήποτε , αντί να μένει άπραγη .  Ενα βράδυ , μετά το τέλος της παράδοσης (η κυρία Δήμητρα  συνέχιζε να παραδίδει μαθήματα Αρχαίων και Ιστορίας στο σπίτι της)  πλησίασε τον Σταύρο, του μίλησε. Στην αρχή εκείνος ξαφνιάστηκε, “τι ξέρεις εσύ;”, την ρώτησε . “Είσαι μικρή ακόμα γι’ αυτά” , της είπε.

Την μύησαν, κατατάχτηκε στην “Εθνική Δράση”, την ειδοποιούσαν μέσω της Ελένης, μιας  μεγαλύτερης γυναίκας που έραβε και διόρθωνε τα φουστάνια της μητέρας της.  Η Ηβη, παίρνοντας τις προφυλάξεις της, πήγαινε  στο υπόγειο του σπιτιού του Σταύρου που είχε διαμορφωθεί σε μικρό, πρόχειρο τυπογραφείο. Εκεί συζητούσαν για το περιεχόμενο των προκηρύξεων και εκείνη, μαζί με  με την αδελφή της βοηθούσαν στην εκτύπωση, έκοβαν και τακτοποιούσαν τα μικρά χαρτιά. Τα μοίραζαν τις επόμενες μέρες, προσεχτικά κρυμμένα στις φαρδιές τους φούστες ή στις τσέπες των παλτών. Άλλοτε πάλι έγραφαν συνθήματα στους τοίχους.  Έκαναν και  δυο -τρεις απόπειρες να μαζέψουν τους μαθητές έξω από το σχολείο – νοσοκομείο για να διαμαρτυρηθούν: έμεινε μόνο η καλή πρόθεση , η συμμετοχή ήταν μικρή. Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών τα πράγματα είχαν δυσκολέψει, οι Γερμανοί με το παραμικρό μάζευαν νέους άντρες και τους κρατούσαν ομήρους:   αν δεν τους εκτελούσαν μέσα σε μια εβδομάδα, τους έστελναν σε στρατόπεδα εργασίας στη Γερμανία. Ο φόβος κρατούσε τον κόσμο στα σπίτια.

Και η Ηβη στηνόταν κάθε βράδυ μαζί με τους γονείς της  μπροστά  στο ραδιόφωνό τους, αδημονώντας  να ακούσουν τα νέα για  την μεγάλη αντεπίθεση των Συμμάχων.

Η εντολή ήταν σαφής, δεν άφηνε κανένα περιθώριο : Να καταστρέψουν όλα τα αρχεία, να κάψουν κάθε έγγραφο ή άλλο στοιχείο που αφορούσε στη λειτουργία της Υπηρεσίας τους. Με δυο λόγια να μην αφήσουν τίποτα πίσω τους γιατί στις δώδεκα του μηνός αποχωρούσαν, εγκατέλειπαν τη Χώρα.

Τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Να γυρίσει πίσω. Πίσω  σε τι;  Στα ερείπια της  Βιέννης ; Η μήπως σε εκείνον; Που θα τον κοίταζε με το επικριτικό του βλέμμα όπως τότε που του πήγαινε με καμάρι τις ζωγραφιές του κι εκείνος τις εξέταζε δήθεν, τις έστριβε δεξιά – αριστερά και ύστερα τις άφηνε στην άκρη χωρίς να πει λέξη. Η μάλλον είχε πει μια, μοναδική, όχι στον ίδιο, στη μητέρα του στη διάρκεια κάποιου πρωινού γεύματος : “Ο Γκόντφριντ;  Ατάλαντος”. Αυτό αποφάνθηκε ο Χέλμουτ Χέλερ,  καθηγητής της Σχολής  Καλών Τεχνών  της Βιέννης για τον γιο του. Είχε διαφωνήσει και με όλες τις επόμενες επιλογές του: τις σπουδές του στην στρατιωτική Ιατρική, την ένταξή του στο Αυστριακό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα. Ο πατέρας του ήταν πάντα κάθετα αντίθετος με την ιδέα της Μεγάλης Γερμανίας.

Στο νοσοκομείο επικρατούσε πανικός. Όσοι μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους έφευγαν κουβαλώντας τον εξοπλισμό τους. Τους  βαρύτερα τραυματίες τους στοίβαζαν στα καμιόνια, πάνω σε φορεία.

Ο Γκόντφριντ πήγε στο γραφείο του, άρχισε να αδειάζει συρτάρια με φακέλους, τους πετούσε σε  χοντρά σακίδια και οι στρατιώτες περνούσαν και τα μάζευαν. Στην αυλή του σχολείου άναψαν φωτιά και τα έκαιγαν.

Βγήκε, πήρε το ποδήλατό του, τράβηξε κατά την παραλία.

 

Η Ηβη πήρε τον κουβά με την μπογιά και φώναξε στην αδελφή της να κάνει γρήγορα, τα άλλα παιδιά είχαν ήδη ξεκινήσει. Σημείο συνάντησης η αρχή  της οδού Αιόλου, στη γωνία με την  Ποσειδώνος .

Κατεβαίνοντας προς την παραλιακή αντίκριζαν στα μπαλκόνια κάποιους που έβγαιναν  δειλά – δειλά, ορισμένοι κρεμούσαν τη σημαία στα κάγκελα. Ηταν ακόμα πρωί, ένα ηλιόλουστο πρωινό του Οκτωβρίου,  το νέο είχε  διαδοθεί από στόμα σε στόμα, οι περισσότεροι όμως δυσπιστούσαν.

Βρέθηκαν όλοι μαζί, καμιά εικοσαριά μαθητές του Γυμνασίου, η Ηβη αγκαλιάστηκε με την Αγγέλα και την Κική, ήταν μαζί  στη “Δράση”. Φώναζαν, έβριζαν τους ναζί, οι κραυγές τους  τάραζαν την ησυχία της γειτονιάς.

Μαζεύτηκαν παιδιά κι από άλλες γειτονιές του Φαλήρου. Είχαν φέρει κάδους με μπογιές, βάλθηκαν να γράφουν στους τοίχους, ο Σταύρος πέταξε την ιδέα να γράψουν και πάνω  στην άσφαλτο, από εκεί που θα περνούσαν οι απελευθερωτές.

Η  Ηβη τον ακολούθησε, με τη μεγάλη βούρτσα άρχισαν να σχηματίζουν τη λέξη:  “WELCOME”.

 

Ο Γκόντφριντ , στρίβοντας με το ποδήλατο προς την ακτή τους είδε, δεν πλησίασε. Τον είδαν όμως και εκείνοι, κάποιοι πιο τολμηροί τον  γιουχάισαν. Σταμάτησε για λίγο. Υστερα έκανε στροφή και απομακρύνθηκε. Εφτασε στο σπίτι του, πήδηξε κάτω, τα πράγματά του ήταν  έτοιμα, στις μία το μεσημέρι θα περνούσε μια μοτοσυκλέτα για να τον πάρει.

Αρπαξε το υποπολυβόλο, έβαλε μια γεμιστήρα και ξανακαβάλησε το ποδήλατό του.

Αυτή τη φορά έφτασε κοντά τους, ο Σταύρος τον είδε, πρόλαβε να φωνάξει : “Κρατάει όπλο, φύγετε” και έσπρωξε την Ηβη που τελείωνε τη φράση : “WELCOME OUR ALLIES”.

Τα παιδιά σκόρπισαν τρομαγμένα, ο Γκόντφριντ, πάνω στο ποδήλατο τράβηξε την σκανδάλη.

Μια ριπή.  Εφυγε αναπτύσσοντας ταχύτητα.

Μια  σφαίρα βρήκε την Κική στο πόδι, έπεσε δίπλα στην Ηβη που σφάδαζε κρατώντας την κοιλιά της.

…………………………………………………………………………………………………………….

Κάθισε σε ένα παγκάκι και με το βλέμμα του σάρωσε την ακτή:  το πεζοδρόμιο είχε πλακοστρωθεί και είχε στενέψει, στη θέση του υπήρχαν οι γραμμές του τραμ που περνούσε κάθε λίγο με κραδασμούς και τριξίματα,  σείοντας  το οδόστρωμα.  Σε όλους τους φανοστάτες, κατά μήκος της ακτής ανέμιζαν  τα σημαιάκια με τους Ολυμπιακούς κύκλους. Ολα αλλαγμένα του φάνηκαν, εκτός από τα χρώματα του δειλινού. Ο ήλιος χάθηκε πίσω από την Καστέλα και ο γέρος σηκώθηκε . Η συνοδός του που είχε απομακρυνθεί  για να τραβήξει φωτογραφίες έσπευσε να τον βοηθήσει.  Τον κράτησε από το μπράτσο  και μαζί διέσχισαν  την λεωφόρο. Κατευθύνθηκαν στο παραλιακό ξενοδοχείο.

Ανέβηκε κατάκοπος στο δωμάτιό του. “Χέρτα, τα εισιτήρια πού τα έχεις βάλει;” ζήτησε να μάθει.

“Με έχετε ρωτήσει δέκα φορές και σας έχω πει να μην ανησυχείτε. Είναι στο συρτάρι του κομοδίνου σας.”

Το άνοιξε και τα κοίταξε. Εξι εισιτήρια για το Ολυμπιακό Ποδηλατοδρόμιο. Το όνειρό του, να είναι παρών στους Ολυμπιακούς έγινε πραγματικότητα. Ξάπλωσε και κοιμήθηκε αμέσως.

Πήρε  το πρωινό του μαζί με την Χέρτα στην οροφή του ξενοδοχείου. Θαύμασε για μια ακόμα φορά τον Σαρωνικό που απλωνόταν μπροστά του, καλυμμένος από την πάχνη της Αυγουστιάτικης ατμόσφαιρας. Ύστερα  κατέβηκε στη ρεσεψιόν.

Ρώτησε τον υπάλληλο για την οδό Ευτέρπης, πόσο μακριά ήταν από εκεί.

Εκείνος έδειξε να ξαφνιάζεται, πρώτα  συμβουλεύτηκε τον χάρτη και  μετά άνοιξε την ιστοσελίδα, πληκτρολόγησε την οδό και του είπε ότι στο Φάληρο δεν υπήρχε δρόμος με αυτό το όνομα.Ο γέρος τον κοίταξε δύσπιστα και δεν έδωσε συνέχεια στην κουβέντα.

Αποφάσισε να ψάξει ο ίδιος .

Βγήκε με τη Χέρτα  στο πεζοδρόμιο της Λεωφόρου.  Βάδισαν προς τα αριστερά του ξενοδοχείου μέχρι το πρώτο περίπτερο που είδαν. Εστειλε την κοπέλα που μιλούσε  αγγλικά, να ρωτήσει. Επέστρεψε χωρίς αποτέλεσμα

– “Πρωτέως”, “Νηρηϊδων”, τις περάσαμε, του είπε . Η επόμενη οδός  λέγεται “Ήβης Αθανασιάδου”.

Ο Γκόντφριντ απόμεινε σκεφτικός.

Το όνομα δεν του θύμιζε τίποτα.

 

Σημείωση:  Ο Gottfried Heller ήταν Αυστριακός στρατιωτικός γιατρός που υπηρέτησε στην Αθήνα κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής και ειδικότερα στο Παλαιό Φάληρο όπου το μοναδικό Γυμνάσιο είχε επιταχθεί και μετατραπεί σε στρατιωτικό νοσοκομείο.

Την 12η Οκτωβρίου του 1944, κατά την αποχώρηση των Γερμανικών στρατευμάτων από την Αθήνα, ο Heller είδε μια παρέα μαθητών του Γυμνασίου που έγραφαν συνθήματα υποδοχής των Συμμάχων και τους πυροβόλησε εν ψυχρώ . Από τις σφαίρες του τραυματίστηκε θανάσιμα η 18χρονη μαθήτρια του Γυμνασίου ΠΦ Ήβη Αθανασιάδου.

Μετά τον πόλεμο, η αδελφή της Αννα εντόπισε τον δολοφόνο αξιωματικό και τον κατήγγειλε τόσο στα Διεθνή γραφεία δίωξης εγκληματιών πολέμου όσο και σε αυτά της Αυστρίας, χωρίς  αποτέλεσμα.

Ο Heller  παρέμεινε ατιμώρητος και πέθανε σε βαθύ γήρας.

Η οδός Ευτέρπης όπου έμενε η νεαρή μαθήτρια μετονομάστηκε προς τιμή της σε οδό “Ήβης Αθανασιάδου”.

Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πώς ήταν η Μακρινίτσα το 1975 μέσα από φιλμ της εποχής

  Πώς ήταν η Μακρινίτσα το 1975 μέσα από φιλμ της εποχής Από το αρχείο του δρ. Γ. Χατζηδάκη Δημοσιεύθηκε  23/01/2025 09:05 Σκαρφαλωμένη στο ...